26.04.24 16:00
Οι φούσκες δημιουργούνται όταν οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων αποκλίνουν αισθητά από την εσωτερική τους αξία, κυρίως λόγω κερδοσκοπικών συναλλαγών παρά θεμελιωδών παραγόντων, όπως η άνοδος στα κέρδη. Ειδικότερα, την περίοδο 2009-2022 ο χρηματιστηριακός δείκτης S&P 500 (δείχνεται στο Σχήμα) έχει αυξηθεί κατά 322,5%, συνεπεία διαφόρων παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των χαμηλών επιτοκίων, των φορολογικών ελαφρύνσεων και της αισιοδοξίας για τη φημολογούμενη μετά την πανδημία οικονομική ανάπτυξη.
Ωστόσο, η βιωσιμότητα της όποιας οικονομικής ανάπτυξης εξαρτάται από την εξέλιξη των κερδών και από αυτά εξαρτώμενες αποτιμήσεις οίκων αξιολόγησης, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις εν γένει οικονομικές συνθήκες. Προκειμένου να αξιολογήσουμε εάν και κατά πόσο υπάρχει φούσκα στη χρηματιστηριακή αγορά, θα πρέπει να αναλύσουμε τους ανωτέρω παράγοντες σε συνδυασμό με τους χρηματιστηριακούς δείκτες.
Οι οικονομίες περνούν μακροχρόνιες φάσεις επέκτασης και περιστολής της παραγωγικής τους δραστηριότητας διάρκειας 50 ετών (συν ή πλην 5 περίπου έτη), πρόκειται για τους περίφημους κύκλους Κοντράτιεβ που τους παρατηρούμε από την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης στα τέλη του 18ου αιώνα. Από το 1982 βιώνουμε τον πέμπτο τέτοιο μακρό κύκλο, με το έτος 2007 να σηματοδοτεί την έναρξη της μακροχρόνιας ύφεσης. Τα χαρακτηριστικά της οποίας είναι η αυξημένη ανεργία (με ή χωρίς τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά), η μείωση των επενδύσεων, η περιστολή του διεθνούς εμπορίου, η ενίσχυση της ιδεολογίας της αυτάρκειας, η ανάδυση εθνικισμών, οι διεθνείς εντάσεις και συγκρούσεις με απρόβλεπτες συνεπαγωγές.
Ολα τα ανωτέρω ξεχωριστά και συνδυασμένα συμβάλλουν στον περιορισμό της κερδοφορίας (η κατεξοχήν θεμελιώδης μεταβλητή) και στη δημιουργία φουσκών. Η ιδέα είναι ότι οι επενδύσεις στην πραγματική οικονομία αφενός δεν αποφέρουν άμεσα ικανοποιητικά συνολικά κέρδη, αφετέρου τα όποια κέρδη αναμένονται μακροχρόνια. Τα ακριβώς αντίθετα συμβαίνουν με τα κέρδη που αποφέρουν οι αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων, όπως οι κατοικίες, τα ομόλογα και οι μετοχές, για τα οποία τα ιδανικό περιβάλλον για την απόδοσή τους είναι πτωτικά επιτόκια συνδυαζόμενα με χαμηλή κερδοφορία. Επομένως, η αποτίμηση των μετοχών θα πρέπει να βρίσκεται σε αντιστοιχία με τα επιχειρηματικά κέρδη και όταν υπάρχει σημαντική απόκλιση, τότε έχουμε τη δημιουργία φούσκας, πράγμα που σημαίνει ότι είτε τα κέρδη θα πρέπει να αυξάνονται, πράγμα δύσκολο βραχυχρόνια, είτε οι αποτιμήσεις των μετοχών να μειώνονται προκειμένου να εξομαλυνθεί η αγορά.
Στο Σχήμα παρουσιάζουμε τον δείκτη S&P 500 αποπληθωρισμένο και τα πραγματικά καθαρά κέρδη εγχώριων Ανώνυμων Επιχειρήσεων (Α.Ε.) στις ΗΠΑ, ωστόσο, η εξέλιξη των εν λόγω μεταβλητών είναι γενικότερη και οι επιπτώσεις τους παραπλήσιες διεθνώς.
Από το Σχήμα γίνεται φανερό ότι όσο διευρύνεται το χάσμα μεταξύ του δείκτη S&P 500 και κερδών, τόσο διογκώνεται η χρηματιστηριακή φούσκα και αυξάνεται η πιθανότητα σκασίματός της. Πράγματι, το 2001 είχαμε το σκάσιμο της φούσκας των περίφημων επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας (dotcom companies) που υποτίθεται έκαναν τις ΗΠΑ και μαζί της την παγκόσμια οικονομία απρόσβλητες από οικονομικές κρίσεις και λίγα χρόνια αργότερα (2006) έσκασε η κτηματομεσιτική φούσκα, το 2008 ακολούθησε η κατάρρευση των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών Bear and Stearns και Lehman Brothers και κορυφώθηκε με τις κρίσεις δημόσιου χρέους ευρωπαϊκών χωρών.
Με αυτά υπόψη, το 2018, η κυβέρνηση Tραμπ θεώρησε ότι το χαμηλό επιτόκιο ευθύνεται για τη δημιουργία χρηματιστηριακής φούσκας. Για τον σκοπό αυτό επιχείρησε, έστω και δοκιμαστικά, μια μικρή αύξηση του επιτοκίου και το αποτέλεσμα ήταν η θεαματική πτώση του δείκτη S&P 500 (όπως φαίνεται στο Σχήμα) και επιστροφή στις πολιτικές των χαμηλών επιτοκίων με περαιτέρω διόγκωση της φούσκας. Το ίδιο επιχειρήθηκε και πιο πρόσφατα, το 2023, με αισθητή πτώση του χρηματιστηριακού δείκτη. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην Ουκρανία, την Παλαιστίνη, την Υεμένη, και εσχάτως μεταξύ Ισραήλ και Ιράν ξεχωριστά και συνδυασμένα ενισχύουν τους παράγοντες που οδηγούν σε πληθωρισμό και άρα αύξηση των επιτοκίων. Αλλωστε, η θετική συσχέτιση πληθωρισμού – επιτοκίων είναι γνωστή από τον 19ο αιώνα ως «Παράδοξο Gibson».
Τα κλιμακούμενα επιτόκια αφενός μειώνουν την καθαρή επιχειρηματική κερδοφορία αποθαρρύνοντας περαιτέρω τις επενδύσεις, αφετέρου δυσκολεύουν τις λεγόμενες επιχειρήσεις «ζόμπι» να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους, επειδή διαρκώς δυσκολεύει ο περαιτέρω δανεισμός τους και έτσι αδυνατούν να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις. Αυτό αφήνει έκθετο τον ήδη μεταλλαγμένο τραπεζικό τομέα και τις κεντρικές τράπεζες χωρίς ουσιαστικά εργαλεία άσκησης πολιτικής. Επομένως, υπό τις τρέχουσες συνθήκες οτιδήποτε μπορεί να πυροδοτήσει το σκάσιμο της φούσκας, ξεκινώντας από μια περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου μέχρι γεωπολιτικούς παράγοντες που δεν είναι λίγοι, ενώ βρίσκονται υπό κυοφορία άλλοι.
*Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, ΠΑ.ΜΑΚ.