Φωτογραφία: Ο συγγραφέας του βιβλίου Κ. Μπλιάτκας.
Του Παντελή Σαββίδη
Αφορμή για αναστοχασμό στην παιδεία, τον πολιτισμό, την ιστορία και την ταυτότητα.
Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
«Η συνείδηση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης» ονόμασε ο Κώστας Μπλιάτκας το βιβλίο που εξέδωσε από τις εκδόσεις «Επίκεντρο» με βασικό καμβά συνεντεύξεις που πήρε από εμβληματικές προσωπικότητές του.
Είναι μια αξιόλογη καταγραφή που δεν περιορίζεται, απλώς, στο να φωτίσει την συμβολή μεγάλων πνευματικών αναστημάτων της σύγχρονης Ελλάδας στην διαμόρφωση του χαρακτήρα του Πανεπιστημίου, της πόλης που το έχει στα σπλάχνα της και του δημόσιου λόγου της Ελλάδας.
Το βιβλίο και όσα οι πρωταγωνιστές του αφηγούνται είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο αποτυπώνεται επιγραμματικά, η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της, οι πνευματικές αντιθέσεις της, ακόμη και οι γεωγραφικές αντιπαραθέσεις της.
Οι μαθητές της εμβληματικής γενιάς του ’30, της τελευταίας αξιόλογης γενιάς της ιστορικής πορείας του νέου ελληνισμού, με την εξιστόρηση του βίου τους και των εκπαιδευτικών εμπειριών τους δίνουν το στίγμα μιας ολόκληρης εποχής. Της εποχής του μεσοπολέμου, της κατοχής και των χρόνων ως και την αλλαγή του νόμου για τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, το 1982. Μιας αλλαγής επιβεβλημένης αλλά με ερωτηματικά ως προς την αποτελεσματικότητά της.
Την τελευταία αυτή περίοδο, από τη μεταπολίτευση και για αρκετά χρόνια, ο Κώστας Μπλιάτκας την έζησε με παρουσία και ένταση. Και ως φοιτητής του Βιολογικού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και, παράλληλα, ως συντάκτης της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη», μέλος εκείνης της ιστορικής, πια, δημοσιογραφικής ομάδας φοιτητών που μέσα από ένα δωματιάκι της εφημερίδας επηρέασε καθοριστικά τις φοιτητικές εξελίξεις της μεταπολίτευσης.
Κάθε φορά που μου δίνεται η αφορμή να αναφερθώ, ιστορικά, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μου έρχεται στο νου η μορφή του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, επί πρωθυπουργίας του οποίου ιδρύθηκε, αλλά και του Ελευθερίου Βενιζέλου, που πρώτος ξεκίνησε τις διαδικασίες για την ίδρυση πανεπιστημίων στη Θεσσαλονίκη και τη Σμύρνη αλλά τα αποτελέσματα της μικρασιατικής εκστρατείας, στην μεν Θεσσαλονίκη τις ανέβαλαν, στην δε Σμύρνη τις ακύρωσαν. Στην Σμύρνη, μάλιστα, οι προοπτικές για ένα Πανεπιστήμιο με τον εμβληματικό τίτλο «Φως εξ Ανατολών» υπόσχονταν πολλά. Η φιλοπατρία του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή τον έκανε να αφήσει τις ευρωπαϊκές επιστημονικές δάφνες και να αποδεχτεί την πρόταση του Βενιζέλου να επιβλέψει τη δημιουργία ενός υψηλού επιπέδου πανεπιστημίου στην «Άπιστη Σμύρνη» όπως την αποκαλούσαν οι Τούρκοι, τίτλο που θυμίζει συχνά και ο σημερινός πρόεδρος της γειτονικής χώρας του οποίου το ισλαμικό mentalité δεν συνάδει με τον ευρωπαϊκό, κοσμοπολίτικο αέρα της πόλης.
Στην μνήμη μου συνδυάζω τον Καραθεοδωρή να περιμένει από τους τελευταίους, μετά την ήττα, στην αποβάθρα της Σμύρνης και να σκέπτεται πως να σώσει τον τεράστιο πλούτο που μετέφερε για το πανεπιστήμιο από τις ευρωπαϊκές ακαδημαϊκές αυλές αλλά στο τέλος, να τον αρπάζουν άνθρωποι που τον γνώρισαν, να τον επιβιβάζουν σε μια βάρκα και να σώζεται μαζί τους την τελευταία στιγμή.
Στον Καραθεοδωρή ανέθεσε ο Βενιζέλος, μετά το 1928, την ανασυγκρότηση των δύο πανεπιστημίων της χώρας, Αθήνας και Θεσσαλονίκης με κατεύθυνση να δοθεί στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο σαφής προοδευτικός χαρακτήρας.
Ο χαρακτήρας δόθηκε αλλά ο μεγάλος Καραθεοδωρή για τον οποίο ανταγωνίζονταν φημισμένα πανεπιστημιακά ιδρύματα της Ευρώπης εξοβελίστηκε για ακόμη μια φορά, το 1933, επιβεβαιώνοντας τον μίζερο χαρακτήρα της πολιτικής διαδρομής του νεοελληνικού κράτους. Την κόρη του, Δέσποινα, σύζυγο του διατελέσαντος Προέδρου της Βουλής Κωνστ. Ροδόπουλου, την συνάντησα στο κτήμα της στον Πλαταμώνα και αφηγήθηκε, για την ΕΡΤ3, ιστορίες του πατέρα της, όπως τις διηγήθηκε.
Η ιστορία, λοιπόν, της δημιουργίας και της εξέλιξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης είναι συνδεδεμένη με τις πιο κρίσιμες στιγμές της πορείας του έθνους. Και με τις μεγάλες αντιπαραθέσεις του.
Και αυτό αναδεικνύεται στο βιβλίο.
Πέραν του Βενιζέλου, ο Παπαναστασίου υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία του δημοκρατικού κινήματος. Η χώρα είχε ανάγκη μιας άλλης πνευματικής αναζήτησης, πέραν του αθηναϊκού συντηρητισμού, τον οποίο εξέφρασε το Πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας.
Επιστήμονες, φορείς αυτού του νέου επιστημονικού πνεύματος κατέφυγαν στο Αριστοτέλειο και εδώ διαμορφώθηκε, ίσως, το τελευταίο πνευματικό κίνημα που έμελλε να αφήσει το αποτύπωμά του στην παιδεία. Το Κίνημα του Δημοτικισμού. Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και, ιδιαίτερα, η Φιλοσοφική του Σχολή υπήρξε το φυτώριο στελεχών όπου λαμπροί πανεπιστημιακοί δάσκαλοι καλλιέργησαν την ιδέα μιας επανάστασης στην παιδεία η οποία, μαζί με όλο τον λαό, βγήκε χειμαζόμενη από την περιπέτεια της επτάχρονης δικτατορίας. Το Κίνημα του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού το οποίο υποσχόταν την αναγέννηση της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την αναγέννηση του ελληνικού σχολείου, όπως περιγράφει στην συνομιλία του με τον συγγραφέα ο Χρίστος Τσολάκης, πρωταγωνιστής της προσπάθειας, ο οποίος επηρεάστηκε από τον Αλέξανδρο Δελμούζο, το Μανώλη Τριανταφυλλίδη και το Ευάγγελο Παπανούτσο. Κορυφαία στιγμή, η μεγαλύτερη προσφορά της Φιλοσοφικής Σχολής, στάθηκε η μελέτη και η καταξίωση της κοινής νεοελληνικής γλώσσας, της δημοτικής, η οποία συνδέεται με τον εκπαιδευτικό δημοτικισμό και τον ιδεολογικό του προσανατολισμό.
Ας δώσουν, όμως, το στίγμα του βιβλίου οι πρωταγωνιστές του:
Η γλώσσα μας είναι η πρώτη πολιτισμική μας εκδήλωση, θα πει στον συγγραφέα ο άλλος μεγάλος δημοτικιστής, Εμμανουήλ Κριαράς, ο οποίος θυμάται ότι το ξέσπασμα του κινήματος του δημοτικισμού έγινε το 1880. Θα υπενθυμίσει πως το κίνημα υπήρχε από το 1800 αλλά «ήταν σαν να είχε κοιμηθεί».
Ο Κριαράς θα εντοπίσει στον Γεώργιο Παπανδρέου τον καλύτερο υπουργό παιδείας και θα κατηγορήσει τον Αντώνη Τρίτση που επιχείρησε επί υπουργίας του να ανατρέψει τις αλλαγές που επέφερε στο θέμα της γλώσσας ο Γεώργιος Ράλλης. «Καθαρεύουσα σημαίνει έλλειψη πρακτικού πνεύματος», θα πει ο Κριαράς, και αυτό ερχόταν σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.
Ο Κριαράς πέθανε σε ηλικία 107 χρονών και θα ήταν αδύνατον να μην ερωτηθεί σε τι πιστεύει πως οφείλεται η μακροημέρευσή του: στην καλή γυναίκα και στο όχι καλό (όχι πολύ) φαγητό, θα απαντήσει.
Ο Ιωάννης Μανωλεδάκης υπήρξε σημαντικότατος νομοδιδάσκαλος. Όχι, μόνο, απέφυγε να ανοίξει δικηγορικό γραφείο για να μην αποσπάσει την προσοχή του από τα καθήκοντά του ως καθηγητή αλλά αρνήθηκε και την πρόταση του Κ. Σημίτη να είναι υποψήφιος ευρωβουλευτής σε εκλόγιμη θέση γιατί «αν με διορίσετε, πως μπορώ να έχω αντίθετη γνώμη σε κάτι που δεν μου αρέσει στην ευρωπαϊκή πολιτική της κυβέρνησης». Αυτό ήταν το ήθος των καθηγητών που άφησαν το αποτύπωμά τους στο ΑΠΘ.
Ο Μανωλεδάκης θεωρεί ιδιοφυία τον Νικόλαο Πανταζόπουλο που πέρασε από τη Νομική Σχολή και μεγάλους καθηγητές τον Πέτρο Βαληνδα, το Δεληβάνη, τον Δερτιλή, τον Κυριακόπουλο κ.α.
Η προσφυγική καταγωγή του και η οικογενειακή του παράδοση επηρέασαν την πολιτική οπτική του Δημήτρη Μαρωνίτη,ο οποίος εξαίρει το Πειραματικό Σχολείο και μιλά για τον Βαρόπουλο στο Μαθηματικό, τον Φραγκίστα, τον Στίλπωνα Κυριακίδη, τον Χρήστο Θεοδωρίδη, τον Σιγάλα, τον Μανώλη Αναγνωστάκη.
«Θα γνωρίζετε» – λέει στον Κώστα Μπλιάτκα ο Μαρωνίτης- «πως η σκόπευση της ίδρυσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ήταν να βγει ένα πανεπιστήμιο διαφορετικό από το πανεπιστήμιο Αθηνών, πιο προοδευτικό, πιο συγχρονισμένο, πράγμα το οποίο συνέβαινε». Και θα αναφερθεί στην σύζευξη των δύο μεγάλων ερώτων του, των Αρχαίων Ελληνικών και της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Νομίζω τα κατάφερε το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, θα καταλήξει ο δύσκολος σε συμπεράσματα τέτοιου είδους Δ. Μαρωνίτης.
«Ήμουν νυχθημερόν με τους μαθητές μου γιατί ήθελα να διδαχθώ από τις μνήμες των τόπων καταγωγής τους», θα πει σε μια εξομολόγηση ποταμός που, ευτυχώς, σώζεται με την έκδοση του βιβλίου ο αναγεννησιακός Νίκος Μουτσόπουλος και θα μας θυμίσει τον Κακριδή, τον Πεντζίκη, τον Χατζηκυριάκο Γκίκα που αναζητούσε να χτίσει σπίτι στη Βόρειο Ελλάδα αλλά τον έπνιγε το πράσινο, τον Βαφόπουλο, τον Χριστιανόπουλο, το Όρος και τις Πρέσπες, την Καστοριά και τη Βέροια, τη Σιάτιστα και τη Βεργίνα.
Ο Χρίστος Τσολάκης μας θυμίζει το σχολείο γύρω από το τζάκι και τον στίχο του ποιητή «τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους…»
Ο Βακαλόπουλος, ο Καψωμένος, ο Μπακαλάκης, ο Ξυγγόπουλος, ο Πολίτης, ο Τσομπανάκης, έρχονται στην μνήμη του δάσκαλου Χρίστου Τσολάκη ο οποίος μας άφησε σχετικά νωρίς για τον κόσμο των πνευματικών αγίων. Η γλώσσα μας δεν διεκόπη ιστορικά, έχει συνέχεια, είναι η κατάληξη του δάσκαλου που δεν μπορούσε να κάνει χωρίς την σχολική τάξη.
Και ακολουθούν μαρτυρίες για μια άλλη μεγάλη επιστημονική μορφή που σημάδεψε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα στο ΑΠΘ τον Αριστόβουλο Μάνεση: ενός διανοούμενου με σπάνιο ήθος, ευρύτατη αποδοχή και δημοκρατική συνείδηση: Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία, είπε στους φοιτητές του στο τελευταίο μάθημά του επι δικτατορίας και κατέβηκε από τη έδρα καταχειροκροτούμενος. Ιστορικές στιγμές, όχι, μόνο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αλλά της Ελλάδας.
Οι καθηγητές ενός Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος δεν αναπαράγουν απλώς γνώση. Ούτε αναζητούν, μόνο, να περιγράψουν αυτό που έρχεται. Διαμορφώνουν το μέλλον. Και η διαμόρφωση αυτή επηρεάζεται από την ιστορία του ιδρύματος, τα πρόσωπα που διακρίθηκαν και τη διαχρονική διαδρομή του. Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ήταν ένας προοδευτικός πυρήνας, διότι δεν έμεινε, απλώς, στις δόξες του παρελθόντος του. Αναζήτησε πάντα την πρόκληση, αναμετρήθηκε με αυτήν, έδωσε διεξόδους.
Νομίζω πως όσα περιλαμβάνονται στο βιβλίο θα μας θυμίσουν την επιστημονική και κοινωνική αυτή αναγκαιότητα και την ανταπόκριση που είχε το Αριστοτέλειο. Και θα προβληματίσουν τους σημερινούς συντελεστές του να αναμετρηθούν με την ιστορία του. Είτε είναι καθηγητές, είτε φοιτητές του. Γιατί πρέπει να το κάνουν. Γιατί η αποδόμησή του, η αποδόμηση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης είναι ιεροσυλία.
Κυρίως, όμως, θα οδηγήσουν τον αναγνώστη να σκεφθεί:
Ποιοι είμαστε, από που ερχόμαστε, που πάμε;
Δημοσιεύθυκε στην εφημερίδα “Μακεδονία”
Ό,τι γράφεται για την Ιστορία του εμβληματικού -και για την ονομασία του ακόμη-Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης , του οποίου απόφοιτος από δύο Τμήματα της πάλαι ποτέ Σχολής Ν.Ο.Ε είμαι -είναι καλό αρκεί να αναφέρεται με λεπτομερειακή αναφορά στην ιστορική διαδρομή των καθηγητών του και των εγκαταστάσεων του ,οι οποίες άρχισαν και ολοκληρώθηκαν οι περισσότερες επί πρωθυπουργίας του Μακεδόνα Κων/νου Καραμανλή.
Τα πανεπιστήμια ιδρύονται για να προαγάγουν τις γνώσεις και τις επιστήμες χωρίς πρόσημο συντηρητικό και προοδευτικό -όπως ήταν και το Αριστοτέλειο μέχρι το 1982 – αλλά από τότε έγινε μόνον ”προοδευτικό” και ξέχασε τις δύο ενδελέχειές του -για να θυμηθούμε και τον Αριστοτέλη-.
Όσοι καθηγητές αναφέρονται δημιούργησαν και κράτησαν την πολύτιμη έδρα -οι ακρότητες πάντα υπήρχαν- και προσέφεραν επιστήμονες και ερευνητές αγνοώντας τις πολιτικές καταστάσεις, που επικρατούσαν στην Ελλάδα .Αναφέρουμε τον Γεώργιο Παπανδρέου ως καλό υπουργό Παιδείας, αλλά δεν αναφέρουμε ότι και ως Πρωθυπουργός με Παπανούτσο και τους λοιπούς δεν κατήργησαν την ”έδρα” ούτε ήθελαν να κάνουν προοδευτικά τα Πανεπιστήμια, τα οποία με τον Νόμο του 1982 έγιναν φυτώρια κομματικά και από τότε δεν λένε να αποκομματικοποιηθούν .
Η εκτροπή και των Πανεπιστημίων κατά την7ετία -στην οποίαν επιβάλλεται να αναφέρουμε τους πρώτους και μόνους αντιστασιακούς παραιτηθέντες καθηγητές Αριστόβουλο Μάνεση και Δημήτριο Ευρυγένη – διορθώθηκε μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και όλα εξελίσσονταν ομαλά μετά την καθιέρωση της Δημοτικής από την κυβέρνηση Καραμανλή (Υπουργό Παιδείας Ράλλη) ,τα υπόλοιπα δεν ήταν περιττά και δεν επιβλήθηκαν με καθαρές πολιτικές-κομματικές σκοπιμότητες. ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ ΓΙΑΥΤΟ ;;;
ΤΩΡΑ ας δημιουργηθεί μια ομάδα καθηγητών να αναδράμει στο παρελθόν και να καταγράψει τα θετικά και τα αρνητικά από της ιδρύσεως μέχρι τώρα και αφού τα συγκρίνει με τα ισχύοντα στα άλλα πανεπιστήμια των άλλων κρατών να προτείνει τις αλλαγές που επιβάλλονται και αφού τις αγκαλιάσει όλο το καθηγητικό κατεστημένο να τις επιβάλλει και στην Πολιτεία και να απαιτήσει την νομοθέτηση και εφαρμογή τους.
ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΘΑ ΤΗΝ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΟΥΜΕΝΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ ΚΑΙ ΟΧΙ Η ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ -ΠΟΥ ΜΠΗΚΕ ”ΒΑΡΒΑΡΑ” ΤΟ 1982 ΚΑΙ ΔΕΝ ΛΕΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ.
ΑΛΛΑ ΠΟΥ ΤΕΤΟΙΟΣ ΠΟΝΟΣ ΚΑΙ ΚΟΠΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ..