Κλείνει η 2η αξιολόγηση, συνεχίζεται η διελκυστίνδα Βερολίνου-ΔΝΤ για το χρέος

- Advertisement -


Στις διαπραγματεύσεις για το ελληνικό ζήτημα που διεξήχθησαν στο περιθώριο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ μπορεί να μην ελήφθησαν αποφάσεις, αλλά διαμορφώθηκε ένα κλίμα, το οποίο εκ των πραγμάτων οριοθετεί την περαιτέρω εξέλιξη αυτών των διαπραγματεύσεων. Το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης στο Eurogroup της 22ας Μαΐου και η έγκαιρη εκταμίευση της δόσης έχουν ήδη δρομολογηθεί και γι’ αυτό τις επόμενες ημέρες θα έρθουν στην Αθήνα οι Θεσμοί.

Η κυβέρνηση Τσίπρα θέλει να τελειώνει με αυτή την εκκρεμότητα, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Δικαιολογημένα θεωρεί ότι η σημασία της συμμετοχής στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης δεν περιορίζεται στην εισροή μερικών δισ ευρώ. Είναι ταυτοχρόνως και το σήμα που η ΕΚΤ θα στείλει στις αγορές και στους υποψήφιους επενδυτές ότι η Ελλάδα έχει γυρίσει σελίδα και εισέρχεται σε φάση ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει αφενός ότι θα ανοίξει σιγά-σιγά ο δρόμος για να ξαναβγεί στις αγορές μέχρι το τέλος του 3ου Μνημονίου (μέσα του 2018), αφετέρου ότι έχει απομακρυνθεί ο κίνδυνος του Grexit και ότι είναι η ώρα για τους επενδυτές να εκμεταλλευθούν τις φθηνές ευκαιρίες.

Για να ενταχθεί η Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ο επικεφαλής της ΕΚΤ Ντράγκι πρέπει να χαρακτηρίσει το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Για να το χαρακτηρίσει έτσι, όμως, πρέπει να έχει προηγηθεί τουλάχιστον μία περιγραφή των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνσή του, έστω και εάν αυτά εφαρμοσθούν από το 2018-19.

Η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους είναι και το ζήτημα-κλειδί για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Η άλλη απαίτησή του για τη μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου στη διετία 2019-20 έχει ουσιαστικά ικανοποιηθεί στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης. Είναι αξιοσημείωτο ότι η Λαγκάρντ δήλωσε ότι έχει σημειωθεί πρόοδος στον τομέα των μεταρρυθμίσεων και εστίασε στο ζήτημα του χρέους.

Η θέση του Ταμείου είναι ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους θα εξασφαλισθεί αφενός εάν ορισθούν χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τα χρόνια μετά το 2018, αφετέρου εάν ανακοινωθούν από τώρα και είναι γενναία τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνσή του. Η θέση του ΔΝΤ είναι ότι το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος πρέπει να είναι 1,5% του ΑΕΠ. Αυτές τις ημέρες η Λαγκάρντ, όμως, απέφυγε να προσδιορίσει ποσοστό και χρησιμοποίησε τον όρο «λογικό». Πρόκειται για μία ένδειξη της πρόθεσής της να διαπραγματευθεί.

Στη συμφωνία της Ελλάδας με τους δανειστές υπάρχει αναφορά ότι μετά το 2018 το πρωτογενές πλεόνασμα πρέπει να είναι 3,5% σε μεσοπρόθεσμη διάρκεια. Ο Σόιμπλε ερμηνεύει τη μεσοπρόθεσμη διάρκεια ως δεκαετία. Το ΔΝΤ αποκλείει τέτοιο ύψος για τόση διάρκεια. Στην πραγματικότητα, η δεκαετία έχει φύγει από το τραπέζι. Η διαπραγμάτευση θα κινηθεί μεταξύ πενταετίας και τριετίας. Κυβερνητική πηγή μας είπε ότι σε μία προσπάθεια να γεφυρώσει το χάσμα, η ελληνική αντιπροσωπεία, έχοντας πίσω της και την Κομισιόν, προτείνει το 3,5% του ΑΕΠ να ισχύσει για τριετία και στη συνέχεια να μειωθεί στο 2,5%.

Το αγκάθι των μεσοπρόθεσμων

Το δεύτερο αγκάθι είναι ο από τώρα προσδιορισμός των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Δικαιολογημένα, το ΔΝΤ (και ο Ντράγκι) θεωρεί ότι εάν δεν αποφασισθούν και το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα είναι αδύνατον να χαρακτηρισθεί το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Χωρίς αυτό τον χαρακτηρισμό, το μεν Ταμείο δεν μπορεί (λόγω του Καταστατικού του) να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, η δε ΕΚΤ δεν μπορεί να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Εμπόδιο για να γίνουν όσα απαιτούνται, ώστε το ελληνικό χρέος να χαρακτηρισθεί βιώσιμο, είναι ο Σόιμπλε και αφανώς η Μέρκελ. Πολλοί αποδίδουν τη σκληρή στάση τους στις κομματικές σκοπιμότητες εν όψει της δύσκολης εκλογικής αναμέτρησης του Σεπτεμβρίου. Αυτές παίζουν οπωσδήποτε ρόλο, αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στο κλίμα που οι ίδιοι είχαν καλλιεργήσει για την Ελλάδα στο πολιτικό σύστημα και στην κοινή γνώμη της Γερμανίας.

Η εξαρχής επιδίωξή τους να τιμωρήσουν την Ελλάδα και να την χρησιμοποιήσουν ως παράδειγμα προς αποφυγή έχει δημιουργήσει στερεότυπα στους βουλευτές και στους ψηφοφόρους της Χριστιανοδημοκρατίας και όχι μόνο. Όπως μας είπε Γερμανός ευρωβουλευτής, τα στερεότυπα αυτά, σε συνδυασμό με τη διάχυτη στη χώρα του πρόθεση να παρθεί πίσω και το τελευταίο ευρώ, σήμερα περιορίζουν την ελευθερία κινήσεων των Μέρκελ και Σόιμπλε.

Η αντίφασή τους είναι ότι ενώ αρνούνται τους όρους που θέτει το ΔΝΤ για να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, ταυτοχρόνως απαιτούν τη συμμετοχή του. Την απαιτούν, επειδή οι ίδιοι είχαν πείσει το γερμανικό Κοινοβούλιο ότι η παρουσία του Ταμείου είναι εγγύηση πως οι Έλληνες θα πληρώσουν ακριβά τη χρεοκοπία τους.

Τα τελευταία δύο χρόνια το Βερολίνο κατάφερνε να υπερβαίνει αυτή την αντίφασή του και να κερδίζει χρόνο, συνάπτοντας παρασκηνιακές τακτικού χαρακτήρα συμφωνίες με τη Λαγκάρντ και τον Τόμσεν. Όπως μας είπε κοινοτικός παράγοντας, με τις πλάτες της Γερμανίας το ΔΝΤ κατέστησε τις πιο ακραίες απαιτήσεις του όρους για το κλείσιμο και της 1ης και της 2ης αξιολόγησης, παρότι δεν συμμετέχει στο 3ο Μνημόνιο.

Ο κόμπος στο χτένι

Ο κόμπος, όμως, έχει φθάσει στο χτένι. Αυτό φάνηκε και από το περιεχόμενο των εκθέσεων του Ταμείου που δημοσιοποιήθηκαν τον περασμένο Φεβρουάριο. Σύμφωνα με καλά ενημερωμένη πηγή, η Λαγκάρντ έκανε ό,τι μπορούσε για να διευκολύνει το Βερολίνο, αλλά το Συμβούλιο του ΔΝΤ της έχει τραβήξει τα λουριά. Αυτός είναι ο λόγος που οι δηλώσεις της τον τελευταίο καιρό είναι συγκριτικά σε πιο σκληρό τόνο.

Η ίδια πηγή, ωστόσο, θεωρεί πως η γενική διευθύντρια του Ταμείου συνεχίζει να επιδιώκει συμβιβασμό με το Βερολίνο. Αυτός που προς το παρόν τηρεί ανελαστική στάση είναι ο Σόιμπλε. Για να πιέσει εν όψει των άτυπων διαπραγματεύσεων στην Ουάσιγκτον, δεν δίστασε να δηλώσει ότι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) πρέπει να μετεξελιχθεί σε ευρωπαϊκό ΔΝΤ, ξεκαθαρίζοντας, ωστόσο, πως αυτό θα ισχύσει για χώρες που μελλοντικά θα υπαχθούν σε μνημόνιο και όχι για την Ελλάδα. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν παρέλειψε, μάλιστα, να καρφώσει το Ταμείο, λέγοντας πως οι ελληνικές προβλέψεις για τα δημοσιονομικά αποδείχθηκαν πιο ακριβείς από τις αντίστοιχες του ΔΝΤ.

Ορισμένοι ερμήνευσαν τη δήλωσή του αυτή σαν κίνηση φιλίας προς την Αθήνα. Στην πραγματικότητα, ο Σόιμπλε εκμεταλλεύεται το γιγαντιαίο πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 για να πιέσει το ΔΝΤ να αποδεχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% για όσο το δυνατόν περισσότερα χρόνια μετά το 2018. Ας σημειωθεί ότι ενώ ο στόχος για το 2016 ήταν πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ, η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε οκταπλάσιο (4,19% μετρημένο με τους μνημονιακές προδιαγραφές).

Η κυβέρνηση υπερηφανεύεται για την πολλαπλάσια υπέρβαση του στόχου, αλλά δεν θα έπρεπε. Τα σχεδόν επτά δισ. του πρωτογενούς πλεονάσματος αφαιρέθηκαν –μέσω της υπερφορολόγησης– από την πραγματική οικονομία, στερώντας της ζωτικούς πόρους για την ανάπτυξή της. Στο Μαξίμου θεωρούν ότι με αυτή τη δημοσιονομική επίδοση εκθέτουν το ΔΝΤ, το οποίο απαίτησε και τελικώς πήρε πρόσθετα μέτρα (μείωση συντάξεων και αφορολόγητου για το 2019-20). Στην πραγματικότητα, όμως, η δημοσιονομική αυτή επίδοση δίνει επιχείρημα στο Βερολίνο και περνάει θηλιά στον λαιμό της ελληνικής οικονομίας.

«Συνεχώς λάθος», αλλά και νέες περικοπές!

Για συνέχεια πατήστε εδώ.

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
37,400ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα