του Antoine Brunet*
Ο Κινέζος εργαζόμενος στοιχίζει στον εργοδότη του 30 φορές λιγότερο από τον Αμερικανό ή τον Ευρωπαίο συνάδελφό του και 4 φορές λιγότερο από τον Μεξικανό. Αυτή η μισθοδοτική υπερανταγωνιστικότητα δίνει στην Κίνα ακαταγώνιστα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα.
Πώς κατάφερε η Κίνα να αποκτήσει τον έλεγχο αυτών των πολλών διεθνών οργανισμών; Θα μπορούσε να οφείλεται σε μια απλή μόνιμη αμέλεια των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων δημοκρατικών χωρών;
Δεν το πιστεύουμε. Βεβαίως, οι δημοκρατικές μας χώρες προφανώς δεν είναι αρκετά προσεκτικές αφορικά με τους μεγάλους ελιγμούς του ΚΚΚ σε παγκόσμια κλίμακα. Αλλά η απόκτηση ελέγχου από την Κίνα πολλών θεσμικών οργάνων του ΟΗΕ είναι όντως ένα από τα σημαντικότερα αποτελέσματα, καρπός της μακροχρόνιας κατακτητικής στρατηγικής του ΚΚΚ, η οποία διαμορφώθηκε το 1979 αμέσως μόλις ο Ντενγκ Σιάο Πινγκ έγινε ο αδιαμφισβήτητος Νο 1 του ΚΚΚ.
Αυτή η στρατηγική επέτρεψε στο Πεκίνο να καταστήσει εξαρτώμενες πολλές χώρες στον πλανήτη. Και, όπως θα δούμε, χάρη σε αυτό, καταφέρνει να διορίζει Κινέζους ή ανθρώπους όργανά της επικεφαλής αυτών των διεθνών οργανισμών.
Πρέπει, σε αυτό το στάδιο, να επιστρέψουμε στο 1979 και να συνοψίσουμε, σχηματικά και σε μερικά διαδοχικά χρονολογικά στάδια, την κατακτητική γεωπολιτική στρατηγική που συνέλαβε και υλοποίησε το ΚΚΚ (το Κόμμα-Κράτος που κυβερνά την Κίνα) για να αποκτήσει αυτό το μεγάλο δίκτυο εξαρτώμενων χωρών.
Τι είναι οι «Μινγκόνγκ»;
Φάση 1: το ΚΚΚ, χάρη στο ολοκληρωτικό καθεστώς που εγκατέστησε το 1949 στον κινεζικό πληθυσμό, καθιερώνει υπό τον Ντενγκ (1979) μια πραγματική δικτατορία ΕΠΙ του κινεζικού εργατικού προλεταριάτου, δηλαδή σε εκείνους που ονομάζουν «μινγκόνγκ». Πρόκειται για μια κοινωνική κατηγορία που το ΚΚΚ διατηρεί έξω από την κινεζική κοινωνία. Σχεδόν όλοι είναι εργοστασιακοί εργάτες και αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων στην Κίνα.
Ποιοι είναι οι μινγκόνγκ; Είναι μια κοινωνική κατηγορία που το ΚΚΚ έχει διατηρήσει επιμελώς απομονωμένους (περίπου σαν τους Ανέγγιχτους στην Ινδία). Σήμερα είναι, σύμφωνα με μια επίσημη κινεζική πηγή, 280 εκ. ενεργοί ενήλικες ή περίπου το 35% του ενεργού κινεζικού πληθυσμού (770 εκ. σύμφωνα με επίσημη πηγή).
Αυτοί οι ενήλικες είναι απομονωμένοι εντελώς από τον υπόλοιπο πληθυσμό: ζουν στην παράκτια ζώνη, και αυτό τους κρατά πολύ μακριά από τους ηλικιωμένους γονείς τους και τα μικρά παιδιά τους που, αυτοί, αναγκάζονται να ζουν στις αγροτικές επαρχίες της ενδοχώρας. Ζουν συνήθως σε συλλογικούς κοιτώνες κοντά σε εργοστάσια στην παράκτια ζώνη, μακριά από τους πληθυσμούς μεγάλων παράκτιων πόλεων
Με την άνοδό του στην εξουσία το 1949, το ΚΚΚ υιοθέτησε μια νομοθεσία (η οποία ίσχυε καθ’ όλη την περίοδο των αυτοκρατόρων) που υποχρέωνε όλους ανεξαίρετα τους Κινέζους να ζουν συνέχεια στον τόπο καταγωγής τους και δεν επιτρεπόταν να μεταναστεύσουν σε άλλη επαρχία.
Το ΚΚΚ γνωρίζει πολύ καλά ότι, ειδικά από το 1979 και τις μεταρρυθμίσεις του Ντενγκ Σιάο Πινγκ, πολλοί ενήλικες από τις αγροτικές επαρχίες της ενδοχώρας δεν μπορούν να βρουν θέσεις εργασίας στον τόπο τους και αναγκάζονται, για να επιβιώσουν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους ( παιδιά και γονείς), να μεταναστεύσουν στις παράκτιες επαρχίες, ακόμη και χωρίς τις απαραίτητες άδειες· το ΚΚΚ κλείνει τα μάτια σε αυτούς τους Κινέζους ενήλικες από εσωτερικές αγροτικές επαρχίες που μεταναστεύουν στις παράκτιες επαρχίες (όπου υπάρχουν θέσεις εργασίας) παρόλο που δεν διαθέτουν τα απαραίτητα έγγραφα (το Χούκου). Γιατί; γιατί, όπως θα δούμε, αυτή η κατάσταση αποτελεί τη ζωτική βάση επιτυχιών της κινεζικής εξαγωγικής βιομηχανίας.
Πράγματι, αυτοί οι μετανάστες, αφού έχουν εγκαταλείψει τον τόπο καταγωγής τους, γίνονται μινγκόνγκ (μετανάστες χωρίς έγγραφα): στις παράκτιες επαρχίες όπου ζουν και εργάζονται, είναι παράνομοι και μπορούν να συλληφθούν ανά πάσα στιγμή ή να επιστραφούν στην επαρχία τους όπου υπάρχει λίγη απασχόληση για αυτούς. Είναι επομένως πολύ ευάλωτοι και προσέχουν πολύ τη συμπεριφορά τους. Είναι εντελώς ανίκανοι να διεκδικήσουν οτιδήποτε, ειδικά επειδή ο γύρω πληθυσμός δεν έχει κοινωνικές σχέσεις μαζί τους. Τελικά, η κινεζική κοινωνία υπό την αιγίδα του ΚΚΚ αναγκάζει τους μινγκόνγκ να αρκούνται σε μισθούς φτώχειας (συγκρίσιμο με τον μισθό των εργαζομένων στην Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα).
Οι πολυεθνικές βρήκαν τον Παράδεισό τους στην Κίνα: έχουν μηδαμινό κόστος παραγωγής, τελωνειακές ατέλειες και πουλούν σε μας σε …ευρωπαϊκές τιμές!
Οι μινγκόνγκ εργάζονται στη βιομηχανία και ιδιαίτερα στον κλάδο των εξαγωγών.
Το 2005, λόγω αυτού που μόλις αποκαλύψαμε, οι μινγκόνγκ κόστιζαν στους εργοδότες τους 80 φορές λιγότερο από τους Αμερικανούς ή Ευρωπαίους εργαζόμενους στους εργοδότες τους (Πηγή: επαγγελματική συνέντευξη του συγγραφέα το 2005 με τους διοικούντες μιας μεγάλης βιομηχανικής πολυεθνικής με εργοστάσια στην Κίνα, τις ΗΠΑ και την Ευρώπη) και περίπου 9 φορές λιγότερο από ό, τι οι μεξικανοί εργαζόμενοι για τους βιομηχάνους εργοδότες τους.
Σήμερα ακόμα, κοστίζουν τους εργοδότες τους περίπου 30 φορές λιγότερο από τους Αμερικανούς ή Ευρωπαίους εργαζόμενους στους βιομηχανικούς τους εργοδότες και 8 φορές λιγότερο από τους Μεξικανούς βιομηχανικούς εργαζομένους (οι Μεξικανοί εργαζόμενοι κοστίζουν 4 φορές λιγότερο απ’ ό,τι οι Αμερικανοί).
Ας υποθέσουμε ότι δύο γειτονικοί αρτοποιοί, ο ένας φτιάχνει τη φρατζόλα με κόστος 3 σεντ και ο άλλος με κόστος 90 σεντ. Ο πρώτος θα καταφέρει αναπόφευκτα να καταστρέψει και να εξαφανίσει τον δεύτερο, αφού μπορεί να πουλά πολύ κάτω από την τιμή κόστους του ανταγωνιστή του όσο και πολύ πάνω από τη δική του τιμή κόστους. Αυτή τη μοίρα θα έχουν οι δυτικές χώρες αν συνεχίσουν να δέχονται το απόλυτο ελεύθερο εμπόριο με την Κίνα.
Πρέπει να επιμείνουμε σε αυτό το σημείο. Από το 2001, ζούμε μια κατάσταση, τόσο απίστευτη όσο και πρωτόγνωρη: αυτή της παγκοσμιοποίησης χωρίς πραγματικά τελωνειακά σύνορα, της παγκοσμιοποίησης που συνοδεύεται από ένα σημαντικό πλεονέκτημα του ωριαίου κόστους εργασίας που μονομερώς θέσπισε μια μόνο χώρα (και τεράστια επίσης), η Κίνα.
Θα σημειώσουμε με την ευκαιρία ότι αυτή η υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων μινγκόνγκ από την Κίνα συνοδεύεται από μια ανισότητα εισοδήματος και περιουσίας που είναι σημαντική και ότι το ΚΚΚ δεν επιδιώκει πλέον να κρύψει: παραδέχεται, για παράδειγμα, ότι ο συντελεστής Gini , που χρησιμοποιείται για τη σύνθεση και τη σύγκριση, στο χρόνο ή στο χώρο, των εισοδηματικών ανισοτήτων, είναι πολύ μεγαλύτερος στην Κίνα από ό, τι στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εάν το ΚΚΚ “κατορθώνει” να διατηρεί το 35% του κινεζικού εργατικού πληθυσμού σε ένα τέτοιο κλοιό, είναι επειδή το 1949 εγκατέστησε ένα ολοκληρωτικό πολιτικό καθεστώς, το οποίο παρέμεινε ολοκληρωτικό κατά τη μετάβαση το 1978 από την κολεκτιβιστική οικονομία του Mάο στην καπιταλιστική οικονομία του Ντενγκ και είναι αποφασισμένο να διατηρήσει άθικτο αυτό το καθεστώς. Μια σκληρή καταστολή περιμένει έναν μινγκόνγκ που θα αντιταχθεί στους κανόνες που επιβάλλει το Κόμμα ή, ακόμη χειρότερα γι ‘αυτόν, αν προσπαθήσει να οργανώσει μια συλλογική αντίδραση των συναδέλφων του μινγκόνγκ…
Φάση 2: Εξαιτίας αυτού, από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, οι αναπτυγμένες χώρες (γενικά δημοκρατικές) αλλά και οι αναδυόμενες χώρες αδυνατούσαν να ανταγωνιστούν την τιμή κόστους των προϊόντων που παράγονται στην Κίνα .
Από τη δεκαετία του 1990, το ΚΚΚ επέστησε την προσοχή σε μεγάλες δυτικές εταιρείες ότι, με βάση την μισθολογική ανταγωνιστικότητα των εργαζομένων που διαθέτει η Κίνα, είναι χαμένες εκ προοιμίου εάν παραμείνουν στη χώρα καταγωγής τους.
Αντίθετα, το Πεκίνο τους παρουσίαζε όλα τα πλεονεκτήματα που θα είχαν αν συγκέντρωναν την παραγωγική τους δραστηριότητα στο κινεζικό έδαφος, για να αποσπάσουν σημαντικά μοναδιαία περιθώρια παράγοντας στην Κίνα με κινεζικό ωριαίο κόστος εργασίας που είναι πολύ χαμηλό για να πουλήσουν στους δυτικούς πελάτες τους σε δυτικές τιμές που παραμένουν υψηλές.
Το Πεκίνο στη συνέχεια υποστήριζε σε πολυεθνικές που εξέφρασαν ενδιαφέρον ότι το πλεονέκτημα θα ήταν ακόμη πιο απίστευτο για αυτές, εάν οι πωλήσεις των προϊόντων τους που παράγονταν στην Κίνα και εξάγονταν στον υπόλοιπο κόσμο εξαιρούνταν από όλους τους τελωνειακούς δασμούς.
Έτσι είδαμε τη δημιουργία ενός de facto συνασπισμού μεταξύ του ΚΚΚ και πολλών πολυεθνικών από το 1990, και αυτός είναι ο λόγος που η αμερικανική κυβέρνηση έδωσε τελικά το πράσινο φως στην είσοδο της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Αυτό έγινε στα τέλη του 1999, στο τέλος της δεύτερης θητείας του Κλίντον, ακόμη κι αν η επίσημη ένταξη της Κίνας στον ΠΟΕ πραγματοποιήθηκε μόνο στα τέλη του 2001.
Εκτοτε, όχι μόνο οι χώρες του υπόλοιπου κόσμου (Δυτικές, Αναδυόμενες, Ρωσία κ.λπ.) εκτέθηκαν στην εργατική μισθολογική υπερανταγωνιστικότητα της Κίνας (η οποία είχε επικρατήσει από το 1978), αλλά τώρα έχαναν και κάθε ικανότητα να προστατευτούν με «τα πολύ χρήσιμα τεχνάσματα» όπως είναι οι τελωνειακοί δασμοί ή οι ποσοστώσεις στις εισαγωγές.
Για να δείξει καλή πρόθεση, η Κίνα ανέλαβε, μεταξύ 1994 και 2000, μια διαδικασία μονομερούς υποτίμησης του γιουάν έναντι του δολαρίου και έναντι όλων των νομισμάτων. Το 2001, η τιμή του δολαρίου καθορίστηκε από το Πεκίνο στα 8,28 γιουάν, όταν το ΔΝΤ, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο των τιμών καταναλωτή στην Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπολόγισε ότι η τιμή θα έπρεπε να ήταν στα 2 γιουάν. Το γιουάν στη συνέχεια υποτιμήθηκε κατά 76%.
Σήμερα, το όφελος συναλλάγματος του Πεκίνου παραμένει. Η τιμή του δολαρίου καθορίζεται από το Πεκίνο στα 7,05 γιουάν περίπου όταν το ΔΝΤ εκτιμά ότι θα έπρεπε να είναι 3,51 γιουάν. Το γιουάν επομένως εξακολουθεί να υποτιμάται κατά 50%, ποσοστό σημαντικό που πρέπει να καταργηθεί ως άδικο και απαράδεκτο.
*Ο Antoine Brunet είναι οικονομολόγος και αναλυτής αγορών. Συνέγραψε το βιβλίο Οι ηγεμονικές βλέψεις της Κίνας (2011)