Ιωάννης Βίλλιογλου ή Καπετάν Ράμναλης (1885 Ίσωμα Κιλκίς * – 5 Δεκεμβρίου 1923 Λαγκαδίκια Θεσσαλονίκης)
5 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ, 2015
Γράφει ο Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος
Αφιέρωμα μνήμης. Μορφές του Μακεδονικού Αγώνα
Ο καπετάν Ράμναλης
Ταυτόχρονα μαζί με τους ηρωικούς ιεράρχες αντιδρούν και ντόπιοι Μακεδόνες που πολλές φορές ομιλούν το σλαβικό ιδίωμα. Το 1907 ο Γάλλος δημοσιογράφος Παγιαρέ σημειώνει γι’ αυτούς «Πάντες ούτοι οι Μακεδόνες, ανεξαρτήτως της γλώσσης, την οποία ομιλούν, προτιμούν να σταυρωθούν παρά των Βουλγάρων, παρά ν’ αρνηθούν τον Ελληνισμόν τους». Μεταξύ αυτών και ο καπετάν Ράμναλης.
Γεννήθηκε στο χωριό Ράμνα, σημερινό Ίσωμα του Κιλκίς, το 1885. Γονείς τουο Δημήτριος και η Δομνίτσα Βίλιογλου. Οι γονείς του καθώς και ένας θείος του δολοφονήθηκαν από τους Βούλγαρους Κομιτατζήδες, όταν ο Γιάννης ήταν 17 ετών. Οργανώνει μόνος του ομάδα από συγχωριανούς του και εκδικείται τις δολοφονίες αθώων από τους Βούλγαρους.
Δεν αργεί η φήμη του να φτάσει στο Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης. Έρχεται κρυφά σ’ αυτό και εκεί ακούει σιωπηλός τον γραμματέα του Προξενείου Δημήτριο Ζώη, που δεν ήταν άλλος από την υπολοχαγό Δημήτριο Κάκκαβο, μετέπειτα αντιστράτηγο, να του αναθέτει μία αποστολή.
Το φθινόπωρο του 1904 η κοινωνία των Σερρών ήταν ανάστατη, γιατί ένας πλούσιος Σερραίος είχε νοικιάσει το σπίτι του στους Βούλγαρους, για να το κάνουν σχολείο. Πουθενά δεν είχαν ιδιόκτητα σχολικά κτίρια, σημειώνει ο Μόδης. Ο καπετάν Ράμναλης πήγε στις Σέρρες και ο προδότης βρέθηκε νεκρός. Ο καπετάνιος γυρίζει στον τόπο του και συνεχίζει τη δράση του .
Την ημέρα δούλευε στα χωράφια του και το βράδυ μεταμορφωνόταν στον τρομερό καπετάν -Φάντασμα, όπως τον έλεγαν οι Βούλγαροι. Κανείς δεν φανταζόταν πως το αμούστακο παιδαρέλι είναι ο τρομερός εκδικητής. Ένα σιδερένιο χέρι έβγαινε ξαφνικά από το σκοτάδι, χτυπούσε και πάλι χανόταν.
Φόβος και τρόμος είχε καταλάβει τους Βούλγαρους και τους προδότες της περιοχής Λαγκαδά. Αναστατώθηκαν οι Βούλγαροι, κινήθηκαν οι Ρώσοι αξιωματικοί, κινητοποιήθηκαν οι Τούρκοι. Μα δεν βρήκαν πουθενά ούτε ίχνος ούτε άλλο σημάδι από αντάρτικό σώμα. Κανένας δεν είδε τίποτα, κανένας δεν άκουσε τίποτα.
Οι Βουλγαροκτόνοι εξαφανίζονταν σαν τιμωρά φαντάσματα. Σιγά-σιγά το όνομά του έγινε στα χείλη των χωρικών προσευχή. Ήταν ο μεγάλος λαϊκός ήρωας. Οι διαταγές και οι συστάσεις του ήταν νόμος για όλη την περιφέρεια. Ακόμη κι ο τρομερός Τούρκος λήσταρχος Χαλίλ Τσαούς κάπου τρύπωσε και δεν έδινε σημεία ζωής.
Στο μεταξύ ο Ράμναλης έπεσε με τα μούτρα για να μάθει γράμματα. Πήγαινε στη Θεσσαλονίκη στο σπίτι του πρόκριτου Ζάννα κι εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα. Η φιλομάθειά του ήταν πρωτοφανής. Ήθελε να γίνει αξιωματικός και να δοξαστεί. Αλλά και πάλι εξαφανιζόταν χωρίς προειδοποίηση. Χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο δρούσε είναι το παρακάτω γεγονός. Η γυναίκα του Ζάννα, διάβασε στις εφημερίδες πως ένα Βούλγαρος Κομιτατζής παπάς βρέθηκε στον πάτο ενός πηγαδιού. Ρωτά τον καπετάνιο:
“-Εσύ τον σκότωσες Γιάννη;
-Όχι κυρία Ζάννα, εγώ τέτοια πράγματα δεν κάνω.
-Τότε;
-Να μόλις με είδε που πήγα να του πάρω την ευλογία, τόσο πολύ τρόμαξε, που έπεσε μόνος του μέσα στο πηγάδι”.
Με τη Νεοτουρκική Επανάσταση (10 Ιουλίου 1908) παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές. Οι Τούρκοι αξιωματικοί σκοτώνονταν, ποιος να πρωτοφωτογραφηθεί μαζί του. Ο άγριος Τούρκος ληστής Χαλίλ Τσαούς, ένας γιγαντόσωμος άνδρας, που είχε τρομοκρατηθεί κι είχε λουφάξει από τη δράση του νεαρού καπετάνιου, μούντζωσε τον εαυτό του μπροστά σε πολύ κόσμο και είπε:
-«Ντροπή στο μπόι και στα μουστάκια σου, Χαλίλ, που τρόμαξες απ’ αυτό το νιάνιαρο».
Μόλις πέρασε ο νεοτουρκικός μήνας του μέλιτος, έστειλαν οι αρμόδιοι το Γιάννη στην Αθήνα για ασφάλεια. Είχαν αρχίσει να δολοφονούν οι Νεότουρκοι τους Μακεδονομάχους. Εκεί εξακολούθησε με μεγάλη επιμέλεια τις σπουδές του. Πήρε και πτυχίο σχολαρχείου. Όταν συναντούσε γνωστούς Μακεδονομάχους αξιωματικούς, τους αράδιαζε αρχαίες ελληνικές φράσεις και λατινικές.
Το 1910 περίπου πηγαίνει και στο σχολή αξιωματικών, αλλά δεν μπορεί να συνεχίσει λόγω του ότι ήταν ολιγογράμματος και μετά από έναν χρόνο περίπου εγκαταλείπει τη σχολή και επανέρχεται στην περιοχή Λαγκαδά.
Η παραμονή του πρώτου βαλκανικού πολέμου για την απελευθέρωση της Μακεδονίας βρίσκει τον καπετάν Ράμναλη να ξαναοργανώνει ομάδα από τα παλικάρια του. Την παραμονή της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης με δέκα άντρες, έχοντας στήσει ενέδρα στο Δερβένι, κλείνει το δρόμο στην εμπροσθοφυλακή της Βουλγαρικής μεραρχίας η οποία είχε στρατοπεδεύσει στην Άσσυρο.
Έτσι νομίζοντας ότι την περιοχή κατέχει ο ελληνικός στρατός οι Βούλγαροι καθυστέρησαν για ένα 24ωρο, με αποτέλεσμα να μπει πρώτος ο ελληνικός στρατός και να απελευθερώσει τη Θεσσαλονίκη. Εν συνεχεία αποκόβει τις τηλεπικοινωνίες του Ταξίμ Πασά της Θεσσαλονίκης, ώστε να μην μπορεί να επικοινωνήσει με την Υψηλή Πύλη, όπως λεγόταν τότε η κυβέρνηση της Τουρκίας, και να παραδώσει τη Θεσσαλονίκη στο διάδοχο Κωνσταντίνο. Αν επικοινωνούσε ο φρούραρχος Θες/νικης με την Κωνσταντινούπολη τα πράγματα είναι σίγουρο πως θα περιπλεκόταν.
Οι Ρώσοι καιροφυλακτούσαν και θα πίεζαν να παραδοθεί η πόλη του Αγίου Δημητρίου στους Βούλγαρους. Ο αγώνας του Καπετάν Γιάννη Ράμναλη δεν σταματά εδώ, διότι σύντομα αρχίζει ο δεύτερος βαλκανικός πόλεμος και την παραμονή του πολέμου λαμβάνει μέρος στον αγώνα για ξεκαθάρισμα της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης από τους Βούλγαρους που είχαν έρθει δόλια, τάχα για ξεκούραση. Γνωρίζοντας τη βουλγαρική γλώσσα έδρασε αστραπιαία, σαν λιοντάρι, ξεκαθαρίζοντας τις σκοπιές του βουλγαρικού στρατού.
Στις 17 Ιουνίου 1913 πρώτος μπαίνει με την ομάδα του στον Λαγκαδά και βοηθά με οποιονδήποτε τρόπο τον ελληνικό στρατό στη μάχη του Λαχανά και της Νιγρίτας. Μετά το πέρας του πολέμου αποσύρεται στα Λαγκαδίκια Λαγκαδά, παντρεύεται και αποκτά δύο παιδιά, το Δημήτρη και τη Δομνίτσα. Δολοφονείται το 1923 από ομάδα ληστών. Αυτή ήταν εν ολίγοις η δράση του λαμπρού παλικαριού.
Λάθη όλοι κάνουμε.
Έκαναν και οι παππούδες μας εκείνη την περίοδο.
Ήρθε η ώρα να τα διορθώσουμε.