Του Σπυρίδωνα Σφέτα
Ι. Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ.
Το Μακεδονικό ζήτημα είναι ένα περίπλοκο ζήτημα στα Βαλκάνια και προκαλεί σύγχυση στον εξωτερικό παρατηρητή. Η ιδιαιτερότητα του ζητήματος έγκειται στο γεγονός ότι κατά τον 19ο αιώνα και το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα το ζήτημα ετίθετο διαφορετικά απ’ό,τι σήμερα.
Στον 19ο αιώνα υπό τον όρο Μακεδονικό ζήτημα αντιλαμβανόταν κανείς τον ελληνο-βουλγαρο-σερβικό ανταγωνισμό για τη διεκδίκηση του μακεδονικού χώρου υπό την ευρύτερη έννοια και τη διαμόρφωση ελληνικής, βουλγαρικής ή σερβικής ταυτότητας στο σλαβικό κυρίως πληθυσμό.
Σχετικά με το όρο Μακεδονία, είναι επιβεβλημένη η διάκριση μεταξύ της ιστορικής Μακεδονίας στην αρχαιότητα που ταυτίζεται με το σημερινό ελληνικό τμήμα και περιλαμβάνει την ευρύτερη περιοχή του Μοναστηρίου και της Στρώμνιτσας, και της συμβατικής χρήσης του όρου Μακεδονία από την ευρωπαϊκή διπλωματία του 19ου αιώνα που ταυτιζόταν σε μεγάλο βαθμό με τα οθωμανικά βιλαέτια Μοναστηρίου (Monastir), Θεσσαλονίκης και Κοσσυφοπεδίου (Kosovo), επεκτεινόταν δηλαδή πέραν της ιστορικής Μακεδονίας. Διοικητικά κέντρα της ρωμαϊκής επαρχίας Μακεδονία ήταν η Θεσσαλονίκη, η Αμφίπολις, η Πέλλα και η Πελαγωνία . Η πόλη των Σκοπίων ήταν πρωτεύουσα της Δαρδανίας.
Στο Μεσοπόλεμο υπό τον όρο Μακεδονικό ζήτημα εννοούνταν ο σερβοβουλγαρικός ανταγωνισμός για την ταυτότητα του σλαβικού πληθυσμού της σερβικής Μακεδονίας και οι βουλγαρικές εδαφικές διεκδικήσεις στην περιοχή, επρόκειτο δηλαδή για βουλγαρικό ζήτημα. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το ζήτημα απέκτησε διαφορετικό περιεχόμενο. Το Μακεδονικό κατέστη γιουγκοσλαβικό ζήτημα. Επρόκειτο για ζήτημα διαμόρφωσης μιας σλαβομακεδονικἠς ταυτότητας στη Ομόσπονδη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας εντός της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, αλλά και για την επεκτατική πολιτική της Γιουγκοσλαβίας στο όνομα του ‘’Μακεδονισμού’’. Ο όρος Σλαβομακεδόνες δεν πρέπει να εννοείται ως εθνολογική ανάμιξη αρχαίων Μακεδόνων και Σλάβων μετά τον 7ο αιώνα, αλλά ως διαφοροποίηση των Σλάβων του ευρύτερου μακεδονικού χώρου από τη βουλγαρική , σερβική και ελληνική εθνική ιδέα. Η διαδικασία αυτή άρχισε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Βασικό ερώτημα, αλλά και κύριο αντικείμενο διένεξης μεταξύ των ιστορικών είναι κατά πόσο τον 19ο αιώνα υπήρχαν προϋποθέσεις για μια σλαβομακεδονική, μη βουλγαρική ή σερβική, εθνογένεση στον ευρύτερο μακεδονικό κόσμο. Υπήρχαν ουσιαστικές δυνατότητες η σλαβική αφύπνιση να εκδηλωθεί ως σλαβομακεδονική και κατά πόσο η πολιτική της Ελλάδας, της Σερβίας ή βουλγαρικών παραγόντων συντέλεσε ώστε να αποτραπεί μια τέτοια εξέλιξη;
Οι Σλαβόφωνοι ήταν ενταγμένοι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στη σφαίρα της ελληνικής πολιτιστικής επιρροής, ιδιαίτερα μετά την κατάλυση της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας (1767), μιλούσαν σλαβικά ιδιώματα με διαφοροποιήσεις, ανάλογα με την περιοχή, με επιδράσεις από τη βουλγαρική και σερβική, με ελληνικές, τουρκικές και βλάχικες προσμίξεις, αλλά διαδεδομένο ήταν και το φαινόμενο της διγλωσσίας. Κατά βάση ήταν αγροτικοί πληθυσμοί, καθώς τα αστικά επαγγέλματα ήταν κυρίως στα χέρια Ελλήνων και Βλάχων. Ήταν διαδεδομένο το έπος για τα ανδραγαθήματα του Μάρκο Κράλγιεβιτς (Marko Kraljević) κατά των Τούρκων, αλλά περισσότερο ως ενός χριστιανού βαλκάνιου ηγεμόνα και λιγότερο ως Σέρβου ηγεμόνα. Επίσης, και ο μύθος για τη σλαβική καταγωγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ανάγεται στον ποιητή της Ραγούζας Ιβάν Γκουντούλιτς-Ivan Gudulić- (1598-1683), δεν ήταν άγνωστος. Ο Γκουντούλιτς αναφέρθηκε στο ποίημά του Osman στη σερβική καταγωγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν, μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), ήταν ορατό το ενδεχόμενο της αποσταθεροποίησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο χαρακτηρισμός του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως Σέρβου δεν ήταν τυχαίος. Καθώς οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει τον 14ο αιώνα τη Μακεδονία, μετά την ήττα των Σέρβων ηγεμόνων στη μάχη του Έβρου (1371), στις αρχές του 16ου αιώνα, όταν είχε αποδειχτεί ότι το οθωμανικό κράτος δεν ήταν πια αήττητο, αποστολή των Νοτίων Σλάβων ήταν η εκδίκηση για την ήττα του 1371. Η μυθική επική αναφορά στον Μέγα Αλέξανδρο ως αντίποδα στον σουλτάνο Οσμάν Β΄. που στραγγαλίστηκε από τους Γενίτσαρους, προδίκαζε το σκοτεινό μέλλον των Οθωμανών και το φωτεινό μέλλον των Νοτίων Σλάβων. Το ποίημα του Γκουντούλιτς είχε διάδοση στο νοτιοσλαβικό κόσμο και έγινε γνωστό και στη Μακεδονία.
Στο πλαίσιο του οθωμανικού συστήματος του Millet στους Σλαβόφωνους της Μακεδονίας λειτουργούσε περισσότερο η συνείδηση του χριστιανού ορθόδοξου ραγιά που ανέμενε την απελευθέρωσή του από μια χριστιανική βαλκανική δύναμη. Με βάση τα δεδομένα του πρώτου μισού του 19ου αιώνα σε σημαντικά τμήματα των Σλαβοφώνων υπήρχε η πεποίθηση ότι η Ελλάδα πληρούσε τις περισσότερες προϋποθέσεις για να επωμισθεί έναν τέτοιο ρόλο. Ήταν ανεξάρτητο κράτος με επαναστατική παράδοση στη Μακεδονία και με οικονομική και πολιτισμική επιρροή. Σε ελληνικά σχολεία του μακεδονικού χώρου φοιτούσαν εύποροι Σλάβοι στις αρχές του 19ου αιώνα με ορατό τον κίνδυνο εξελληνισμού της διαμορφούμενης διανόησης. Είναι κατανοητό κατά συνέπεια γιατί η Σερβία, στο πλαίσιο της πολιτικής της για ένωση των Σέρβων και αφύπνιση των Νοτίων Σλάβων, σχετικά νωρίς έστειλε πολιτικό πράκτορα στη Μακεδονία, τον Στέφαν Βέρκοβιτς (Stefan Verković). Σκοπός του Βέρκοβιτς ήταν να υπονομεύσει τον εξελληνισμό του σλαβικού πληθυσμού ώστε αυτός σε μια λύση του Ανατολικού Ζητήματος να μην εκδηλωθεί ως ελληνικός.
Ήταν εφικτή η έναρξη της συγκρότησης μιας συλλογικής σλαβομακεδονικής ταυτότητας, στα μέσα του 19ου αιώνα, με την εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων του Tanzimat και την προϊούσα υπονόμευση του συστήματος του Millet; Η απάντηση είναι αρνητική. Στο πνεύμα του ρομαντισμού και του ιστορισμού του 19ου αιώνα, καθώς η επίκληση του ιστορικού παρελθόντος και της κουλτούρας αποτελούσαν τη βάση για τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης, ήταν ανέφικτη η εκδήλωση μιας αντίδρασης στον εξελληνισμό με πυρήνα σλαβομακεδονικό. Καθώς δεν είχε υπάρξει σλαβομακεδονικό μεσαιωνικό κράτος, δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν οι ιστορικές μνήμες. Ο μύθος της σλαβικής καταγωγής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που αργότερα μετατράπηκε από τους Αλβανούς στον μύθο της ιλλυρικής καταγωγής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ήταν ανίσχυρος ώστε να παράσχει ιστορικά επιχειρήματα. Λειτουργούσε περισσότερο ως νομιμοποίηση της ιστορικής παρουσίας των Σλάβων στη Μακεδονία, καθώς οι Έλληνες θεωρούσαν τη Μακεδονία ως ελληνική χώρα. Λειτουργούσε όπως ο Ιλλυρισμός στην περίπτωση των Κροατών, ο μύθος δηλαδή της καταγωγής των Νοτίων Σλάβων από τους ‘’Σλάβους’’ Αρχαίους Ιλλυριούς, ώστε με το μύθο της αυτόχθονης παρουσίας τους στη Βαλκανική Χερσόνησο και της προγενέστερης εμφάνισή τους στο ‘’ιστορικό γίγνεσθαι’’ να αντιταχθούν στον εξουγγρισμό. Η εικόνα που είχαν οι Σλαβόφωνοι για τον Μέγα Αλέξανδρο ήταν θολή και υποβολιμαία, και, όσοι πρόφεραν το όνομά του, δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν διαφορετικά, παρά παραπέμποντας σε δασκάλους που είχαν βιβλία γι’ αυτόν. Ο όρος Μακεδών χρησιμοποιούνταν με γεωγραφικό προσδιορισμό (οι κάτοικοι της Μακεδονίας). Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Βέρκοβιτς αναφέρεται σε Μακεδονοσλάβους, προκειμένου να αποφύγει τη σύγχυση του όρου ‘’Μακεδών΄΄. Καθώς ο Βέρκοβιτς ασκούσε νοτιοσλαβική πολιτική και σκοπός του ήταν η συρρίκνωση της επιρροής του Ελληνισμού στη Μακεδονία, οι Βούλγαροι επιδίωξαν την πολιτιστική τους διείσδυση στη Μακεδονία. Στη διεξαγωγή του αγώνα τους για διορισμό Βουλγάρων επισκόπων και την ίδρυση μιας Αυτοκέφαλης Βουλγαρικής Εκκλησίας, οι Βούλγαροι θεώρησαν ως βουλγαρικό ιστορικό χώρο όχι μονάχα την περιοχή μεταξύ Δουνάβεως και Αίμου, αλλά και τη Μακεδονία και τη Θράκη. Στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο η σλαβική αφύπνιση εκδηλώθηκε ως βουλγαρική και οι κύριοι φορείς της ήταν απόφοιτοι ελληνικών σχολείων που μέσω της ελληνικής παιδείας και αργότερα υπό την επίδραση πανσλαβιστικών κύκλων διαμόρφωσαν μια βουλγαρική συνείδηση όπως οι αδελφοί Δημήτριος και Κωνσταντίν Μιλαντίνωφ (Dimitrij- Konstandin Miladinov), Γκρηγκώρ Παρλίτσεφ (Grigor Parličev), Κουζμά Σαπκάρεφ (Kuzma Šapkarev) και άλλοι).
Σήμαινε όμως ο όρος Βούλγαρος ένα εθνωνύμιο ή απλά μια πολιτική ετικέτα ως αντίδραση στον εξελληνισμό; Εκφραζόταν η σλαβική αφύπνιση μόνο μορφολογικά με εξωτερικά βουλγαρικά χαρακτηριστικά, ενώ ο εσωτερικός πυρήνας της παρέμεινε ‘’εθνικά σλαβομακεδονικός’’; H απάντηση στο ερώτημα αυτό, που αποτελεί ένα βασικό σημείο διένεξης μεταξύ των Ιστορικών των Σκοπίων και της Βουλγαρίας , πρέπει να αναζητηθεί στο κατά πόσο υπήρχαν στοιχεία για την ταύτιση με τη βουλγαρική εθνική ιδέα. Αν για την ταύτιση των Σλαβοφώνων με τον Ελληνισμό κριτήρια ήταν κυρίως η Ορθοδοξία και η πολιτιστική ή οικονομική επιρροή του Ελληνισμού, για την ταύτιση με τη βουλγαρική εθνική ιδέα κριτήρια ήταν η σλαβική γλώσσα και καταγωγή, το ένδοξο ιστορικό παρελθόν, ο δυνητικός απελευθερωτικός ρόλος των Βουλγάρων και Ρώσων. Αν ο όρος Έλληνας σήμαινε αρχικά τον πλούσιο και τον μορφωμένο και ο όρος Βούλγαρος τον άξεστο και τον απαίδευτο, από τα μέσα του 19ου αιώνα ο όρος Βούλγαρος άρχισε να φορτίζεται θετικά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κοινός ήταν ο αγώνας των Βουλγάρων διανοουμένων της Βορειοανατολικής Βουλγαρίας και του ευρύτερου μακεδονικού χώρου κατά της ελληνικής επιρροής και για τη διαμόρφωση μιας βουλγαρικής εθνικής συνείδησης. Η Μακεδονία δεν αποτελούσε, κατά συνέπεια, μια ξεχωριστή ιστορική οντότητα, αλλά ένα τμήμα των γενικότερων βουλγαρικών διεκδικήσεων. Ο Βέρκοβιτς, ζώντας από κοντά όλη αυτή την επίπονη διαδικασία της βουλγαρικής διείσδυσης στη Μακεδονία και εφοδιαζόμενος με υλικό και στατιστικά στοιχεία από βουλγαρικούς παράγοντες που δρούσαν στη Μακεδονία, εξέδωσε το 1860 στο Βελιγράδι ‘’Τα Δημοτικά Τραγούδια των Μακεδονο-Βουλγάρων’’.
Υπήρχε, ωστόσο, ένα βασικό σημείο διένεξης μεταξύ των Βουλγαρομακεδόνων διανοουμένων και των διανοουμένων της Βορειοανατολικής Βουλγαρίας, το ζήτημα της κωδικοποίησης μιας λόγιας βουλγαρικής γλώσσας. Οι Βουλγαρομακεδόνες διανοούμενοι επιδίωκαν η νέα λόγια γλώσσα να είναι πολυδιαλεκτική, να συμπεριλάβει δηλαδή και τα σλαβικά ιδιώματα της Μακεδονίας, και όχι μονοδιαλεκτική, να βασίζεται δηλαδή μόνο σε μια διάλεκτο των βορειοανατολικών βουλγαρικών χωρών. Η πολεμική αυτή για το γλωσσικό προσέλαβε έντονο χαρακτήρα, καθώς οι Βούλγαροι διανοούμενοι που δεν προέρχονταν από τη Μακεδονία θεωρούσαν τα σλαβικά ιδιώματα της Μακεδονίας φτωχά, ‘’μιξοβάρβαρα’’, δηλαδή με ελληνικές, τουρκικές, βλάχικες και αλβανικές λέξεις και συνεπώς ακατάλληλα ώστε να συμπεριληφθούν στην υπό κωδικοποίηση νεοβουλγαρική γλώσσα. Έκριναν ως περισσότερο κατάλληλη τη διάλεκτο της Βορείου Βουλγαρίας, που αποτέλεσε τη διάλεκτο της βουλγαρικής διανόησης κατά τη βουλγαρική εθνική αναγέννηση στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα. Η διάλεκτος αυτή λήφθηκε τελικά ως βάση της νεοβουλγαρικής γλώσσας. Ο γλωσσικός αυτός σεπαρατισμός δεν οδήγησε σ’ έναν εθνικό σεπαρατισμό μεταξύ ‘’Βουλγάρων και Μακεδονοσλάβων’’. Η ‘’σλαβομακεδονική’’ διάλεκτος χαρακτηριζόταν ως βουλγαρική από τους διανοούμενους. Υπήρχαν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά, όπως η χρήση του άρθρου μετά το ουσιαστικό, η περιφραστική χρήση των παραθετικών, η έλλειψη απαρεμφάτου, η σύγκλιση γενικής και δοτικής.
Τη γλωσσική αυτή προσπάθησε να εκμεταλλευτεί το Βελιγράδι, όταν η Σερβία από το 1868 άρχισε να ασκεί στενή εθνική πολιτική στη Μακεδονία. Τον κίνδυνο για τα σερβικά συμφέροντα στη Μακεδονία επισήμανε ο Σέρβος Σλαβολόγος Μίλος Μιλόγιεβιτς (Miloš Milojević), ο οποίος κατά τη διάρκεια των σλαβικών του σπουδών στη Μόσχα (1861-1867) είχε διαγνώσει τα σχέδια των Ρώσων Πανσλαβιστών για την ίδρυση ενός βουλγαρικού κράτους από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Αδριατική. Επιστρέφοντας στο Βελιγράδι ενημέρωσε τη σερβική ηγεσία για τη ρωσική πολιτική. Στα μέσα του 1868, μετά τη δολοφονία του Μιχάηλο Ομπρένοβιτς (Mihailo Obrenović), συγκροτήθηκε στο Βελιγράδι μια ‘’ Επιτροπή για σερβικά σχολεία και Σέρβους δασκάλους στην Παλαιά Σερβία και Μακεδονία’’ ως παράρτημα του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Καθώς η ίδρυση σχολείων στη Μακεδονία συναντούσε δυσκολίες, το κύριο όπλο της σερβικής πολιτικής ήταν η προπαγάνδα. Η σερβική προπαγάνδα επικεντρώθηκε στο μύθο της προέλευσης των Σλάβων της Μακεδονίας από τους αρχαίους Μακεδόνες, στο χαρακτηρισμό των Βουλγάρων όχι ως Σλάβων, αλλά ως Τατάρων ( αυτό ήταν το βασικό σλόγκαν του Σπυρίδων Γκόπτσεβιτς-Spyridon Gopčević), στον υπερτονισμό των τοπικών ιδιαιτεροτήτων των Σλάβων της Μακεδονίας ως ενός μεταβατικού σταδίου μεταξύ Σέρβων και Βουλγάρων.
Με την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας (1870), της σχισματικής βουλγαρικής Εκκλησίας, η βουλγαρική πλευρά είχε, ωστόσο, ένα προβάδισμα. Αν και από τη Μακεδονία μονάχα η επαρχία των Βελεσσών εντάχθηκε στην Εξαρχία, η διάταξη ωστόσο του σουλτανικού φιρμανιού ότι και οι άλλες επαρχίες θα μπορούσαν να αποκτήσουν Βούλγαρο επίσκοπο, εφόσον το επιθυμούσαν τα 2/3 των κατοίκων, άφηνε πολλά περιθώρια δράσης στους Βούλγαρους. Το 1872 οι Βούλγαροι απέκτησαν εξαρχικό επίσκοπο στα Σκόπια και το 1874 στην Αχρίδα. Η βουλγαρική Εξαρχία μπορεί να θεωρηθεί η απαρχή του Μακεδονικού ζητήματος. Τις βουλγαρικές διεκδικήσεις στήριζε η Ρωσία, η οποία επιδίωκε την ίδρυση ενός βουλγαρικού κράτους στα Βαλκάνια ως ρωσικού προτεκτοράτου. Μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877/78, όταν ο ρωσικός στρατός είχε φθάσει κοντά στην Κωνσταντινούπολη, η Ρωσία επέβαλε την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (3.3.1878). Επρόκειτο για την ίδρυση μιας Μεγάλης Βουλγαρίας στην οποία συμπεριλήφθηκε ολόκληρη η Μακεδονία εκτός της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής. Η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ανέτρεψε την ενδοβαλκανική ισορροπία. Η δημιουργία ενός εκτενούς βουλγαρικού κράτους με κριτήρια κυρίως γεωπολιτικά προκάλεσε την αντίδραση Ελλήνων και Σέρβων και διατάραξε την ισορροπία των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Ρωσία και η Αυστροουγγαρία απείλησαν τη Ρωσία με πόλεμο. Οι Ρώσοι γνώριζαν ότι η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου θα προκαλούσε την αντίδραση του Λονδίνου και της Βιέννης, και για το λόγο αυτό η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου υπογράφτηκε ως προκαταρκτική, δηλαδή θα επιδεχόταν τροποποιήσεις και θα χρησίμευε ως μέσο ενίσχυσης της διαπραγματευτικής θέσης των Ρώσων με τους Άγγλους και τους Αυστριακούς. Η ρωσική διπλωματία λειτουργούσε με τη λογική της επιδίωξης του μείζονος για την εξασφάλιση του ελάσσονος. Ενδιαφέρον για τη Ρωσία δεν είχε μονάχα η Βαλκανική, αλλά κυρίως ο Καύκασος στον οποίο είχε διεισδύσει ο ρωσικός στρατός κατά τη διάρκεια του πολέμου. Έτσι, στο Συνέδριο του Βερολίνου (1878) η Ρωσία συναίνεσε στην αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, αφού πρώτα κατοχύρωσε το Μπατούμ, το Καρς, το Αρδαχάν και τη Νότια Βεσσαραβία Η Μακεδονία παρέμενε οθωμανική επαρχία, δημιουργήθηκε αυτόνομο βουλγαρικό κράτος μεταξύ Δουνάβεως και Αίμου και η Ανατολική Ρωμυλία ως ημιαυτόνομη επαρχία την οποία προσάρτησε η Βουλγαρία το 1885. Οι Βούλγαροι έκαναν λόγο για μια ιστορική αδικία, διότι διασπάστηκε η ‘’ενότητα του βουλγαρικού έθνους’’.
Μετά το συνέδριο του Βερολίνου (1878) το Μακεδονικό ζήτημα ήταν στην ουσία ο ελληνο-βουλγαρο-σερβικός ανταγωνισμός στη Μακεδονία είτε ως εκπαιδευτικός-εκκλησιαστικός ανταγωνισμός είτε ως ένοπλη σύγκρουση. Το 1893 είχε ιδρυθεί στη Θεσσαλονίκη η βουλγαρική VMRO ( Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση) η οποία από το 1899 άρχισε ένοπλή δράση στη Μακεδονία κατά του ελληνικού στοιχείου και των τουρκικών αρχών με το σύνθημα της αυτονομίας της Μακεδονίας. Η οργάνωση αυτή στις 20 Ιουλίου/2 Αυγούστου 1903, με υποκίνηση του βουλγαρικού κράτους, προκάλεσε μια εξέγερση στη Μακεδονία (εξέγερση του Ίλιντεν- Ilinden) για να παρέμβουν οι Μεγάλες Δυνάμεις και να χορηγήσουν αυτονομία στη Μακεδονία. Η εξέγερση κατεστάλη από τον οθωμανικό στρατό, ενώ οι Μεγάλες δεν έδωσαν καθεστώς αυτονομίας, αλλά εισήγαγαν απλά μεταρρυθμίσεις στη Μακεδονία. Η εξέγερση του Ίλιντεν κατέστησε αισθητό τον βουλγαρικό κίνδυνο στην Ελλάδα. Στη βουλγαρική πρόκληση η Ελλάδα απάντησε με τον επιτυχή ένοπλο Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908). Η Ελλάδα και η Σερβία είχαν ως βάση της πολιτικής τους όχι την αρχή των εθνοτήτων, αλλά την ενδοβαλκανική ισορροπία, και για το λόγο αυτό ευνοούσαν τη λύση της διανομής της Μακεδονίας. Αντίθετα, η Βουλγαρία επιδίωκε την αυτονομία της Μακεδονίας ως μέσο προσάρτησης, όπως είχε διαπράξει με την Ανατολική Ρωμυλία το 1885. Το έσχατο όριο των ελληνικών διεκδικήσεων ήταν γραμμή Αχρίδα, Μοναστήρι, Στρώμνιτσα , Νευροκόπι, Μελένικο. Σχετικά με την εθνική ταυτότητα η οποία θα μπορούσε να εκκολαφθεί στους Σλαβόφωνους, αυτή ήταν είτε η βουλγαρική (λόγω ένταξης Σλαβοφώνων στην Εξαρχία, φοίτησης σε βουλγαρικά σχολεία, ένοπλης δράσης στα κομιτάτα, ) είτε η σερβική (σε μικρότερο βαθμό) είτε η ελληνική (λόγω παιδείας και παραμονής στο Οικουμενικό Πατριαρχείο). Αλλά υπήρχαν και σημαντικά τμήματα του αγροτικού πληθυσμού με ρευστή συνείδηση. Ο όρος ‘’Μακεδόνες’’ ή ‘’Μακεδόνες Σλάβοι’’ χρησιμοποιούνταν από τους Σλαβόφωνους ως τοπική ταυτότητα. Οι Σλαβόφωνοι μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μια εθνοτική ομάδα. Πρόκειται για πληθυσμούς που θεωρούνται ως πολιτισμικές συνομαδώσεις, αλλά χωρίς σαφή αίσθηση αυτοσυνειδησίας και συλλογικότητας. Λείπει ο μύθος της κοινής καταγωγής, οι κοινές ιστορικές μνήμες, η αίσθηση της αλληλεγγύης και η πρόσδεση σε μια σαφώς προσδιορισμένη πατρίδα. Τέτοιες ομάδες, χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες, μπορούν να απορροφηθούν από άλλες ισχυρότερες ομάδες. Ανεξάρτητα από το κατά πόσο ήταν παγιωμένη η ελληνική, η βουλγαρική ή η σερβική συνείδηση στους Σλαβόφωνους της Μακεδονίας, ανάλογα με τις κάθε είδους επιδράσεις, δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για ταύτιση με μια σλαβομακεδονική εθνική ιδέα. Το αποτέλεσμα ήταν τελικά η διάσπαση των Σλαβοφώνων σε Γραικομάνους, Βούλγαρους, Σερβομάνους, ο ανταγωνισμός των βαλκανικών κρατών με θύμα τελικά τους ίδιους τους Σλαβόφωνους, η διαιώνιση της οθωμανικής κακοδιοίκησης και ο ‘’κίνδυνος’’ διανομής της Μακεδονίας. Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα αυτά μια μικρή ομάδα διανοουμένων κατέβαλε στις αρχές του 20ού αιώνα τις πρώτες προσπάθειες για τη διαμόρφωση μια συλλογικής σλαβομακεδονικής ταυτότητας ως εξισορροπητικού παράγοντα στον ανταγωνισμό κυρίως μεταξύ της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Επρόκειτο για τους Στέφαν Ντέντωφ Stefan Dedov), Διαμάντη Μισάϊκωφ (Diamndi Mišajikov) Κρστε Μισίρκωφ (Krste Misirkov) και Δημήτριγε Τσουπόφσκυ (Dimitrije Čupovski).
Κύρια χαρακτηριστικά της μικρής αυτής ομάδας διανοουμένων ήταν η φοίτησή τους σε βουλγαρικά και σερβικά σχολεία ή η παραμονή τους στη Σερβία (εκτός από τον Μισίρκωφ που φοίτησε και σε ελληνικό σχολείο) , η βίωση της σερβικής και βουλγαρικής προπαγάνδας, η σταδιακή αμφισβήτηση του μελλοντικού απελευθερωτικού ρόλου της Βουλγαρίας, μετά την παρέλευση 25 ετών από το συνέδριο του Βερολίνου, η απογοήτευση από τη ρωσική πολιτική και o κίνδυνος διανομής της Μακεδονίας μεταξύ των βαλκανικών κρατών. Οι παράγοντες αυτοί κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη της χάραξης μιας νέας οδού που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εθνικός πλέον σλαβομακεδονικός σεπαρατισμός. Συστηματικά τις θέσεις του σλαβομακεδονικού σεπαρατισμού ανέπτυξε ο Μισίρκωφ (καταγόμενος από τη Νέα Πέλλα των Γιαννιτσών) το 1903, μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Ίλιντεντ, την έλλειψη ουσιαστικής βοήθειας του βουλγαρικού κράτους προς τους εξεγερθέντες ( η Βουλγαρία απλά άνοιξε τα σύνορα για τους πρόσφυγες) και την παθητική στάση της Ρωσίας.
Η μπροσούρα του ‘’ Για τις μακεδονικές υποθέσεις’’ (On Macedonian Matters) που εκδόθηκε το 1903 στη Σόφια και είναι γραμμένη στη σλαβομακεδοινική διάλεκτο της περιοχής του Μοναστηρίου, αποτελεί το πολιτικό μανιφέστο του σλαβομακεδονικού σεπαρατισμού. Ως απαραίτητους όρους για τη διαμόρφωση μια συλλογικής σλαβομακεδονικής ταυτότητας θεωρεί την κωδικοποίηση μιας σλαβομακεδονικής λόγιας γλώσσας με βάση την κεντρική διάλεκτο (τη διάλεκτο των Βελεσσών, Περλεπέ, Μοναστηρίου και Αχρίδας) και την εισαγωγή της στα σχολεία, την ανασύσταση της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας ως αυτοκέφαλης ‘’Αρχιεπισκοπής Πάσης της Μακεδονίας’’ με εκκλησιαστική γλώσσα τη σλαβική και ένα αυτόνομο πολιτικό καθεστώς. Στην ουσία ο Μισίρκωφ ζητούσε ένα αυτόνομο σλαβομακεδονικό Millet.. Η καλλιέργεια φιλικών σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η διατήρηση της ακεραιότητάς της και η αναζήτηση βοήθειας από τη Ρωσία κρίνονται ως άμεσες πολιτικές επιδιώξεις. Όλη η τραγωδία των Σλάβων της Μακεδονίας οφείλεται κατά τον Μισίρκωφ στην ταύτισή τους με τη βουλγαρική εθνική ιδέα και τα βουλγαρικά κρατικά συμφέροντα .Διακρίνει τις εύλογες απορίες που θα προκαλέσουν οι θέσεις του στους αναγνώστες του.
«…Ποτέ δεν υπήρξε μακεδονική εθνότητα, θα μας πουν, ούτε και τώρα υπάρχει. Στη Μακεδονία υπήρξαν και υπάρχουν δύο σλαβικές εθνότητες, οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι. Αυτό σημαίνει ότι μια σλαβομακεδονική εθνική αναγέννηση είναι απλά μια κενή δουλειά μερικών φαντασιόπληκτων που δεν έχουν ιδέα της νοτιοσλαβικής ιστορίας. Η Μακεδονία, θα μας πουν κατόπιν οι αντίπαλοί μας, δεν αποτελεί ούτε γεωγραφική ούτε εθνογραφική ούτε ιστορική ενότητα. Ποτέ δεν επέδρασε στις τύχες των γειτονικών λαών, αλλά υπήρξε η κονίστρα του πολιτικού και πολιτιστικού αγώνα μεταξύ των διαφόρων βαλκανικών εθνοτήτων. Τις ίδιες κρίσεις για την πατρίδα μας ίσως να ακούσουμε και από μερικούς συμπατριώτες μας, Μακεδόνες Σλάβους που αποκαλούνται Βούλγαροι, όταν θα εξαντλήσουν όλα τα άλλα μέσα στον αγώνα εναντίον της μακεδονικής εθνικής συσπείρωσης. Στη Μακεδονία δεν υπάρχει γλώσσα, αλλά μονάχα πολλές διάλεκτοι που διαφέρουν μεταξύ τους, αλλά όλες είναι συγγενείς με τις βουλγαρικές διαλέκτους και μ’ αυτές αποτελούν ένα σύνολο, τη βουλγαρική γλώσσα. Άλλες από τις μακεδονικές διαλέκτους είναι πιο κοντά στη σερβική γλώσσα, θα συνεχίσουν τις αντιρρήσεις τους οι αντίπαλοί μας..».
Τις εύλογες αυτές αντιρρήσεις αντικρούει με το απλό επιχείρημα « ό,τι δεν υπήρχε στο παρελθόν, μπορεί να δημιουργηθεί αργότερα, αρκεί να το απαιτούν ιδιαίτερα οι διάφορες ιστορικές περιστάσεις». Όπως στο παρελθόν από τη διάσπαση των Νοτίων Σλάβων προήλθαν ο σερβικός, ο κροατικός, ο σλοβενικός και ο βουλγαρικός λαός, έτσι και τώρα μπορεί να προκύψει μια σλαβομακεδονική εθνογένεση. Τις επωνυμίες Βούλγαρος και Σέρβος απορρίπτει ως ξένες ετικέτες στους Σλαβομακεδόνες. Οι Βυζαντινοί είναι αυτοί που χαρακτήρισαν τους Σλάβους της Μακεδονίας ως Βούλγαρους και οι Σέρβοι ως Σέρβους. Η προσχώρηση των Σλαβομακεδόνων στην Εξαρχία ήταν στην ουσία απλά μια πράξη αποδέσμευσης από την επιρροή του Ελληνισμού, υποστηρίζει ο Μισίρκωφ.
Οι αιρετικές αυτές θέσεις του Μισίρκωφ δεν είχαν απήχηση. Κύκλοι της VMRO (Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης) έκαψαν το βιβλίο του Μισίρκωφ και ο ίδιος καταδικάστηκε σε θάνατο από την οργάνωση. Παρόλο που η VMRO βίωνε μια εσωτερική διάσπαση μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Ίλιντεν, παρόλο που σε περιφερειακά συνέδρια της οργάνωσης και στο γενικό συνέδριο στο μοναστήρι της Ρίλας το 1905 εκφραζόταν όλο και εντονότερα το αίτημα της χάραξης μια πολιτικής της οργάνωσης, ανεξάρτητης από την πολιτική της Σόφιας, σε καμιά περίπτωση η διέξοδος από την κρίση δεν αναζητήθηκε σ’ έναν εθνικό σεπαρατισμό. Ο Μισίρκωφ είχε την εντιμότητα το 1907 να παραδεχτεί ότι η μπροσούρα του ‘’Για τις μακεδονικές υποθέσεις’’ ήταν το μανιφέστο ενός πολιτικού που αυτοσχεδίασε για τη λύση του Μακεδονικού Ζητήματος. Κατά τον Μισίρκωφ το πείραμα του σλαβομακεδονισμού ήταν στην ουσία μια πολιτική σύμβαση για εξισορροπηθεί ο σερβοβουλγαρικός και ο ελληνοβουλγαρικός ανταγωνισμός για την ταυτότητα των Σλαβόφωνων της Μακεδονίας. Χαρακτήρισε το σλαβικό πληθυσμό της Μακεδονίας εθνογραφικά και γλωσσικά ως βουλγαρικό. Ωστόσο, ο σλαβομακεδονικός σεπαρατισμός παρέμεινε μια εναλλακτική λύση, αν η Βουλγαρία δεν μπορούσε να εκπληρώσει την ιστορική της αποστολή, αν το απαιτούσαν οι περιστάσεις και αν υπήρχαν οι ανάλογες πολιτικές δυνάμεις. Ήδη από το Μεσοπόλεμο τα Βαλκανικά Κομμουνιστικά Κόμματα είχαν αποδεχτεί τη θέση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την ύπαρξη ‘’μακεδονικού έθνους’’ Οι ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες ήταν βέβαια διαφορετικές απ’ ό,τι του Μισίρκωφ, ωστόσο το εγχείρημα ήταν ίδιο, η διαμόρφωση μια συλλογικής σλαβομακεδονικής ταυτότητας. Τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα δεν σημειώθηκε καμιά ‘’σλαβομακεδονική εθνογένεση’’.
ΙΙ. ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΌ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ.
. Μετά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας διανεμήθηκε μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας. Δεν επρόκειτο για το ‘’διαμελισμό’’ μια ιστορικής ενότητας, αλλά μιας γεωγραφικής περιοχής με τη διοικητική διαίρεση των βιλαετιών. Δεν είχε υπάρξει ένα ‘’σλαβομακεδονικό κράτος, που διαμελίστηκε από τα γειτονικά κράτη, όπως συνέβη με τον διαμελισμό της Πολωνίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο όρος Μακεδονία δεν αναφέρεται στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Στην Ελλάδα επιδικάστηκε το μεγαλύτερο τμήμα του ευρύτερου μακεδονικού χώρου που συνέπιπτε κατά βάση με την ιστορική Μακεδονία. Στη Βουλγαρία, την οποία η ηγεμονική της πολιτική στα Βαλκάνια είχε οδηγήσει σε εθνικές καταστροφές, επιδικάστηκε το μικρότερο τμήμα της Μακεδονίας. Το νέο status quo νομιμοποιήθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (27.11.1919). H Βουλγαρία που είχε ηττηθεί στον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν κατά συνέπεια μια αναθεωρητική δύναμη. Αποτέλεσε η διανομή του ευρύτερου μακεδονικού χώρου μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας τη λύση του Μακεδονικού; Η απάντηση στο ερώτημα εξαρτάται από το κατά πόσο τα νέα κράτη, δηλαδή η Βουλγαρία, το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων/Γιουγκοσλαβία, και η Ελλάδα θα ενσωμάτωναν τις νέες χώρες στα εθνικά κράτη. Για τη Βουλγαρία δεν υπήρχε πρόβλημα. Στο τμήμα της Μακεδονίας που επιδικάστηκε στη Βουλγαρία ο πληθυσμός ήταν βουλγαρικός και δεν υπήρχαν δυσκολίες ένταξης στο νέο κράτος. Το πρόβλημα συνίστατο στο γεγονός ότι το βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας ελεγχόταν πλήρως από τη VMRO η οποία είχε δημιουργήσει ένα ‘’κράτος εν κράτει’’. Η VMRO δεν αποδέχτηκε τη διανομή του ευρύτερου μακεδονικού χώρου μεταξύ Σερβίας και Ελλάδας και από το βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας άρχισε έναν ανταρτοπόλεμο κατά των Σέρβων για την προστασία του βουλγαρικού πληθυσμού στη σερβική Μακεδονία. Το Βελιγράδι δεν αναγνώριζε την ύπαρξη βουλγαρικής μειονότητας στο σερβικό τμήμα της Μακεδονίας, όπου το σλαβικό στοιχείο αριθμούσε περίπου 600.000 άτομα. Τα φιλοβουλγαρικά αισθήματα ενός σημαντικού τμήματος του σλαβικού πληθυσμού, ιδιαίτερα στις ανατολικές περιοχές, αποδίδονταν στην καλά οργανωμένη βουλγαρική προπαγάνδα του 19ου αιώνα. Οι Σλάβοι της Μακεδονίας αποτελούσαν για τη Σερβία μια ‘’άμορφη’’ μάζα με ρευστή εθνική συνείδηση που θα μπορούσαν χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες να εκσερβιστούν. Για τους Σέρβους τα Σκόπια ως πρωτεύουσα του μεσαιωνικού κράτους του Στέφανου Δουσάν (Stefan Dušan) ήταν τμήμα της Παλαιάς Σερβίας.. Το Βελιγράδι δεν χρησιμοποιούσε τον όρο ‘’Μακεδονία’’’, αλλά τον όρο ‘’Παλαιά και Νότιος Σερβία’’ ή Βάρνταρσκα Μπανόβινα μετά το 1929. Το Βελιγράδι ασκούσε μια πολύπλευρη πολιτική εκσεβισμού στο σερβικό τμήμα της Μακεδονίας. Η σερβοκροατική επιβλήθηκε ως επίσημη γλώσσα, ιδρύθηκαν σερβικά σχολεία, προωθήθηκε ο εποικισμός της περιοχής με Σέρβους. Ένοπλη αντίσταση στην πολιτική του εκσερβισμού αντέταξε η VMRO η οποία μέχρι το 1924 διεξήγαγε ανταρτοπόλεμο κατά των Σέρβων και από το 1925 μέχρι το 1934 επιδόθηκε σε τρομοκρατικές ενέργειες κατά σερβικών στόχων. Θέμα του σερβοβουλγαρικού ανταγωνισμού στη σερβική Μακεδονία απέβη τελικά ο ίδιος ο αγροτικός πληθυσμός της σερβικής Μακεδονίας. Από τη μια πλευρά εξαναγκαζόταν από τη VMRO να προσφέρει άσυλο στους κομιτατζήδες και να τηρεί μια βουλγαρική στάση, από την άλλη πλευρά καταδιωκόταν από τις σερβικές παραστρατιωτικές οργανώσεις. Αν αυτοπροσδιοριζόταν ως βουλγαρικός υφίστατο τα αντίποινα των Σέρβων, αν δηλωνόταν ως σερβικός υφίστατο τα αντίποινα της VMRO για ‘’εθνική προδοσία’’. Αν χρησιμοποιούσε τον τοπικό αυτοπροσδιορισμό ‘’’Μακεδόνες’’, ουδετεροποιούσε τον σερβοβουλγαρικό ανταγωνισμό. Ωστόσο, ο εκσερβισμός σε μακροπρόθεσμη βάση δεν ήταν ανέφικτος. Αν τα αποτελέσματα δεν υπήρξαν άμεσα ορατά, αυτό οφειλόταν στον βίαιο τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε η πολίτική αυτή, στο κλίμα έντασης και ανασφάλειας που κυριαρχούσε στη σερβική Μακεδονία μέχρι το 1934 και στην απουσία μιας οικονομικής και κοινωνικής αναβάθμισης της περιοχής. Η λύση του Μακεδονικού προς όφελος του εκσερβισμού του αγροτικού πληθυσμού ήταν στην ουσία ζήτημα επιτυχούς διοίκησης. Στη σύντομη διάρκεια του Μεσοπολέμου ο εκσερβισμός δεν ολοκληρώθηκε.
Σε αντίθεση με τη Γιουγκοσλαβία, το Μακεδονικό δεν ήταν το κύριο ζήτημα στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις. Η ανταλλαγή των πληθυσμών με βάση την ειδική ελληνοβουλγαρική σύμβαση εθελούσιας μετανάστευσης της 27ης Νοεμβρίου 1919, στο πλαίσιο της συνθήκης του Νεϊγύ, στέρησε τη Βουλγαρία από ισχυρή πληθυσμιακή βάση στην ελληνική Μακεδονία, ενώ η εγκατάσταση Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία είχε συμβάλει στον εξελληνισμό της περιοχής. Όσοι από τους Σλαβόφωνους της ελληνικής Μακεδονίας είχαν βουλγαρική συνείδηση μπορούσαν να μεταναστεύσουν στη Βουλγαρία, ενώ όσοι παρέμεναν θεωρούνταν στην πλειοψηφία τους είτε ως έχοντες ελληνική συνείδηση είτε ως νομιμόφρονες στο ελληνικό κράτος. Στην ελληνική Μακεδονία υπήρχαν περίπου 120.000 Σλαβόφωνοι και δίγλωσσοι, πρώην Εξαρχικοί και Πατριαρχικοί. Υπήρχαν ομάδες με βουλγαρικά φρονήματα, βουλγαρίζοντες Σλαβόφωνοι ταξίδευαν στη Βουλγαρία για διαφόρους λόγους (ιατρικές εξετάσεις, ιαματικά λουτρά, επισκέψεις συγγενών), αλλά δεν αμφισβητούσαν την ελληνική κυριαρχία και δεν δημιουργούσαν προβλήματα στο ελληνικό κράτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η VMRO δεν είχε ένοπλη δράση στην ελληνική Μακεδονία. Η Ελλάδα εφάρμοσε μια πολιτική ήπιας ( και βίαιης κατά τη μεταξική περίοδο) αφομοίωσης των Σλαβοφώνων με αξιοσημείωτα αποτελέσματα. . Οι νέες γενιές είχαν εκμάθει την ελληνική. Αν δεν είχαν υπάρξει οι ανακατατάξεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με τον εξελληνισμό και τον εκσερβισμό του σλαβικού πληθυσμού το Μακεδονικό θα είχε λυθεί .
Ωστόσο, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος μετέβαλε άρδην την κατάσταση και έθεσε το Μακεδονικό σε νέα ιδεολογική και εθνική βάση, Τα Κομμουνιστικά Κόμματα είχαν αποδεχτεί τη θέση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την ύπαρξη ‘’μακεδονικού έθνους’’ και διαμόρφωσαν την πολιτική τους με βάση τη γραμμή αυτή. Η Κομμουνιστική Διεθνής, σε αρμονία με τη σοβιετική πολιτική, έβλεπε το Μακεδονικό ως ζήτημα τακτικής. Τα έτη 1923/24 η Κομμουνιστική Διεθνής προέβαλε τη θέση ‘’Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία σε μια Βαλκανική Σοβιετική Δημοκρατία ‘’ για να προσεταιριστεί τη VMRO στο εγχείρημά της να δημιουργήσει ένα ενιαίο μέτωπο Βουλγάρων αγροτικών, εργατών και Βουλγαρομακεδονικών οργανώσεων για την προώθηση της επανάστασης στη Βουλγαρία, την εγκαθίδρυση μιας εργατο–αγροτικής κυβέρνησης και την αποσταθεροποίηση των βαλκανικών κρατών. Συστατικό στοιχείο της πολιτικής αυτής ήταν και η αποξένωση της VMRO από τον βουλγαρικό εθνικισμό. Τα σχέδια απέτυχαν, αλλά η σοβιετική ανάμιξη στο Μακεδονικό ζήτημα είχε ως συνέπεια μια πολιτικο-ιδεολογική πόλωση του βουλγαρομακεδονικού κινήματος. Η παραδοσιακή VMRO συνέχισε ως βουλγαρική οργάνωση την αντισερβική της δράση, το 1925 ιδρύθηκε ως ιδεολογικός αντίποδας στο εξωτερικό η φιλοκομμουνιστική « VMRO (Ενωμένη)» με σύνθημα την Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία εντός μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Υπό το όρο μακεδονικός λαός εννοούνταν όλες οι εθνότητες της Μακεδονίας.
.Το 1934 η Κομμουνιστική Διεθνής αναγνώρισε την ύπαρξη ‘’μακεδονικού έθνους’’ σε αποκλειστική ταύτιση με τους Σλάβους για πολιτικούς λόγους. Μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία η Κομμουνιστική Διεθνής ήθελε να αποτρέψει την εκμετάλλευση του Μακεδονικού ζητήματος από τη ναζιστική Γερμανία προς όφελος της Βουλγαρίας, όπως συνέβη στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αναθεωρητική Βουλγαρία χαρακτήριζε τους Σλάβους της Μακεδονίας ως αλύτρωτους Βούλγαρους, κάτι που πα μπορούσε να οδηγήσει στην προσχώρηση της Βουλγαρίας στο γερμανικό στρατόπεδο σε έναν νέο πόλεμο. Η αμφισβήτηση της βουλγαρικής ταυτότητας των Σλάβων της Μακεδονίας θα στερούσε τη Βουλγαρία από το δικαίωμα διεκδικήσεων. Επιπλέον, στις νέες συνθήκες η Γιουγκοσλαβία έπρεπε να αποτελέσει ανάχωμα στη ναζιστική Γερμανία, να επιλύσει τα εθνικά της προβλήματα και να ανασυγκροτηθεί σε ομοσπονδιακή βάση. Για να ανασυγκροτηθεί η Γιουγκοσλαβία σε ομοσπονδιακή βάση, έπρεπε να λυθεί το ζήτημα της ταυτότητας του σλαβικού πληθυσμού. Η ‘’μακεδονική’’ λύση εξισορροπούσε τον σερβοβουλγαρικό ανταγωνισμό και παρείχε στον σλαβικό πληθυσμό τη δυνατότητα εθνικής ολοκλήρωσης εντός μιας νέας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας. Μετά το 1934 τα Βαλκανικά Κομμουνιστικά Κόμματα αποδέχτηκαν τη θέση για ‘’μακεδονικό έθνος’’. Από τώρα στην κομμουνιστική ορολογία ο όρος Μακεδών ταυτίζεται αποκλειστικά με Σλάβους Το 1940 το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας υπό την ηγεσία του Τίτο αναγνώρισε τους ‘’Μακεδόνες’’ ως ιδιαίτερη εθνική ομάδα και έθεσε την ομοσπονδοποίηση της Γιουγκοσλαβίας στο πρόγραμμά του. Υπήρχε τώρα ένας πολιτικός φορέας για να επιβάλει μια διαφορετική λύση, αν οι συνθήκες ευνοούσαν. Κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο συγκρούστηκε η βουλγαρική εθνική ιδέα με το εκκολαπτόμενο ‘’μακεδονισμό’’. Ο βουλγαρικός στρατός, όταν τον Απρίλιο του 1941 εισήλθε στα Σκόπια, έγινε δεκτός ως απελευθερωτικός. Η περιφερειακή επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας υπό τον Σάτωρωφ (Šatorov) αποσχίστηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας και εντάχθηκε στο Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Σταδιακά υπήρξε μια δυσαρέσκεια του πληθυσμού από τη βουλγαρική διοίκηση για κοινωνικούς λόγους, αλλά όχι οργανωμένη αντίσταση. Μόλις τον Μάρτιο του 1943 ο απεσταλμένος του Τίτο στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, ο Σφέτοζαρ Βουκμάνοβιτς-Τέμπο (Svetoz Vukmanovič – Tempo) κατόρθωσε να ιδρύσει Κομμουνιστικό Κόμμα ‘’Μακεδονίας’’ και Γενικό Στρατηγείο Λαϊκής Απελευθέρωσης, μόνο μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και τη διαφαινόμενη ήττα της Γερμανίας άρχισε η οργάνωση στοιχειώδους αντίστασης (1943/44). Δύο πολιτικά προγράμματα υπήρχαν στο αντιστασιακό κίνημα της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας . Το πρόγραμμα που εκπροσωπούσε ο Τέμπο και το νεοϊδρυθέν ΚΚ έδινε προτεραιότητα στην καταπολέμηση κάθε έκδηλου ή λανθάνοντος φιλοβουλγαρισμού στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και στην ένταξη της περιοχής στη γιουγκοσλαβική ομοσπονδία. Το ζήτημα της συνένωσης των τριών τμημάτων της Μακεδονίας και της ενσωμάτωσής τους στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία θεωρούνταν στη διάρκεια του πολέμου ως δευτερεύον ζήτημα. Βετεράνοι της μεσοπολεμικής βουλγαρικής VMRO (Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης) που στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αποδέχτηκαν τον σλαβομακεδονισμό ως εθνική επιλογή, έθεταν ως κύριο ζήτημα στη διάρκεια του πολέμου τη συνένωση των τριών τμημάτων της Μακεδονίας σε ένα ενιαίο κράτος, το μεταπολεμικό μέλλον του οποίου δεν θα έπρεπε να ήταν αναγκαστικά η ένταξη σε μια γιουγκοσλαβική ομοσπονδία, στην οποία διέβλεπαν μια νέα μορφή σερβικής κυριαρχίας, αλλά σε μια βαλκανική ομοσπονδία, ή ακόμα και η ανεξαρτησία υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων. Το πρόγραμμα αυτό υποστήριζαν κυρίως ο Μετόντιγα Αντώνωφ- Τσέντο (Metodija Andonov Čento), έμπορος από το Πρίλεπ, και ο Κίρο Γκλιγκόρωφ (Kiro Gligorov). Η ομάδα αυτή εκτιμούσε ότι, αν το μελλοντικό ‘’μακεδονικό κράτος ‘’ περιοριζόταν απλά στα όρια της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, δεν θα επιβίωνε. Προείχε η συνένωση και των τριών τμημάτων της Μακεδονίας ώστε το νέο κράτος να είναι βιώσιμο. Και οι δύο πλευρές, ωστόσο, ανεξάρτητα από την προτεραιότητα που έδιναν, αναγνώριζαν το δικαίωμα του σλαβομακεδονικού λαού για συνένωση.
Έτσι, ο Τέμπο σε συνάντησή του με τον Ανδρέα Τζήμα , εκπρόσωπο του ΚΚΕ, το καλοκαίρι του 1943, έθεσε το ζήτημα της συνένωσης της ελληνικής Μακεδονίας με τη γιουγκοσλαβική εντός μιας μελλοντικής γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας. Ο Τζήμας αρνήθηκε να συζητήσει το θέμα. Οι γιουγκοσλαβικές διεκδικήσεις ήταν ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο ο Γεώργιος Σιάντος, γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, απέρριψε τις προτάσεις του Τέμπο για την ίδρυση ενός Βαλκανικού Στρατηγείου ως συντονιστικού οργάνου των βαλκανικών αντιστασιακών κινημάτων, προφασιζόμενος ότι ένα Βαλκανικό Στρατηγείο θα έδινε την εντύπωση ότι μετά τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Μάρτιος του 1943) δημιουργήθηκε ένα νέο κέντρο εξάρτησης των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Συμφωνήθηκε, όμως, η ίδρυση σλαβομακεδονικών ενόπλων τμημάτων στο πλαίσιο του ΕΛΑΣ, η καλλιέργεια του σλαβομακεδονικού ιδιώματος και η έκδοση σλαβομακεδονικής εφημερίδας. Το ΚΚΕ, σύμφωνα με τη σχετική απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς του 1934, αναγνώριζε την ύπαρξη σλαβομακεδονικού έθνους, αλλά από το 1935 είχε εγκαταλείψει την παλιά θέση για “Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία” και υποστήριζε την ισοτιμία των μειονοτήτων εντός του ελληνικού κράτους. Συγκατατέθηκε στην ίδρυση του ΣΝΟΦ (Σλαβομακεδονικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο), τον Οκτώβριο- Νοέμβριο του 1943 στην Καστοριά και Φλώρινα , εκτιμώντας ότι έτσι θα προσελκύονταν στην αντίσταση οι Σλαβόφωνοι που είχαν παρασυρθεί από τη βουλγαρική προπαγάνδα και είχαν προσχωρήσει στη βουλγαρική οργάνωση Οχράνα. Άμεσοι στόχοι του ΣΝΟΦ ήταν ο αφοπλισμός των Σλαβόφωνων χωρικών που είχαν εξοπλιστεί από τους Βούλγαρους, η ένταξή τους στο ΣΝΟΦ και η καλλιέργεια σλαβομακεδονικής εθνικής συνείδησης με καταπολέμηση του φιλοβουλγαρισμού και του γραικομανισμού.
Η ίδρυση του ΣΝΟΦ συνέπιπτε χρονικά με τη δεύτερη σύνοδο της Αντιφασιστικής Συνέλευσης της Λαϊκής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας (29 Νοεμβρίου 1943 στο Γιάϊτσε- Jaice της Βοσνίας), όπου αποφασίστηκε η ομοσπονδοποίηση της Γιουγκοσλαβίας και η ένταξη της Μακεδονίας σ’ αυτή. Τα όρια, όμως, της Μακεδονίας του Τίτο δεν περιελάμβαναν μονάχα το γιουγκοσλαβικό τμήμα. Η Αντιφασιστική Συνέλευση είχε ορίσει τον Δημήταρ Βλάχωφ (Dimitâr Vlahov) ως εκπρόσωπο της ελληνικής Μακεδονίας και τον Βλαντιμήρ Ποπτόμωφ (Vladimir Poptomov) ως εκπρόσωπο της βουλγαρικής Μακεδονία. Αμέσως μετά τη σύνοδο του Γιάϊτσε στρατιωτικοί σύνδεσμοι από τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία διείσδυαν στην ελληνική Μακεδονία και προπαγάνδιζαν ότι ο μακεδονικός λαός στην Ελλάδα δεν πρέπει να αγωνιστεί για ισοτιμία, αλλά για αυτοδιάθεση και συνένωση, για μια Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας κατά το γιουγκοσλαβικό πρότυπο, και ότι πρέπει να επιζητεί την ίδρυση ξεχωριστού Γενικού Στρατηγείου και ξεχωριστών ενόπλων τμημάτων. Η γιουγκοσλαβική προπαγάνδα έβρισκε πρόσφορο έδαφος κυρίως στην περιφερειακή επιτροπή του ΣΝΟΦ Καστοριάς, όπου δραστηριοποιήθηκε ο Πασχάλης Μητρόπουλος (Paskal Mitrevski), απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Με ενέργειές του τα σλαβόφωνα τμήματα της ΙΧ. Μεραρχίας του ΕΛΑΣ μετονομάστηκαν το Μάρτιο του 1944 σε Σλαβομακεδονικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό. Οι Σλαβόφωνοι εμποδίστηκαν από τους γιουγκοσλάβους πράκτορες να λάβουν μέρος στις εκλογές για την ανάδειξη εκπροσώπων της ΠΕΕΑ (Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης). Η απροκάλυπτη εθνικιστική και αυτονομιστική προπαγάνδα ηγετικών στελεχών του ΣΝΟΦ και η εξάρτηση της οργάνωσης σε σημαντικό βαθμό από το Γενικό Στρατηγείο της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας προκάλεσαν ανησυχία στο Μακεδονικό Γραφείο του ΚΚΕ και στην ομάδα Μεραρχιών Μακεδονίας με αποτέλεσμα το Μάιο του 1944 να αποφασιστεί η διάλυση του ΣΝΟΦ. Περίπου 60 Σλαβόφωνοι κατέφυγαν στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, κατηγορώντας τον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ για λαθεμένη πολιτική απέναντι στους Σλαβομακεδόνες.
Μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ του ΚΚΕ και του ΚΚΓ η ηγεσία του ΚΚΕ αποφάσισε τελικά να προχωρήσει στην ίδρυση χωριστών σλαβομακεδονικών ταγμάτων. Στην απόφαση αυτή εξωθήθηκε η ΚΕ του ΚΚΕ λόγω της ανάγκης για μια στενότερη συνεργασία με τον Τίτο ως ασφαλιστική δικλίδα μετά την κρίση που αντιμετώπιζε το κόμμα λόγω της υπογραφής της συμφωνίας του Λιβάνου. Ο Σιάντος ήλπιζε ότι ο Τίτο ήταν σε θέση να ελέγχει μελλοντικές διασπαστικές κινήσεις των Σλαβοφώνων.
Η ανάδυση όμως του κράτους των Σκοπίων, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, κατά την πρώτη σύνοδο του Αντιφασιστικού Συμβουλίου της Λαϊκής Απελευθέρωσης της Μακεδονίας (ASNOM), στις 2 Αυγούστου 1944 στο μοναστήρι Πρόχορ Πτσίνσκυ (Prohor Pčinski) αποτελούσε μια νέα παράμετρο στο Μακεδονικό Ζήτημα. Στο Προεδρείο του ASNOM υπερίσχυσαν τα στοιχεία εκείνα που ούτε διακρίνονταν για φιλογιουγκοσλαβικές τάσεις ούτε εμφορούνταν από κομμουνιστικές ιδέες. Επιδίωκαν την κατοχύρωση του μέγιστου βαθμού ανεξαρτησίας της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας από τον Τίτο και έδιναν προτεραιότητα στη συνένωση των τριών τμημάτων της Μακεδονίας. Πρόεδρος εξελέγη ο Μετόντιγια-Αντώνωφ Τσέντο, έμπορος από το Πρίλεπ, και Αντιπρόεδροι ο Πάνκο Μπρασνάρωφ (Panko Brašnarov). άλλοτε μέλος της VMRO (Ενωμένης) που προπαγάνδιζε την Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία με μια Βαλκανική Ομοσπονδία, και ο Εμμανουήλ Τσούτσκωφ (Emanuil Čučkov), άλλοτε μέλος της νεολαίας της βουλγαρικής VMRO. Στο σχετικό μανιφέστο που εξεδόθη τονιζόταν χαρακτηριστικά :
«Έχοντας υπόψη τα προαιώνια ιδανικά του λαού της Μακεδονίας, το πρώτο Μακεδονικό εθνικό συμβούλιο διακηρύσσει σε ολόκληρο τον κόσμο το δίκαιο και σταθερό του πόθο για την ενοποίηση όλου του μακεδονικού λαού στη βάση του δικαιώματος για αυτοδιάθεση. Αυτό θα έθετε τέλος στην καταπίεση του λαού της Μακεδονίας σε όλα τα τμήματά της και θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για γνήσια αλληλεγγύη και ειρήνη μεταξύ των βαλκανικών λαών».
Οι εξελίξεις στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία επέδρασαν και στην ελληνική Μακεδονία. Τον Ιούνιο του 1944 ιδρύθηκε το σλαβόφωνο τάγμα Αριδαίας-Έδεσσας και τον Οκτώβριο του 1944 το σλαβόφωνο τάγμα Φλώρινας-Καστοριάς στο πλαίσια του ΕΛΑΣ. Αλλά πάλι στρατιωτικοί σύνδεσμοι από τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία μετέβαιναν στην ελληνική Μακεδονία και προπαγάνδιζαν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και συνένωσης του ‘’μακεδονικού’’ λαού. Σύντομα εκδηλώθηκαν αποσχιστικές τάσεις. Τα τάγματα έλαβαν εντολή από τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία να επιστρατεύσουν όσο το δυνατόν περισσότερους Σλαβομακεδόνες, να καταφύγουν στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία όπου θα ενισχύονταν στρατιωτικά και κατόπιν θα κατέρχονταν πάλι στην ελληνική Μακεδονία για την απελευθέρωση πόλεων. Έτσι, τα τάγματα ουσιαστικά δρούσαν ανεξάρτητα από τον ΕΛΑΣ και τον Οκτώβριο του 1944 αποσχίστηκαν και κατέφυγαν στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Σήμερα είναι γνωστό ότι η απόσχιση συνδέεται με τη γνωστοποίηση στη Γιουγκοσλαβία των ρωσικών σχεδίων για κατάληψη της Θεσσαλονίκης (Σεπτέμβριος 1944-αρχές Οκτωβρίου 1944). Τον Σεπτέμβριο του 1944, όταν ακόμα παρέμενε ο βουλγαρικός στρατός στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, Σοβιετικοί αξιωματικοί από τη Βουλγαρία μετέβησαν εκεί για βολιδοσκόπηση της κατάστασης. Τα τάγματα θα κατέρχονταν ως επικουρικές δυνάμεις του σοβιετικού στρατού. Από τη συγχώνευση των δύο ταγμάτων συγκροτήθηκε τον Νοέμβριο του 1944 η Αιγαιακή Ταξιαρχία Κρούσης στο Μοναστήρι με κύριο σκοπό την απελευθέρωση της ‘’Μακεδονίας του Αιγαίου’’. Αλλά τα ρωσικά σχέδια ματαιώθηκαν, ο βουλγαρικός στρατός αποχώρησε από την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη μετά από αγγλικές πιέσεις προς τους Σοβιετικούς (Οκτώβριος του 1944) και ο Τίτο, ύστερα πάλι από αγγλικές πιέσεις, απαγόρευσε στην Αιγαιακή Ταξιαρχία Κρούσης να κατέλθει στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1944. Με μια πολιτική ηγεσία στα Σκόπια (τα Σκόπια απελευθερώθηκαν στις 13 Νοεμβρίου 1944) που δεν ενδιαφερόταν τόσο για την ένταξη της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας στη γιουγκοσλαβική ομοσπονδία όσο για την απόσχιση και την ίδρυση μια Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας, στο βαθμό που η Γιουγκοσλαβία δεν είχε ακόμα απελευθερωθεί και προτεραιότητα για τη γιουγκοσλαβική πολιτική είχε το ζήτημα της Τεργέστης, ο Τίτο, ακολουθώντας μια πολιτική λεπτών ισορροπιών, θεώρησε πρόωρο το ζήτημα της Θεσσαλονίκης και δεν ήθελε μια σύγκρουση με τους Άγγλους. Προς μεγάλη της δυσαρέσκεια, η Αιγαιακή Ταξιαρχία Κρούσης διατάχτηκε να πολεμήσει εναντίον Αλβανών του Μπάλι Κόμπεταρ (Balli Kombëtar) στο Γκόστιβαρ. Τον Μάιο του 1945 η Αιγαιακή Ταξιαρχία Κρούσης εντάχθηκε στον γιουγκοσλαβικό στρατό και σταδιακά ο Τίτο άρχισε να αποκτά τον έλεγχο στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, ενισχύοντας τη φιλογιουγκοσλαβική πτέρυγα του Λἀζαρ Κολισέφσκυ (Lazar Koliševski) εναντίον της αντιγιουγκοσλαβικής (Τσέντο, Δημήταρ Βλάχωφ, Κίρο Γκλιγκόρωφ). Ο Τσέντο, ο πρώτος Πρόεδρος του ASNOM, συνελήφθη το 1946 και φυλακίστηκε με την κατηγορία ότι επιδίωκε την απόσχιση της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας από τη Γιουγκοσλαβία και τη μετατροπή της σε αμερικανικό προτεκτοράτο, οι Βλάχωφ και Γκλιγκόρωφ στάλθηκαν στο Βελιγράδι για ‘’πολιτική νουθεσία’’ και έκαναν πολιτική καριέρα μακριά από τα Σκόπια.
Στα Σκόπια άρχισε η διαδικασία της σλαβομακεδονικής εθνογένεσης σε αντιβουλγαρική κυρίως βάση: Εξαρθρώθηκαν οι καθαρώς βουλγαρικές οργανώσεις που θεωρούσαν τεχνητό το ‘’μακεδονικό έθνος’’, οι καταλήξεις των ονομάτων άλλαξαν σε ovski ή evski από ov (Popov-Popovski), δημιουργήθηκε λόγια γλώσσα με βάση τις κεντρικές διαλέκτους, με προσανατολισμό προς το σερβικό αλφάβητο και με αποστασιοποίηση από το βουλγαρικό (εξοβελίστηκε το βουλγαρικό ъ, διατηρήθηκαν τα σερβικά γραφήματα lj, nj, dž) και εισήχθησαν πολλές σερβικές λέξεις για αφηρημένες κυρίως έννοιες. Η τοπική ταυτότητα ‘’Μακεδόνες’’, αλλά και ‘’Σλαβομακεδόνες’’ (και αυτός ο όρος χρησιμοποιούνταν), εξελισσόταν τώρα σε εθνική ταυτότητα με την κατασκευή ενός ιδεολογήματος, ενός εθνικού αφηγήματος που δεν είχε ιστορικές καταβολές, αλλά εξέφρασε τη διαφοροποίηση από τους Βούλγαρους και τους Σέρβους. Προπαγανδίστηκε η ‘’ιστορική συνέχεια του μακεδονικού λαού από το μεσαιωνικό κράτος του Σαμουήλ’’. Στους αγώνες του ‘’μακεδονικού λαού’’ ο όρος Βούλγαρος χαρακτηρίστηκε όχι ως εθνώνυμο, αλλά ως ξένη ετικέτα λόγω της αφομοιωτικής πολιτικής των βουλγαρικών παραγόντων στη Μακεδονία, ως εξωτερική μορφή. Το ‘’μακεδονικό έθνος’’ παρουσιάστηκε ως ιστορικό έθνος με μεσαιωνικό παρελθόν, που αφυπνίστηκε τον 19ο αιώνα, αντιστάθηκε στις ξένες προπαγάνδες και επιρροές, αναγνωρίστηκε από τις προοδευτικές δυνάμεις στον Μεσοπόλεμο (δηλαδή την Κομμουνιστική Διεθνή και τα Κομμουνιστικά Κόμματα), ωρίμασε στις συνθήκες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και καταξιώθηκε το 1944. Η ίδρυση του κράτους, στις 2 Αυγούστου 1944, παρουσιάστηκε ως το επιστέγασμα των αγώνων του ‘’μακεδονικού λαού’’ για κρατική αποκατάσταση από την εξέγερση του Ίλιντεν (2 Αυγούστου 1903). Δημοτικά επικά τραγούδια, αναφερόμενα στους αγώνες των κομιτατζήδων, διατήρησαν το παλιό φόντο, αλλά προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα, τη θέση των Οθωμανών πήραν οι Βούλγαροι ή οι φασίστες και τη θέση των κομιτατζήδων οι ‘’Μακεδόνες’’ ή οι παρτιζάνοι. Το 1946 ιδρύθηκε μια αυτόνομη ‘’Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία’’, εντός των κόλπων του Πατριαρχείου Σερβίας, με σκοπό την ενίσχυση της ‘’εθνογένεσης’’ Εθνικό θέατρο, όπερα, κινηματογράφος, ραδιοφωνικός σταθμός και κυρίως το εκπαιδευτικό σύστημα εντάχθηκαν στην εκστρατεία της εθνογένεσης. Προβλήθηκε η ‘’μακεδονική’’ Μεγάλη Ιδέα, η ένωση ολόκληρης της Μακεδονίας με αφετηρία τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία ως το Πεδεμόντιο της μακεδονικής ενοποίησης. Ο Τίτο δεν είχε απεμπολήσει το ενδιαφέρον του για την ελληνική και τη βουλγαρική Μακεδονία, αλλά δεν θα διακινδύνευε πόλεμο.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας είχε την άποψη ότι έπρεπε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη λύση του Μακεδονικού. Τον Δεκέμβριο του 1943 το Πατριωτικό Μέτωπο της Βουλγαρίας απέρριψε στην απόφαση του Γιάϊτσε για λύση του Μακεδονικού στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβίας και επανέλαβε την παλαιά βουλγαρική θέση για “ενιαία, ελεύθερη και κυρίαρχη Μακεδονία”. Ο Τίτο αντέδρασε έντονα και απευθύνθηκε στον Γκεόργκυ Δημητρώφ (Georgi Dimitrov) που βρισκόταν στη Μόσχα. Μετά από την ανταλλαγή αλληλογραφίας οι Τίτο και Δημητρώφ, με σοβιετική παρότρυνση, συμφώνησαν να μην ανακινούνται στη διάρκεια του πολέμου ζητήματα σχετικά με τα σύνορα και ότι το Μακεδονικό θα λυθεί στα πλαίσια μιας ομοσπονδίας των Νοτίων Σλάβων.
Μετά την είσοδο σοβιετικού στρατού στη Βουλγαρία (9 Σεπτεμβρίου 1944) και την επικράτηση του Πατριωτικού Μετώπου, που ελεγχόταν από τους Βούλγαρους κομμουνιστές, γιουγκοσλαβική αντιπροσωπεία μετέβη στη Σόφια και έθεσε ζήτημα ένταξης της βουλγαρικής Μακεδονίας στη γιουγκοσλαβική. Η νέα βουλγαρική ηγεσία υπήρξε ιδιαίτερα επιφυλακτική στο ζήτημα των εδαφικών παραχωρήσεων. Η Βουλγαρία βέβαια σε καμιά περίπτωση δεν ήγειρε εδαφικές διεκδικήσεις στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας.. Με επιστολή του ο Δημητρώφ από τη Μόσχα (28 Σεπτεμβρίου 1944) προς την Κεντρική Επιτροπή του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος καταδίκασε τη μεγαλοβουλγαρική εθνική ιδεολογία ως πηγή των δεινών της Βουλγαρίας.
«Σήμερα δεν είναι για κανέναν από εμάς μυστικό, ότι μια από τις βασικότερες αιτίες όλων των εθνικών ατυχιών και καταστροφών, που έζησε τις τελευταίες δεκαετίες ο λαός μας, πρέπει να αναζητηθεί στον μεγαλοβουλγαρικό σοβινισμό, στη μεγαλοβουλγαρική ιδεολογία της κυριαρχίας επί των γειτονικών λαών. Οι φορείς αυτής της θανατηφόρας μόλυνσης πρέπει να καταστούν ακίνδυνοι. Χωρίς την εκρίζωση του μεγαλοβουλγαρικού σοβινισμού δεν είναι δυνατή η ανοικοδόμηση της αναγεννημένης, της νέας Βουλγαρίας. Ταυτόχρονα, πρέπει να διεξαχθεί μια ιδεολογική εκστρατεία ανάμεσα στον λαό και στη διανόησή του για την εξάλειψη και του τελευταίου ίχνους της μεγαλοβουλγαρικής ιδεολογίας και της τυχοδιωκτικής πολιτικής…».
Αλλά στο ζήτημα των εδαφικών παραχωρήσεων, με εντολή του ίδιου του Δημητρώφ, η ελεγχόμενη από τους Κομμουνιστές κυβέρνηση Γκεοργκίεφ εφάρμοσε μια παρελκυστική τακτική και έθεσε όρους: 1) αποσαφήνιση του χαρακτήρα της Νοτιοσλαβίας, εντός της οποίας θα επιλυόταν το Μακεδονικό. Η Γιουγκοσλαβία πρότεινε στη Βουλγαρία να ενταχθεί ως έβδομη Δημοκρατία στη γιουγκοσλαβική ομοσπονδία με τα ίδια δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των άλλων Δημοκρατιών, πράγμα που θα σήμαινε την απορρόφηση της Βουλγαρίας από τη Γιουγκοσλαβία. Η Βουλγαρία, αντίθετα, δεν ήθελε να απολέσει την κρατική της κυριαρχία και αντιπρότεινε ένα είδος συνομοσπονδίας σε ισότιμη βάση. 2) Επιστροφή των ‘’δυτικών επαρχιών’’, των πόλεων Τσάριμπροντ (Caribrod) και Μποσίλεγραντ (Bosilevgrad) που προσάρτησαν οι Σέρβοι από τη Βουλγαρία το 1920 για στρατηγικούς λόγους, για να ελέγχουν τη Σόφια.
Οι βουλγαρογιουγκοσλαβικές διαφωνίες σχετικά με τον χαρακτήρα της νοτιοσλαβικής ένωσης και οι αγγλικές αντιδράσεις στο ενδεχόμενο νοτιοσλαβικής ομοσπονδίας (οι Άγγλοι επέδωσαν σχετικό υπόμνημα στους Σοβιετικούς τον Ιανουάριο του 1945) που θα συνιστούσε απειλή για την Ελλάδα είχαν ως αποτέλεσμα την προσωρινή παύση των βουλγαρογιουγκοσλαβικών διαπραγματεύσεων.
Όπως αναφέρθηκε, ο Τίτο δεν είχε απεμπολήσει το ενδιαφέρον του για την ελληνική Μακεδονία. Τον Απρίλιο του 1945 ιδρύθηκε το ΝΟΦ (Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο) ως συνέχεια του ΣΝΟΦ και δρούσε ανεξέλεγκτα στην ελληνική Μακεδονία, προπαγανδίζοντας τη συνένωση των τριών τμημάτων της Μακεδονίας εντός της Γιουγκοσλαβίας. Με την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα το 1946, το ΚΚΕ είχε να αντιμετωπίσει την ολοένα και αυξανόμενη αλυτρωτική δραστηριότητα του ΝΟΦ. Η εξάρτηση του ΚΚΕ από τη βοήθεια της Γιουγκοσλαβίας απαιτούσε και μια εξομάλυνση των σχέσεων με το ΝΟΦ. Μετά από διαπραγματεύσεις υπογράφτηκε στις 14 Οκτωβρίου 1946 μεταξύ του ΚΚΕ και του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας ειδική συμφωνία που προέβλεπε την ένταξη των Σλαβοφώνων στα ανταρτικά τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού και στους κομματικούς μηχανισμούς του ΚΚΕ. Θέση του κόμματος παρέμεινε η ισοτιμία στις μειονότητες, ωστόσο η γιουγκοσλαβική ηγεσία φαινόταν να αναμένει ότι, ως αποτέλεσμα της νίκης του Δημοκρατικού Στρατού, το ΚΚΕ θα ικανοποιούσε τις γιουγκοσλαβικές βλέψεις επί τμημάτων της Δυτικής Μακεδονίας. Η υλοποίηση της συμφωνίας αποδείχτηκε δύσκολη. Μέσα στους κόλπους του ΝΟΦ κυριαρχούσε μια άτυπη διάσπαση μεταξύ αυτών που ήταν υπό την επιρροή του ΚΚΕ και εκείνων που προσανατολίζονταν προς το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας όπως οι Μιχάλης Κεραμιτζής (Mihajlo Keramodžiev), Ηλίας Δημάκης (Ilija Dimovski) και Βαγγέλης Αγιάνης (Vangel Ajanovski).. Η φιλογιουγκοσλαβική αυτή πτέρυγα ελεγχόταν από τα Σκόπια και προπαγάνδιζε ότι λύση του Μακεδονικού Ζητήματος μπορεί να υπάρξει μονάχα όταν η ελληνική Μακεδονία ενωθεί με τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία στο πλαίσιο της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας. Η ομάδα αυτή κατέβαλλε επίσης πολλές προσπάθειες για τη διαμόρφωση σλαβομακεδονικής εθνικής συνείδησης στους Σλαβόφωνους της ελληνικής Μακεδονίας με την καταπολέμηση του γραικομανισμού και του φιλοβουλγαρισμού. Ταυτόχρονα, ολοένα και εντονότερα εκφραζόταν το αίτημα για επαρκή εκπροσώπηση των Σλαβοφώνων στα κομματικά όργανα και στις στρατιωτικές διοικήσεις.
Το ζήτημα της διαμόρφωσης μιας συλλογικής σλαβομακεδονικής συνείδησης με την εκρίζωση των επιδράσεων του παρελθόντος (της ελληνικής και της βουλγαρικής) στους Σλαβόφωνους και την κινητοποίησή τους στο ΝΟΦ και τον Δημοκρατικό Στρατό έθιξε με πολύ παραστατικό τρόπο ο Μιχάλης Κεραμιτζής κατά τη σύσκεψη του ΝΟΦ (20.5.1947) στο Καϊμακτσαλάν.
« 10% σλαβομακεδόνες είτε είναι γραικομάνηδες, είτε πρώην οπαδοί του Κάλτσεφ, είτε μεγάλοι τομαριστές και συμφεροντολόγοι, είνε σήμερα με το μέρος της αντίδρασης. Κατακτητές και μοναρχοφασίστες τους χρησιμοποιούν ή με τη μορφή του ένοπλου αγώνα ενάντιά μας ή με τη μορφή του πράκτορα, κατασκόπου , σαμπταριστή κ.λπ.
20% σλαβομακεδόνες αδρανούν, δεν συμμετέχουν ενεργά σε κάθε ανάγκη του αγώνα μας. Οι παραπάνω είναι όχι μαχητικοί, φοβητσάρηδες, αδικαιολόγητοι ειρηνόφιλοι, συμφεροντολόγοι, αγαπάνε το δημοκρατικό κίνημα, αγαπάνε το ΝΟΦ και επηρεάζονται από αυτό, δεν είναι χαφιέδες και δεν εντάσσονται ενεργητικά στους σκοπούς της αντίδρασης. Αν λευτερωθούν τα χωριά και οι πόλεις όπου μένουν, θα γίνουν όλοι δικοί μας, μα υπάρχει και κίνδυνος κάτω απ’ την επιρροή της πίεσης ένα μέρος απ’ αυτούς να πάει με την αντίδραση. Οι παραπάνω αγαπάνε τον Ελληνικό λαό.
30% σλ-Μακεδόνες συμπαθούν πολύ το κίνημα, το ΝΟΦ, τον Ελληνικό λαό, συμμετέχουν κι εφαρμόζουν στην πράξη κάθε τι που συνδιάζεται με το συμφέρον του αγώνα, πέρνουν μέρος και καλή θέληση, γύρω απ’ τον αγώνα μας, μισούν τους καταχτητές, μιλούν και ανεπιφύλακτα ακόμα ενάντιά τους και τα όργανά τους. Μα δεν είναι πέρα για πέρα επαναστάτες. Φοβούνται τις μεγάλες δοκιμασίες. Φοβούνται για την τύχη της φαμίλιας τους. Δουλεύουν όλη τη μέρα για να ανταπεξέλθουν στο οικονομικό αδιέξοδο και να μην πεινάσουν τα παιδιά τους…
40% σλ-Μακεδόνες απ’ τους οποίους 37% αγρότες (χωρικοί) και 3% εργάτες είναι η μαχητική πρωτοπορεία μας. Είναι το καλλίτερο μέρος του λαού μας. Δεν συμμετέχουν μαχητικά όλοι τους στον αγώνα. Μα είναι έτοιμοι να πειθαρχήσουν και να εχτελέσουν κάθε τι χωρίς να λογαριάζουν τα επακόλουθα.
Κατά 85% σήμερα ο σλ-Μακεδόνικος λαός έχει ξεκαθαρίσει με την Εθνική του συνείδηση. Όλοι οι παραπάνω πιστεύουν πως είναι Μακεδόνες (Σλαύοι)».
Τα δεδομένα του Κεραμιτζή για την εθνική συνείδηση των Σλαβοφώνων είναι επισφαλή. Προφανώς ήθελε να επισημάνει ότι το ΝΟΦ ήλεγχε το 85% των Σλαβόφωνων, στους οποίους προσπαθούσε να εμφυσήσει με τη βία σλαβομακεδονική συνείδηση.
«Είπαμε παραπάνω πως το ΝΟΦ σήμερα επιδρά κι επηρεάζει κατά 85% Σλ-Μακεδόνες. Επίσης τονίσαμε πως υπάρχει διστακτικότητα στη βάση (σ’ένα ποσοστό του λαού μας) να εντάσσονται στις γραμμές μας…. Στις Σλ-Μακεδόνικες Περιφέρειες, υπάρχουν ολόκληρες δεκάδες Σλαυομακεδόνικα χωριά που μέχρι τώρα πίστευαν και εξακολουθούν να πιστεύουν πως είναι Έλληνες. Όλοι αυτοί οι Σλ-Μακεδόνες είναι αντιφασίστες (Καστανοχώρια κ.λπ.), αλλά ακόμα δεν κατόρθωσαν να ριζώσουν μέσα τους Μακεδονική συνείδηση».
Το ΚΚΕ προσπαθούσε να διατηρήσει τον έλεγχο του ΝΟΦ, στρέφοντας τη μια ομάδα εναντίον της άλλης. Αλλά, προσπαθώντας να στρατολογήσει όσο το δυνατόν περισσότερους Σλαβόφωνους στο Δημοκρατικό Στρατό, αποδείχτηκε αδύναμο να αναχαιτίσει την αλυτρωτική και προπαγανδιστική δραστηριότητα που ασκούσαν τα φιλογιουγκοσλαβικά στοιχεία του ΝΟΦ στους Σλαβόφωνους. Χρόνιο πρόβλημα του Δημοκρατικού Στρατού ήταν το ζήτημα των εφεδρειών. Στη σκιά της αμερικανικής ανάμιξης στην Ελλάδα, η Τρίτη Ολομέλεια του ΚΚΕ, που συνήλθε τον Σεπτέμβριο του 1947 στο Βελιγράδι, αποφάσισε την αύξηση του αριθμού των ανταρτών από τις 25.000 σε 60.000 τακτικού στρατού με σκοπό την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και την ‘’απελευθέρωση’’ της Βορείου Ελλάδας (Σχέδιο Λίμνες). Αμέσως μετά την Τρίτη Ολομέλεια συγκροτήθηκε η ‘’Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση’’ (ΠΔΚ) των ανταρτών και αναλήφθηκε η αποτυχημένη επιχείρηση κατάληψης της Κόνιτσας, όπου επρόκειτο να εγκατασταθεί η ΠΔΚ. Τότε τέθηκε το ΚΚΕ εκτός νόμου. Στο πλαίσιο της πολιτικής του ΚΚΕ για αύξηση της δύναμης των ανταρτών σε 60.000 εντάσσεται μάλλον και το λεγόμενο ‘’παιδομάζωμα’’ Προκειμένου να απαλλαγούν οι γονείς από τη φροντίδα των παιδιών και έτσι να διευκολυνθεί η στρατολόγησή τους στον Δημοκρατικό Στρατό , τα παιδιά στέλνονταν στις ανατολικές χώρες. Η στράτευση των γυναικών ήταν επίσης επιβεβλημένη. Οι γυναίκες θα επωμίζονταν την κατασκευή καταφυγίων και χαρακωμάτων, θα μετέφεραν πυρομαχικά, θα διακόμιζαν και θα περιέθαλπαν τους τραυματίες. Οι ανθρωπιστικοί λόγοι, η διασφάλιση δηλαδή της ζωής των παιδιών από τις συγκρούσεις ανταρτών και κυβερνητικού στρατού και τις αεροπορικές επιδρομές, ήταν δευτερεύοντες. Το ΚΚΕ ανέμενε μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού το 1948. Καθώς το ΚΚΕ δεν κατόρθωσε να πετύχει τον στόχο του, να αυξήσει δηλαδή τη δύναμη των ανταρτών σε 60.000, και αντιμετώπιζε το χρόνιο ζήτημα των εφεδρειών, τα παιδιά (ελληνόπουλα και σλαβομακεδονόπουλα, κατά την ορολογία της εποχής) αποτελούσαν και ένα μελλοντικό ανθρώπινο δυναμικό για το μέτωπο. Σύμφωνα με νεότερες έρευνες ιστορικών των Σκοπίων και της Πολωνίας, η οποία είχε φιλοξενήσει έναν μεγάλο αριθμό παιδιών, το 1948-49 2.000 παιδιά στάλθηκαν από τις ανατολικές χώρες στο μέτωπο του Δημοκρατικού Στρατού. Το ΚΚΕ δεν έγινε δεκτό στην ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ (συνέχεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς-Σεπτέμβριος 1947) ούτε έτυχε αναγνώρισης η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση των ανταρτών (Δεκέμβριος 1947) από τα κομμουνιστικά κράτη. Φάνηκε επίσης η αδυναμία του Δημοκρατικού Στρατού να εξελιχτεί σε τακτικό στρατό και να καταλάβει πόλεις, όπως έδειξε η αποτυχία στην μάχη της Κόνιτσας (Δεκέμβριος 1947). Έτσι, ο Βαφειάδης υποστήριξε ότι ο Δημοκρατικός Στρατός έπρεπε να περιοριστεί απλά σε ανταρτοπόλεμο και να αναμένει εξωτερική βοήθεια. Αυτή ήταν η κύρια αιτία της διένεξης Ζαχαριάδη-Βαφειάδη.
Τον Ιούνιο του 1946, ενόψει της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης των Παρισίων, ο Στάλιν παρενέβη στη βουλγαρογιουγκοσλαβική διαμάχη για το Μακεδονικό. Παρότρυνε τους Βούλγαρους κομμουνιστές να παραχωρήσουν πολιτιστική αυτονομία στο σλαβικό πληθυσμό της βουλγαρικής Μακεδονίας με σκοπό τη ‘’μακεδονοποίησή’’ του, αλλά να μην επιδείξουν βιασύνη στο ζήτημα της ένωσης της βουλγαρικής Μακεδονίας με τη γιουγκοσλαβική, παρά μονάχα όταν τεθεί ζήτημα επιστροφής των δυτικών επαρχιών (Τσάριμπροντ, Μποσίλεφγραντ) στη Βουλγαρία.
«Πρέπει να δοθεί πολιτιστική αυτονομία στη Μακεδονία του Πιρίν στα πλαίσια της Βουλγαρίας. Ο Τίτο φάνηκε πιο ευέλικτος από εσάς- ίσως γιατί ζει σε πολυεθνικό κράτος και έπρεπε να παράσχει ίσα δικαιώματα στους διάφορους λαούς. Η αυτονομία θα είναι το πρώτο βήμα για την ενοποίηση της Μακεδονίας, αλλά, λαμβάνοντας υπόψη τη σημερινή κατάσταση, δεν θα πρέπει να υπάρξει βιασύνη στο θέμα αυτό. Διαφορετικά, στα μάτια του βουλγαρικού λαού η υπόθεση της επίτευξης της αυτονομίας για τη Μακεδονία θα μείνει στα χέρια του Τίτο και σεις θα εισπράξετε την κριτική. Φαίνεται να φοβάστε τον Κίμωνα Γκεοργκίεφ, έχετε συγχρωτισθεί υπερβολικά μαζί του και δεν θέλετε να δώσετε αυτονομία στη Μακεδονία του Πιρίν. Το ότι δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί μακεδονική συνείδηση στον πληθυσμό δεν σημαίνει τίποτα. Ούτε και στη Λευκορωσία υπήρχε τέτοια συνείδηση, όταν την ανακηρύξαμε σε σοβιετική δημοκρατία. Αργότερα , όμως, αποδείχτηκε ότι πράγματι υπήρχε λευκορωσικός λαός…Οι Σέρβοι πήραν τις δυτικές επαρχίες (Τσάριμπροντ, Μποσίλεφγκραντ, ΣτΣ) , για στρατηγικούς λόγους. Εμείς συμφωνούμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι Βούλγαροι. Ωστόσο, για πολιτικούς λόγους, μας είναι απολύτως αδύνατο να επιστρέψουμε αυτές τις περιοχές στους Βούλγαρους. Ο σερβικός λαός θα το εκλάβει ως έπαθλο για τη Βουλγαρία, παρόλο που η χώρα αυτή κατέλαβε και λεηλάτησε σερβικά εδάφη. Αν, όμως, η Μακεδονία του Πιρίν ενταχθεί στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, τότε ο σερβικός λαός θα συμφωνήσει να επιστρέψει τις βουλγαρικές επαρχίες. Κατά συνέπεια, το ζήτημα της Μακεδονίας του Πιρίν δεν μπορεί να τεθεί ξεχωριστά από το ζήτημα των δυτικών επαρχιών…».
Ο Στάλιν είχε ως αφετηρία τη γνωστή του θέση για το εθνικό ζήτημα, ότι από απροσδιόριστες εθνοτικές ομάδες μπορούν να προκύψουν σοσιαλιστικά έθνη, χωρίς να διέλθουν από το στάδιο των αστικών εθνών, αν οι ομάδες αυτές αποκτήσουν κρατική υπόσταση και αναπτύξουν τα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά. Έτσι, για παράδειγμα διαμορφώθηκε το λευκορωσικό έθνος, το μολδαβικό έθνος μετά την ‘’εκ των άνω’’ συγκρότηση της σοβιετικής δημοκρατίας της Λευκορωσίας, της Μολδαβίας. Παρόμοια και οι Σλαβομακεδόνες με την απόκτηση κράτους θα διαμόρφωναν εθνική ταυτότητα, άσχετα αν στο παρελθόν οι Βούλγαροι τους θεωρούσαν ως Βούλγαρους και οι Σέρβοι ως Σέρβους ή ίδιοι δεν είχαν μια συλλογική ταυτότητα.
Στην εισήγησή του στη Δέκατη Ευρεία Ολομέλεια του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος (9-10 Αυγούστου 1946) ο Δημητρώφ κινήθηκε στο πνεύμα των οδηγιών του Στάλιν
«..Δεν είναι αρκετό να αναγνωρίζεται ως θέμα αρχής ότι οι Μακεδόνες είναι ιδιαίτερος λαός, ότι οι Μακεδόνες δεν είναι ούτε Βούλγαροι, ούτε Σέρβοι, αλλά Μακεδόνες. Αυτό είναι απαραίτητο, αλλά δεν είναι αρκετό. Εννοείται ότι πρέπει να αναγνωρίζουμε αυτό, όμως θα πρέπει να εργαζόμαστε προς την κατεύθυνση αυτή. Ο μακεδονικός πληθυσμός του Πιρίν πρέπει να προετοιμαστεί ήδη από τώρα. Πρέπει να εργαστούμε και για έναν πολιτιστικό συγχρωτισμό του πληθυσμού αυτού με τον πληθυσμό της ομόσπονδης Μακεδονίας. Είναι απαραίτητη μια ευρεία πολιτιστική επαφή μεταξύ των Μακεδόνων του Πιρίν και των Μακεδόνων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Είναι απαραίτητη η υιοθέτηση της μακεδονικής γλώσσας και η χρήση της μακεδονικής λογοτεχνίας. Είναι απαραίτητο για τους Μακεδόνες του Πιρίν να γνωρίζουν την ιστορία του μακεδονικού λαού…».
Στην απόφασή της η Δέκατη Ευρεία Ολομέλεια αναγνώρισε επίσημα την ύπαρξη ‘’μακεδονικού έθνους’’, θεώρησε τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία ως το Πεδεμόντιο (Piemod) της ενοποίησης της Μακεδονίας στο πλαίσια της Γιουγκοσλαβίας, αλλά έθεσε τη διαδικασία αυτή σε συνάρτηση με τη σύναψη συμμαχίας μεταξύ Βουλγαρίας-Γιουγκοσλαβίας και με την επιστροφή των δυτικών επαρχιών.
.«Το Βουλγαρικό Εργατικό Κόμμα (Κομμουνιστικό) θεωρεί ότι το μεγαλύτερο τμήμα του μακεδονικού λαού διαθέτει το δικό του οργανωμένο κράτος και έθνος στο πλαίσιο της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Η συνένωση των υπολοίπων τμημάτων του μακεδονικού λαού πρέπει να πραγματοποιηθεί στη βάση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας εντός του πλαισίου της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας… Το Βουλγαρικό Εργατικό Κόμμα θεωρεί ότι η συνένωση της περιοχής του Πιρίν με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας θα πρέπει να βασιστεί σε μια συμφωνία συμμαχίας μεταξύ Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας, η οποία θα καθορίσει τα ακριβή σύνορα της περιοχής του Πιρίν, λαμβάνοντας υπόψη τη θέληση και τα συμφέροντα του μακεδονικού λαού, καθώς και το δικαίωμα επιλογής της βουλγαρικής υπηκοότητας για όλους τους κατοίκους της περιοχής του Πιρίν που επιθυμούν να ασκήσουν αυτό το δικαίωμα. Αυτή η συμφωνία θα ρυθμίσει την επιστροφή των δυτικών επαρχιών στη Βουλγαρία, οι οποίες τώρα βρίσκονται στη Γιουγκοσλαβία».
Αν και απόφαση της Δέκατης Ευρείας Ολομέλειας δεν συνιστούσε πλήρη συνθηκολόγηση του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αποτελούσε, ωστόσο, μια απόδειξη της αδύναμης διαπραγματευτικής του θέσης. Είναι προφανές ότι η πολιτική του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Μακεδονικό διαμορφωνόταν κάτω από εξωτερική πίεση. Η Βουλγαρία προσήγαγε σε δίκη τη VMRO, διέλυσε τις μακεδονικές αδελφότητες, τους συλλόγους δηλαδή των βουλγαρομακεδονικών προσφύγων, παρέδωσε τα λείψανα του μέχρι τότε εθνικού ήρωα για τους Βούλγαρους της Μακεδονίας, Γκότσε Ντέλτσεφ (Goce Delčev) στα Σκόπια και κατήργησε το Μακεδονικό Επιστημονικό Ινστιτούτο (1947) που ασχολούνταν με την ιστορία των Βουλγάρων της Μακεδονίας. Στην απογραφή του πληθυσμού το 1946 πάνω από 160.000 άτομα στο βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας δηλώθηκαν ‘’ως Μακεδόνες’’ μετά από κομματική εντολή. Οι υποχωρήσεις αυτές της κομμουνιστικής Βουλγαρίας συνιστούσαν πλήρη ρήξη με την παραδοσιακή βουλγαρική πολιτική στο Μακεδονικό. Στην Βουλγαρία εξαλείφθηκαν τα κέντρα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το αντίπαλο δέος στην εκστρατεία ‘’μακεδονοποίησης’’ στα Σκόπια. Πολιτιστική αυτονομία ωστόσο δεν παραχωρήθηκε στους επόμενους μήνες στον σλαβικό πληθυσμό της βουλγαρικής Μακεδονίας λόγω της αντίδρασης της (μέχρι τα μέσα του 1947) ανεκτής βουλγαρικής αντιπολίτευσης, ιδίως του Αγροτικού Κόμματος. Χαρακτηριστικό είναι ένα κύριο άρθρο της εφημερίδας ‘’ Ζνάμε’ (Zname), οργάνου του Δημοκρατικού Κόμματος, στις 29.10.1945, όπου στιγματίστηκε η εκστρατεία αποβουλγαροποίησης στην ομόσπονδη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας.
«Στη Μακεδονία υπό τη γιουγκοσλαβική εξουσία ιδρύθηκε ομόσπονδο μακεδονικό κράτος που εντάχθηκε στο πλαίσιο της ομόσπονδης Τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας. Για τη θέληση των ίδιων των Μακεδόνων κανένας δεν ρώτησε. Την αρχή της ελεύθερης αυτοδιάθεσης κανένας δεν την εφάρμοσε. .Όμως και αυτό δεν είναι αρκετό. Υπάρχει ανάγκη για τη δημιουργία μιας νέας ‘’ μακεδονικής εθνότητας’’. Και επειδή δεν μπορεί να αναχθεί πουθενά, αποφασίστηκε να την προβάλλουν εκείνοι που μέχρι τώρα ονομάζονταν Χριστιανοί Μακεδόνες, Μακεδόνες Σλάβοι, Παλαιοσέρβοι, Νοτιοσέρβοι, Βαρδάριοι, Νότιοι και τώρα Μακεδόνες. Μόνο να μην είναι αυτοί που είναι και αισθάνονται Βούλγαροι. Γι’ αυτούς ανοίγουν μακεδονικά ‘’εθνικά’’ σχολεία. Εκεί πρέπει να διδαχθεί η ‘’μακεδονική’’ γλώσσα , αποτελούμενη από ένα σωρό σερβικές λέξεις και μερικούς μακεδονικούς επαρχιωτισμούς. Εκεί πρέπει να διδαχθεί και η νέα ‘’μακεδονική ορθογραφία’’…. Εκεί –στα σχολεία αυτά-‘’σπέρνεται ‘’ το μακεδονικό ‘’εθνικό’’ αίσθημα και η συνείδηση και διδάσκεται ότι είναι Μακεδόνες ‘’εθνικοί’’ κολοσσοί και δεν έχουν τίποτα τα κοινό με τον βουλγαρισμό: Ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος, ο Κλήμης, ο Ναούμ.. Εκεί διδάσκουν το ίδιο πνεύμα και για την εξέγερση του Ίλιντεν, και για τον τσάρο Σαμουήλ προβάλλεται ακόμα ο ισχυρισμός ότι ίδρυσε το ‘’πρώτο μακεδονικό κράτος’’ που δεν έχει τίποτα τα κοινό με τον βουλγαρισμό…»..
Σε περισσότερο έντονο ύφος κινήθηκε η ‘’ Λαϊκή Δημοκρατική Σημαία’’, όργανο του Αγροτικού Κόμματος του Πετκώφ (Petkov), σε κύριο άρθρο στις 4.11.1946. Στιγματίστηκε η εθνική μειοδοτική πολιτική του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Μακεδονικό.
«..Δεν είπατε ούτε μια φορά μετά την 9η Σεπτέμβρη ότι στη Μακεδονία υπάρχουν Βούλγαροι. Εσείς μεταξύ των ονομάτων των διαφωτιστών του έθνους δεν τολμάτε να μνημονεύετε τα ονόματα των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, του αγίου Κλήμη της Αχρίδας και μιας πλειάδας άλλων κολοσσών και άλλων Βουλγάρων που γεννήθηκαν στη Μακεδονία. Στη βουλγαρική ιστορία είδαμε πολλές καταπτώσεις, βλέπουμε τώρα και τη δική σας.. Σας ρωτάμε γιατί ντρέπεστε ή φοβάστε να αναγνωρίσετε ότι στη Μακεδονία υπάρχουν αδέλφια μας Βούλγαροι που μιλούν, τραγουδούν, κλαίνε και γελάνε στα βουλγαρικά…. Εμείς δεν είμαστε μεγαλοβούλγαροι σοβινιστές, αλλά δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι στη Μακεδονία υπάρχουν Βούλγαροι…».
Στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης (Αύγουστος 1946-Φεβρουάριος 1947) η Γιουγκοσλαβία υποστήριξε τις βουλγαρικές διεκδικήσεις επί της Δυτικής Θράκης και παραιτήθηκε από τις βουλγαρικές πολεμικές επανορθώσεις ως αντάλλαγμα για την μέχρι τότε πολιτική της Βουλγαρίας στο Μακεδονικό. Αλλά η Συνδιάσκεψη της Ειρήνης επιδίκασε τη Δυτική Θράκη στην Ελλάδα (10.2.1947), ενώ τον Μάρτιο του 1947 εξαγγέλθηκε η αμερικανική βοήθεια προς την Ελλάδα για την αντιμετώπιση του κομμουνισμού (Δόγμα Τρούμαν). Οι εξελίξεις αυτές κατέστησαν τη Βουλγαρία περισσότερο επιφυλακτική στο Μακεδονικό, εφόσον ήταν πλέον πολύ δύσκολη η εδαφική διέξοδος της Βουλγαρίας στο Αιγαίο. Έτσι, στη βουλγαρογιουγκοσλαβική συνδιάσκεψη του Bled (27 Ιουλίου -1 Αυγούστου 1947) η μόνη υποχώρηση της Βουλγαρίας ήταν η ετοιμότητά της να χορηγήσει πολιτιστική αυτονομία στον πληθυσμό της βουλγαρικής Μακεδονίας για τη διαμόρφωση ‘’μακεδονικής’’ συνείδησης στον πληθυσμό. Η Βουλγαρία εφάρμοσε πάλι μια παρελκυστική τακτική και έθεσε ως όρο τη συγκρότηση της Νοτιοσλαβίας και κατόπιν τη λύση του Μακεδονικού συνολικά. Ωστόσο, οι Τίτο και Δημητρώφ προχώρησαν σε σειρά κινήσεων, χωρίς να ενημερώσουν τον Στάλιν. Μονογράφησαν στο Μπλέντ ένα σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας. Ο Στάλιν, φοβούμενος αμερικανικά αντίποινα από τη στενή προσέγγιση Βουλγαρίας-Γιουγκοσλαβίας, αντέδρασε και άσκησε κριτική στον Τίτο και τον Δημητρώφ για τη δημοσιοποίηση του συμφώνου, πριν ακόμα τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη Ειρήνης και η Βουλγαρία αποκτήσει διεθνή υπόσταση.
« Δεν έπρεπε να δημοσιοποιηθεί η συγκατάθεση για το κείμενο του συμφώνου. Για τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία μεγαλύτερη βαρύτητα έχει ο εξωτερικός κίνδυνος και όχι ο εσωτερικός. Γενικά είναι εντελώς απαράδεκτο που όλα αυτά έγιναν πριν από την επικύρωση της συνθήκης ειρήνης με τη Βουλγαρία. Οι Αγγλο-Αμερικανοί θα εκμεταλλευτούν το γεγονός αυτό για να αυξήσουν τη στρατιωτική βοήθεια προς την Ελλάδα και την Τουρκία. Η σοβιετική κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να προειδοποιήσει ότι δεν μπορεί να αναλάβει την ευθύνη για συμφωνίες μεγάλης σπουδαιότητας που υπογράφτηκαν χωρίς τη συμβουλή της», , δήλωσε ο Στάλιν στον Δημητρώφ στις 13 Αυγούστου 1947.
Μόνο μετά την επικύρωση της Συνθήκης Ειρήνης από την αμερικανική Γερουσία έδωσε ο Στάλιν τη συγκατάθεσή του για την υπογραφή του βουλγαρογιουγκοσλαβικού συμφώνου φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας. Το σύμφωνο υπογράφτηκε στις 27 Νοεμβρίου 1947 στο Ευξείνωφγκρατ (Evxinovgrad). Τον Δεκέμβριο του 1947 έφθασαν στη βουλγαρική Μακεδονία από τα Σκόπια 93 δάσκαλοι για τη διδασκαλία της σλαβομακεδονικής γλώσσας, όπως κωδικοποιήθηκε στα Σκόπια. Άνοιξαν βιβλιοπωλεία στο Πετρίτσι (Petrič) και στο Σαντάνσκυ (Sandanski), άρχισε να λειτουργεί θέατρο στην Άνω Τζουμαγιά (Gorna Djumaja) με παραστάσεις στη ‘’μακεδονική’’, ενώ κινητός κινηματογράφος και κινητή βιβλιοθήκη από τα Σκόπια περιόδευαν στη βουλγαρική Μακεδονία. Το υπουργείο Εξωτερικών της Βουλγαρίας προέβη σε ορισμένες διορθωτικές παρεμβάσεις στο περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων ιστορίας τις οποίες έπρεπε να επισημαίνουν οι ντόπιοι δάσκαλοι κατά τη διδασκαλία της ιστορίας. Για παράδειγμα, το μεσαιωνικό κράτος του Σαμουήλ δεν έπρεπε να ονομάζεται ‘’δυτικό βουλγαρικό κράτος’’, αλλά κράτος των Μακεδόνων Σλάβων, τυπικό φεουδαρχικό μόρφωμα στο οποίο δεν μπορεί να υπάρχει εθνική συνείδηση. Οι Σλάβοι διανοούμενοι του ευρύτερου μακεδονικού χώρου κατά τον 19ο αιώνα να μην αναφέρονται ως εκπρόσωποι της βουλγαρικής αναγέννησης, αλλά ως ενσαρκωτές των κοινών αγώνων Βουλγάρων και Μακεδόνων κατά των Φαναριωτών. Το ‘’μακεδονικό κίνημα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας’’ δεν έπρεπε να ερμηνεύεται ως βουλγαρικό εθνικό κίνημα, αλλά ως εκδήλωση συμπάθειας των προοδευτικών κύκλων της Βουλγαρίας προς τους υπόδουλους Μακεδόνες. Ήταν η ‘’πολιτιστική αυτονομία’’ που παραχώρησε η Βουλγαρία κατόπιν πιέσεων για την ‘’μακεδονοποίηση’’ του πληθυσμού στη βουλγαρική Μακεδονία.
Μετά την υπογραφή του βουλγαρογιουγκοσλαβικού συμφώνου φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας επακολούθησε η υπογραφή παρόμοιων συμφωνιών της Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας με άλλες ανατολικές χώρες. Το ζήτημα της αποστολής γιουγκοσλαβικής μεραρχίας στην Αλβανία με σκοπό τη μελλοντική απορρόφηση της χώρας από τη Γιουγκοσλαβία και η υπερβολική δέσμευση της Γιουγκοσλαβίας στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο (είχαν διαρρεύσει οι πληροφορίες ότι ο Τίτο σκόπευε να εφοδιάσει τον Δημοκρατικό Στρατό με αεροπλάνα) δυσαρέστησαν τον Στάλιν. Οι ανεύθυνες δηλώσεις του Δημητρώφ στη Ρουμανία, τον Ιανουάριο του 1948, για μια μελλοντική ομοσπονδία των ανατολικών χωρών στην οποία θα μπορούσε να συμμετάσχει και η ‘’Λαϊκή Δημοκρατία της Ελλάδας!’’ προκάλεσαν επίσης την οργή του Στάλιν. « Το ζήτημα της ομοσπονδίας ή της συνομοσπονδίας μάς φαίνεται πρόωρο. Δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη και δεν υπήρξε θέμα συζήτησης στις συνδιασκέψεις μας. Όταν το ζήτημα ωριμάσει-πράγμα που αναμφισβήτητα μια μέρα θα συμβεί-θα το λύσουν οι λαοί μας και συγκεκριμένα τα έθνη των Λαϊκών Δημοκρατιών – της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Αλβανίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Ελλάδας, σημειώστε επίσης της Ελλάδας…», ήταν η απάντηση του Δημητρώφ σε ερώτηση δημοσιογράφου για φήμες σχετικά με τη συγκρότηση μιας ομοσπονδίας στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο Στάλιν δεν μπορούσε να ανεχθεί μείωση της σοβιετικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη και αντιτάχθηκε στην ιδέα της συνομοσπονδίας της Ανατολικής Ευρώπης. Ιδιαίτερα η αναφορά του Δημητρώφ στην Ελλάδα, όπου μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος, μπορούσε να ερμηνευθεί ως τεκμήριο ανάμιξης της Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας. Ο Στάλιν έβλεπε στον γιουγκοσλαβικό ηγεμονισμό μείωση της σοβιετικής επιρροής στα Βαλκάνια και, ενόψει του Ψυχρού Πολέμου, φοβόταν αντιπαράθεση με τους Αμερικανούς, καθόσον οι ενέργειες των Τίτο και Δημητρώφ μπορούσαν να ερμηνευτούν από τους Αμερικανούς ως έχουσες τη συγκατάθεση της Σοβιετικής ΄Ενωσης. Έτσι, στη σοβιετο- βουλγαρο-γιουγκοσλαβική συνάντηση της 10ης Φεβρουαρίου 1948 στο Κρεμλίνο ο Στάλιν άσκησε οξεία κριτική τόσο στη γιουγκοσλαβική όσο και στη βουλγαρική αντιπροσωπεία και απαίτησε τη σοβιετική γνωμοδότηση για διεθνή θέματα που αφορούσαν τις δύο χώρες (Βουλγαρία-Γιουγκοσλαβία).
Από τη βουλγαρική αντιπροσωπεία ο Δημητρώφ παραδέχτηκε το λάθος του για τις δηλώσεις σχετικά με την ομοσπονδία της Ανατολικής Ευρώπης και τόνισε ότι στο Μπλέντ δεν υπέγραψε κανένα σύμφωνο με τον Τίτο, αλλά ότι απλά οι δύο ηγέτες μονογράφησαν το κείμενο του μελλοντικού συμφώνου. Ο Τράϊστο Κοστώφ (Trajčo Kostov) προσπάθησε να καλύψει τον Δημητρώφ.
«Είναι πολύ δύσκολο να είσαι μικρή και υπανάπτυκτη χώρα. Αν θέτουμε το ζήτημα της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των βαλκανικών χωρών, του συντονισμού των προγραμμάτων τους, είναι γιατί έχουμε ανάγκη της αλληλοβοήθειας για να μπορέσουμε να επιταχύνουμε την οικονομική μας ανάπτυξη», σχολίασε ο Κοστώφ.
Ιδιαίτερα επικριτικός στάθηκε ο Στάλιν έναντι της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας σχετικά με την πολιτική της για αποστολή μεραρχίας στην Αλβανία, όταν εκκρεμούσε ακόμα η υπόθεση του επεισοδίου της Κέρκυρας και ήταν γνωστή η αγγλοαμερικανική πολιτική έναντι της Αλβανίας.
« Πόσο εύκολα λύνεται το ζήτημα από τους Γιουγκοσλάβους συντρόφους!. Κατά τη διάρκεια του πολέμου τα τρία συμμαχικά κράτη ανακήρυξαν την ανεξαρτησία της Αλβανίας και δήλωσαν ότι θα την υποστηρίξουν. Από όλους τους κόμβους της πάλης ανάμεσα στην αντίδραση και τη δημοκρατία ο αλβανικός κόμβος είναι το πιο αδύναμο σημείο. Η Αλβανία δεν είναι ακόμα δεκτή στον ΟΗΕ, οι Άγγλο-Αμερικανοί δεν την αναγνωρίζουν. Το ζήτημα εκεί παραμένει ανοικτό. Μόνο η Αλβανία από την άποψη του διεθνούς δικαίου είναι ανυπεράσπιστη. Αν ο Τίτο εγκαταστήσει εκεί μια μεραρχία ή μόνο ένα σύνταγμα, αυτό δεν θα διαφύγει της προσοχής της Αμερικής και της Αγγλίας. Θα αρχίσουν να φωνάζουν ότι η Αλβανία έχει καταληφθεί. Μήπως άραγε η Αλβανία απευθύνθηκε δημόσια στη Γιουγκοσλαβία για βοήθεια! Και τότε η Αγγλία και η Αμερική θα εμφανισθούν στο ρόλο των προστατών της αλβανικής ανεξαρτησίας. Ποιος άλλος, εκτός από έναν τρελό, θα καθίσει να συγκροτήσει ένα μέτωπο που είναι ολοφάνερα χωρίς προοπτική; Τώρα πρέπει να ενισχυθεί η οργάνωση του αλβανικού στρατού, να του δοθούν εκπαιδευτές, οπλισμός. Μετά από αυτό, αν η Αλβανία δεχτεί επίθεση, θα πρέπει να απευθυνθεί για βοήθεια στη Γιουγκοσλαβία. Διαφορετικά, η Γιουγκοσλαβία θα εμφανιστεί ως κράτος που καταλαμβάνει ένα ανεξάρτητο κράτος. Και τότε είναι εντελώς δυνατή η στρατιωτική επέμβαση. Τα αμερικανικά πλοία, οι βάσεις, περιμένουν. Αυτή θα είναι η πιο άνετη και η πιο ευνοϊκή θέση για την Αμερική… Πολύ απλά λύνετε αυτά τα ζητήματα, αλλά είναι περίπλοκα»..
Ο Στάλιν αμφέβαλλε για τη νίκη του Δημοκρατικού Στρατού στην Ελλάδα, αλλά δεν τάχθηκε υπέρ του άμεσου τερματισμού του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα. Στράφηκε όμως κατά της υπερβολικής εμπλοκής της Γιουγκοσλαβίας στις ελληνικές υποθέσεις στο βαθμό που θα διαταράσσονταν οι αμερικανοσοβιετικές σχέσεις.
«Ξεκινώ από την ανάλυση των υπαρκτών δυνάμεων των παρτιζάνων και των αντιπάλων τους. Τον τελευταίο καιρό αρχίζω να αμφιβάλλω για τη νίκη τους. Αν δεν είστε σίγουροι ότι οι παρτιζάνοι θα νικήσουν, πρέπει να συρρικνωθεί το παρτιζάνικο κίνημα. Οι Αμερικανοί και οι Άγγλοι ενδιαφέρονται πολύ για τη Μεσόγειο. Θέλουν να έχουν βάση στην Ελλάδα και δεν θα φεισθούν των μέσων για να διατηρήσουν εκεί μια τέτοια κυβέρνηση που τους εξυπηρετεί. Πρόκειται για ένα μεγάλο διεθνές ζήτημα. Αν συρρικνωθεί το παρτιζάνικο ζήτημα, δεν θα υπάρχει αφορμή να σας επιτίθενται. Δεν είναι τόσο εύκολο να αρχίσει τώρα πόλεμος, αν δεν έχουν αυτοί [ οι Αμερικανοί και οι Άγγλοι, ΣτΣ] την αφορμή ότι εσείς οργανώνετε τον εμφύλιο πόλεμο. Αν εσείς είστε πεπεισμένοι ότι οι παρτιζάνοι έχουν προοπτικές για νίκη, αυτό είναι άλλο ζήτημα. Εγώ όμως αμφιβάλλω λίγο»..
Σχετικά με το ζήτημα της ομοσπονδίας ή της συνομοσπονδίας της Ανατολικής Ευρώπης, ο Στάλιν θεώρησε εφικτή τη συγκρότηση μια ομοσπονδίας Βουλγαρίας-Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας-Ουγγαρίας και Πολωνίας-Τσεχοσλοβακίας, αλλά μετά από απόφαση των κοινοβουλίων των χωρών αυτών και με βάση την ισοτιμία. Απέρριψε τη συγκρότηση συνομοσπονδίας μεταξύ των κρατών αυτών, γιατί έτσι θα μειωνόταν η σοβιετική επιρροή. Στη βουλγαρογιουγκοσλαβική ομοσπονδία θα μπορούσε να ενταχθεί και η Αλβανία, αλλά κατόπιν απόφασης της ίδιας της χώρας και όχι προσάρτησής της στη Γιουγκοσλαβία. Η Αλβανία, κατά τον Στάλιν, θα επωφελούνταν από την προσχώρησή της στη βουλγαρογιουγκοσλαβική ομοσπονδία, διότι θα προσαρτούσε το Κόσοβο. Είναι προφανές ότι σε μια βουλγαρο-γιουγκοσλαβο-αλβανική ομοσπονδία ο Στάλιν θα ήλεγχε καλύτερα τη Γιουγκοσλαβία μέσω Αλβανίας και Βουλγαρίας.
Ο Τίτο δεν παραβρέθηκε στη συνάντηση της 10ης Φεβρουαρίου 1948 στο Κρεμλίνο, προαισθανόμενος την κριτική του Στάλιν. Η τοποθέτηση του Στάλιν ήταν στην ουσία αποδοκιμασία της γιουγκοσλαβικής βαλκανικής πολιτικής. Επιπλέον, ήταν εμφανείς οι προσπάθειες του Στάλιν να ελέγξει τη Γιουγκοσλαβία είτε οικονομικά μέσω της ίδρυσης μικτών οικονομικών σοβιετο-γιουγκοσλαβικών εταιρειών είτε πολιτικά, επιλέγοντας το Βελιγράδι ως έδρα της Κομινφόρμ, είτε ιδρύοντας΄σοβιετικές ναυτικές βάσεις στην Αδριατική. Έτσι άρχισε η διένεξη Σοβιετικής Ένωσης-Γιουγκοσλαβίας που αποκορυφώθηκε με την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ στις 28 Ιουνίου 1948. Κύρια αιτία της ρήξης ήταν η πολιτική ηγεμονισμού του Τίτο στα Βαλκάνια.
ΙΙΙ. ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ.
Μετά την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ (28.6.1948) επιβλήθηκε ο οικονομικός αποκλεισμός της Γιουγκοσλαβίας από τα σοσιαλιστικά κράτη, ενώ στη Σοβιετική Ένωση ο υφυπουργός Εξωτερικών, Αντρέϊ Βυσίνσκυ επεξεργάστηκε ένα σχέδιο: υπόθαλψη εσωτερικών ταραχών στη Γιουγκοσλαβία για τη δικαιολόγηση εξωτερικής επέμβασης. H Μόσχα διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με το Βελιγράδι, στα ουγγρογιουγκοσλαβικά και τα ρουμανογιουγκοσλαβικά σύνορα μεραρχίες τεθωρακισμένων άρχισαν στρατιωτικά γυμνάσια , ενώ συχνό ήταν το φαινόμενο της παραβίασης του γιουγκοσλαβικού εναερίου χώρου από σοβιετικά αεροπλάνα και των μεθοριακών επεισοδίων στα βουλγαρογιουγκοσλαβικά και τα αλβανογιουγκοσλαβικά σύνορα. Σκοπός των Σοβιετικών ήταν να διογκωθεί στο εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας η δυσαρέσκεια εναντίον της κλίκας του Τίτο, ώστε να υπάρξει δυναμική κίνηση για την ανατροπή της με εξωτερική βοήθεια. Η υπόθεση θα παρουσιαζόταν ως εσωτερική διένεξη εντός του σοσιαλιστικού στρατοπέδου..
To ΚΚΕ ευθυγραμμίστηκε με την πολιτική του Στάλιν και επιδίωξε, καταγγέλλοντας τη Γιουγκοσλαβία, να καταστεί μέλος της Κομινφόρμ. Η γιουγκοσλαβική βοήθεια προς τον Δημοκρατικό Στρατό μειώθηκε σημαντικά, αλλά τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα παρέμειναν ανοικτά. Οι επαφές μεταξύ του ΚΚΓ και του ΚΚΕ περιορίστηκαν απλά σε επίπεδο τεχνικών. Ο κύριος όγκος της στρατιωτικής βοήθειας προερχόταν πλέον από τη Σοβιετική Ένωση μέσω Βουλγαρίας. Το ΚΚΕ καθαίρεσε τον Πασχάλη Μητρόπουλο και Μιχάλη Κεραμιτζή από τις ηγετικές θέσεις του ΝΟΦ (της οργάνωσης των Σλαβομακεδόνων) και προσπάθησε να μετατρέψει την οργάνωση σε όργανο κατά της Γιουγκοσλαβίας. Το αποτέλεσμα ήταν ο Κεραμιτζής να καταφύγει στη Γιουγκοσλαβία και να αρχίσει από εκεί τη διοργάνωση λιποταξιών από το ΝΟΦ και τον Δημοκρατικό Στρατό, με την αιτιολογία ότι ο Ζαχαριάδης πρόδωσε τον αγώνα του ‘’μακεδονικού λαού’’. Ο Ζαχαριάδης μετέβαλε τη θέση του ΚΚΕ στο Μακεδονικό με την απόφαση της Πέμπτης Ολομέλειας (Ιανουάριος του 1949), αντικαθιστώντας τη θέση της ισοτιμίας στις μειονότητες με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και της εθνικής αποκατάστασης του ‘’μακεδονικού λαού’’.
«Στη Βόρεια Ελλάδα ο μακεδονικός (σλαβομακεδονικός) λαός τάδωσε όλα για τον αγώνα και πολεμά με μια ολοκλήρωση ηρωϊσμού και αυτοθυσίας που προκαλούν θαυμασμό. Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι σαν αποτέλεσμα της νίκης του ΔΣΕ και της Λαϊκής Επανάστασης ο μακεδονικός λαός θα βρει την πλήρη εθνική του αποκατάσταση έτσι όπως τη θέλει ο ίδιος, προσφέροντας σήμερα το αίμα του για να την αποκτήσει. Οι μακεδόνες κομμουνιστές στέκονται πάντα επικεφαλής στην πάλη του λαού τους..».
Η εθνική αυτοδιάθεση και αποκατάσταση του ‘’μακεδονικού λαού’’ θα διακηρυσσόταν στο Δεύτερο Συνέδριο του ΝΟΦ συγκεκριμένα ως ‘’Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία σε μια Βαλκανική Ομοσπονδία’’.
Η αιχμή της προαναγγελθείσης απόφασης ήταν αντιγιουγκοσλαβική, δηλαδή υπονόμευση της κυριαρχίας του Τίτο στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Αυτοδιάθεση του ‘’μακεδονικού λαού ‘’ κατά τον Ζαχαριάδη σήμαινε απόσχιση της ελληνικής και γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας από το ελληνικό και γιουγκοσλαβικό κράτος και ίδρυση ενός ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους. Καθώς η αυτοδιάθεση του ‘’μακεδονικού λαού’’ ερμηνεύτηκε ως ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία σε μια βαλκανική ομοσπονδία, η Γιουγκοσλαβία αντέδρασε εύλογα και οι σχέσεις μεταξύ ΚΚΕ και ΚΚΓ επιδεινώθηκαν. Επειδή η απόφαση αυτή θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως αμφισβήτηση τόσο της βουλγαρικής κυριαρχίας επί της βουλγαρικής Μακεδονίας όσο και της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας και να προκαλέσει επιπρόσθετες δυσκολίες στον Δημοκρατικό Στρατό, αντέδρασε και το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα και ζήτησε εξηγήσεις. Μετά από βουλγαρική παρέμβαση και ο ίδιος ο Στάλιν συμβούλεψε το ΚΚΕ να αποφύγει στο συνέδριο του ΝΟΦ την εξέταση ζητημάτων που σχετίζονταν «με το μέλλον του μακεδονικού λαού στο πλαίσιο της βαλκανικής ομοσπονδίας και να περιορίσει την αποστολή του συγκαλούμενου συνεδρίου στην κινητοποίηση του πληθυσμού της ελληνικής Μακεδονίας στον αγώνα κατά του μοναρχοφασιστικού καθεστώτος στην Ελλάδα και των εμπνευστών του για μια ελεύθερη δημοκρατική Ελλάδα». Στην Αθήνα η θέση του ΚΚΕ χαρακτηρίστηκε εθνοπροδοτική. Το Δεύτερο Συνέδριο του ΝΟΦ (25-26 Μαρτίου 1949) επανέλαβε αόριστα τη θέση της Πέμπτης Ολομέλειας για την αυτοδιάθεση του ‘’μακεδονικού λαού’’. Σκοπός του Ζαχαριάδη ήταν να συρρικνώσει την επιρροή των οπαδών του Τίτο στο ΝΟΦ . Ιδρύθηκε η ‘’Κομμουνιστική Οργάνωση της Μακεδονίας του Αιγαίου’’, στρεφόμενη κατά του ‘’Κομμουνιστικού Κόμματος Μακεδονίας’’ στα Σκόπια, προσχώρησαν Σλαβόφωνοι στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση. Η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού ήταν, ωστόσο, μη αναστρέψιμη.
Μετά τη ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν η Βουλγαρία ευθυγραμμίστηκε με την πολιτική της Κομινφόρμ και προσδέθηκε στη Σοβιετική Ένωση. Ο Βούλγαρος κομμουνιστής ηγέτης Γκεόργκυ Δημητρώφ κατήγγειλε τις συμφωνίες της Βουλγαρίας με τη Γιουγκοσλαβία, ανέστειλε την πολιτική ’’μακεδονοποίησης’’ στο βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας και πέρασε από την μέχρι τότε αμυντική θέση της Βουλγαρία στο Μακεδονικό στην επίθεση, καταδικάζοντας τη βίαιη αποβουλγαροποίηση του πληθυσμού στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και θέτοντας ζήτημα προστασίας των δικαιωμάτων της βουλγαρικής μειονότητας, όσων δηλαδή επιθυμούσαν να παραμείνουν Βούλγαροι.
«Αυτό που οι πράκτορες του Κολισέφκυ έκαναν στην περιοχή του Πιρίν δεν συνιστούσε παρά αντανάκλαση αυτού που συνέβαινε και συμβαίνει στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας. Υπό το πρόσχημα του αγώνα κατά του μεγαλοβουλγαρικού σοβινισμού, με τη συνδρομή του κρατικού μηχανισμού και όλων των κοινωνικοπολιτικών και πολιτιστικών οργανώσεων, έχει αναπτυχθεί και συνεχίζει να αναπτύσσεται μια συστηματική εκστρατεία ενάντια σε κάθε τι το βουλγαρικό… Στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν ανέχονται ούτε ένα βουλγαρικό μνημείο ούτε μια βουλγαρική εφημερίδα, συμπεριλαμβανομένου και του ‘’Rabotničesko Delo’’. Όλες οι βουλγαρικές επιγραφές στα παλιά σχολεία και τα μνημεία έχουν επιμελώς εξαλειφθεί. Τα επίθετα, όπως Κουλίσεφ, ,Ουζούνωφ, Τσφετκώφ και άλλα έχουν μετατραπεί, όπως λέγεται, σε Κουλισέσφκυ, Ουζουνόφσκυ, Τσφεκτόφσκυ, με μοναδικό σκοπό να μην έχουν βουλγαρική κατάληξη»,, τόνισε στο λόγο του ο Δημητρώφ στο Πέμπτο Συνέδριο του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος τον Δεκέμβριο του 1948.
. Το 1963 ο Βούλγαρος κομμουνιστής ηγέτης, Τόντωρ Ζίφκωφ (Todor Živkov), αποφάσισε να χαράξει μια σταθερή πολιτική στο Μακεδονικό. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας έπρεπε να διορθώσει τα σφάλματα του παρελθόντος και να έχει μια σταθερή θέση στο Μακεδονικό, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις των σοβιετογιουγκοσλαβικών σχέσεων. Στην εισήγησή του στην Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, τον Μάρτιο του 1963, ο Ζίφκωφ τόνισε ότι δεν υπάρχει ιστορικά διαμορφωμένο μακεδονικό έθνος, ότι είναι απαράδεκτη η παραχάραξη της βουλγαρικής ιστορίας από τους ιστορικούς των Σκοπίων και η θεμελίωση του μακεδονικού έθνους σε αντιβουλγαρική βάση. Ωστόσο, επισήμανε ότι στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία υπάρχει (σλαβο) μακεδονική συνείδηση. Οι αποφάσεις της Ολομέλειας έθεσαν σε ρεαλιστική βάση το Μακεδονικό ζήτημα για τη Βουλγαρία. Το ‘’μακεδονικό έθνος’’ δεν είχε ιστορικές καταβολές ούτε στην Αρχαιότητα ούτε στον Μεσαίωνα ούτε στον 19ο αιώνα. Συνθήκες για τη μετάλλαξη των Βουλγάρων σε ‘’Μακεδόνες’’ υπήρχαν στο σερβικό τμήμα της Μακεδονίας, όπου ο πληθυσμός χρησιμοποιούσε τον όρο ‘’Μακεδόνες’’ αντί για Βούλγαρους για να μην εκτίθεται στα καταπιεστικά μέτρα των Σέρβων, και τελικά ταύτισε τη μοίρα του με τους γιουγκοσλαβικούς λαούς. Υπήρχε ‘’σλαβο’’μακεδονική συνείδηση στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, αλλά ήταν απαράδεκτη η θεμελίωση του ‘’μακεδονικού έθνους’’ σε αντιβουλγαρική βάση και η διαστρέβλωση της βουλγαρικής ιστορίας από τους ιστορικούς των Σκοπίων. Η Ολομέλεια χαρακτήρισε εσφαλμένη την πολιτική του κόμματος στο Μακεδονικό την περίοδο 1944-48 και έθεσε οριστικό τέλος σε κάθε αναφορά σε ‘’μακεδονική μειονότητα’’ στη Βουλγαρία. Πάνω στους άξονες αυτούς κινήθηκε η Βουλγαρία του Ζίφκωφ, ο οποίος έθεσε επιπλέον και ζήτημα Βουλγάρων στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Τελικά υπήρξε τον Μάϊο του 1967 μια άτυπη συμφωνία μεταξύ του Τόντωρ Ζίφκωφ και του Κρστε Τσερβενκόφσκυ (Krse Cervenkovski), Προέδρου της Κεντρικής Επιτροπής της Ένωσης Κομμουνιστών της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, όπως και μεταξύ Τίτο και Ζίφκωφ τον Ιούνιο του ιδίου έτους, να μην ανακινούνται τέτοια ζητήματα κατά τις διμερείς συναντήσεις, αλλά τον κύριο λόγο να έχει η ιστορική επιστήμη. Αλλά η αλληλεξάρτηση πολιτικής και ιστορικής επιστήμης ήταν δεδομένη. Η πραξικοπηματική ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της σχισματικής ‘’Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας’’ τον Ιούλιο του 1967 στα Σκόπια, η ίδρυση ‘’Μακεδονικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών’’ και ο σημαντικός βαθμός αυτονομίας που απέκτησε η ‘’Σοσιαλιστή Ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας’’ έναντι της κεντρικής κυβέρνησης εκλήφθηκαν ως προκλήσεις στη Βουλγαρία η οποία αποφάσισε να αντιδράσει δυναμικά. Τον Δεκέμβριο του 1967 το Πολιτικό Γραφείο του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος επεξεργάστηκε θέσεις για την πατριωτική διαπαιδαγώγηση της βουλγαρικής κομμουνιστικής νεολαίας που αποτελούσαν ένα μίγμα προλεταριακού διεθνισμού και βουλγαρικού εθνικισμού, αλλά με σαφή κατίσχυση της δεύτερης παραμέτρου. «Ομιλούμε λίγο για τον χάνο Ασπαρούχ, τον ιδρυτή του βουλγαρικού κράτους, για τον Κρούμο τον Τρομερό ο οποίος έσωσε τους Σλάβους από την αφομοίωση και στον οποίο όλοι οι σλαβικοί λαοί πρέπει να στήσουν άγαλμα, για τον τσάρο Συμεών και τον χρυσού αιώνα της βουλγαρικής κουλτούρας, για τον τσάρο Σαμουήλ, για τον τσάρο Καλογιάνη, για τον τσάρο Ιβάν Ασέν ΙΙ, …στις φλέβες μας ρέει αίμα Θρακών, είμαστε νόμιμοι κληρονόμοι της ιστορίας και της κουλτούρας των Θρακών», αναφερόταν στις θέσεις. Η νεολαία έπρεπε να διαπαιδαγωγείται με πνεύμα αγάπης προς την πατρίδα, προς τις λαϊκές παραδόσεις, στο φολκλόρ, από τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας έπρεπε να απαλειφθούν όσα ήταν προσβλητικά για ιστορικές προσωπικότητες της Βουλγαρίας, ήταν ανάγκη να τεθεί τέρμα στη μηδενιστική στάση έναντι της βουλγαρικής ιστορίας και να μη θεωρείται ασυμβίβαστος ο πατριωτισμός με τον διεθνισμό. Οι ιστορικοί κατηγορήθηκαν για αμέλεια στη διερεύνηση της βουλγαρικής εθνικής αφύπνισης τον 19ο αιώνα, της εξέγερσης της Κρέσνας (Kresna) το 1879, της εξέγερσης του Ίλιντεν στη Μακεδονίας και της Μεταμόρφωσης (Preobražensko) στη Θράκη το 1903. Μιλώντας στο 10ο συνέδριο της βουλγαρικής κομμουνιστικής νεολαίας (Δημητροφικής Κομσομόλ), στις 13 Ιανουαρίου 1968, ο Ζίφκωφ επισήμανε τα σημαντικότερα γεγονότα της νεότερης βουλγαρικής ιστορίας. «Μονάχα τον τελευταίο αιώνα, από τους συνολικά 13 αιώνες, το όνομα της Βουλγαρίας έγινε πέντε φορές συνώνυμο κορυφαίου παλλαϊκού ανδραγαθήματος. Ο ιερός και τραγικός Απρίλης του 1876, η θυσία του Ίλιντεν το 1903, η στρατιωτική εξέγερση το φθινόπωρο του 1918, ο αξέχαστος Σεπτέμβρης του 1923, ο εικοσαετής συνεχής αγώνας που ολοκληρώθηκε τελικά με τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Βουλγαρία – είναι τα κορυφαία γεγονότα της ιστορίας της πατρίδας για τα οποία έχουμε κάθε δικαίωμα να είμαστε υπερήφανοι». Οι ιστορικές πτυχές του Μακεδονικού αποτέλεσαν έκτοτε κύριο μέλημα της βουλγαρικής ιστοριογραφίας. Η βουλγαρογιουγκοσλαβική διένεξη για το Μακεδονικό προσέλαβε όχι μονάχα πολιτική, αλλά και ιστοριογραφική διάσταση. Η εξέγερση του Ίλιντεν (1903) στη Μακεδονία και της Μεταμόρφωσης (6.8.1903) στη Θράκη θεωρήθηκε ως μια ένδοξη σελίδα της βουλγαρικής ιστορίας. Εκτός από την επέτειο της εξέγερσης του Ίλιντεν, η Βουλγαρία καθιέρωσε και την 3η Μαρτίου, επέτειο της υπογραφής της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878), ως εθνική γιορτή. Η ιστοριογραφία έπρεπε να κινείται σε δύο άξονες, τον προλεταριακό διεθνισμό και τον βουλγαρικό πατριωτισμό.
Ο επίσημος εορτασμός στη Βουλγαρία των 90 ετών του ρωσοτουρκικού πολέμου 1877-78 και της υπογραφή της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου αποτέλεσε αφορμή για την έναρξη μιας νέας πολεμικής μεταξύ Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας το 1968. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-78 χαρακτηρίστηκε από τους Βούλγαρους ιστορικούς ως προοδευτικός και απελευθερωτικός και η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, κατά τη βουλγαρική ερμηνεία, περιελάμβανε τα εθνικά όρια των Βουλγάρων. Στα Σκόπια οι εορταστικές εκδηλώσεις ερμηνεύθηκαν ως έγερση εδαφικών διεκδικήσεων της Βουλγαρίας. Η νέα κρίση στις σοβιετογιουγοσλαβικές σχέσεις μετά την εισβολή χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία (Αύγουστος 1968) έδωσε στη Βουλγαρία την ευκαιρία να υψώσει τους τόνους της έναντι της Γιουγκοσλαβίας. Ο Τίτο παρείχε ηθική υποστήριξη στον Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ (Αlexander Dubček) καταδίκασε τη σοβιετική εισβολή και το δόγμα Μπρέζνιεφ (Brežnev)για την περιορισμένη κυριαρχία των σοσιαλιστικών χωρών και κατηγόρησε έμμεσα τη Σοβιετική Ένωση για ηγεμονισμό. Η Βουλγαρία είχε συμμετάσχει στην εισβολή του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία και άφηνε να εννοηθεί ότι από το δόγμα Μπρέζνιεφ απέρρεε η ανάγκη υπεράσπισης του σοσιαλισμού στη Γιουγκοσλαβία, πράγμα που η γιουγκοσλαβική πλευρά ερμήνευε ως έγερση βουλγαρικών διεκδικήσεων επί της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας. Τα δημοσιεύματα του βουλγαρικού Τύπου το 1968/69 για την ουσιαστική συμμετοχή του βουλγαρικού στρατού στην απελευθέρωση της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας το 1944 ερμηνεύονταν από τη γιουγκοσλαβική πλευρά ως υποβάθμιση του ρόλου των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων και ως παραγραφή των εγκλημάτων του βουλγαρικού φασιστικού στρατού. Τον Νοέμβριο του 1968, μετά την εξαγγελία του δόγματος Μπρέζνιεφ και την εκδήλωση της αποφασιστικότητας της Γιουγκοσλαβίας για παλλαϊκή άμυνα, σε περίπτωση στρατιωτικής επέμβασης των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στη Γιουγκοσλαβία, το Ινστιτούτο Ιστορίας της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών εξέδωσε μια ιστορικο-πολιτική πραγματεία για το Μακεδονικό ζήτημα που εξέφραζε τις βουλγαρικές θέσεις. Τονίστηκε ότι τα 2/3 του πληθυσμού της ‘’Μακεδονίας του Βαρδάρη’’ αποτελούνται από Βούλγαρους, επισημάνθηκε η εκστρατεία αποβουλγαροποίησης στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας σε όλα τα επίπεδα (διώξεις Βουλγάρων, κωδικοποίηση μιας λόγιας γλώσσας με αποστροφή από τη βουλγαρική) και η παραχάραξη της βουλγαρικής μεσαιωνικής ιστορίας, συγκεκριμένα ο σφετερισμός του Κλήμη της Αχρίδας ως γιου του ‘’μακεδονικού λαού’’, του Σαμουήλ ως τσάρου του ‘’μακεδονικού βασιλείου’’ και των φορέων της βουλγαρικής εθνικής αφύπνισης και κινητοποίησης στη Μακεδονία ως ‘’Μακεδόνων ‘’ (αδελφοί Μιλαντίνωφ, Γκρηγκρώρ Παρλίτσεφ, Ράϊκο Ζινζίφωβ, Νταμιάν Γκρούεφ, Γκότσε Ντέλτσεφ, Γιάνε Σαντάνσκυ– Miladivov, Grigor Parličev, Rajiko Žinžifovm Dame Gruev, Goce Delčev, Jane Sandanski). Κρίθηκε απαράδεκτη η θέση ότι η ίδρυση της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας εντός της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας ενσάρκωσε τα ιδανικά της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας κατηγορήθηκε για ασυνέπεια, διότι τον Οκτώβριο του 1940, στην Πέμπτη Συνδιάσκεψη, αποδέχτηκε την ύπαρξη ‘’μακεδονικού έθνους’’ και εγκατέλειψε τη θέση του 1924 για μια ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία. του μακεδονικού λαού, δηλαδή όλων των εθνοτήτων της Μακεδονίας, ευθυγραμμίστηκε έτσι με τη θέση του εκπροσώπου της σερβικής αστικής τάξης, Γιόβαν Τσβίγιτς (Jovan Cvijić) ότι οι Μακεδόνες Σλάβοι είναι ιδιαίτερη εθνότητα. Ο ισχυρισμός αυτός των Βουλγάρων ιστορικών ήταν ωστόσο αστήρικτος. Ο Τσβίγιτς θεωρούσε τους Μακεδόνες Σλάβους απλά ως άμορφη μάζα που θα μπορούσαν τόσο να εκσερβιστούν όσο και να εκβουλγαριστούν. Προφανώς οι Βούλγαροι ιστορικοί δεν ήθελαν να τονίσουν ότι το ‘’μακεδονικό έθνος’’ ήταν δημιούργημα της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1934 και ότι τα Βαλκανικά Κομμουνιστικά Κόμμα ακολούθησαν τη γραμμή αυτή. Οι Βούλγαροι ιστορικοί αναγνώρισαν τα λάθη του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1946-47 το οποίο, κατόπιν γιουγκοσλαβικής πίεσης, έδωσε εντολή στον πληθυσμό της βουλγαρικής Μακεδονίας να δηλωθεί ως ‘’μακεδονικός’’ και χορήγησε πολιτιστική αυτονομία. Ωστόσο, επισήμαναν ότι ο ίδιος ο Δημητρώφ στο Πέμπτο Συνέδριο του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Δεκέμβριος 1948) καταδίκασε την πολιτική της αποβουλγαροποίησης στη Λαϊκή Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα διόρθωσε τα σφάλματα του παρελθόντος και το 1965 , κατά τη νέα απογραφή, ο πληθυσμός είχε το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, αλλά μόνο ένα αμελητέο ποσοστό του πληθυσμού της βουλγαρικής Μακεδονίας δήλωσε ότι είναι Μακεδόνες, αναφερόταν στο δημοσίευμα του Ινστιτούτου Ιστορίας.
Η πραγματεία αυτή είχε τον χαρακτήρα ψυχολογικού πολέμου της Βουλγαρίας εναντίον της Γιουγκοσλαβίας στον απόηχο του δόγματος Μπρέζνιεφ. Το πολιτικό μήνυμα ενσωματώθηκε στην κατακλείδα.. « Το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα θεωρεί το Μακεδονικό ζήτημα ως μια βαριά κληρονομιά του παρελθόντος, ως αποτέλεσμα των μηχανορραφιών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αλλά στη σημερινή ιστορική συγκυρία το βασικό ζήτημα στις σχέσεις μεταξύ της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας δεν είναι το Μακεδονικό ζήτημα, αλλά το ζήτημα της συνεργασίας τους στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Είναι απαραίτητο να εργαζόμαστε επίμονα για την εμπέδωση της φιλίας μεταξύ των λαών των χωρών μας, για τη συσπείρωση όλων των βαλκανικών σοσιαλιστικών κρατών, να προσεγγίσουμε στενότερα τη Σοβιετική Ένωση, διότι, πάνω απ’ όλα, από αυτό εξαρτώνται οι νέες επιτυχίες στο δρόμο της προόδου, της ειρήνης, της δημοκρατίας, του σοσιαλισμού, από αυτό εξαρτάται επίσης η ματαίωση των σχεδίων και της πολιτικής του διεθνούς ιμπεριαλισμού και του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια».
Για να αρθούν οι αμοιβαίες παρεξηγήσεις στο Μακεδονικό, μετά από μια συμφωνία του Τίτο και του Ζίφκωφ, γιουγκοσλαβική αντιπροσωπεία υπό τον Βέλκο Βλάχοβιτς (Velko Vlahović) επισκέφθηκε τη Σόφια τον Νοέμβριο του 1970. Η γιουγκοσλαβική πλευρά αναφέρθηκε στη ‘’μακεδονική μειονότητα’’ της Βουλγαρίας και κατηγόρησε τη Βουλγαρία ότι εμφορείται από τον μεγαλοϊδεατισμό της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Η βουλγαρική πλευρά επανέλαβε τις θέσεις της. Δεν υπήρξε στο Μεσαίωνα ‘’μακεδονική εθνότητα’’ που αργότερα εξελίχθηκε σε έθνος, πρόκειται για μια βουλγαρική ιστορική παράδοση, υπάρχει η Σοσιαλιστική Ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας, ο πληθυσμός εκεί αποτελούσε μέρος του βουλγαρικού έθνους και για συγκεκριμένους λόγους απέκτησε ‘’μακεδονική ‘’ συνείδηση. « Κάντε ό,τι θέλετε, αλλά όχι σε αντιβουλγαρική βάση. Δεν αρνούμαστε ότι εκεί διαμορφώθηκε μακεδονικός λαός, αμφισβητούμε το παρελθόν, το πότε δηλαδή το μακεδονικό έθνος οικοδομήθηκε ως έθνος. Αυτή η διαδικασία κινείται σε αντιβουλγαρική βάση», επισήμανε ο Μπόρις Βέλτσεφ (Boris Velčev).
Οι συνομιλίες υπήρξαν άκαρπες και κάθε πλευρά ενέμενε στις θέσεις της. Παρά τη βελτίωση των σοβιετογιουγκοσλαβικών σχέσεων το 1973, η Βουλγαρία δεν μετέβαλε τη στάση της στο Μακεδονικό. Τον Νοέμβριο του 1975, μετά τη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης και Ασφάλειας στο Ελσίνκι, ο υπουργός Εξωτερικών της Βουλγαρίας, Πέταρ Μλαντένωφ (Petâr Mladenov), επισκέφθηκε το Βελιγράδι και πρότεινε την υπογραφή μιας κοινής Διακήρυξης φιλίας και καλής γειτονίας με την αναγνώριση της εδαφικής ακεραιότητας, του απαραβιάστου των συνόρων και τη μη ανάμιξη της μιας χώρας στις υποθέσεις της άλλης. Τον Ιανουάριο του 1976 το Βελιγράδι απάντησε ότι δέχεται κατά βάση την πρόταση, αλλά με μια επιπρόσθετη ρήτρα για τον σεβασμό των δικαιωμάτων της ‘’μακεδονικής μειονότητας’’ στη Βουλγαρία και της βουλγαρικής στη Σερβία. Στη δήλωση αυτή έπρεπε να προβούν τα Κοινοβούλια των δύο χωρών. Η Σόφια απέρριψε τη γιουγκοσλαβική πρόταση. Μια μικτή βουλγαρογιουγκοσλαβική ομάδα εργασίας που συνήλθε το 1976/77 δεν κατέληξε σε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Η βουλγαρική πλευρά έθεσε ως όρο για την επίτευξη μιας συμφωνίας την αναγνώριση από τη Βουλγαρία του γεγονότος ότι στην ομόσπονδη γιουγκοσλαβική δημοκρατία της Μακεδονίας διαμορφώνεται ένα νέο έθνος, αλλά ταυτόχρονα και την παραδοχή από τη γιουγκοσλαβική πλευρά ότι στη Βουλγαρία δεν υπάρχει ‘’μακεδονική μειονότητα’’.
Το 1978 ανέκυψε νέα κρίση στις βουλγαρογιουγκοσλαβικές σχέσεις με την ευκαιρία των εορταστικών εκδηλώσεων στη Βουλγαρία για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του βουλγαρικού κράτους. Κατά τις εκδηλώσεις τα θέματα ‘’Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και Μακεδονία’’ κατείχαν κεντρική θέση. Τα Σκόπια κατηγορούσαν τη βουλγαρική ηγεσία για αναβίωση του μεγαλοϊδεατισμού της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου και για έγερση εδαφικών διεκδικήσεων. Παρόλο που η σοβιετική ιστορική και γλωσσολογική επιστήμη αναγνώριζε την ύπαρξη ‘’μακεδονικού έθνους και γλώσσας’’, η σοβιετική ηγεσία τηρούσε ουδέτερη και ισορροπημένη στάση στη βουλγαρογιουγκοσλαβική διένεξη για το Μακεδονικό, συμβουλεύοντας τη Βουλγαρία να μην ανησυχεί και να δείχνει υπομονή. Για παράδειγμα, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1973 ο Σοβιετικός πρωθυπουργός, Αλεξέϊ Κοσύγκιν (Alexej Kosygin) επισκέφθηκε τα Σκόπια, μετά την επιτυχή επίσκεψή του στο Βελιγράδι και την εξομάλυνση των σοβιετογιουγκοσλαβικών σχέσεων. Παρά τα επαινετικά του σχόλια για την ‘’Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας’’, απέφυγε κάθε δημόσια αναφορά σε ‘’μακεδονικό λαό’’ για να μη δυσαρεστήσει τη Βουλγαρία.
Το ΧΙ Συνέδριο της Ένωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας (Ιούνιος 1978) έλαβε απόφαση για τον σεβασμό των δικαιωμάτων της ‘’μακεδονικής μειονότητας’’ στη Βουλγαρία, αλλά και στην Ελλάδα, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις στη Σόφια.
«Η Ένωση Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας και η Σοσιαλιστική Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας έχουν την άποψη ότι ο μη σεβασμός και η αφαίρεση των δικαιωμάτων της μακεδονικής εθνικής μειονότητας στη Βουλγαρία αντιβαίνει τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και την τελική πράξη της Συνδιάσκεψης για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια και Συνεργασία του Ελσίνκι. …. Η επαναφορά των προαναφερθέντων δικαιωμάτων και η διευθέτηση του καθεστώτος της μακεδονικής εθνικής μειονότητας στη χώρα αυτή θα συμβάλουν ουσιαστικά στην αποτελεσματικότερη και ολόπλευρη ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα αναπτύχθηκε περισσότερο η συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών στον πολιτικό, οικονομικό και σε άλλους τομείς. Στα πλαίσια των προσπαθειών για την υλοποίηση της τελικής πράξης του Ελσίνκι υπάρχουν θετικές επαφές και επικρατεί κατανόηση μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας στο πνεύμα της διαβαλκανικής συνεργασίας. Η επιτυχής ανάπτυξη των σχέσεων με την Ελληνική Δημοκρατία θα προωθούνταν ευνοϊκότερα, απρόσκοπτα και ολόπλευρα, αν στη γειτονική χώρα υπήρχε μια θετική ρύθμιση του καθεστώτος της μακεδονικής εθνικής μειονότητας».
Στις 24 Ιουλίου 1978 το υπουργείο Εξωτερικών της Βουλγαρίας εξέδωσε ειδική μπροσούρα για την ολόπλευρη ανάπτυξη των βουλγαρογιουγκοσλαβικών σχέσεων. Η βασική θέση της Βουλγαρίας ήταν ότι «δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδείχνουν την ύπαρξη μακεδονικής εθνότητας και κρατικής μορφής οργάνωσης κατά τον Μεσαίωνα και την ύπαρξη μακεδονικού έθνους κατά την εποχή της Παλιγγενεσίας. Τα ιστορικά στοιχεία μαρτυρούν αδιαμφισβήτητα ότι οι Βούλγαροι της Μακεδονίας είναι από τους πιο δραστήριους στη διαμόρφωση του βουλγαρικού έθνους». Το ζήτημα απέκτησε και διεθνή διάσταση με την ανάμιξη της Κίνας στις βαλκανικές υποθέσεις, μετά και την τυπική ρήξη Αλβανίας-Κίνας (Ιούλιος 1978). Το ταξίδι του Χούα Κούοφενγκ (Hua– Guofeng) στο Βουκουρέστι, στο Βελιγράδι και τα Σκόπια (Αύγουστος 1978) εκτιμήθηκε στη Σόφια ως υιοθέτηση από την Κίνα των γιουγκοσλαβικών θέσεων στο Μακεδονικό και ως προσπάθεια της Κίνας να απομονώσει τη Βουλγαρία σε συνεργασία με τη Ρουμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Κύριος στόχος της επίσκεψης του Χούα Κούοφενγκ στη Ρουμανία και τη Γιουγκοσλαβία ήταν η μελέτη του γιουγκοσλαβικού και ρουμανικού σοσιαλισμού, πέρα από τον αντισοβιετικό τόνο, δηλαδή τη χρονική σύμπτωση της επίσκεψης του Κινέζου ηγέτη στο Βουκουρέστι και στο Βελιγράδι με τη συμπλήρωση 10 ετών από τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Στα Σκόπια ο Χούα-Κούοφενγκ αναφέρθηκε στην ένδοξη ιστορία και στις ένδοξες παραδόσεις του ‘’μακεδονικού έθνους’’, υπενθυμίζοντας την αντίστασή του κατά του κατακτητή (δηλαδή των Βουλγάρων, ΣτΣ ) κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο απόστρατος στρατηγός Μιχάηλο Αποστόλσκυ (Mijailo Apostolski), Πρόεδρος της Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών των Σκοπίων, δώρισε στον Κινέζο ηγέτη την τρίτομη ‘’ Ιστορία του Μακεδονικού Λαού’’. Τον Σεπτέμβριο του 1978 η Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών απάντησε με την έκδοση στα αγγλικά μιας προ πολλού προετοιμαζόμενης συλλογής πηγών για την Μακεδονία από τον Μεσαίωνα μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για να αποδείξει το βουλγαρικό της χαρακτήρα και την ανυπαρξία ‘’μακεδονικού έθνους’’. Προφανώς λόγω της μεγάλης διάστασης που είχε προσλάβει η βουλγαρογιουγκοσλαβική διένεξη, στις 6 Οκτωβρίου 1978 ο Τίτο, σε λόγο του τα Σκόπια, επισήμανε την ανάγκη υπέρβασης της κρίσης.
«Υπάρχουν χώρες που δεν αναγνωρίζουν τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων. Η θέση μας είναι ότι τα δικαιώματα όλων των εθνοτήτων πρέπει να αναγνωρισθούν και ότι το θέμα των εθνικών μειονοτήτων απαιτεί εποικοδομητικές λύσεις… Εγώ, όπως γνωρίζετε, συζήτησα με τον Πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης Κ. Καραμανλή. Του είπα ότι εμείς είμαστε αναγκασμένοι να θέσουμε τις διμερείς μας σχέσεις επάνω σε ευρύτατες βάσεις και να μη τις βλέπουμε μόνο κάτω από το πρίσμα του κατά τα άλλα σημαντικού προβλήματος της εθνικής μειονότητας. Με τη Βουλγαρία το ζήτημα αυτό απέκτησε σοβαρότερες διαστάσεις, όχι με δική μας υπαιτιότητα, ωστόσο και εμείς εδώ πρέπει- με κοινές προσπάθειες-να επιμένουμε σταδιακά να βελτιώνουμε τις σχέσεις», είπε ο Τίτο στα Σκόπια.
Αναγκαστικά και η Ελλάδα γινόταν μέρος της βουλγαρογιουγκοσλαβικής διένεξης. Η Αθήνα προέβη σε διπλωματικό διάβημα προς το Βελιγράδι.
Απαντώντας στις επίμονες εκκλήσεις της Γιουγκοσλαβίας για τα δικαιώματα της μακεδονικής μειονότητας, η Βουλγαρία σοφίστηκε μια νέα τακτική αιφνιδιασμού του Βελιγραδίου. Στις 6 Οκτωβρίου 1978, την ημέρα που ο Τίτο εκφωνούσε το λόγο του στα Σκόπια, η Κεντρική Επιτροπή του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος απέστειλε επιστολή στην Κεντρική Επιτροπή της Ένωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας και πρότεινε ως διέξοδο από την κρίση τη διεξαγωγή μιας διεθνούς έρευνας στο νομό Μπλαγκόεφγκραντ (Blagoevgrad) για να εξακριβωθεί η συνείδηση του πληθυσμού και να αποσαφηνισθούν οι περιστάσεις υπό τις οποίες διενεργήθηκε η απογραφή το 1946, 1956, 1965 και το 1975. Αλλά ταυτόχρονα θα έπρεπε να διεξαχθεί και μια διεθνής έρευνα στη Γιουγκοσλαβία για την ιστορική μοίρα των Βουλγάρων, συμπεριλαμβανομένης και της τύχης των άλλοτε πολυάριθμων Βουλγάρων στη Μακεδονία του Βαρδάρη. Η βουλγαρική στάση εξέπληξε τη γιουγκοσλαβική πλευρά. Στην απάντησή της, στις 11 Δεκεμβρίου 1978, η Ένωση Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας τόνισε ότι δεν κατανοεί τους σκοπούς του Πολιτικού Γραφείου του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος και θεώρησε ασυμβίβαστο το περιεχόμενο της βουλγαρικής επιστολής της 6ης Οκτωβρίου με το σχέδιο δήλωσης που είχε προτείνει η Βουλγαρία για την εδαφική ακεραιότητα.
Όταν τον Ιανουάριο του 1979 ο Μπρέζνιεφ βρισκόταν σε ‘’ταξίδι αναψυχής’’ στη Σόφια, εκδόθηκε ο τρίτος τόμος των Απομνημονευμάτων της Τσόλας Ντραγκοΐτσεβας (Cola Dragoičeva), μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος και Προέδρου του Συνδέσμου Σοβιετο-Βουλγαρικής Φιλίας. Στα Απομνημονεύματά της η άλλοτε παρτιζάνα αναφερόταν στην εθελούσια προσχώρηση της Περιφερειακής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας για τη ‘’Μακεδονία’’ στο Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ό,τι δηλαδή η γιουγκοσλαβική πλευρά θωρούσε ως ‘’προδοσία’’ του Σάτωρωφ τον Απρίλιο του 1941, στο ρόλο του Σφέτοζαρ Βουκμάνοβιτς- Τέμπο στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία το 1943-44, στις προσπάθειες του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας να μετατρέψει το Μακεδονικό ζήτημα σε γιουγκοσλαβικό και να προσαρτήσει τη βουλγαρική Μακεδονία, την περίοδο 1944-1948, στη Γιουγκοσλαβία. Επισημαινόταν με έμφαση η εκστρατεία αποβουλγαροποίησης στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία από την κλίκα των Τίτο-Κολισέφκυ. Η πολεμική συνεχιζόταν. Στις 4 Μαρτίου 1979 το γιουγκοσλαβικό περιοδικό ΝΙΝ δημοσίευσε συνέντευξη του Μιχάηλο Αποστόλσκυ, Προέδρου της Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών των Σκοπίων, στην οποία ο άλλοτε Διοικητής του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Απελευθέρωσης ‘’Μακεδονίας’’ αμφισβήτησε τη γνησιότητα των Απομνημονευμάτων της Ντραγκοΐτσεβας, άφησε να εννοηθεί ότι οι Βούλγαροι έχουν το κακό στο γονίδιό τους, τόνισε ότι παραδοσιακά η βουλγαρική πολιτική ηγεσία διακατέχεται από ηγεμονισμό, φαντάζεται σήμερα ότι έχει καταγωγή από τους Αρχαίους Θράκες, αλλά στερείται αγωνιστικού πνεύματος και οφείλει την ελευθερία της σε ξένους προστάτες. Σε λόγο του στη βουλγαρική Εθνοσυνέλευση στις 27 Απριλίου 1979, λίγες ημέρες πριν από την επίσκεψη του Τίτο στη Μόσχα, ο Ζίφκωφ επέρριψε την ευθύνη στη Γιουγκοσλαβία για τη νέα κρίση, κατηγόρησε το Βελιγράδι για ηγεμονισμό και κάλεσε τον Πρόεδρο της Γιουγκοσλαβίας να επισκεφθεί τη Σόφια για την εκτόνωση της κρίσης. Για ευνόητους λόγους ο Τίτο απέρριψε την πρόταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ένταση στις βουλγαρογιουγκοσλαβικές σχέσεις για το Μακεδονικό το 1978/79 δεν συνέπεσε τυχαία με τις εξελίξεις στην Ινδοκίνα, την εισβολή δηλαδή του Βιετνάμ στην Καμπότζη και της Κίνας στο Βιετνάμ. Η Βουλγαρία στήριζε τη Σοβιετική Ένωση, ενώ η Γιουγκοσλαβία είχε καταδικάσει έντονα την εισβολή του Βιετνάμ στην Καμπότζη και χλιαρά την εισβολή της Κίνας στο Βιετνάμ. Ωστόσο στη βουλγαρογιουγκοσλαβική διένεξη για το Μακεδονικό, όπως φάνηκε από την επίσκεψη του Τίτο στη Σοβιετική Ένωση (Μάιος 1979) , η σοβιετική πλευρά τηρούσε ουδετερότητα. Σόφια και Βελιγράδι όφειλαν να διευθετήσουν τις διαφορές τους με δική τους πρωτοβουλία. Ο πόλεμος της ‘’ιστορίας’’ για το Μακεδονικό κλιμακωνόταν. Από τις 16 Μαΐου μέχρι την 9η Ιουνίου 1980 η εφημερίδα Politika του Βελιγραδίου δημοσίευε αποσπάσματα από τα υπό έκδοση Απομνημονεύματα του Τέμπο, στα οποία ο άλλοτε απεσταλμένος του Τίτο στα Βαλκάνια τόνιζε ότι η πολιτική του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Μακεδονικό δεν διαφοροποιήθηκε από τη φασιστική πολιτική της βουλγαρικής κυβέρνησης Φίλωφ κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τη σειρά τους οι Βούλγαροι ιστορικοί επιδόθηκαν σε μια προσπάθεια υποβάθμισης του αντιστασιακού κινήματος στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και υπερτονισμού της συμβολής του βουλγαρικού στρατού στην απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας το 1944. Οι Γιουγκοσλάβοι ιστορικοί επισήμαναν ότι η Βουλγαρία είχε αναγνωρίσει το 1946-48 ‘’μακεδονική μειονότητα’’, αλλά κατόπιν υπαναχώρησε. Από το 1981, μετά τον θάνατο του Τίτο, οι τόνοι της βουλγαρογιουγκοσλαβικής διένεξης για το Μακεδονικό είχαν σταδιακή πτώση, καθόσον η Γιουγκοσλαβία αντιμετώπιζε σοβαρά εσωτερικά προβλήματα . Δεν θεωρούσε πλέον την αναγνώριση ‘’μακεδονικής μειονότητας’’ από τη Βουλγαρία ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη των διμερών σχέσεων. Η Βουλγαρία είχε στρέψει την προσοχή της στο εσωτερικό της ζήτημα των Μουσουλμάνων, αλλά, ταυτόχρονα, παρακολουθούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και τις εσωτερικές εξελίξεις στη Γιουγκοσλαβία. Ανέμενε ότι η προϊούσα εσωτερική κρίση στη Γιουγκοσλαβία και η έξαρση του αλβανικού ζητήματος θα έφερνε τους λεγόμενους ‘’Μακεδόνες’’ πλησιέστερα προς τη Βουλγαρία. Η επίσημη θέση του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν ότι η διαμόρφωση της ‘’μακεδονικής συνείδησης’’ ήταν μια διαδικασία. Αλλά μια διαδικασία που θα μπορούσε να αποδειχτεί αναστρέψιμη. Η εμμονή της γιουγκοσλαβικής πλευράς στην αναγνώριση μακεδονικής μειονότητας από τα γειτονικά κράτη οφειλόταν κυρίως στη νομιμοποίηση του ‘’’μακεδονικού έθνους’’. Αν η Ελλάδα και η Βουλγαρία αναγνώριζαν ‘’μακεδονική μειονότητα’’ στην ουσία θα αποδέχονταν την ιστορική ύπαρξη ‘’μακεδονικού έθνους’’, εφόσον κατά την αντίληψη της πολιτικής ηγεσίας των Σκοπίων ‘’οι μακεδονικές μειονότητες αποτελούσαν τμήματα ενός διασπασμένου έθνους’’.
Μετά την αποκατάσταση των ελληνογιουγκοσλαβικών διπλωματικών σχέσεων το 1950/51, η Γιουγκοσλαβία δεν προέβαλε εδαφικές διεκδικήσεις βάρος της ελληνικής Μακεδονία. Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία αποτελούσαν έναν ενιαίο αμυντικό χώρο. Αλλά για λόγους εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης Γιουγκοσλάβοι πολιτικοί ανακινούσαν ζήτημα ‘’μακεδονικής’’ μειονότητας στην Ελλάδας, χωρίς όμως να θεωρούν την αναγνώρισή της από την Ελλάδα ως προϋπόθεση για την προώθηση των διμερών σχέσεων. Η Ελλάδα είχε επίσης διαμαρτυρηθεί για την εγκατάσταση Σλαβοφώνων προσφύγων στα νότια τμήματα της ‘’Ὀμόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας; της Μακεδονίας’’. Ωστόσο, όσο στη Γιουγκοσλαβία η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ήταν ισχυρή, η Αθήνα δεν ανησυχούσε και οι διμερείς σχέσεις αναπτύσσονταν ικανοποιητικά. Η Γιουγκοσλαβία στήριζε τις ελληνικές θέσεις στον ΟΗΕ για την αυτοδιάθεση της Κύπρου. Μια στασιμότητα επήλθε κατά την περίοδο της δικτατορίας, η οποία συνέπιπτε και με την αποκέντρωση των γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών, δηλαδή την μεγαλύτερη αυτονόμηση των Σκοπίων από το Βελιγράδι.
Το δικτατορικό καθεστώς των συνταγματαρχών, λόγω κυρίως του Μακεδονικού, τήρησε αρχικά μια σκληρή στάση έναντι της Γιουγκοσλαβίας. Ο ρόλος της Γιουγκοσλαβίας στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο (1946-1949) και οι εδαφικές της διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας επισημαίνονταν από τους πολιτικούς φορείς του καθεστώτος που στηριζόταν σε μια αντικομουνιστική, αντισλαβική ιδεολογία. Οι Σλαβόφωνοι πρόσφυγες από την ελληνική Μακεδονία, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην γιουγκοσλαβική Μακεδονία και πολιτογραφηθεί ‘’Μακεδόνες’’, θεωρήθηκαν ως μια απειλή για τη Ελλάδα. Από όλες τις γειτονικές βαλκανικές χώρες η Γιουγκοσλαβία κρίθηκε η περισσότερο επικίνδυνη. Τον Ιούλιο του 1967 εξεδόθη από το υπουργικό Συμβούλιο Συντακτική Πράξη που πρόβλεπε τη στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας και τη δήμευση των περιουσιών των αντεθνικώς δρώντων: «Έλληνες υπήκοοι, που διαμένουν προσωρινά ή μόνιμα στο εξωτερικό και έχουν πολλαπλή ιθαγένεια, που δρούν ή έδρασαν αντεθνικά και προβαίνουν σε πράξεις ασυμβίβαστες με την ιδιότητα του Έλληνα ή αντίθετες με τα συμφέροντα της Ελλάδας, μπορούν να κηρυχθούν έκπτωτοι της ελληνικής ιθαγένειας με απόφαση του υπουργού Εσωτερικών κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή ούτε αίτηση ακύρωσης» Ήταν προφανές ότι το μέτρο αυτό της στέρησης της ελληνικής ιθαγένειας και της δήμευσης των περιουσιών αφορούσε πρωτίστως Σλαβομακεδόνες που είχαν δράσει κατά της Ελλάδας ως στρατευθέντες στο ΣΝΟΦ, ΝΟΦ και στον Δημοκρατικό Στρατό και μεταπολεμικά ζούσαν στο εξωτερικό (Γιουγκοσλαβία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία) ή πρόσφυγες που πολιτογραφήθηκαν ‘’Μακεδόνες’’ στα Σκόπια και ανέπτυσσαν ανθελληνική εκστρατεία. Τα όρια ωστόσο ενόχων και αθώων παρέμειναν ρευστά.
Η ανακήρυξη της ‘’ Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Μακεδονικής Εκκλησίας’’ από το κομμουνιστικό καθεστώς της Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (18 Ιουλίου 1967) προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στους εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους της Ελλάδας. Σκοπός της πραξικοπηματικής ίδρυσης της ‘’Αυτοκέφαλης Εκκλησίας’’ ήταν η συνδρομή της στη σλαβομακεδονική εθνογένεση. Τον Σεπτέμβριο του 1967 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, σε έκτακτη συνεδρίασή της, αποκήρυξε τη ‘’Μακεδονική Εκκλησία’’ και την χαρακτήρισε αντικανονική και άθεσμη. Επισκεπτόμενος τα Πατριαρχεία Σερβίας και Ρουμανίας τον Οκτώβριο του 1967, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας συζήτησε με τον Πατριάρχη Σερβίας Γερμανό και Ρουμανίας Ιουστινιανό κυρίως την πραξικοπηματική ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της ‘’Μακεδονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας’’. Ο ορθόδοξος κόσμος δεν αναγνώρισε την ‘’Αυτοκέφαλη Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία’’. Είναι μια σχισματική εκκλησία, διότι αποσχίστηκε με πολιτική πράξη από το Σερβικό Πατριαρχείο, εντός του οποίου είχε ένα καθεστώς ευρύτατης αυτονομίας από το 1958, και αυτοανακηρύχθηκε ‘’Αυτοκέφαλη’’ κατά παράβαση των ιερών εκκλησιαστικών κανόνων.
Στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις παρατηρήθηκε στασιμότητα. Η μικτή ελληνογιουγκοσλαβική επιτροπή που είχε συγκροτηθεί το 1957 δεν διαλύθηκε και οι εμπορικές συναλλαγές δεν είχαν διακοπεί, αλλά δεν υπήρχαν επαφές πολιτικών ανδρών των δύο χωρών για την προώθηση της διμερούς συνεργασίας, και οι ελληνικές αρχές δεν χορηγούσαν εύκολα τουριστική βίζα στους Γιουγκοσλάβους πολίτες. Καθώς η Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας απέκτησε έναν σημαντικό βαθμό απεξάρτησης από την κεντρική κυβέρνηση του Βελιγραδίου, η πολιτική ηγεσία των Σκοπίων διακήρυττε ότι οι ελληνογουγκοσλαβικές σχέσεις διέρχονται μέσω Σκοπίων, δηλαδή μέσω της αναγνώρισης ‘’μακεδονικής μειονότητας’’ από την Ελλάδα.. Όταν τον Ιανουάριο του 1971 εξερράγη αυτοσχέδια βόμβα στο κτίριο του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στα Σκόπια, ίσως από άτομα του ‘’αιγαικού λόμπυ’’, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε τη λήψη προστατευτικών μέτρων και τη σύλληψη των δραστών.
Οι εκπομπές του ραδιοφωνικού Σκοπίων στην ελληνική σχολίαζαν πάντοτε ζητήματα ‘’μακεδονικού έθνους, μακεδονικής γλώσσας και μειονότητας’’, πράγμα που δηλητηρίαζε τις διμερείς ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις. Αναφερόμενος στις εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού Σκοπίων, ο θεωρητικός της δικτατορίας και υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, Γεώργιος Γεωργαλάς, δήλωσε σε συνέντευξη τύπου στις 17 Μαρτίου 1971.
« Αι εκπομπαί αυταί, ως μετά λύπης μας πρέπει να διαπιστώνωμεν, αποτελούν ένα αγκάθι εις τα σχέσεις μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Ελλάδας …. Επικαλούνται κείμενα του παρελθόντος αγνώστων συγγραφέων οι οποίοι υποστηρίζουν ότι υπάρχει δήθεν Μακεδονικόν θέμα, μακεδονική γλώσσα κλπ. Το περίεργον όμως είναι ότι όλα αυτά τα λέγουν εις την ελληνικήν γλώσσαν και όχι εις την υποστηριζομένην ως υφισταμένην Μακεδονικήν γλώσσαν. Δεν ημπορούμεν να παραδεχθώμεν ευκόλως ότι η αποκέντρωσις εις την Γιουγκοσλαβίαν υπό την μορφήν ομόσπονδων δημοκρατιών επιτρέπει εις τα Σκόπια να παίζουν αυτόν τον ρόλον. Διότι δεν ημπορούμε να πιστεύσωμεν ότι η αυτονόμησις των μέσων ενημερώσεως εις την Γιουγκοσλαβίαν, οι ραδιοσταθμοί, η τηλεόρασις και αι εφημερίδες επιτρέπουν εις έναν ραδιοφωνικόν σταθμόν να ασκή ιδίαν εξωτερικήν πολιτικήν.
Σχολιάζοντας το καθεστώς της ομηρίας της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης από την τοπική κυβέρνηση των Σκοπίων ο Αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Φαίδων Άννινος-Καβαλιεράτος δήλωσε τον Μάρτιο του 1973.
«Μετά της παλαιάς φίλης Γιουγκοσλαβίας θα επιθυμούσαμεν να αναπτύξωμεν ταχύτερον τα σχέσεις μας. Λόγω όμως ορισμένων τεχνητών εμποδίων, παρεμβαλλομένων ουχί βεβαίως από ημετέρας πλευράς, και εξ αιτίας της στάσεως ωρισμένων επαρχιακών στοιχείων, η οποία δημιουργεί αντιξόους αντιδράσεις εις την ελληνικήν κοινήν γνώμην, αι σχέσεις μετά της χώρας ταύτης, ομαλαί βεβαίως και φιλικαί, δεν σημειούν τον υφ’ημών επιθυμητόν ρυθμόν αναπτύξεως. Το επαρχιακόν στοιχείον, το οποίον εννοούσα εγώ, είναι ότι δημιουργείται εν Γιουγκοσλαβία μία τεχνητή εθνότης, περί της οποίας π.χ. προ 50 ετών ουδείς εγένετο λόγος. Και αυτό μεν αν περιωρίζετο εκεί θα ήτο καθαρώς εσωτερικόν θέμα της Γιουγκοσλαβίας, αφ ης όμως στιγμής η Γιουγκοσλαβία επιμένει να παρεμβάλη το θέμα εις τας σχέσεις μετά της Ελλάδος, είμεθα υποχρεωμένοι να λάβωμεν απορριπτικήν θέσιν. Τώρα, ως προς το πώς ημπορεί να θεραπευθή αυτή η δυσκολία, ημπορεί ευχερώς να εξαλειφθή, εάν η γιουγκοσλαβική κυβέρνησις παύση να ανακινή αυτό το τεχνητό θέμα εις τας σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών».
To Μακεδονικό ζήτημα επέφερε πάλι μια οπισθοδρόμηση στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις με αποτέλεσμα να μη σημειωθεί καμία πρόοδος στο ζήτημα της υδροοικονομίας (εκμετάλλευση των υδάτων του Αξιού) και της κατασκευής του πετρελαιαγωγού Θεσσαλονίκης-Σκοπίων. Από γιουγκοσλαβικής πλευράς εκφράστηκαν και ανησυχίες, μήπως η Ελλάδα δεν ανανεώσει και τη συμφωνία για τη λειτουργία της ελεύθερης ζώνης στη Θεσσαλονίκη η οποία έληγε στις 14 Ιουνίου 1974. Οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις αναθερμάνθηκαν μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα (Ιούλιος 1974). Η κυβέρνηση Καραμανλή, προσπαθώντας να εξασφαλίσει τη γιουγκοσλαβική συμπαράσταση για το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές διαφορές, υπέγραψε αμέσως συμφωνίες με το Βελιγράδι για τη διεξαγωγή του διαμετακομιστικού εμπορίου της Γιουγκοσλαβίας μέσω Θεσσαλονίκης και την έναρξη μελετών για την εκμετάλλευση των υδάτων του Αξιού. Η επίσκεψη του Καραμανλή στη Λιουμπλιάνα (4-5 Ιουνίου 1975) εγκαινίασε μια νέα εποχή στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις. Οι συνομιλίες Καραμανλή-Τίτο επικεντρώθηκαν στο Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Στο κοινό ανακοινωθέν εκφράστηκε η ανησυχία και των δύο πλευρών για τη μη εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για την Κύπρο, υπογραμμίστηκε η πεποίθησή τους ότι η παράταση της κυπριακής κρίσης μπορεί να απειλήσει τη σταθερότητα της περιοχής και τονίστηκε η ανάγκη για επείγουσα και ειρηνική λύση με βάση τον σεβασμό της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας , της ανεξαρτησίας και της αδέσμευτης πολιτικής της Δημοκρατίας της Κύπρου. Η επιστροφή των προσφύγων και η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων θεωρήθηκαν απαραίτητοι όροι για τη λύση του Κυπριακού.
Ο πρωθυπουργός της Γιουγκοσλαβίας, Τζεμάλ Μπίγιεντις (Džemal Bijedić), σε ιδιωτική συνάντηση με τον Καραμανλή έθεσε το ζήτημα της ‘’μακεδονικής’’ μειονότητας στην Ελλάδα. Ο Καραμανλής αρνήθηκε κάθε συζήτηση για θέματα στα οποία δεν υπήρχε προοπτική συναίνεσης. Ο Έλληνας πρωθυπουργός γνώριζε ότι με το Σύνταγμα του 1974 η Γιουγκοσλαβία είχε μετατραπεί σε ένα υβρίδιο μεταξύ ομοσπονδίας και συνομοσπονδίας και ότι οι ομόσπονδες Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες είχαν αποκτήσει ένα σημαντικό βαθμό αυτονομίας σε σχέση με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, πράγμα που έδινε στην κυβέρνηση των Σκοπίων τη δυνατότητα να ανακινεί το ζήτημα. Επίσης, λόγω της νέας φάσης του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν ήταν απίθανο η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση να εξαρτήσει την υποστήριξή της προς την Ελλάδα με υποχωρήσεις της τελευταίας στο Μακεδονικό. Για το λόγο αυτό τήρησε από την αρχή σκληρή στάση.
Το 1975 ανανεώθηκε για 20 έτη η συμφωνία για τη γιουγκοσλαβική ελεύθερη ζώνη στη Θεσσαλονίκη και οι διμερείς σχέσεις εξελίχθηκαν ομαλά μέχρι τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Κατά την επίσκεψη του Τίτο στην Ελλάδα (10-13 Μαΐου 1976) οι δύο πλευρές εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την ανάπτυξη εμπορικών συναλλαγών. Ο Τίτο αποδέχτηκε το δίκαιο των ελληνικών θέσεων για το Κυπριακό και την ελληνοτουρκική διαφορά στο Αιγαίο (χωρικά ύδατα, υφαλοκρηπίδα) και υποσχέθηκε να αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο κατά την επίσκεψή του στην Τουρκία. Ο Τίτο είχε δυσαρεστηθεί από τις προηγούμενες δηλώσεις του Καραμανλή ότι η τουρκική εισβολή στην Κύπρο διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι η Κύπρος ήταν αδέσμευτη χώρα, πράγμα που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως διακύβευση της ανεξαρτησίας και της αδέσμευτης Γιουγκοσλαβίας. Αλλά το ζήτημα αυτό θίχτηκε στο περιθώριο. Παρά τις αντιδράσεις της Ελλάδας, στη γιουγκοσλαβική αντιπροσωπεία που επισκέφθηκε την Αθήνα συμμετείχε και ο πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της ‘’Μακεδονίας’’ Μπόρις Ποπώφ (Boris Popov). Λόγω της παρουσίας του ο Τίτο έθιξε το ζήτημα της ‘’μακεδονικής μειονότητας’’ στην Ελλάδα, αλλά πολύ προσεκτικά.
«Θα είμαι ειλικρινής. Το θέμα το Μακεδονικό αποτελεί κάποιο εμπόδιο. Εμείς δεν έχουμε εδαφικές βλέψεις. Στη χώρα μας έχουμε δώσει όλα τα δικαιώματα στις μειονότητες. Το γνωρίζω: δεν πρέπει να σας προσθέσω περισσότερα προβλήματα στα τόσα που έχετε… Νομίζω όμως ότι με την ενίσχυση του κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης θα λυθούν όλα τα προβλήματα. Γι’ αυτό πρέπει να πυκνώσουμε τις επισκέψεις, διακινήσεις κλπ.».
Κατά την ακόλουθη επίσκεψή του στην Άγκυρα (10-13 Ιουνίου 1976) ο Τίτο εξέθεσε τις ελληνικές θέσεις και προσπάθησε να διαχωρίσει το Κυπριακό από τις ελληνοτουρκικές διαφορές, αλλά δεν βρήκε απήχηση στην τουρκική ηγεσία.
Οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις εξελίσσονταν ικανοποιητικά. Το 1977 καταργήθηκε το σύστημα κλήρινγκ στις ελληνογιουγκοσλαβικές εμπορικές ανταλλαγές και ο αριθμός των Γιουγκοσλάβων τουριστών συνεχώς αυξανόταν. Από την πλευρά της η Ελλάδα ζητούσε συνεχώς τη χορήγηση περισσότερων αδειών για τα ελληνικά φορτηγά που διακινούνταν μέσω Γιουγκοσλαβίας προς την Κεντρική Ευρώπη. Το ζήτημα αυτό έθιξε ο Καραμανλής, κατά την επίσκεψή του στο Σπλιτ (16-20 Μαρτίου 1979), στον πρωθυπουργό της Γιουγκοσλαβίας Βέσελιν Τζουράνοβιτς (Veselin Đuranović). Όταν ο τελευταίος έθεσε διακριτικά πάλι ζήτημα ‘’μακεδονικής μειονότητας’’, στον απόηχο της όξυνσης των βουλγαρογιουγκοσλαβικών σχέσεων το 1978/79, ο Καραμανλής απάντησε:
«Εμείς δεν δεχόμαστε την ύπαρξη μειονότητας. Οι δίγλωσσοι έχουν ελληνική εθνική συνείδηση. Είχαμε εμφύλιο πόλεμο. Ένας μεγάλος αριθμός απ’ αυτούς πήγε στα Σκόπια και δημιουργεί κατά καιρούς προβλήματα. Δεν θωρώ σκόπιμο να τίθεται το θέμα. Προσέχω τόσο πολύ το θέμα της διαφυλάξεως των σχέσεων των δύο χωρών, ώστε, όταν προκαλούμαι από δηλώσεις των Σκοπίων, δεν αντιδρώ δημόσια, γιατί ακριβώς δεν θέλω να έχουμε αρνητικές επιδράσεις στις σχέσεις μας… Αλλά αυτό το θέμα μπορεί να βλάψει γιατί δημιουργεί αντιδράσεις στην Ελλάδα..».
Το Μακεδονικό υπεισερχόταν σποραδικά και στα επόμενα χρόνια στις ελληνογιουγκοσλαβικές συνομιλίες υψηλού επιπέδου, αλλά περισσότερο ως ζήτημα ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Η ανάπτυξη των διμερών ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων δεν εξαρτήθηκε από την αναγνώριση ‘’μακεδονικής’’ μειονότητας από την Ελλάδα. Το 1976 υπήρξε συμφωνία Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας για στρατιωτική συνεργασία. Αν η Γιουγκοσλαβία δεχόταν σοβιετική επίθεση μετά τον θάνατο του Τίτο, η Ελλάδα θα παρείχε διευκολύνσεις στη Γιουγκοσλαβία, σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου η Γιουγκοσλαβία θα στήριζε την Ελλάδα. Η Ελλάδα φοβόταν ότι σε περίπτωση κατίσχυσης της σοβιετικής επιρροής στη Γιουγκοσλαβία, μετά τον θάνατο του Τίτο, το Μακεδονικό θα περιπλεκόταν σε βάρος της Ελλάδας.
Είναι προφανές ότι η Ελλάδα δεν επιθυμούσε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την ανατροπή των ισορροπιών στη Βαλκανική. Με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την ανεξαρτητοποίηση του κράτους των Σκοπίων δημιουργήθηκε μια νέα κατάσταση. Τώρα ετέθη ζήτημα διεθνούς αναγνώρισης ενός ανεξάρτητου κράτους που φέρει το συνταγματικό όνομα ‘’Δημοκρατία της Μακεδονίας’’ και προσπαθεί να ενισχύσει την ταυτότητά του, ανάγοντας τις ρίζες του στους Αρχαίους Μακεδόνες. Η διένεξη Ελλάδας-Σκοπίων για το όνομα είναι στη ουσία ζήτημα οριοθέτησης ταυτοτήτων, ελληνισμού και σλαβισμού, το Μακεδονικό από ζήτημα εδαφικών διεκδικήσεων του παρελθόντος είναι σήμερα ζήτημα ταυτοτήτων με τις αντίστοιχες πολιτιστικές και πολιτικές διαστάσεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Dimitrov, Georgi Dnevnik [Ημερολόγιο], (9.3.1933- 6.2.1949), Sofia 1997.
Η επεκτατική πολιτική των Σκοπίων. Συλλογή εγγράφων (1934-1992), επιμ. έκδοσης Β. Κόντης, Κ. Κεντρωτής, , Σ. Σφέτας, Γ.Στεφανίδης, Θεσσαλονίκη 1993.
Κολιόπουλου, Ιωάννου, Λεηλασία Φρονημάτων Α΄. Το Μακεδονικό Ζήτημα στην κατεχόμενη Δυτική Μακεδονία (1941-1944), Θεσσαλονίκη 1994.
Κολιόπουλου, Ιωάννου, Λεηλασία Φρονημάτων Β΄. Το Μακεδονικό Ζήτημα στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου (1945-1949) στη Δυτική Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1995.
Kόντης Β.-Σφέτας Σ. , Εμφύλιος πόλεμος. Έγγραφα από τα γιουγκοσλαβικά και βουλγαρικά αρχεία, Θεσσαλονίκη 1999.
Σφέτας Σπυρἰδων, Όψεις του Μακεδονικού ζητήματος στον 20ό αιώνα, Θεσσαλονίκη 2000.
Σφέτας, Σπυρἰδων, Η διαμόρφωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητας. Μια επώδυνη διαδικασία, Θεσσαλονίκη 2007.
Ο Σπυρίδων Σφέτας είναι καθηγητής Ιστορίας στο Τμήμα ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ και Βαλκανιολόγος.
Δηλώσεις Καρανίκα για το θέμα.
https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=595824360785342&id=100010733509218
Ας κάνουν κράτη λέει ο κοπρίτης…. μου έφυγε το ποτήρι από τα χέρι lmao.
Δεν ειχαν χρονο να διαβασουν τοσα πολλα , που εγραψε ο εξαιρετος καθηγητης της Ιστοριας του Αριστοτελειου Πανεπιστημιου Θεσ/νικης κ.Σφετας, ο εκ Πελλης καταγομενος -αν δεν σφαλλω- ο κ.κ. συγκυβερνωντες και κυριως οι διαπραγματευομενοι πολιτικοι (κ.κ. πρωθυπουργος και ΥΠΕΞ), αλλα μια και δημοσιευθηκαν, εστω καθυστερημενα , οι ομοφρονες και οι υποστηρικτες τους μπορουν να ενημερωθουν πληρως ,για να μη ”μασανε” τα ”νηπιοφρονα” επιχειρηματα των επιδιωκοντων την Συμφωνια οτι ”πουλησαν” το εθνικο θεμα οι παλαιοι πολιτικοι , τους οποιους-κυριως τον αειμνηστο Μακεδονα Καραμανλη – τον βλεπουν και σε φωτογραφιες στο κειμενο αυτο με το χαιδεμενο παιδι των ΗΠΑ,τον Κροατη ανταρτη ΤΙΤΟ .
Ειπαμε η Ιστορια δεν διαγραφεται και δεν ξαναγραφεται , για οσους θελουν να την διαβαζουν.
Υ.Γ. Πιο εντονες βεβαιοτητες θα απολαυσουν οι αμφιρρεποντες οταν χρησιμοποιησουν το ΓΙΟΥΤΟΥΜΠ , με τις συνεντευξεις των πολιτικων μετα το 2008.
Είναι τόσο σοβαρό το θέμα και χρήζει πλουραλισμού επιστημονικών απόψεων, εξέταση με πολύ ισχυρη τεκμηρίωση με προβολές στο μέλλον, με ιστορικές, διεθνοπολιτικές, οικονομικές-γεωοικονομικές αναλύσεις που πραγματικά θλίβομαι για το επίπεδο διαλόγου της παρούσας κυβέρνησης (και όχι μόνο αλλά και της αντιπολίτευσης).
Στην πρόσφατη πολιτική και συνταγματικά σκοπούμενη ιστορία του τόπου, έχει διαλυθεί η Βουλή για χίλιουςδυο λόγους με ευλογοφανή αιτήματα παρμένα από τον καταστατικό χάρτη.
Τώρα, που το άρθρο 41 παρ.2 είναι πιο επίκαιρο από ποτέ, είναι απορίας άξιο που δεν πάνε σε άμεσες εκλογές για ένα τόσο κρίσιμο εθνικό θέμα.
Δείγμα της ωμότητας και του κυνισμού του πολιτικού συστήματος.
Οι δε κυβερνητικοί βουλευτές θα ψηφίσουν -κατόπιν σχετικού ‘μασάζ’ όπως προκύπτει από τα ρεπορτάζ- το νέο μεσοπρόθεσμο που δεσμεύει την χώρα και αναιρεί πέρα για πέρα το πρόταγμα της πολιτικής τους αναφοράς.
Αλλά παρόλα αυτά, για να μείνουν λίγους ακόμα μήνες επάνω ούτε υστεροφημία υπολογίζουν, ούτε κοινωνία, ούτε τίποτα.
Και αν δούμε τις φαιδρές απαξιωτικές δηλώσεις που διαβάσαμε εσχάτως, αντιλαμβανόμαστε ότι το “ετερόκλητος όχλος” ήταν απλή εκδήλωση απέχθειας και τίποτα παραπάνω από όσα πραγματικά νιώθουν απέναντι στην συλλογικότητα.
Ή αν έστω τους απασχολεί να μην χάσουν την εξουσία, γιατί δεν ενεργοποιούν το δημοψήφισμα βάσει άρθρου 44παρ. 2 για τον ίδιον σκοπό;
Πόσο “αριστεροί” είναι όταν ξεχνούν να ρωτήσουν την κοινωνία ακόμα και γι’ αυτό;
Γιατί δεν προκηρύσσουν άμεσα δημοψήφισμα που να καλούν μέχρι τα τέλη Ιουλίου τον λαό επ’ αυτού του ζητήματος;
Προφανώς διότι το δημοψήφισμα το θεωρούν εργαλείο κομματικής αναπαραγωγής και προπαγάνδας και όχι μια έστω ένδειξη κοινωνικής “συμμετοχής” στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας.
Κατά τ’ άλλα μας έχουν φλομώσει με τις ρητορείες τους περί κυρίαρχου λαού και δημοψηφισμάτων και τις διάφορες επιτροπές για την συνταγματική αναθεώρηση προκειμένου να μονοπωλούν αυθαίρετα το πολιτικό σκηνικό.
Με δημοψήφισμα μπορεί να αποφασίσει ο λαός αν θέλει βασιλευομένη, ή αβασίλευτη, να μπει ή όχι στην ΕΟΚ/ΟΝΕ κλπ. Δεν μπορεί, όμως, ν’ αποφασίσει για την παράδοση τού ονόματος, αν σ’ αυτό αναφέρεσαι. Κι εδώ έγινε σχετική συζήτηση.
Και σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση (όποια και αν είναι αυτή) δεν έχει νομιμοποίηση, οφείλει να αποταθεί στην κοινωνία τόσο για την οικονομία, πολύ δε περισσότερο για κρίσιμο εθνικό θέμα.
Όσο και αν ενοχλεί αυτό την αντιδημοκρατική και βαθύτατα ελιτίστικη νοοτροπία του συστήματος εξουσίας.
Ούτε η κυβέρνηση, ούτε κανείς άλλος έχει νομιμοποίηση να παραδώσει το όνομα, ακόμη και με δημοψήφισμα. Δεν είναι τόσο δυσνόητο αυτό πού λέω, αρκεί να το σκεφτείς λίγο.
“Η χώρα δεν είναι χώρος, ο λαός έχει όχι απλώς το δικαίωμα, αλλά την υποχέωση να υπερασπιστεί το Σύνταγμα και τους νόμους”
Ακριβώς, η χώρα δεν είναι χώρος. Δεν μπορούμε ούτε με δημοψήφισμα να παραδώσουμε ένα όνομα, ή ένα τμήμα της, απ’ αυτά που παραλάβαμε από τούς προγόνους μας, αλλά οφείλουμε να τα παραδώσουμε ακέραια στους απογόνους, ή μεγαλύτερα. ΠΟΤΕ ΜΙΚΡΟΤΕΡΑ.
Αυτό το νόημα είχαν και τα λόγια τού Κων/νου Παλαιολόγου προς τον Μωάμεθ (“… ουτ΄ εμόν εστίν ουτ΄ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη… “) και ο όρκος των Αθηναίων εφήβων («Την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω»).
Αν δεν μπορείς να καταλάβεις την διαφορά, λυπούμαι, αλλά δεν έχω άλλο τρόπο να σού την εξηγήσω.
Δεν θα παραδώσει κανείς τίποτα, αυτά είναι αντιδημοκρατικά σοφίσματα εκμεταλλευόμενα ρήσεις εμβληματικών προσώπων που είχαν άλλο ορίζοντα αναφοράς.
Μην συγχέουμε άσχετα μεταξύ τους πράγματα.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η κοινωνία έχει μια “χ” κρίση, αυτή οφείλει να γίνει σεβαστή είτε με εκλογές είτε με δημοψήφισμα, με αυτά τα υπαρκτά τέλος πάντων μέσα ελλιπούς αντιπροσώπευσης, αλλά μοναδικά προς το παρόν εργαλεία πολιτικής συμμετοχής.
“Δεν θα παραδώσει κανείς τίποτα, αυτά είναι αντιδημοκρατικά σοφίσματα εκμεταλλευόμενα ρήσεις εμβληματικών προσώπων που είχαν άλλο ορίζοντα αναφοράς”
Παραδίδοντας το όνομα, παραδίδεις την κληρονομιά σου, Γιώργη, αλλά, όπως επεσήμανα παραπάνω, δεν μπορείς να καταλάβεις την ουσία και την βαρύτητα τού πράγματος.
Όσο για το …. “αντιδημοκρατικά σοφίσματα” (sic), είναι τουλάχιστον γελοίο και ανάξιο σχολιασμού. Την γνώμη μου για τα δημοψηφίσματα σού την είπα καθαρά στο (4.1). Για το συγκεκριμένο θέμα η αρνητική απάντηση (πρέπει να) είναι μονόδρομος. Κάνε τον κόπο να διαβάσεις αυτό. Μην αποκλείεις την περίπτωση να κάνεις λάθος, όπως λάθος κάνεις λέγοντας “εκμεταλλευόμενα ρήσεις εμβληματικών προσώπων που είχαν άλλο ορίζοντα αναφοράς”. Ποιον “άλλο ορίζοντα αναφοράς” εννοείς; Για γίνε λίγο σαφέστερος.
Απλά και κατανοητά.
Δεν παραδίδει κανείς τίποτα, οποιαδήποτε απόφα(ν)ση της κυβέρνησης (όποια και αν είναι αυτή) οφείλει να λάβει υπόψη της την κοινωνία.
Ήδη το γεγονός της μυστικής διπλωματίας είναι εξόχως προβληματική κατάσταση.
Οφείλουν άμεσα να προκηρύξουν είτε εκλογές, είτε δημοψήφισμα επί της βάσης της πρότασης την οποία έχουν καταθέσει.
Οι ρήσεις στις οποίες γίνεται αναφορά έχουν να κάνουν με παράδοση της χώρας, εδώ δεν προκύπτει πουθενά κάτι τέτοιο, εκτός αν είναι “μίασμα” πια συλλογική βούληση και την φοβούμαστε όπως συμβαίνει στις ολιγαρχίες άλλωστε.
Δεν έχεις, προφανώς, καταλάβει τι σημαίνει να αναγνωρίσεις το γειτονικό κράτος είτε ως “Μακεδονία”, είτε με σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, έστω και έναντι πάντων και για κάθε χρήση (erga omnes). Οι Σκοπιανοί, εδώ κι 75 χρόνια, ανατρέφονται με την ιδέα ότι είναι χωριστό έθνος καταγόμενο από τούς αρχαίους Μακεδόνες. Στα σχολεία διδάσκονται ότι τα νότια σύνορα τής πατρίδος των φθάνουν μέχρι τον Όλυμπο και το μεγαλύτερο κομμάτι της, το μεταξύ σημερινών συνόρων και Ολύμπου, ευρίσκεται υπό ελληνική κατοχή και θέτουν ως σκοπό τους την … απελευθέρωσή του. Αν νομίζεις, λοιπόν, ότι δεν “παραδίδεις τίποτε” αναγνωρίζοντάς των το όνομα, τότε τι να σού πω;
Γράφεις ξανά μία από τα ίδια και συμπληρώνεις το ασαφές (άσχετο;) “εκτός αν είναι “μίασμα” πια συλλογική βούληση και την φοβούμαστε όπως συμβαίνει στις ολιγαρχίες άλλωστε”. Όχι, Γιώργη, δεν έχεις “πιάσει” το θέμα.
Φυσικά, τα περί “αλύτρωτης” πατρίδας, περιέχονται και στο σύνταγμά των.
Κι ένα τελευταίο: Αν αύριο, μεθαύριο, οι Αλβανοί ζητήσουν ξανά τις περιουσίες των “Τσάμηδων”, ή ολόκληρη την “νότια Αλβανία” (λέγε Ήπειρο), η οποία εκτείνεται, κατ’ αυτούς”, μέχρι την Πρέβεζα, θα πρότεινες και πάλι δημοψήφισμα, ή κατ’ ευθείαν ένα ΟΧΙ σαν μονόδρομο, όπως μονόδρομος είναι και το όνομα των Σκοπίων;
Πρόσεξε, Γιώργη, γιατί ανοίγεις άσχημες φάμπρικες, παρασυρόμενος από δημοκρατικές ευαισθησίες, που εν προκειμένω δεν έχουν καμμία δουλειά.
Αυτή η αυτοπεποίθηση ότι γνωρίζεις τι έχω καταλάβει είναι το κάτι άλλο…
Εν πάση περιπτώσει, δεν αναγνωρίζει η κοινωνία τίποτα, αυτό δείχνουν οι δημοσκοπήσεις.
Αλλά όπως και για την οικονομία, τόσο -και πολύ περισσότερο- για κρίσιμο εθνικό θέμα, οφείλει να έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο.
Έτσι συμβαίνει σε πολιτικά συστήματα που δεν φοβούνται τις κοινωνίες.
Δεν παραδίδει κανείς τίποτα, δεν έχω πειστεί ότι το δημοψήφισμα …θα παραδόσει το όνομα, δεν προκύπτει από πουθενά κάτι τέτοιο.
Δικαιολογία ολιγαρχικής έμπνευσης είναι αυτά τα ήξεις-αφήξεις.
“Αυτή η αυτοπεποίθηση..” Δεν είναι ΑΥΤΟπεποίθηση, αλλ’ απλώς πεποίθηση και φαίνεται σωστή:
“Δεν παραδίδει κανείς τίποτα, δεν έχω πειστεί ότι το δημοψήφισμα …θα παραδόσει το όνομα, δεν προκύπτει από πουθενά κάτι τέτοιο”
Είπα εγώ ότι το δημοψήφισμα θα παραδώσει το όνομα και γι αυτό δεν πρέπει να γίνει; Αυτό κατάλαβες; Όντως, απολύτως τίποτε δεν κατάλαβες.
Δεν χρειάζεται να δώσω εξετάσεις αν κατάλαβα ή όχι.
Καμιά συμφωνία δεν μπορεί να περάσει χωρίς ο λαός να αποφασίσει.
Ακόμα και αν θεωρείται “αυτονόητο” ότι δεν είναι διαπραγματεύσιμα τέτοια θέματα.
Από την στιγμή που έγινε διαπραγματεύσιμο μπορείς να καθίσεις να παρακολουθείς τις εξελίξεις.
Η κοινωνία όμως όχι.
Αυτοπεποίθηση είναι το ορθό διότι υποδηλώνει έλλειψη αυτογνωσίας και όχι απλώς μια πεποίθηση που στηρίζεται σε αμφισβητήσιμη άποψη, εκείνος που είναι σίγουρος για την άποψή του δεν έχει πεποίθηση αλλά βεβαιότητα διακρίνεται δηλαδή από ‘αυτοπεποίθηση’ σιγουριάς ότι τα ξέρει όλα.
“Δεν χρειάζεται να δώσω εξετάσεις αν κατάλαβα ή όχι”
Όντως, το θέμα είναι να καταλάβεις κι εσύ δεν κατάλαβες. Τι εξετάσεις να δώσεις;
“Καμιά συμφωνία δεν μπορεί να περάσει χωρίς ο λαός να αποφασίσει”
Αν ο λαός αποφασίσει (υπόθεση εργασίας) να περάσει, τότε περνά. Αν αποφασίσει να δώσει το όνομα, είναι εντάξει; Έχει το δικαίωμα αυτό;
“Από την στιγμή που έγινε διαπραγματεύσιμο μπορείς να καθίσεις να παρακολουθείς τις εξελίξεις.
Η κοινωνία όμως όχι”
Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.
“Αυτοπεποίθηση είναι το ορθό διότι υποδηλώνει έλλειψη αυτογνωσίας και όχι απλώς μια πεποίθηση που στηρίζεται σε αμφισβητήσιμη άποψη”
Δεν ότι έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου (αυτό θα πει αυτοπεποίθηση), αλλά απλώς φρονώ λάθος. Δεν τίθεται θέμα πεποιθήσεως, πολλώ μάλλον αυτοπεποιθήσεως.
Δεν πειράζει ό, τι κατάλαβες-κατάλαβες δεν μπορώ να παίξω την κολοκυθιά με ένα τόσο σοβαρό εθνικό θέμα για το οποίο η κοινωνία έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο..
“Αν ο λαός αποφασίσει (υπόθεση εργασίας) να περάσει, τότε περνά. Αν αποφασίσει να δώσει το όνομα, είναι εντάξει; Έχει το δικαίωμα αυτό;”
Αυτό το ένα μπορείς να το απαντήσεις;
Αν μια μητέρα ερωτηθεί αν θέλει να αλλάξει όνομα το παιδί της πιστεύεις ότι είναι αναξιόπιστη;
Αν θεωρείς ότι η χώρα δηλαδή οι άνθρωποί της είναι αναξιόπιστοι (κάτι που δεν προκύπτει από πουθενά σε επίπεδο ερευνών κοινής γνώμης για το επίμαχο θέμα) τότε πάω πάσο.
Με την ίδια μαξιμαλιστική εκδοχή, να μην απευθυνόμαστε για μείζονα ζητήματα της πολιτικής στην κοινωνία επειδή είναι …ύποπτη η παρουσία της και η βούλησή της (ολιγαρχικό επιχείρημα).
Σε μια συζήτηση με αφορμή το παγκόσμιο Συνέδριο για τον Αριστοτέλη το 2016 (συμμετείχε και ο κύριος Σαββίδης σε κάποιο πάνελ) πολύ σωστά οι κύριοι-κύριοι Κοντογιώργης, Μανιτάκης εξήγησαν αφενός την μεγάλη σημασία του πλήθους (Μανιτάκης) και πρωτίστως της κοινωνίας (Κοντογιώργης) στην λήψη των αποφάσεων με βάση τον Αριστοτέλη.
Δεν υποστήριξαν ποτέ ότι οι αποφάσεις οφείλουν να λάβουν χαρακτηριστικά οχλοκρατίας, αλλά να τεθούν επί των θεμάτων ώστε να μην υπάρχει τυραννία της πλειοψηφίας.
Εν τέλει δεν θέλω να αντιδικίσω μαζί σου, το δημοψήφισμα δεν είναι το “απαύγασμα” της δημοκρατίας, αλλά όπως και να έχει ένα τόσο σοβαρό ζήτημα ΧΡΗΖΕΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ.
Και αυτό δεν μπορεί να προκύψει με την τυπική κύρωσή της με νόμο από την βουλή ακόμα και με πλειοψηφία επί των παρόντων.
Αλλά με προσφυγή -με τα υπάρχοντα μέσα καλώς ή κακώς- στην κοινωνία (όχι λαό).
Η φοβία για την κοινωνία είναι φοβία για τον πυρήνα ενός έθνους, τους ανθρώπους του.
Η ανησυχία σου δεν έχει καμιά βάση δικαιολόγησης αλλά εκκινεί από μια ακραία υπόθεση εργασίας.
Αντίθετα η συμφωνία αυτή θα όφειλε να είχε τεθεί …χθες υπόψη της κοινωνίας με σοβαρή επιχειρηματολογία, με ιστορικές προβολές, αντιπαράθεση τεκμηριωμένων απόψεων κλπ.
Δεν ξέρω γιατί λχ δεν κλήθηκε “σλαβομακεδονία” με σλαβική εκφορά erga omnes χωρίς επεκτατικές (όχι αλυτρωτικές) βλέψεις των σκοπιανών το ζήτημα όταν ήταν καιρός.
Δεν ξέρω γιατί αναβλήθηκε με όρους εσωτερικής διαχείρισης αλλά τώρα πια τον τελευταίο λόγο έχει η κοινωνία.
Ο ρόλος των Σκοπίων δεν είναι σώνει και ντε αρνητικός για την χώρα καθώς η καντονοποίησή τους και η παρουσία διεθνών εγγυήσεων θα διασφάλιζε την παρουσία ενός σημαντικού συμμάχου στα Βαλκάνια για την χώρα μας που δεν θα είχε περιθώριο για εθνικιστικές εξάρσεις.
Τώρα με πρωθυπουργό έναν άνθρωπο ανιστόρητο που θεωρεί ότι ..ο Μέγας Αλέξανδρος ανήκει …και σε εμάς (ενώ είναι ξεκάθαρη η Ελληνική του καταγωγή και ιστορική απρουσία), δεν μπορείς να αναθέσεις λευκή εντολή.
Άλλος τρόπος δεν υπάρχει φίλε μου, παρά μόνο να αλλάξει το περιβάλλον των συζητήσεων και το επίπεδο του διαλόγου να διεξαχθεί εκεί που πραγματικά του αξίζει.
Δεν είναι υπόθεση ενός Τσίπρα και μαζί με αυτόν καμιά 70αριά βουλευτών που απαιτούνται βάσει άρθρου 67 του Συντάγματος.
Αυτό σου εξηγώ, χωρίς καμιά διάθεση αντιπαράθεσης (για να μην ικανοποιούμε και διάφορους κουτοπόνηρους που επιχαίρουν με τις αντιπαραθέσεις μας για να κάνουν σπέκουλα κάθε είδους).
“Αν μια μητέρα ερωτηθεί αν θέλει να αλλάξει όνομα το παιδί της πιστεύεις ότι είναι αναξιόπιστη;”
Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοείς με την λέξη “αναξιόπιστη”, αλλά υποθέτω ότι εδώ κάνεις το λάθος. Το παιδί ανήκει στην μητέρα και το ονομάζει όπως θέλει. Η ονομασία τής Πατρίδος μας, καθώς και η ίδια δεν είναι ιδιοκτησία μόνον ημών, των ζώντων. Δεν την φτιάξαμε εμείς, όπως η μητέρα το παιδί, αλλά την κληρονομήσαμε και οφείλουμε να την παραδώσουμε έτσι, ή μεγαλύτερη. Ποτέ μικρότερη και ασθενέστερη.
“Με την ίδια μαξιμαλιστική εκδοχή, να μην απευθυνόμαστε για μείζονα ζητήματα της πολιτικής στην κοινωνία επειδή είναι …ύποπτη η παρουσία της και η βούλησή της (ολιγαρχικό επιχείρημα”
Πουθενά δεν είπα κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, μάλιστα! Διάβασε ξανά το σχόλιό μου 4.1
Τα παρακάτω που γράφεις είναι μάλλον άσχετα με το υπό συζήτηση θέμα. Σού έχει δημιουργηθεί, δεν ξέρω πώς, η εσφαλμένη άποψη ότι έχω κάποια φοβία για την κοινωνία (;)…
“Η ανησυχία σου δεν έχει καμιά βάση δικαιολόγησης αλλά εκκινεί από μια ακραία υπόθεση εργασίας”
Κι απ’ αυτό φαίνεται ολοκάθαρα ότι δεν έχεις καταλάβει αυτό που από την αρχή είπα, άλλως δεν δικαιολογείται η λέξη “ανησυχία”. “Ανησυχία” για τι πράγμα;
“Δεν ξέρω γιατί λχ δεν κλήθηκε “σλαβομακεδονία” με σλαβική εκφορά erga omnes χωρίς επεκτατικές (όχι αλυτρωτικές) βλέψεις των σκοπιανών το ζήτημα όταν ήταν καιρός”
Από το 2007, όπως κατά κόρον έχω γράψει, που ελήφθη η απόφαση να γίνει αποδεκτή η σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό erga omnes, δεν έκλεισε συμφωνία λόγω τής αδιαλλαξίας τού Γκρουέφσκι, ο οποίος επέμενε στο συνταγματικό όνομα (Δημοκρατία τής Μακεδονίας), χωρίς καμμία υποχώρηση. Έχω βαρεθεί να εξηγώ τα ίδια και τα ίδια, πράγματα γνωστά, άλλωστε. Και τι πάει να πει “όταν ήταν καιρός”; Μάς πιέζει εμάς κανείς για λύση τού ονόματος; Τους Σκοπιανούς πιέζει ο χρόνος.
“δεν μπορείς να αναθέσεις λευκή εντολή”
Ούτε λευκή, ούτε μαύρη. ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΚΑΜΜΙΑ ΕΝΤΟΛΉ, παρά μία: ΟΎΤΕ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ΟΎΤΕ ΠΑΡΑΓΩΓΟ ΤΟΥ. Τελεία και παύλα!
“Δεν είναι υπόθεση ενός Τσίπρα και μαζί με αυτόν καμιά 70αριά βουλευτών που απαιτούνται βάσει άρθρου 67 του Συντάγματος”
Αυτό δα έλειπε!
Πάψε να επαναλαμβάνεις ότι δεν έχω καταλάβει, δεν χρειάζεται να γίνω ακροατής ενός τσιτάτου που διακινείται στο διαδίκτυο και το αξιοποιούν προπαγανδιστικά διάφοροι πατριδοκάπηλοι προκειμένου να αποκτήσω “πολιτική ορθότητα”.
Είχα καιέχω πάμπολλους λόγους να πιστεύω το αντίθετο σχετικά με εσένα, απόδειξη ότι θεωρείς άσχετα τα σχόλιά μου.
Μα εννοείται, όταν ένας άνθρωπος είναι κολλημένος με μια ατάκα δεν μπορεί να βγει από αυτή και να προσέλθει στον διάλογο με αντεπιχειρήματα.
Αντιθέτως επαναλαμβάνει μονότονα τα ίδια και τα ίδια, όπως κάθε άνθρωπος του ενός βιβλίου.
Αναφέρομαι πριν την εποχή Γκρουεφσκι, αλλά τέλος πάντων επειδή δεν θέλω να καταλήξει σε αντιμαχία, ξαναθέτω το ερώτημα κάνοντας ένα βήμα πίσω.
Να μην γίνει δημοψήφισμα για το αυτονόητο πες διότι το εργαλείο αυτό το κάνουν οι πολιτικοί ό, τι θέλουν.
Εκλογές δεν θα έπρεπε να γίνουν;
Μα τέλος πάντων θα περάσει αβρόχοις ποσί αυτό το θέμα;
Υπάρχει και κοινωνία ρε φίλε (το “ρε” δεν είναι απαξιωτικό ή υβριστικό) και τέλος πάντων κάποιες αποφάσεις δεν μπορούν να λαμβάνονται δίχως νομιμοποίηση.
Εκεί δεν δίνεις πρακτική απάντηση.
ΠΑραβιάζουν το σύνταγμα για μια ακόμη φορά, αυτό υποστηρίζω.
Ο καθένας έχει την γνώμη του. Δεν θα συνεχίσω αυτό τον άκαρπο διάλογο. Να είσαι καλά.
Η χώρα δεν είναι χώρος, ο λαός έχει όχι απλώς το δικαίωμα, αλλά την υποχέωση να υπερασπιστεί το Σύνταγμα και τους νόμους.
Οφείλει οποιαδήποτε απόφαση να έχει νομιμοποίηση είτε εκλογική, είτε δια του δημοψηφίσματος.
Δεν είναι αυτό η καταξίωση της δημοκρατίας, στο παρόν ωστόσο σύστημα είναι η μόνη λύση δημοκρατικής λογικής.
Επιτελους καταλαβατε ,αγαπητε κ. συνανιχνευτα πως γινεται ο διαλογος μεταξυ των αρκετων ακομη-παληα ηταν περισσοτεροι-συνελληνων, γιαυτο και δεν τελειωναν οι συζητησεις σε αμφιθεατρα, κομματικα και μη οργανα ,καφενεια και ΚΑΠΗ.
Μηπως αυτο ειναι η γνωστη δημιουργικη ασαφεια;;;.
Το να επικαλούνται όλα τα εργαλεία της σύγχρονης κοινωνίας/κράτους, όπως στατιστικές προβολές στο μέλλον, σχετικόδημοκρατικές πρακτικές των αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών και ό,τι άλλο, έστω και στρεβλώς, κάθε είδους δεξιοί μιας χώρας, είναι άκρως λογικό και κατανοητό, διότι αποτελούν ειλικρινώς το βασικό και δομικό στοιχείο του σύγχροννου έθνους κράτους.
Μπορείς να διαφωνήσεις σε όλα μέχρι να παίξεις και πετροπόλεμο, δεν μπορείς όμως να αντισταθείς στην ορθότητα της θεμελιώδους σκέψης των!
Οι πουτάνες όμως, οι ψευτοσοσιαλιστές που μετά το δεύτερο παγκόσμιο πολεμο, μας πούλησαν ένα κάρρο παραμύθια για κοινωνίες των πολιτών και κάθε είδους σαχλαμάρα και τώρα στοιχίζονται πίσω από το ενθικό αφήγημα ακόμη και με χειρότερα και απάνθρωπα και αντικοινωνικά επιχειρήματα, ακόμη και με υποεθνικισμούς, είναι για πραγματικό κρέμασμα…αλλά είναι τόσο πουτάνες που δεν τους παίρνει χαμπάρι το πόπολο, το γνωρίζουν καλά αυτό και γι αυτό είναι παντός καιρού!…και μπράβο τους στο φινάλε!
ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΟΛΥΣΕΛΙΔΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΦΕΤΑ ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΒΡΩ ΧΡΟΝΟ ,ΘΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΩ ΚΑΙ ΠΙΘΑΝΟΝ ΝΑ ΠΡΟΒΩ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟ.ΠΑΝΤΩΣ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΙΖΩ ΛΥΠΗΡΟ ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΤΕΤΟΙΟ ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ -ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ-ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΤΕΣΣΑΡΑ ΑΤΟΜΑ ,ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΑΖΟΥΝ ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΤΑ “ΑΠΩΘΗΜΕΝΑ” ΤΟΥΣ Ή ΕΥΓΕΝΕΣΤΕΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΚΦΡΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥΣ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΩ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΒΕΒΑΙΑ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΙΑΣ ΤΟΥΣ ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥΣ ,ΕΝΩ ΕΓΩ ΚΥΚΛΟΦΟΡΩ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΕΥΡΕΩΣ ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΟΙ “ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ” ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΟΥ ΤΟ ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ,ΑΦΟΥ ΑΣΧΟΛΟΥΜΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ (ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ “ΦΛΟΓΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ” ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ “ΦΛΟΓΟβόλο”) ΕΠΙ 26 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΣΥΝΟΛΙΚΑ 60.000 ΩΡΕΣ.ΠΑΝΤΩΣ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥΣ ,ΝΑ ΜΟΥ ΤΟ ΣΤΕΙΛΟΥΝ ΣΤΟ [email protected] ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΩ ΚΑΙ ΕΓΩ ΣΤΗΝ ΩΡΑΙΑ ΚΑΙ “ΕΥΠΡΕΠΗ” ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥΣ.ΤΩΡΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ ΑΝΑΛΙΣΚΟΜΕΘΑ ΑΣΚΟΠΩΣ ΣΕ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΛΟΓΙΕΣ, ΓΙΑ ΤΟ ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΑΣΗΣ ΦΥΣΕΩΣ “ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ” ΚΥΡΙΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ,ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΠΙΘΑΝΟΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ “ΗΘΙΚΟ’ ΧΑΛΙ ΤΗΣ ΦΙΛΤΑΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΑΣ.ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΣΤΓΜΗ ΜΕ ΓΝΩΣΤΗ ΟΥΣΑ ΣΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΜΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΝ ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ,ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΞΑΚΡΙΒΩΘΕΙ ΜΟΝΟ ΜΕ ΕΝΑ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ.ΤΩΡΑ Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΠΟΨΗ ,ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΟΙ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ 20.000 ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΙ ΜΟΥ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ 100.000 ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΚΟΠΙΑ ( ΟΠΩΣ ΤΟ ΜΕΞΙΚΟ) Ή ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΟΥΤΕ ΒΑΡΝΤΑΣΚΑ ΠΟΥ Ο ΒΑΡΔΑΡΗΣ ΣΕ ΠΑΕΙ ΣΤΗΝ ΘΕΣ/ΝΙΚΗ ΟΥΤΕ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ή ΠΑΡΕΜΦΕΡΕΣ ΠΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΛΑΟΥΣ ΘΑ ΦΑΝΤΑΖΕΙ ΣΑΝ Η ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΣΑ ΧΩΡΑ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ.ΑΝΤΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ Ν.ΝΑΟΥΜ (ΣΣΕ 1960) ΤΗΛ.2311210640 ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ, ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΟΤΑΝ ΕΙΜΑΙ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ.
[…] Βαλκανίων. Σχετικά μας διαφωτίζει με την εργασία του «Ιστορική επισκόπηση του Μακεδονικού Ζητήματος (1870-1990)… ο Σπυρίδων Σφέτας, πανεπιστημιακός καθηγητής και […]
[…] Βαλκανίων. Σχετικά μας διαφωτίζει με την εργασία του «Ιστορική επισκόπηση του Μακεδονικού Ζητήματος (1870-1990)… ο Σπυρίδων Σφέτας, πανεπιστημιακός καθηγητής και […]
[…] Βαλκανίων. Σχετικά μας διαφωτίζει με την εργασία του «Ιστορική επισκόπηση του Μακεδονικού Ζητήματος (1870-1990)…4 ο Σπυρίδων Σφέτας, πανεπιστημιακός καθηγητής και […]