Στις 14 Οκτωβρίου 2020, για πρώτη φορά ύστερα από 30 χρόνια, Ισραήλ και Λίβανος θα καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων σε μια προσπάθεια να επιλυθεί η μεταξύ τους η συνοριακή διαφορά που εκκρεμεί τα τελευταία δέκα χρόνια. Μήλον της έριδος μια θαλάσσια ζώνη επιφάνειας 800 τετραγωνικών χιλιομέτρων στα ανοικτά των ακτών του Νοτίου Λιβάνου, η οποία, κατά την ισραηλινή χαρτογράφηση ανήκει στην ισραηλινή ΑΟΖ, ενώ κατά την αντίστοιχη λιβανική χαρτογράφηση, ανήκει στην λιβανική ΑΟΖ.
Ισραηλινό στρατιωτικό παρατηρητήριο με θέα στη Μεσόγειο Θάλασσα και σε ένα τμήμα των θαλάσσιων συνόρων με τον Λίβανο, κοντά στη Rosh Hanikra, στο βόρειο Ισραήλ, στις 13 Οκτωβρίου 2020. REUTERS/Ammar Awad
—————————————————————-
Η ύπαρξη της συνοριακής αυτής διαφοράς αποτέλεσε την βασική αιτία (και αφορμή) ο Λίβανος να μην έχει ακόμα αποφασίσει να ενταχθεί στους γενικότερους ενεργειακούς σχεδιασμούς της Δύσης στην ανατολική Μεσόγειο. Η αποστασιοποίηση του Λιβάνου από τον, Δυτικής εμπνεύσεως, ενεργειακό χάρτη αποδίδεται κατά κύριο λόγο στην αμηχανία του να ξεπεράσει εγγενείς θεσμικές και ιδεολογικές αγκυλώσεις, κινδυνεύοντας, όμως, να παραμείνει ένας απλός παρατηρητής των εξελίξεων, με την οικονομία του παραπαίει.
ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΑΚΙΝΗΣΙΑ
Η αμήχανη ακινησία του Λιβάνου δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ η γειτονική Κύπρος είχε περαιώσει τις διαδικασίες αδειοδότησης στα ενεργειακά της οικόπεδα και το Ισραήλ είχε ήδη αρχίσει να εξάγει το φυσικό αέριό του στην Ιορδανία, στην Παλαιστινιακή Αρχή και στην Αίγυπτο, ο Λίβανος δεν είχε καν προκηρύξει διαγωνισμούς αδειοδότησης. Αιτία γι’ αυτό αποτέλεσε η κυβερνητική αστάθεια, αλλά και η απροθυμία συγκεκριμένων πολιτικών παραγόντων της χώρας να ακολουθήσει ο Λίβανος την «Δυτικότροπη» ενεργειακή πολιτική των γειτονικών χωρών. Όπως τότε, έτσι και τώρα, ο Λίβανος συνεχίζει να δεσμεύεται από τον περιφερειακό ρόλο που του προσέδωσε εδώ και δεκαετίες το Ιράν, διαμέσου της στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος της Χεζμπολάχ. Παράλληλα, η ιρανική επιρροή στα κέντρα αποφάσεων της Βηρυτού την τελευταία δεκαετία εξυπηρετεί και την Τουρκία, η οποία και εκείνη –αλλά για λόγους τελείως διαφορετικούς– δεν συμβαδίζει με την ενεργειακή πολιτική που ακολουθούν οι υπόλοιπες χώρες της ανατολικής Μεσογείου. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω επιρροών, την τελευταία δεκαετία ο Λίβανος έχει υποπέσει σε μια φαινομενική ακινησία, επιδεικνύοντας χαρακτηριστική απροθυμία να καταδείξει εμπράκτως σε ποιο «ενεργειακό στρατόπεδο» της ανατολικής Μεσογείου προτίθεται να ενταχθεί, ενόσω η οικονομία του αργά και σταθερά καταρρέει, και από τα μέσα του 2019 μέχρι σήμερα να βρίσκεται στην κυριολεξία ένα βήμα από την χρεοκοπία. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περασμένη εβδομάδα, ανώτατοι αξιωματούχοι του λιβανικού Υπουργείου Οικονομικών, δήλωσαν στο πρακτορείο Ρώυτερς ότι τα ρευστά διαθέσιμα του κράτους ανέρχονται στα 1,8 δισ. δολάρια, που αρκούν να καλύψουν την αγορά ειδών πρώτης ανάγκης για το επόμενο εξάμηνο. Την ίδια στιγμή, οι αλλεπάλληλες προσπάθειες της Γαλλίας δεν καταφέρνουν να απαλλάξουν τον Λίβανο από τις -φαινομενικά τουλάχιστον- αυτοκαταστροφικές τάσεις του, ενώ την ίδια στιγμή η φιλοϊρανική Χεζμπολάχ κατακρίνει το Παρίσι ότι προσπαθεί να αναβιώσει παλιές αποικιοκρατικές πρακτικές. Από την άλλη όμως, ούτε το Ιράν, ούτε βέβαια και η Τουρκία δεν είναι σε θέση να συντηρήσουν μια χώρα σαν τον Λίβανο.
Η ΙΣΧΥΡΗ ΧΕΖΜΠΟΛΑΧ
Η πραγματικότητα της τελευταίας διετίας καταδεικνύει ξεκάθαρα ότι ο Λίβανος διοικείται από την Χεζμπολάχ. Η Χεζμπολάχ αναδείχθηκε βασικός ρυθμιστής των πολιτικών ισορροπιών, ελέγχοντας απόλυτα την πρόσφατη κυβέρνηση –προτού αυτή διαλυθεί εν μέσω διαδηλώσεων και οικονομικής κατάρρευσης. Σε στρατιωτικό επίπεδο, η Χεζμπολάχ έχει ουσιαστικά υποκαταστήσει σε ισχύ και αποτελεσματικότητα τις κρατικές λιβανικές ένοπλες δυνάμεις με αποτέλεσμα να καθορίζει την θέση της χώρας στην περιοχή, εμπλέκοντάς την τόσο στον συριακό εμφύλιο όσο και στις κατά καιρούς ένοπλες αναμετρήσεις της οργάνωσης με το Ισραήλ.
Από την άλλη, κατά τους τελευταίους 12 μήνες, το κύριο μήνυμα που έδιναν οι παλλαϊκές διαδηλώσεις στους δρόμους των πόλεων της χώρας, ήταν ότι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα του μέσου Λιβανέζου πολίτη είναι το καθεστώς διαφθοράς που χαρακτηρίζει τον δημόσιο βίο. Το θετικό στοιχείο που αναδείχθηκε από τις διαδηλώσεις του δεύτερου εξαμήνου του 2019 ήταν ότι άρχισε σταδιακά να αναδεικνύεται η βούληση της εξαθλιωμένης οικονομικά μεσαίας τάξης να υποβαθμίσει επιτέλους τις αναχρονιστικές εθνοτικοθρησκευτικές διαχωριστικές γραμμές και να προωθήσει ένα νέο «ενωτικό» λιβανικό εθνικό αφήγημα –με κοινό εχθρό την κρατική διαφθορά και τα προνόμια των πολιτικών αρχηγών, ανεξαρτήτως κοινοτικής προέλευσης. Αυτό όμως που ήταν ακόμα εντυπωσιακότερο ήταν ότι αυτή η «λιβανική-ενωτική» αντιεξουσιαστική τάση που είχε παρατηρηθεί στις μαζικές διαδηλώσεις, τελικά δεν απέδωσε καρπούς, μιας και όλες ανεξαιρέτως οι εθνοτικές πολιτικές ηγεσίες –συμπεριλαμβανομένης και της σιιτικής Χεζμπολάχ– κάθε άλλο παρά ενεθάρρυναν τέτοιες «επικίνδυνες» παν-λιβανικές, ενωτικές θεωρήσεις. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, το ιδεολογικό αποτύπωμα των μαζικών διαμαρτυριών αποδεικνύεται μηδαμινό.
Και κάπως έτσι, ο Λίβανος του 2020 συνεχίζει να μην αποφασίζει για το μέλλον του, αντιμετωπίζει ακόμα μια αλλεπάλληλη κυβερνητική κρίση και με την οικονομία του σε ελεύθερη πτώση. Παράλληλα, η Χεζμπολάχ καταφέρνει να διατηρεί την υπεροχή της σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. Μάλιστα, είναι αξιοθαύμαστη η αντοχή της έναντι της έντονης φημολογίας, που της απέδιδε ευθύνες τόσο για την πολύνεκρη έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού τον περασμένο Αύγουστο, όσο και για άλλες αντίστοιχες εκρήξεις σε άλλες αποθήκες πυρομαχικών σε κωμοπόλεις του νοτίου Λιβάνου, που βρίσκονται υπό τον απόλυτο έλεγχό της. Η εξίσωση «Λίβανος-ίσον-Χεζμπολάχ» ισχύει, και είναι πλέον καιρός να αναγνωρισθεί ότι λειτουργεί αποτελεσματικότατα και με εξαιρετική επιτυχία το ένστικτο πολιτικής επιβίωσης του ηγέτη της, Χάσαν Νασράλλα. Μια προσεκτική ανάγνωση του εξαιρετικά ευφυούς διαγγέλματός του προς τον λιβανικό λαό, λίγα εικοσιτετράωρα μετά την πολύνεκρη έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού τον περασμένο Αύγουστο, επιλύει κάθε πιθανή απορία γιατί ο συγκεκριμένος πολιτικός ουσιαστικά ορίζει την μοίρα του Λιβάνου τα τελευταία είκοσι χρόνια, και συγκεκριμένα από την απόσυρση του ισραηλινού στρατού από τον Νότιο Λίβανο το 2000 μέχρι σήμερα.
ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ ΕΚΠΛΗΞΗ Η ΗΠΙΑ ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΧΕΣΜΠΟΛΑΧ
Όταν την 1η Οκτωβρίου 2020 έγινε γνωστό από τους Αμερικανούς διαπραγματευτές ότι ευοδώθηκαν οι τριετείς τους προσπάθειες να φέρουν γύρω από το ίδιο τραπέζι αξιωματούχους του Λιβάνου και του Ισραήλ προκειμένου να επιλυθεί η εκκρεμότητα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών των δύο χωρών, προκλήθηκε έκπληξη, αλλά και προβληματισμός. Την ίδια ακριβώς ημέρα, εγκαταλείφθηκαν για άλλη μια φορά οι προσπάθειες σχηματισμού κυβέρνησης στην Βηρυτό, ενώ την ίδια στιγμή, η αμερικανική πλευρά καθιστούσε σαφές ότι «κανένας δεν μιλάει με την Χεζμπολάχ», δημιουργώντας εύλογα ερωτήματα για το τι ουσιαστικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να αναμένεται χωρίς την συμμετοχή της σιιτικής οργάνωσης που έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στην λιβανική πολιτική πραγματικότητα.
Εάν κάτι είναι απόλυτα σαφές, είναι ότι Ισραήλ και Λίβανος δεν πρόκειται να συζητήσουν την εξομάλυνση των διμερών διπλωματικών τους σχέσεων, κατά τα πρότυπα των πρόσφατων εξελίξεων που σημειώθηκαν στις σχέσεις του Ισραήλ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν. Αυτό το στοιχείο τονίσθηκε τόσο από το Ισραήλ και τον Λίβανο, όσο και από πλευράς Στέητ Ντηπάρτμεντ.
Ισραηλινοί και Λιβανέζοι συμφωνούν ότι οι συνομιλίες θα αφορούν αποκλειστικά και μόνο την τεχνική επίλυση της συνοριακής διαφοράς, με τον υπουργό Ενέργειας του Ισραήλ, Γιουβάλ Στάινιτς να προσπαθεί να προσδώσει αισιόδοξα μηνύματα για την έκβαση του εγχειρήματος, δηλώνοντας στα ΜΜΕ της χώρας του ότι «το ζήτημα του καθορισμού των θαλασσίων συνόρων είναι δυνατόν να επιλυθεί εντός λίγων εβδομάδων έως λίγων μηνών». Η ισραηλινή και η αμερικανική πλευρά φροντίζουν να τονίζουν σε κάθε δυνατή ευκαιρία ότι η επίλυση του ζητήματος «θα αποφέρει μόνο κέρδη στο Ισραήλ και στον Λίβανο, με στόχο αμφότερα τα κράτη να επωφεληθούν από τον φυσικό τους πλούτο». Πέραν αυτού, Ισραήλ και ΗΠΑ διαψεύδουν αρχικές φήμες που έφεραν τις διαπραγματεύσεις να αφορούν και τις υφιστάμενες συνοριακές διαφορές σε 13 σημεία της μεθορίου Ισραήλ-Λιβάνου, πλησίον των οποίων έχουν επανειλημμένως σημειωθεί ένοπλα επεισόδια μεταξύ του ισραηλινού στρατού και μαχητών της Χεζμπολάχ.
Οι ασυνήθιστα λεπτομερείς δημόσιες δηλώσεις εκ μέρους του Ισραήλ και των ΗΠΑ, που μάλιστα καθόριζαν όχι μόνο ποια ζητήματα θα συζητηθούν –αλλά και ποια ζητήματα δεν πρόκειται επ’ ουδενί να συζητηθούν- είχαν ως κύριο αποδέκτη την ίδια την Χεζμπολάχ, και τους οπαδούς της. Και αυτό, επειδή τόσο η προβληματισμένη για την πορεία της οικονομίας λιβανική πλευρά, αλλά και η ισραηλινή πλευρά που θέλει να αξιοποιήσει κατάλληλα ει δυνατόν μέχρι και την τελευταία στιγμή της θητείας του προέδρου Τραμπ προτού ανοίξουν οι κάλπες της 3ης Νοεμβρίου, ήθελαν από κοινού να πείσουν την Χεζμπολάχ να μην τορπιλίσει εκ των προτέρων τις επικείμενες διαπραγματεύσεις.
Απ’ ό,τι φαίνεται, οι ως άνω δηλώσεις εκ μέρους του Ισραήλ, των μετριοπαθέστερων φωνών της Βηρυτού και των διαπραγματευτών των ΗΠΑ, βρήκαν ευήκοα ώτα στο πολιτικό σκέλος της οργάνωσης Χεζμπολάχ, που μόλις μια εβδομάδα πριν τις συνομιλίες της 14ης Οκτωβρίου, προέβη στην ακόλουθη δήλωση: «Πέραν όσων πολλών ακούστηκαν προσφάτως, το πλαίσιο διαπραγμάτευσης αφορά στον καθορισμό των νοτίων ορίων των θαλασσίων εθνικών υδάτων και στην ανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας –και δεν στοχεύει σε καμία περίπτωση σε κανέναν φερόμενο “συμβιβασμό” με τον σιωνιστικό εχθρό, ούτε σε κανενός είδους εξομάλυνση, που υιοθέτησαν κάποιες αραβικές χώρες».
Παρά το αιχμηρό ύφος της ανακοίνωσης, ουσιαστικά η Χεζμπολάχ δηλώνει εμμέσως πλην σαφώς ότι δεν αντιτίθεται στην αμερικανική διαμεσολαβητική προσπάθεια –γεγονός που αποτελεί μια εξαιρετικά σημαντική μεταστροφή της τακτικής που ακολουθεί επί σειρά ετών η φιλοϊρανική αυτή οργάνωση. Πρόκειται για μια εξέλιξη αθόρυβη, απρόσμενη και αξίζει να αποτιμηθεί ως το σημαντικότερο επίτευγμα της αμερικανικής διπλωματίας τα τελευταία χρόνια σε ό,τι αφορά τα λιβανικά πράγματα.
ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ ΙΣΡΑΗΛ-ΛΙΒΑΝΟΥ
Κάθε υπεραισιόδοξη εκτίμηση θα ήταν παρακινδυνευμένη. Αρκεί να ανατρέξουμε στην διαχρονική πορεία των σχέσεων Ισραήλ-Λιβάνου, που αφήνει μια έντονη πικρή γεύση με συνέπειες τραγικές. Ωστόσο, το γεγονός ότι Ισραηλινοί και Λιβανέζοι αξιωματούχοι και τεχνικοί πραγματογνώμονες θα βρίσκονται στις 14 Οκτωβρίου 2020 για πρώτη φορά ύστερα από τρεις δεκαετίες γύρω από το ίδιο τραπέζι με την ενθάρρυνση των ΗΠΑ και υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, αποτελεί μια εξέλιξη εξαιρετικά ενθαρρυντική. Και είναι γεγονός ότι ο καθορισμός των ορίων των θαλασσίων ζωνών των δύο γειτονικών χωρών, παρότι δεν συμβαίνει με την προοπτική μιας πλήρους εξομάλυνσης των διμερών τους διπλωματικών σχέσεων, αναμφίβολα αποτελεί μια τυπική περίπτωση win-win.
Προκειμένου, όμως, να αποτιμήσουμε ρεαλιστικά τις προοπτικές που ανοίγονται (ή δεν ανοίγονται) από την απαρχή των διαπραγματευτικών επαφών, οφείλουμε να λάβουμε υπ’όψιν τα εξής δεδομένα:
Ο Λίβανος βρίσκεται σε εξαιρετικά κρίσιμη καμπή της οικονομίας του, αλλά και του τρόπου που ο μέσος πολίτης αυτής της χώρας κρίνει την πορεία της γενέτειράς του, ανεξαρτήτως του καθαρά ατομικού «κοινοτικώς ανήκειν». Παράλληλα, ο πολιτικός κόσμος της χώρας νιώθει εκτεθειμένος τώρα, και δη περισσότερο από ποτέ άλλοτε έναντι των ψηφοφόρων –αρχίζοντας επιτέλους να διαισθάνεται ότι πρέπει να αποδείξει ότι έχει λόγο ύπαρξης. Η θλιβερή πορεία της οικονομίας, η αδυναμία της κρατικής μηχανής να καλύψει βασικές ανάγκες της καθημερινότητας, αλλά και η ανησυχία της κραταιάς Χεζμπολάχ ότι η ενδέχεται κάποτε να τεθεί και εκείνη στο στόχαστρο της κοινής γνώμης –παρά τις πρόσφατες επικοινωνιακές της επιτυχίες- αποτελούν ισχυρά κίνητρα ώστε η λιβανική πλευρά να εκμεταλλευθεί αυτό το μικρό παράθυρο ευκαιρίας που της ανοίγεται τώρα. Ως εκ τούτου, ο Λίβανος έχει πολύ σημαντικούς λόγους να επιλύσει αυτήν την χρόνια συνοριακή διαφορά προκειμένου να εγκαταλείψει την βολική μεν, αλλά συνάμα επικίνδυνη τακτική της απραξίας έναντι όλων όσων σημαντικών συμβαίνουν στον χώρο της ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο, την στιγμή μάλιστα που η συντριπτική πλειοψηφία των γειτονικών χωρών έχουν αποφασίσει προ πολλού να συσπειρωθούν θεσμικά, έχοντας συνειδητοποιήσει ποια ακριβώς είναι (ή θα πρέπει να είναι) η θέση τους στον χάρτη.
Τέλος, το γεγονός ότι, κατά την ημέρα της έναρξης των συνομιλιών με τους Ισραηλινούς, στην Βηρυτό δεν θα υπάρχει ακόμα κυβέρνηση –παραδόξως αποτελεί ένα σημαντικό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα. Η λιβανική πλευρά έχει την ευκαιρία να κερδίσει πολύτιμο χρόνο, αξιοποιώντας όσα περιθώρια υπάρχουν για παρασκηνιακές ζυμώσεις μεταξύ των διαφόρων αντιμαχομένων κοινοτικών παρατάξεων και θεσμικών οργάνων, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας που επιβάλουν ποικίλες συμπεριφορές. Τον σωστό βηματισμό τον έχει ήδη δώσει η ίδια η Χεζμπολάχ, προβάλλοντας την διαδικασία της διαπραγμάτευσης ως μια πράξη πατριωτισμού, με σκοπό την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας –μια απόφαση που, εξίσου παραδόξως, υπό την παρούσα συγκυρία, συμπορεύεται με τις επιδιώξεις της αμερικανικής διπλωματίας. Υπ’ αυτήν την έννοια, εάν η λιβανική πλευρά συνειδητοποιήσει την μοναδικότητα των περιστάσεων, ίσως θα καταφέρει να κερδίσει πολλά –ανεξαρτήτως του αριθμού των τετραγωνικών χιλιομέτρων επί της συγκεκριμένης διαφιλονικούμενης περιοχής.
Από την πλευρά του Ισραήλ, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, έχει γίνει απολύτως κατανοητό ότι θα πρέπει να αξιοποιηθεί ει δυνατόν μέχρι και το τελευταίο λεπτό της διακυβέρνησης του προέδρου Τραμπ. Σε κάποια περικοπή των δηλώσεών του για το ζήτημα της συνοριακής διαφοράς με τον Λίβανο, ο υπουργός Ενέργειας, Γιουβάλ Στάινιτς, μιλώντας στο ισραηλινό κρατικό ραδιόφωνο προ τετραετίας, είχε αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο να παραχωρήσει στον Λίβανο ακόμα και ολόκληρη την διαφιλονικούμενη ζώνη των 800 τ.χλμ., εάν αυτό θα οδηγούσε στην δραστική βελτίωση των διμερών σχέσεων.
Αλλά η ισραηλινή πλευρά δεν έχει αυταπάτες. Γνωρίζει πολύ καλά ότι μια πλήρης εξομάλυνση των σχέσεων με τον Λίβανο δεν διαφαίνεται ούτε καν στο απώτερο μέλλον. Ωστόσο, πιστεύει ότι μια καθαρά διεκπεραιωτική διαχείριση της συγκεκριμένης συνοριακής διαφοράς θα αποτελέσει το έναυσμα για διεθνείς επενδυτές ώστε να σταθεροποιήσουν την παρουσία τους στην μεθόριο Ισραήλ-Λιβάνου. Έτι περαιτέρω, ελπίζει ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν αποκλείεται να μεταβάλει ακόμα και καθαυτή την φυσιογνωμία της οργάνωσης Χεζμπολάχ, η οποία ελέγχει de facto στρατιωτικά τις λιβανικές ακτές, οι οποίες κατά σύμπτωση «βρέχονται» από την διαφιλονικούμενη θαλάσσια περιοχή. Η θεώρηση της ισραηλινής εξωτερικής πολιτικής ενστερνίζεται πλήρως την άποψη της διακυβέρνησης Τραμπ: ότι δηλαδή, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η οικονομική ανάπτυξη θα είναι αυτή που τελικά θα φέρει την ειρήνη στη Μέση Ανατολή. Το μεγάλο όμως ερώτημα είναι εάν την ίδια άποψη θα έχει και ο Τζο Μπάιντεν, σε περίπτωση που διαδεχθεί τον Ντόναλντ Τραμπ στο προεδρικό αξίωμα. Σε κάθε περίπτωση, παραμένουν ελάχιστες έως μηδαμινές οι πιθανότητες Ισραήλ και Λίβανος να καταλήξουν σε μια τελική συμφωνία πριν τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2020 –και αυτό είναι σαφές τόσο στην Ιερουσαλήμ, όσο και στην Βηρυτό.
Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Ελλάδα και Κύπρος έχουν αποφασίσει σε ποιο περιφερειακό ενεργειακό στρατόπεδο ανήκουν και ενδιαφέρονται να συμπεριλάβουν σε αυτό και τον Λίβανο. Ειδικότερα, η Κυπριακή Δημοκρατία και ο Λίβανος ήταν οι δύο πρώτες χώρες της περιοχής που καθόρισαν το 2007 τα αμοιβαία όρια των γειτνιαζόντων ΑΟΖ τους. Παρ’ όλα αυτά, η εκκρεμότητα του καθορισμού των θαλασσίων ορίων Λιβάνου-Ισραήλ βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τα συμπεφωνημένα όρια των ΑΟΖ Κύπρου-Λιβάνου.
Η κυπριακή διπλωματία εργάστηκε κατά τρόπο συστηματικό και επίμονο προκειμένου να διευθετηθεί η συγκεκριμένη διαφορά δια της σύναψης επιμέρους διμερών συμφωνιών ανακαθορισμού ορίων, που θα επέλυαν την διένεξη Ισραήλ-Λιβάνου «τριγωνικά». Όπως αναφέρουν καλά πληροφορημένες πηγές, οι πολιτικές αγκυλώσεις του λιβανικού πολιτικού συστήματος –που εντάσσονταν στον γενικότερο περιφερειακό ανταγωνισμό μεταξύ Ισραήλ και Ιράν– εν τέλει δεν επέτρεψαν τις κυπριακές και ευρωπαϊκές προσπάθειες να ευοδωθούν.
Την ίδια στιγμή, ο Λίβανος επέδειξε χαρακτηριστική αναβλητικότητα στο να επικυρώσει τα συμπεφωνημένα βόρεια σημεία οριοθέτησης των ΑΟΖ Κύπρου-Λιβάνου, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα αναγκαζόταν να λάβει θέση στην γνωστή διένεξη Κύπρου-Τουρκίας όσον αφορά τις θαλάσσιες ζώνες στα ανοικτά των βορείων ακτών της Κυπριακής Δημοκρατίας, που τελούν υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή. Η λιβανική διστακτικότητα δεν ικανοποιούσε την κυπριακή πλευρά, με αποτέλεσμα, από ένα σημείο και εντεύθεν, η προσπάθεια της Λευκωσίας να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, σταδιακά έδειξε να ατονεί.
Από την άλλη πλευρά, από τα μέσα του 2019 και εντεύθεν, η Γαλλία τόνωσε τις προσπάθειές της να παράσχει ένα σωσίβιο σωτηρίας στην παραπαίουσα λιβανική οικονομία. Είναι προφανές ότι, δια της οικονομικής διάσωσης του Λιβάνου, η Γαλλία επιχειρεί να τον εντάξει στο ήδη χαρτογραφημένο ενεργειακό περιβάλλον της ανατολικής Μεσογείου, τερματίζοντας άπαξ δια παντός την τάση του να αυτοαπομονώνεται. Η γαλλική αυτή πρόθεση ταυτίζεται απόλυτα με τις κυπριακές και ελληνικές επιδιώξεις.
Κατόπιν των ανωτέρω, και με δεδομένο ότι ο Λίβανος είναι διατεθειμένος να συζητήσει τον καθορισμό των θαλασσίων συνόρων του με το Ισραήλ, δεν αποκλείεται αυτή η απόφαση να αποτελεί και μια σημαντική ένδειξη, ότι αρχίζει να ωριμάζει η ιδέα στα κέντρα αποφάσεων της Βηρυτού να ενταχθεί επιτέλους η χώρα στον κοινώς αποδεκτό ενεργειακό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου. Οι οικονομικές συγκυρίες απαιτούν θαρραλέες αποφάσεις και η επιρροή της Γαλλίας, με το ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον της στην περιοχή, θα είχε ίσως την δυναμική να ενθαρρύνει τον Λίβανο να επιλύσει την εκκρεμότητα που υφίσταται σε σχέση με την Κυπριακή Δημοκρατία –μια χώρα που έχει επανειλημμένως επιδείξει ιδιαίτερη ευαισθησία σε ποικίλα λιβανικά αιτήματα, προωθώντας τα καταλλήλως στα κέντρα λήψεως αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υπ’ αυτήν την έννοια, η απαρχή των διαπραγματεύσεων Λιβάνου-Ισραήλ στις 14 Οκτωβρίου 2020, θα πρέπει να κινήσει το ενδιαφέρον του ελληνικού περιφερειακού παράγοντα σε Αθήνα και Λευκωσία.
**Ο ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΑΡΙΤΟΣ είναι δικηγόρος, Δρ. Διεθνών Σχέσεων, ερευνητής του Ινστιτούτου Μπεν-Γκουριόν (Azrieli Center for Israel Studies) του Πανεπιστημίου Μπεν-Γκουριόν στο Ισραήλ και Senior Fellow στο Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Κυκλοφορεί σε δεύτερη συμπληρωμένη έκδοση το βιβλίο του «Κύπρος, το Γειτονικό Νησί – Το Κυπριακό μέσα από τα Κρατικά Αρχεία του Ισραήλ, 1946-1960» (εκδόσεις Παπαζήση, 2020) και η μονογραφία του «Ο εκδημοκρατισμός των αραβικών κρατών ως προτεραιότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή – Η περίπτωση της Ιορδανίας και της Τυνησίας» (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2008).
Copyright © 2020 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.