Του Βασίλη Γεώργα Τρίτη 03 Ιανουαρίου 2017, 00:02
Σε κενό «βιωσιμότητας» θα παραμείνει για καιρό ακόμη η υπόθεση του ελληνικού χρέους μέχρι να κλείσει οριστικά το πακέτο νέων δημοσιονομικών μέτρων που καλείται να θεσμοθετήσει η Ελλάδα με βάση τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων του 3,5%, και παράλληλα αποσαφηνιστούν οι πρόσθετες μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις μείωσης του ελληνικού χρέους από το Eurogroup.
Πληροφορίες του Liberal αναφέρουν ότι τόσο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα καθυστερήσουν πέραν του Ιανουαρίου να εκδώσουν τις εκθέσεις αξιολόγησης του ελληνικού χρέους, καθώς με τα σημερινά δημοσιονομικά δεδομένα και τις παραδοχές των βραχυπρόθεσμων μέτρων μείωσης του χρέους κατά 20% ως το 2060, ο στόχος διασφάλισης της απρόσκοπτης εξυπηρέτησης του χρέους δεν επιτυγχάνεται και συνεπώς οι εκθέσεις θα ήταν σε κάθε περίπτωση αρνητικές.
Τόσο το ΔΝΤ όσο και η ΕΚΤ στα χέρια των οποίων βρίσκεται η αξιολόγηση του ελληνικού χρέους και κατ’ επέκταση η ένταξη ελληνικών ομολόγων αξίας περίπου 4 δισ. ευρώ στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, δεν είναι σε θέση αυτή τη στιγμή να εκδώσουν θετικό «πιστοποιητικό βιωσιμότητας», και η πίεση που ασκούν τόσο προς την ελληνική κυβέρνηση όσο και προς το Eurogroup, αποτελεί την θρυαλλίδα για να δρομολογηθούν οι εξελίξεις που θα οδηγήσουν σε συμφωνία μέχρι τον Φεβρουάριο.
Η πίεση είναι κοινή προς τις δύο πλευρές και έχει ως επίκεντρο τον προσδιορισμό συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για την περίοδο μετά το 2018, δηλαδή μια συμφωνία για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων και τον χρόνο διατήρησης τους (3, 5 ή 10 χρόνια) μαζί με τα συγκεκριμένα μέτρα που θα πρέπει να λάβει η Ελλάδα για να τον επιτύχει, και παράλληλα το είδος και την ποσοτικοποίηση των πρόσθετων παρεμβάσεων για το δημόσιο χρέος που θα πρέπει να δρομολογηθούν μετά το 2018, ώστε να «βγει» το πρόγραμμα.
Η μια απόφαση είναι αλληλένδετη της άλλης, καθώς όσο μεγαλύτερα και για περισσότερο διάστημα είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα τόσο περισσότερα δημοσιονομικά μέτρα απαιτούνται να δρομολογηθούν από την Ελλάδα και τόσο μικρότερη αναδιάρθρωση χρέους χρειάζεται να κάνουν οι δανειστές. Το ΔΝΤ έχει ήδη ζητήσει πρόσθετα μέτρα 4,5 δισ. ευρώ εφόσον ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα παραμείνει στο 3,5%. Το πρόβλημα συνεχίζει να βρίσκεται αφενός στην πάγια θέση των πιστωτών ότι οποιαδήποτε παρέμβαση στο χρέος δεν πρέπει να δημιουργεί «ζημιά» και επιβαρύνσεις για τους ίδιους σε ονομαστικούς όρους, και αφετέρου στην άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να νομοθετήσει εκ των προτέρων μέτρα πέραν της χρονικής επιμήκυνσης του δημοσιονομικού κόφτη μισθών και συντάξεων.
Η διελκυστίνδα αυτή είναι λίγο-πολύ γνωστή και πάνω σε αυτή προετοιμάζεται το τελικό σκηνικό των διαπραγματεύσεων που θα ακολουθήσουν μέσα στο δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου με στόχο μια συνολική συμφωνία η οποία εκ των πραγμάτων θα οδηγήσει σε νέο κύκλο φορολογικών επιβαρύνσεων και περικοπών, δεσμεύοντας και τις επόμενες κυβερνήσεις.
Η πρόταση που υπάρχει στο τραπέζι έχει δύο άξονες: ο πρώτος προβλέπει πως η Ελλάδα θα κληθεί να νομοθετήσει από τώρα νέες δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την περίοδο μετά το 2018, ώστε ανοίγοντας το δρόμο σε μελλοντικά μέτρα μείωσης του αφορολόγητου ορίου και ενδεχομένως της περικοπής συντάξεων (κατάργηση προσωπικής διαφοράς) να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα και να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες σε τέτοιο βαθμό ώστε «οι αριθμοί να βγαίνουν». Αυτές είναι οι έμπρακτες εγγυήσεις ότι η Ελλάδα μπορεί να διασφαλίσει την επίτευξη του στόχου για μακροχρόνια πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ όπως προβλέπουν οι αποφάσεις του Eurogroup. Η θεσμοθέτηση ενός «ενισχυμένου» μηχανισμού περικοπής δαπανών με σαφέστερα προσδιορισμένα και ιεραρχημένα πεδία θα είναι το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης με την κυβέρνηση να έχει ήδη δηλώσει (συνέντευξη Τσακαλώτου στην Καθημερινή) ότι προτίθεται να κάνει αποδεκτή την παράταση ισχύος του κόφτη και να εξειδικεύσει τα μέτρα στις συντάξεις, αλλά όχι να τα νομοθετήσει από τώρα.
Ο δεύτερος άξονας έγκειται στην προϋπόθεση που θέτει τόσο το ΔΝΤ όσο και (εμμέσως) η ΕΚΤ προς το Eurogroup για αποσαφήνιση κάποιων επιπλέον «μεσοπρόθεσμων» παρεμβάσεων μείωσης του χρέους, που θα τεθούν σε εφαρμογή μετά το 2018. Για τα μέτρα αυτά (στα οποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται η επιστροφή κερδών από τα ομόλογα του ευρωσυστήματος, η περαιτέρω επιμήκυνση δανείων του ESM και η επαναγορά χρέους με χρήση των αδιάθετων κεφαλαίων από την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση) ζητείται ουσιαστικά ως «συμβιβασμός» μια γραπτή δέσμευση από τους ευρωπαίους υπουργούς Οικονομικών (ουσιαστικά από το Βερολίνο) ότι πρόκειται να ενεργοποιηθούν μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου.
Η ΕΚΤ έχει δηλώσει πως θα βασίσει την αξιολόγησή της σε ανεξάρτητη ανάλυση βιωσιμότητας. Εντούτοις αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα με το ΔΝΤ καθώς χωρίς ποσοτικοποίηση επιπρόσθετων μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος και δίχως ταυτόχρονο προσδιορισμό δημοσιονομικών στόχων για την Ελλάδα, δεν είναι σε θέση να αποφανθεί θετικά, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εγκρίνει και την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
liberal.gr