13 Ιουνίου 2024
Jeremy Stöhs and Sebastian Bruns
War on the Rocks
Το λατινικό όνομα της Μεσογείου, Mare Nostrum, σημαίνει «η θάλασσα μας».
Για τους καθημερινούς αναγνώστες, αυτό μπορεί να υποδηλώνει μια απεικόνιση θαλάσσιου χώρου ειρήνης και συνεργασίας.
Πράγματι, για δεκαετίες, η θαλάσσια υπεροχή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ
εμπόδισε εξωγενείς δυνάμεις και τοπικούς παράγοντες να χρησιμοποιήσουν ναυτική δύναμη για να επιλύσουν τις διαφορές τους στη θάλασσα. Αυτή η σχετική ηρεμία μεταφέρθηκε και στη μεταψυχροπολεμική εποχή. Αυτή ήταν μια περίοδος που σημαδεύτηκε από σαρωτικές περικοπές στην άμυνα, την παρακμή της δυτικής ναυτικής ισχύος και μια ταχεία στροφή από τις ανταγωνιστικές ναυτικές αποστολές προς πιο συνεργατικές προσπάθειες σε περιβάλλοντα χαμηλών κινδύνων όπως η Μεσόγειος.
Σήμερα, ωστόσο, με την επιστροφή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων και τις αντίστοιχες δραστηριότητες των ρεβιζιονιστικών φορέων στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, έχει διαμορφωθεί δυναμικά ως ένας αμφισβητούμενος υδάτινος όγκος. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τον πόλεμο στη Γάζα, αυτή η θάλασσα επανάκτησε το ρόλο που είχε) εδώ και χιλιετίες: μια ζώνη ανταγωνισμού.
Εν μέσω αυτού του πλαισίου, οι δυτικοί λήπτες αποφάσεων θα πρέπει να επανεξετάσουν τις προσεγγίσεις τους ως προς τη χρήση της ναυτικής ισχύος στην περιοχή.
Εν μέσω αυτού του πλαισίου, οι δυτικοί λήπτες αποφάσεων θα πρέπει να επανεξετάσουν τις προσεγγίσεις τους ως προς τη χρήση της ναυτικής ισχύος στην περιοχή.
Πρέπει να επικεντρωθούν ξανά στο άνω άκρο του φάσματος έντασης της σύγκρουσης. Πέρα από την απλή κάλυψη των υφιστάμενων κενών, θα πρέπει να εργαστούν για την ανάπτυξη αποτρεπτικών και ανατρεπτικών στρατηγικών, δογμάτων και τεχνολογιών. Οι ναυτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ, μεγάλες και μικρές, πρέπει να αναγεννηθούν. Όπως υποδηλώνουν οι τρέχουσες τάσεις, αυτό απαιτεί μια κρίσιμη μάζα πλατφορμών και οπλικών συστημάτων για την αποτροπή και, αν αυτό αποτύχει, να έχουν την ικανότητα να κερδίσουν παρατεταμένες ένοπλες συγκρούσεις ενάντια σε ολοένα και πιο ικανούς αντιπάλους στην περιοχή.
Κρίσιμο είναι ότι η Μεσόγειος δεν στέκεται πλέον μόνη της ως μοναδικός όγκος νερού στους στρατηγικούς υπολογισμούς των υπευθύνων λήψης αποφάσεων. Πρέπει πλέον να ληφθεί υπόψη σε συνδυασμό και με άλλα θέατρα πολέμου.
Έτσι, ενώ υπάρχει σημαντική συζήτηση για το εάν η ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στη συμμαχία έχει μετατρέψει τη Βαλτική σε μια «λίμνη του ΝΑΤΟ» οι στρατιωτική ηγεσία πρέπει επίσης να ρίξει μια νέα ματιά στον αρχικό Mare Nostrum.
Η άνοδος ενός νέου ναυτικού παραδείγματος
Για μεγάλα χρονικά διαστήματα της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, η αμυντική σχεδίαση και το ενδιαφέρον ασφάλειας εντός και πέρα από την περιοχή της Μεσογείου διαμορφώθηκαν από τις διακριτές απειλές και προκλήσεις που προέρχονταν από το λεγόμενο “τόξο της αστάθειας”. Αυτό ήταν μια περιοχή που εκτεινόταν από τη Βόρεια Αφρική μέχρι το Αφγανιστάν και το Πακιστάν και κάλυπτε ολόκληρη την Μεσόγειο.
Ελλείψει υπαρξιακής απειλής να διαχειριστούμε, η αντιμετώπιση των πολλαπλών συγκρούσεων και των συνεπειών τους, συμπεριλαμβανομένων των μαζικών μεταναστεύσεων, της διεθνούς τρομοκρατίας, έγινε κορυφαία προτεραιότητα για τα δυτικά κράτη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την πλευρά τους, άρχισαν να χρησιμοποιούν τη Μεσόγειο ως διαμετακομιστικό κόμβο για να μεταφέρουν τις δυνάμεις τους προς και από νέα θέατρα συγκρούσεων όπως το Ιράκ, η Σομαλία, το Σουδάν και το Αφγανιστάν.
Η σημαντική εξέλιξη του περιβάλλοντος ασφάλειας οδήγησε σε ένα νέο ναυτικό παράδειγμα. Αντί για την εστίαση στην εθνική και συλλογική άμυνα ή στην εξασφάλιση του ελέγχου της θάλασσας ενάντια σε ισχυρούς ανταγωνιστές, η παγκοσμιοποίηση καθ’ αυτήν έγινε κεντρική στρατηγική σκέψη. Όπως σημείωσε εκείνη την εποχή ο ναύαρχος Τζον Μόργκαν, η παγκοσμιοποίηση είχε εμφανώς «συνδέσει κράτη μαζί σε μια de facto διευθέτηση ασφάλειας» και «είχε ως αποτέλεσμα την αυξημένη αλληλεξάρτηση και επάρκεια στη διεθνή συνεργασία ως προϋπόθεση για την εθνική ευημερία.»
Καθώς η ενσωματωμένη παγκόσμια αγορά στηριζόταν στην απρόσκοπτη ροή του θαλάσσιου εμπορίου, η άμυνα των θαλασσίων εμπορικών συστημάτων έγινε αναπόσπαστο μέρος των δυτικών πολιτικών ασφάλειας. Από εκεί προέκυψε μια νέα εστίαση στις επιχειρήσεις θαλάσσιας ασφάλειας, στις προσπάθειες ανάπτυξης ικανοτήτων και άλλες συνεργατικές αποστολές για τα ναυτικά να εκτελέσουν.
Ελλείψει ομότιμου ανταγωνιστή και οποιασδήποτε σοβαρής πρόκλησης για τον έλεγχο του θαλάσσιου χώρου και των κομβικών σημείων, τα δυτικά κράτη απολάμβαναν την άνοδο του πλούτου που πρόσφερε αυτή η θαλάσσια επέκταση. Ακόμη και δυσμενείς εξελίξεις όπως η οικονομική κρίση και χρεοκοπία της Ελλάδας το 2008 — η οποία οδήγησε στην πώληση κρίσιμων λιμενικών υποδομών σε μια επίδοξη Κίνα — δεν δημιούργησαν σημαντικό ανταγωνισμό στη θαλάσσια περιοχή. Συνολικά, οι δυτικοί στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες ανταποκρίθηκαν ανυπόμονα στο νέο παράδειγμα οικονομικής ολοκλήρωσης και συνεργασίας στις θαλάσσιες προσπάθειες. Έδωσε στις εθνικές κυβερνήσεις την ευκαιρία να είναι πιο ορατές στη διεθνή σκηνή, ενώ πρόσφερε στις θαλάσσιες δυνάμεις ιδιαίτερα κάποια ανάπαυλα από τις δρακόντειες περικοπές του προϋπολογισμού της εποχής.
Προφανώς, οι συνεργατικές ναυτικές αποστολές, όπως η ανθρωπιστική βοήθεια και η ανακούφιση από φυσικές καταστροφές ή η διατήρηση της καλής τάξης στη θάλασσα με την καταπολέμηση των Σομαλών πειρατών, διέφεραν σημαντικά από το κυνήγι υποβρυχίων και τη διεξαγωγή πολέμου κατά πλοίων επιφανείας όπως στο παρελθόν. Αυτό οδήγησε τα κράτη να σχεδιάσουν, να χτίσουν και να προσαρμόσουν το στόλους τους για επιχειρήσεις χαμηλότερης έντασης. Παράλληλα, μια ολόκληρη γενιά ναυτών και πεζοναυτών είχε συνηθίσει σε μεγάλο βαθμό αδιαμφισβήτητη ναυτική υπεροχή ενώ δραστηριοποιούνταν σε ως επί το πλείστον επιτρεπτά περιβάλλοντα όπως η Μεσόγειος. Παρά τις επικριτικές φωνές που προειδοποιούσαν για μια πιο διεκδικητική Ρωσία και Κίνα, τα περισσότερα δυτικά κράτη, συμπεριλαμβανομένων αρκετών κατά μήκος της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ, υιοθέτησαν τη συνεργατική και συστημοκεντρική προσέγγιση, εξαργυρώνοντας ταυτόχρονα το μέρισμα της ειρήνης.
Προς ένα ανταγωνιστικό θαλάσσιο μέλλον
Ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, η όλο και πιο επιθετική συμπεριφορά της Κίνας (κυρίως οι προσπάθειες για οριοθέτηση των Νοτίων και Ανατολικών Θαλασσών της Κίνας λογιζόμενες με κυριαρχικά δικαιώματα χερσαίων επιφανειών), και μια διαρκώς επιδεινούμενη κρίση σε όλη τη Μέση Ανατολή έχουν φέρει αυτή την περίοδο τις διεθνείς σχέσεις σε έναν δραματικό ατέρμονα. Με την επανεμφάνιση του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων και της πολυπολικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, οι θαλάσσιες πτυχές της διεθνούς ασφάλειας έχουν εισέλθει ξανά στη στρατηγική συζήτηση. Από τις τιμωρητικές επιδρομές των αεροσκαφών των αμερικανικών αεροπλανοφόρων έως δραστηριότητες υποστήριξης ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα, και από επιθέσεις με μη στελεχωμένα αεροσκάφη (Drones) που βυθίζουν ρωσικά πολεμικά πλοία στη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τα μη στελεχωμένα αεροσκάφη που βυθίζουν εμπορικά πλοία στα ανοικτά των ακτών της Υεμένης, η ευρύτερη Μεσόγειος έχει γίνει ξανά περιοχή περιφερειακού και διεθνούς ανταγωνισμού. Ίσως το πιο
σημαντικό, η περιοχή διαμορφώνεται σε ένα τεκμήριο για τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες της ναυτικής ισχύος στην εποχή μας.
Με δεδομένους τους πεπερασμένους πόρους, τα κράτη αντιμετωπίζουν μια σειρά δύσκολων επιλογών για τον καλύτερο δυνατό τρόπο να ισορροπήσουν τις δυνατότητές τους ώστε να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις προκλήσεις και τις απειλές σε όλο το εύρος του φάσματος της ναυτικής σύγκρουσης.
Από μέρα σε μέρα, οι χαμηλών εντάσεως ναυτικές επιχειρήσεις πρέπει να εναρμονίζονται με την ανάγκη για αξιόπιστες υψηλής ποιότητας δυνατότητες.
Αυτές οι εξελίξεις έχουν ενημερώσει όχι μόνο τη ναυτική στρατηγική των χωρών της Μεσογείου, αλλά και άλλων δυνάμεων. Αυτές περιλαμβάνουν τη Ρωσία, η οποία έχει εδραιωθεί στη Συρία και χρησιμοποιεί λιμενικές εγκαταστάσεις στο Λιμάνι του Σουδάν, και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η οποία έχει μια βάση στο Τζιμπουτί και έχει ενδεχομένως εξασφαλίσει λιμενικές εγκαταστάσεις διπλής χρήσης στην Αλγερία.
Στο μεγαλύτερο μέρος της Μεσογείου, ο έλεγχος της θάλασσας από τη Δύση δεν αμφισβητείται στον ίδιο βαθμό όπως σε άλλες περιοχές του κόσμου. Παρόλα αυτά, η δραματική μείωση της ναυτικής δύναμης της Δύσης σε σχέση με τις αναδυόμενες ασιατικές δυνάμεις σε συνδυασμό με την εστίαση σε επιχειρήσεις χαμηλής κλίμακας έχουν αφήσει τις ναυτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ και των συμμάχων απροετοίμαστες και εκτεθειμένες σε έντονες πιέσεις. Ταυτόχρονα, περιφερειακοί παράγοντες και μεσαίες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων αρκετών κρατών στη Βόρεια Αφρική και την αραβική χερσόνησο, έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη ναυτική δράση με στρατούς και ναυτικές δυνάμεις που δείχνουν σημαντικά σημάδια βελτίωσης. Οι αξιοσημείωτες επενδύσεις περιλαμβάνουν προηγμένα ντίζελ-ηλεκτρικά υποβρύχια, ικανά μαχητικά επιφανείας, ακόμη και επιθετικά αμφίβια πλοία.
Οι στόλοι της Αλγερίας, της Αιγύπτου και του Μαρόκου είναι σήμερα σημαντικά μεγαλύτεροι και πιο ικανοί από ό,τι πριν από μόνο μια δεκαετία. Πρόσφατες προμήθειες, όπως οι βαρέως εξοπλισμένες φρεγάτες τύπου MEKO-200AN και FREMM-class, τους έχουν προσφέρει σημαντική ναυτική ισχύ. Ένας σταθερός ρυθμός κοινών ασκήσεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με διεθνείς εταίρους, σηματοδοτεί μια αυξανόμενη ναυτική ευαισθησία.
Εν τω μεταξύ, τα επιχειρησιακά πρότυπα υποδεικνύουν ότι αυτά τα βόρεια αφρικανικά κράτη εκτιμούν όλο και περισσότερο τη ναυτική δύναμη ως ένα μέσο για την προώθηση των εθνικών συμφερόντων τους και για την αντιμετώπιση πιθανών ανταγωνιστών στην περιοχή.
Στην ανατολική Μεσόγειο, ο θαλάσσιος ανταγωνισμός έχει φτάσει στο σημείο έσχατης έντασης σε αρκετές περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια. Εδώ, επίσης, ο αγώνας για επιρροή και πόρους ενημέρωσε τις θαλάσσιες στρατηγικές και προώθησε τις ναυτικές επενδύσεις. Ως ιστορική μεσαία δύναμη, η Τουρκία ακολουθεί μια θαλάσσια στρατηγική βαθέων υδάτων που περιλαμβάνει νέες θαλάσσιες αξιώσεις καθώς και την ικανότητα προβολής ναυτικής ισχύος εντός και εκτός της περιοχής.
Παρά τις οικονομικές προκλήσεις και τον ανελέητα αυξανόμενο πληθωρισμό, μια αναπτυσσόμενη εγχώρια αμυντική βιομηχανία μπορεί πλέον να παρέχει στο ναυτικό τα πάντα από αισθητήρες, συστήματα μάχης και προηγμένα πυραυλικά συστήματα μέχρι ευρεία γκάμα από μη στελεχωμένες πλατφόρμες και μοντέρνα πολεμικά πλοία.
Η θαλάσσια έντονη δραστηριότητα επιβολής απαιτήσεων της Άγκυρας, αντίστοιχα, συνεχίζει να διαμορφώνει τις πολιτικές άμυνας και ναυτικής στάσης της Ελλάδας. Μετά από αρκετά έτη οικονομικών δυσκολιών, η Ελλάδα επενδύει και πάλι σε υψηλές ικανότητες. Αυτές προορίζονται στην ενίσχυση της χερσαίας άμυνας και στη διασφάλιση ζωτικών θαλάσσιων γραμμών επικοινωνίας σε όλο το αρχιπέλαγος του Αιγαίου και τη Μεσόγειο έναντι του πιο ισχυρού και δυνητικά απειλητικού γείτονά της. Αυτές οι εντάσεις μεταξύ των δύο μελών του NATO πιθανόν να συνεχιστούν επ’ αόριστο και να επιφέρουν σοβαρό κίνδυνο για παρεξήγηση, ατυχήματα και κλιμάκωση.
Η τρέχουσα σύγκρουση στη Γάζα επίσης διεύρυνε τις υπάρχουσες ρωγμές στη σχέση μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ. Από το λεγόμενο περιστατικό με τον στολίσκο της Γάζας το 2010, όπου το Ισραήλ σταμάτησε και επιτέθηκε σε ένα φορτηγό σκάφος πολιτών που κατευθυνόταν προς τον ναυτικό αποκλεισμό της Γάζας και σκότωσε αρκετούς Τούρκους υπηκόους, οι δύο περιφερειακές στρατιωτικές δυνάμεις σπάνια έχουν βρεθεί η μια με την άλλη. Σύμφωνα με πρόσφατες τάσεις, η ισραηλινή ναυτική δύναμη έχει αυξηθεί σε μέγεθος και περιπλοκότητα. Ο ναυτικός κλάδος των Ενόπλων Δυνάμεων του Ισραήλ έχει σχεδιαστεί κυρίως για την άμυνα του εθνικού εδάφους και των πόρων εντός της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης του. Ο στόχος του είναι να αποτρέψει πιθανούς ισότιμους αντιπάλους ενώ αμβλύνει τον ναυτικό κίνδυνο που αποτελούν τα Χαμάς, το Χεζμπολάχ και άλλοι μη κρατικοί δρώντες. Αυτή η δύναμη διαδραματίζει επίσης έναν πιο στρατηγικό ρόλο παρέχοντας στο μικρό, πολιορκημένο κράτος στρατηγικό βάθος με την ανάπτυξη του υποτιθέμενου πυρηνικού αποτρεπτικού του συστήματος που βασίζεται στα υποβρύχια.
Τελικά, αρκετά αραβικά κράτη καθώς και ο Ιράν έχουν επεκτείνει την πολιτική και οικονομική τους επιρροή από τον Περσικό Κόλπο, μέσα από την Ερυθρά Θάλασσα μέχρι και τη Μεσόγειο. Αν και το ναυτικό τους αποτύπωμα παραμένει σχετικά μικρό, οι νέες ικανότητες για τον έλεγχο της θάλασσας, οι εκστρατευτικές επιχειρήσεις και ο πόλεμος της γκρίζας ζώνης προσθέτουν περαιτέρω πολυπλοκότητα στη Μεσογειακή ναυτική εξίσωση.
Σε επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο, φαίνεται ότι η απαγόρευση ξηράς-θαλάσσης είναι πολύ πιο εύκολη τώρα, συμπεριλαμβανομένων χωρών ή φορέων όπως η Ουκρανία και οι αντάρτες Χούτι που δε διαθέτουν Ναυτικό. Η εξάπλωση της αμυντικής τεχνολογίας αιχμής στην περιοχή, ειδικά τα drones και τα προηγμένα πυραυλικά συστήματα, αντιπροσωπεύουν μια αυξανόμενη απειλή για πολεμικά πλοία και τις ναυτικές πλατφόρμες. Πράγματι, ο πόλεμος στη θάλασσα επέστρεψε.
Συνολικά, οι συγκρούσεις που μαίνονται στη Μαύρη Θάλασσα και το Λίβανο, καθώς και κατά μήκος της Ερυθράς Θάλασσας μέχρι το Κέρας της Αφρικής και τον Περσικό Κόλπο, έχουν επηρεάσει όλο το σχεδιασμό ασφάλειας και άμυνας.
Συνολικά, οι συγκρούσεις που μαίνονται στη Μαύρη Θάλασσα και το Λίβανο, καθώς και κατά μήκος της Ερυθράς Θάλασσας μέχρι το Κέρας της Αφρικής και τον Περσικό Κόλπο, έχουν επηρεάσει όλο το σχεδιασμό ασφάλειας και άμυνας.
Η στρατιωτική εκστρατεία της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας και οι μοιραίες επιθέσεις των Χούτι στα ανοικτά των ακτών της Υεμένης έχουν ουσιαστικά μετατρέψει τμήματα της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου από Mare Nostrum σε Mare Clausum – μία “κλειστή θάλασσα”. Η Μεσόγειος δεν είναι πια ένας απλός διάδρομος για το Ναυτικό των ΗΠΑ προκειμένου να πλεύσει σε κάποιον σημαντικό προορισμό. Αντίθετα το μέλλον της ναυτικής παρουσίας των ΗΠΑ στη Μεσόγειο γίνεται όλο και περισσότερο αβέβαιο. Εν ολίγοις, η τελευταία δεκαετία δείχνει μια σημαντική μετατόπιση από τον συνεργατικό και συστημοκεντρικό ναυτικό παράδειγμα σε μια πιο ανταγωνιστική οπτική για ένα ναυτικό μέλλον.
Για το ορατό μέλλον, η Μεσόγειος θα είναι μια ζώνη υβριδικών συγκρούσεων μεταξύ μεγάλων δυνάμεων καθώς και, όλο και περισσότερο, μεταξύ περιφερειακών δυνάμεων – καθώς και ανερχόμενων παραγόντων που αγωνίζονται για περιορισμένο έλεγχο και επιρροή.
Επανεξέταση, Επανεστίαση, Αναγέννηση
Σε σύγκριση με άλλες περιοχές όπως τη Βαλτική, ο Αρκτικός Βορράς, ή ο Νότιος Ατλαντικός (Ανταρκτική), τα ζητήματα ασφάλειας της Μεσογείου είναι λιγότερο ξεκάθαρα. Ενώ οι Δυτικές δυνάμεις μπορούν να εντοπίσουν τους κύριους ανταγωνιστές τους σε αυτές τις άλλες περιοχές, στη Μεσόγειο αντιμετωπίζουν μια σειρά από απειλές και προκλήσεις, που κυμαίνονται από την αντιμετώπιση περιβαλλοντικών κινδύνων έως τις δυνητικές στρατιωτικές επιχειρήσεις. Όταν ήταν διοικητής της Νατοϊκής Ναυτικής Διοίκησης, ο αείμνηστος Αντιναύαρχος Κλάιβ Τζόνστον συνόψισε σαφώς αυτήν την πληθώρα θαλάσσιων απειλών ως τα τρία R: Ρωσία, Ριζοσπάστες και Πρόσφυγες (Russia, Radicals, and Refugees). Όπως έχουν δείξει οι πιο πρόσφατες εξελίξεις, η ακολουθία του θα ισχύσει σε όλη τη Μεσόγειο για αρκετό καιρό. (Η ερώτηση τώρα είναι πώς θα έπρεπε να αντιδράσουν οι Δυτικές και ειδικότερα οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σε αυτό τον όλο και πιο ανταγωνιστικό και πολύπλοκο περιβάλλον; Για να πλοηγηθούν με επιτυχία στο μέλλον της Μεσογείου, οι Δυτικές χώρες θα πρέπει να ακολουθήσουν μια επιπλέον σειρά των R.)
Το πρώτο R είναι “revisiting”, “επανεξέταση”. Αυτό περιλαμβάνει την επανεξέταση των περιφερειακών δυναμικών για την καλύτερη εκτίμησή τους. Οι ανεπάρκεις αντιδράσεις της Αμερικής και της Ευρώπης στον πόλεμο στην Ουκρανία, τη σύγκρουση στη Γάζα και την αντίστοιχη κλιμάκωση στο Κέρας της Αφρικής δείχνουν ότι πολλοί δυτικοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και στρατιωτικοί ηγέτες παραμένουν κακώς προετοιμασμένοι για την ανταγωνιστική εποχή στην οποία έχουμε εισέλθει. Οι υπερατλαντικοί σύμμαχοι και εταίροι έχασαν αρκετό χρόνο μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και την πλήρη εισβολή της Ρωσίας το 2022 να ασχοληθούν και να αντιμετωπίσουν τις πολιτικές και την αποτρεπτική τους στάση απέναντι στο Μόσχα, την Τεχεράνη και των πληρεξουσίων τους.
Και όμως, δύο χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου κατά της Ουκρανίας, πολλές κυβερνήσεις παραμένουν απρόθυμες να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες (περισσότερο από το ήμισυ των μελών του ΝΑΤΟ παραμένουν κάτω από το κατώτατο όριο του 2% που συμφωνήθηκε το 2014), να παρέχουν πιο σημαντική στρατιωτική υποστήριξη στο Κίεβο ή να θέσουν τη βιομηχανία τους σε πολεμική κατάσταση. Η ανικανότητα της συλλογικής Δύσης να προβλέψει και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον κίνδυνο των Χούτι — πέραν των τρεχουσών επιχειρήσεων whack-a-mole (ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο) και point-defense (ΕΕ) — αποδεικνύει την έλλειψη κατανόησης, πρόθεσης καιπρονοητικότητας μεταξύ των υπευθύνων λήψης αποφάσεων. Η κατάσταση θα γίνει ακόμα πιο προκλητική, μάλλον όταν η Κίνα και η Ινδία με τον Οικονομικό Διάδρομο Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης – αυξήσουν περισσότερο την παρουσία τους Μεσόγειο.
Το δεύτερο R είναι για “refocusing” “επαναεστίαση”. Δεν υπάρχει σχεδόν καμία δυτική ναυτική δύναμη που να μην έχει δώσει έμφαση στις πολεμικέςσυγκρούσεις τα τελευταία χρόνια. Πράγματι, από το 2014, τα μέλη του ΝΑΤΟ έχουν δεσμευτεί να επενδύσουν περισσότερο στην εθνική και συλλογική άμυνα, δίνοντας έμφαση στην έτοιμοτητα και την αξιόπιστη αποτροπή. Η εισβολή στην Ουκρανία πρόσθεσε περαιτέρω την επείγουσα ανάγκη στο θέμα. Ενώ υπάρχουν ενδείξεις μεγαλύτερης εστίασης στην ανάπτυξη και προσθήκη πολεμικών ικανοτήτων στις περικομμένες δυνάμεις, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτές οι επενδύσεις θασυνεχιστούν επ’ αόριστον. Οι πιο πρόσφατες τάσεις στον εκσυγχρονισμό του δυτικού ναυτικού δείχνουν ότι οι επιπρόσθετες χρηματοδοτήσεις χρησιμοποιούνται συχνά για να καλύψουν εμφανείς κενές θέσεις σε προσωπικό, συντήρηση και έτοιμοτητα, παρά για την ενδελεχή αναδιάρθρωση του στόλου ή την ανάπτυξη νέων, ανατρεπτικών προσεγγίσεων στη ναυτική ισχύ.
Εκτός από την Ουκρανία, η οποία βρίσκεται σε μάχη για την επιβίωσή της, κανένας από τους περιφερειακούς φορείς δεν έχει αναζητήσει ναυτικές στρατηγικές και δόγματα που αποκλίνουν σημαντικά από το παρελθόν. Με άλλα λόγια, κανένας δεν επιδιώκει προσέγγιση παρόμοια με τη Jeune École για τη δομή δυνάμεών του και το δόγμα του, και πολύ λίγοι εισάγουν μεγάλους αριθμούς από μη στελεχωμένα συστήματα ή επιθετικά και αμυντικά πυρά. Αυτό θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο για μικρές και οικονομικά περιορισμένες ναυτικές δυνάμεις. Η επανεστίαση στο άκρο της σύγκρουσης απαιτεί μια «απόλυτη προσπάθεια». Αυτό είναι απαραίτητο για να επαναφέρουμε τόσο τους πολιτικούς όσο και το γενικό κοινό στον έννοια της αποτροπής και να τους πείσουμε ότι η διατήρηση του ελέγχου της θάλασσας και η άρνηση σε Ρωσία, Ιράν και άλλους επιζήμιους παράγοντες είναι προς το δικό τους συμφέρον.
Το τελικό “R” σημαίνει μακροπρόθεσμη “regeneration” “αναγέννηση” των ναυτικών ικανοτήτων και της αντίστοιχης στάσης στην περιοχή. Αυτό θέτει τα δυτικά ναυτικά στην άκρη ενός διλήμματος.
Σε αντίθεση με το παρελθόν, μικρά και μεσαία ευρωπαϊκά ναυτικά θα πρέπει να σχεδιάσουν παρατεταμένη μάχη υψηλής έντασης και τη δυνατότητα να παρέχουν την κρίσιμη μάζα πλατφορμών και κοινών πυρών για τη διατήρηση μιας στρατιωτικής εκστρατείας για μήνες αντί για ημέρες. Αυτό είναι κάτι που δεν έχουν αποδείξει ότι μπορούν να κάνουν χωρίς την υποστήριξη των ΗΠΑ.
Επιπλέον, τα ναυτικά της Βόρειας Ευρώπης θα είναι λιγότερο πρόθυμα να αναπτυχθούν σε θερμότερα ύδατα και έτσι να υπονομεύσουν τους καταπονημένους στόλους τους. Κατά συνέπεια, τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά παράκτια κράτη, όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Ελλάδα και η Τουρκία, θα κληθούν να κάνουν ακόμη περισσότερα, τόσο όσον αφορά την ναυτική ασφάλεια όσο και τη διατήρηση μιας ισχυρής ναυτικής στάσης.
Θα πρέπει να το κάνουν ενώ θα κληθούν να αναπτυχθούν μακρύτερα για να επιδείξουν τη σημαία σε άλλες περιοχές της δυνητικής έντασης. Αφότου έφτασαν στον συλλογικό τους ναδίρ στα μέσα της δεκαετίας του 2010, τα τρία μεγαλύτερα ναυτικά της ηπειρωτικής Ευρώπης, French Marine National, Italian Marina Militare και Spanish Armada Espanola, έχουν προσθέσει νέα σκάφη στους σχετικά ισορροπημένους στόλους τους.
Επιπλέον, επωφελούνται από την πλούσια ναυτική παράδοση, τη ναυτοσύνη των πληρωμάτων και τους στενούς δεσμούς ασφάλειας μέσω του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διμερών και πολυμερών φόρουμ.
Αν και από μόνες τους κάθε μία από αυτές τις ναυτικές δυνάμεις του NATO μπορεί άνετα να καλύψει τις καθημερινές αποστολές, να αποκτήσουν ένα βαθμό ελέγχου στη θάλασσα και να διεξάγουν μικρές εκστρατείες, θα δυσκολευτούν σοβαρά να αντιμετωπίσουν μεγάλες κρίσεις ή συγκρούσεις. Πρόσφατες ασκήσεις έχουν υπογραμμίσει την αγριότητα του σύγχρονου πολέμου στη θάλασσα και την ευπάθεια των ναυτικών δυνάμεων.
Η κατάσταση για αυτές τις ναυτικές δυνάμεις που εμφανίζονται “έλα όπως είσαι” θα επιδεινωθεί σημαντικά στη Μεσόγειο σε περίπτωση στρατιωτικής σύγκρουσης με τη Ρωσία κατά μήκος των βόρειων ακτών της Ευρώπης, ή αν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν δεσμευμένες στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού, αδύναμες ή μη διατεθειμένες να ασκήσουν την στρατιωτική και ναυτική τους ισχύ στο ευρωπαϊκό θέατρο. Πέρα από αυτά τα θεωρητικά σενάρια, η αντιμετώπιση των ελλείψεων προσωπικού και υλικού, συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης ικανότητας ναυπήγησης πλοίων και της ευπάθειας των αλυσίδων εφοδιασμού, θα πάρει χρόνο και προς το παρόν δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις στις συσσωρευόμενες στρατηγικές προκλήσεις της Ευρώπης. Το δίλημμα της βραχυπρόθεσμης δράσης με παράλληλη διατήρηση μιας στρατηγικής μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης προοπτικής, ειδικά για τους ναυτικούς, παραμένει.
Κατά πάσα πιθανότητα, ο 21ος αιώνας είναι και συνεχίζει να είναι ένας θαλάσσιος αιώνας. Και ενώ η Μεσόγειος πιθανότατα δεν θα είναι το σκηνικό καταστροφικών συγκρούσεων μεταξύ μεγάλων δυνάμεων στη θάλασσα, θα παραμείνει περιοχή ενδιαφέροντος για μια σειρά διαφορετικών φορέων. Σε μια περίοδο ανανεωμένου ανταγωνισμού, συνιστάται στα δυτικά κράτη να λάβουν μέτρα και να λάβουν συντονισμένη δράση για να διασφαλίσουν ότι η ευρύτερη Μεσόγειος Θάλασσα θα γίνει ξανά «η θάλασσά μας».
*Ο Δρ. Jeremy Stöhs είναι Αυστροαμερικανός αναλυτής ασφάλειας και
άμυνας. Είναι συνεπικεφαλής του Αυστριακού Κέντρου Πληροφοριών,
Προπαγάνδας & Μελετών Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς και είναι
ανώτερος συνεργάτης στο Ινστιτούτο Πολιτικής Ασφαλείας στο Πανεπιστήμιο
του Κιέλου. Οι δημοσιεύσεις του περιλαμβάνουν το The Decline of European
Naval Forces: Challenges to Sea Power in an Age of Fiscal Austerity and
Political Uncertainty (Naval Institute Press, 2018) και το πρόσφατα
δημοσιευμένο European Naval Power: From Cold War to Hybrid Wars
(Palgrave Macmillan, 2024).
*Ο Δρ. Sebastian Bruns είναι ναυτικός στρατηγιστής και εμπειρογνώμονας
ναυτικής ενέργειας με έδρα το Κίελο της Γερμανίας, όπου είναι ανώτερος
ερευνητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο του
Κιέλου. Είναι επίσης ανώτερος συνεργάτης στο Κέντρο Στρατηγικών και
Διεθνών Σπουδών. Προηγουμένως, ήταν ο εναρκτήριος διακεκριμένος
επισκέπτης καθηγητής McCain-Fulbright στη Ναυτική Ακαδημία των ΗΠΑ και
στέλεχος αμυντικής πολιτικής στο 112ο Κογκρέσο των ΗΠΑ, υπηρετώντας τον
τότε Αντιπρόσωπο. Todd Young από την Ιντιάνα.
Image: Rumsey Map Collection
***Οι Ανιχνεύσεις ευχαριστούν για την βοήθειά του τον Υποναύαρχο ε.α. Δημήτρη Τσαϊλά.