Η Χριστίνα Δημητρακάκη – Μουστακλή μιλάει στην «Κ» για τον εμβληματικό αξιωματικό
Αν ένας δημοσιογράφος επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τη Χριστίνα Δημητρακάκη – Μουστακλή για να της ζητήσει συνέντευξη, με αφορμή το βιβλίο που έγραψε για τον σύζυγό της, τον αξιωματικό Σπύρο Μουστακλή, ο οποίος βασανίστηκε από τη χούντα τόσο απάνθρωπα ώστε έμεινε παράλυτος και αφασικός μέχρι που χρόνια μετά πέθανε, τότε εκείνη, προτού δεχθεί, μπορεί να σταθεί για μια στιγμή, να επαναλάβει το ονοματεπώνυμο του συνομιλητή της, να ρωτήσει για την καταγωγή του και έπειτα να μνημονεύσει έναν συνεπώνυμο συμπολεμιστή του άντρα της από τα χρόνια του στην Εθνική Αντίσταση με τον ΕΔΕΣ και να ρωτήσει αν υπάρχει κάποια συγγένεια.
Και όμως, η Χριστίνα Δημητρακάκη – Μουστακλή έχει συγκρατήσει σχεδόν τα πάντα. Πρωτοσέλιδα εφημερίδων για τον θάνατο του Σπύρου Μουστακλή στις 28 Απριλίου 1986, συλλυπητήρια τηλεγραφήματα, επικηδείους, οδούς και πλατείες με το όνομά του, προτομές του ανά την επικράτεια ή εκδηλώσεις μνήμης της πολιτείας. Αρχειακό υλικό επίσης, από τα χρόνια που εκείνος ήταν ακόμα –όπως γράφουν φίλοι και συνάδελφοί του– «ο αγαπημένος των κοριτσιών της εποχής», «ένας άνθρωπος που όλο του το σώμα επάλλετο», ένας «θεριακλής καπνιστής», ένας «άγγελος αλλά ιδιότροπος», που «άμα δεν του πήγαινε κάτι έβριζε», ένας λάτρης του κυνηγιού.
Φωτογραφίες ακόμα από την περίοδο που πήγε εθελοντής στην Κορέα και την Κύπρο, από την περίοδο που υπηρετούσε στην Κομοτηνή όπου γνωρίστηκε με τη γυναίκα του στο οδοντιατρείο του θείου της (προτού ακολουθήσει και εκείνη το ίδιο επάγγελμα), αλλά και αφηγήσεις για τότε που είχε ξεστομίσει κάποια καταφρονητική λέξη για τον βασιλιά και το ΥΕΘΑ τον είχε βάλει στο μάτι. Μέχρι και τις αντιστασιακές οργανώσεις στις οποίες ο άντρας της εντάχθηκε μετά το πραξικόπημα έχει καταγράψει η Χριστίνα Δημητρακάκη – Μουστακλή, την ημερομηνία απόταξής του από το στράτευμα, την ημερομηνία της πρώτης σύλληψής του και βέβαια της δεύτερης, στις 22 Μαΐου 1973, καθώς και τις 49 ημέρες που τον αναζητούσε εναγωνίως όσο εκείνος βασανιζόταν άγρια στο ΕΑΤ/ΕΣΑ.
Μια λέξη είναι η συγγνώμη και δεν ειπώθηκε. Γιατί λοιπόν εγώ να συγχωρήσω;
Υπάρχουν ακόμα πληροφορίες για την εισαγωγή του στο 401, στο ΚΑΤ και την Πολυκλινική, η διάγνωση ενός γιατρού που παρατηρούσε ότι για την κατάστασή του, «ο τραυματισμός ήτο το πιθανότερον αίτιον», εικόνες από την περίθαλψή του στο εξωτερικό και από την παρουσία του στη δίκη των βασανιστών: είναι όλα συγκεντρωμένα στον τόμο «Σπύρος Μουστακλής: ένας ελεύθερος πολιορκημένος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λειμών, με πρόλογο του προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Τασούλα και σε επιμέλεια της κόρης του Σπύρου και της Χριστίνας Δημητρακάκη – Μουστακλή, Ναταλίας.
Ειδικά από τη δίκη των βασανιστών το 1975, η συγγραφέας του τόμου δεν θα ξεχάσει ποτέ, όπως λέει, τη στάση των κατηγορουμένων (μεταξύ των οποίων ο Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, ο Αναστάσιος Σπανός, ο Νικόλαος Χατζηζήσης και άλλοι), που παρέμεναν αμετανόητοι ή πάντως απρόθυμοι να παραδεχτούν οτιδήποτε. «Στα διαλείμματα, που όλοι βγαίναμε έξω», θυμάται η Χριστίνα Δημητρακάκη – Μουστακλή, «οι βασανιστές μάς κοίταζαν με τέτοια αγριότητα, που αισθανόμασταν ότι εμείς είμαστε οι κατηγορούμενοι. Εφτασα να πω στην Αμαλία Φλέμινγκ και στην Αθηνά Παναγούλη: “Καλά, εμείς είμαστε τα θύματα ή οι θύτες;”. Ακόμα και επεισόδια έγιναν, χτύπησαν σοβαρά έναν σπουδαίο δημοσιογράφο. Οι στρατοδίκες έκαναν εν πάση περιπτώσει το καθήκον τους, κανονικά, αυστηρά και μόνον ένας, ο Αγησίλαος Μαμουνάκης, είπε στους κατηγορουμένους, “για όνομα του θεού, ένας άνδρας δεν βρίσκεται εδώ μέσα να αναλάβει τις ευθύνες του;”. Κάποια στιγμή σηκώθηκε και ο άντρας μου, τράβηξε το πουκάμισο και τους έδειχνε τις πληγές που είχε, αλλά εκείνοι αδιάφοροι. Το πιστεύω τους παρέμενε το ίδιο. Είχαν μεγάλο εγωισμό».
Αραγε έχει συγχωρήσει μέσα της τους βασανιστές του συζύγου της; Γίνεται ποτέ να συγχωρήσει κανείς κάτι τέτοιο; Η ερώτηση της έχει τεθεί και παλιότερα, όμως η στάση της δεν έχει αλλάξει: «Οχι, δεν γίνεται», απαντάει. «Το γράφω στο βιβλίο, το έχω πει παλιότερα, το λέω και θα το ξαναλέω. Συνέβησαν τόσα πολλά γεγονότα και κάθε είδους: παράξενα, περίεργα, τρομερά και ούτε μια συγγνώμη δεν βρέθηκε, δεν ακούστηκε από πουθενά. Δεν θα μπορούσα εγώ λοιπόν –το είχα πει και σε μια δημοσιογράφο από τη Δανία– να μοιράζω συγχωροχάρτια. Ούτε νομίζω ότι είναι υπερβολικό αυτό που λέω. Μία λέξη είναι η συγγνώμη και δεν ειπώθηκε. Γιατί λοιπόν εγώ να συγχωρήσω;».
«Τον λέγανε “αητό”»
Ο Σπύρος Μουστακλής από τη μεριά του, ακόμα και σε φωτογραφίες του από εκείνες τις δίκες (και παρά την κατάσταση της υγείας του), εμφανιζόταν πολλές φορές με ένα χαμόγελο συγκλονιστικό. «Πράγματι, έτσι ήταν», σχολιάζει η σύζυγός του. «Νομίζω –γιατί μετά την αφασία του δεν μπορούσα να του θυμίζω εκείνες τις στιγμές και να τον ταλαιπωρώ, θα τον δυσκόλευα και δεν ήθελα– λοιπόν, και από άλλες καταστάσεις, καθημερινές, ότι από εκεί που ήταν ένας χαρακτηριστικά ζωηρός άνθρωπος, ευχάριστος, αεικίνητος –οι συνεργάτες του τον λέγανε “αητό”– είχε βρεθεί ανάπηρος, χωρίς να μπορεί να πει ούτε μια κουβέντα, όμως την ίδια στιγμή δεν ήθελε να τον λυπούνται. Φερόταν σαν να είναι καλά, απλώς ήταν αδύνατο να κινηθεί ή να μιλήσει. Είχε αυτό το χαμόγελο, γιατί ήταν ευχαριστημένος για όσα έκανε. Και ήταν ευχαριστημένος γιατί έκανε το καθήκον του. Οσο μπόρεσε. Αυτό νομίζω ότι τον κράταγε».
Εγινα ορφανή εγώ, έγινε και η κόρη μου – έτσι, για να συνεχίζεται η ιστορία
Η φωνή της Χριστίνας Δημητρακάκη – Μουστακλή στην άλλη άκρης της τηλεφωνικής γραμμής είναι ευγενική, εύθραυστη, αλλά και σταθερή, με έναν ανεπαίσθητο δισταγμό απέναντι στον μέχρι πρότινος άγνωστο συνομιλητή της και με μια αδιόρατη συγκίνηση που μοιάζει να έρχεται από μακριά. Οχι μόνο από τα χρόνια του βασανισμού, της παράλυσης και τελικά του θανάτου του συζύγου της, του στρατιωτικού Σπύρου Μουστακλή, αλλά και από το 1944, όταν ο πατέρας της, Παρασκευάς Δημητρακάκης, δάσκαλος στο επάγγελμα, εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ και ρίχτηκε σε ένα βάραθρο στο όρος Μαίναλο της Αρκαδίας, λίγο μακρύτερα από το χωριό όπου δίδασκε, χωρίς ποτέ η κόρη του να προλάβει να αποκτήσει εμπειρίες και αναμνήσεις μαζί του ή έστω να μάθει αργότερα ποιον τέλος πάντων είχε βλάψει.
Πατέρας εκτελεσμένος από τους αντάρτες λοιπόν και σύζυγος θανατωμένος από τους βασανιστές της χούντας: πώς την επηρέασε ένα τέτοιο, διπλό χτύπημα της Ιστορίας; «Τα έζησα όλα αυτά και έπειτα είπα ότι τουλάχιστον κάποια στιγμή στη ζωή θα μπορέσω να ξεχάσω την ορφάνια και τη δυστυχία», λέει η Χριστίνα Δημητρακάκη – Μουστακλή. «Και μετά, όπως έμεινε η μαμά μου χήρα, έμεινα κι εγώ. Οπως έγινα ορφανή εγώ, έγινε και η κόρη μου – έτσι, για να συνεχίζεται η ιστορία. Με ακολουθούσε πάντα στη ζωή μου η αίσθηση ότι πρέπει να κάνω κάτι για τον μπαμπά μου, ότι είχα ένα καθήκον απέναντί του. Είχαμε μάθει ότι τότε είχαν σκοτώσει πέντε δασκάλους μαζί και ότι τους είχαν ρίξει μέσα σε μια τρύπα. Επειτα πήγαμε με την αδερφή μου να ζήσουμε στην Κομοτηνή με τους θείους μας. Και ύστερα από 69 χρόνια βρέθηκαν κάποιοι άγιοι άνθρωποι, όπως ο σπηλαιολόγος Βασίλης Γιαννόπουλος, με τη βοήθεια του οποίου πήγαμε και βγάλαμε τους δασκάλους από το βάραθρο. Ηταν ένα χρέος μου. Και αναρωτιόμουν: γιατί στην πατρίδα μου να υφίσταμαι όλες αυτές τις ταλαιπωρίες; Γιατί να μην υπάρχει δικαιοσύνη;».
Σήμερα η Χριστίνα Δημητρακάκη – Μουστακλή συμμετέχει σε εκδηλώσεις μνήμης και επισκέπτεται το ΕΑΤ/ΕΣΑ, που πλέον λειτουργεί σαν μουσείο αντίστασης και κέντρο τεχνών. «Είναι και η προτομή του Σπύρου εκεί και πηγαίνω πάντα, όχι μόνο όταν γίνονται εκδηλώσεις, αλλά και για να βάλω λουλούδια και γιατί θα με ενδιέφερε να γίνει και ένα μουσείο για εκείνον», λέει. Αισθάνεται ποτέ κάπως, κάποιου είδους δικαίωση; «Για εμένα ή για τον Σπύρο Μουστακλή;», ρωτάει. Και για τους δύο. «Εμένα δεν με απασχολεί. Αισθάνομαι ότι έκανα αυτό που έπρεπε, το καθήκον μου. Από εκεί και πέρα, ξέρετε, η επαιτεία συνηθίζεται. Και για τον Σπύρο Μουστακλή δεν θα χρειαζόταν, ούτε για εμένα. Ημαστε και οι δύο, πώς να σας το πω, σίγουροι με τον εαυτό μας, ότι κάναμε αυτό που έπρεπε. Για την πατρίδα μας, για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για την ελευθερία και τη δημοκρατία».
Και πώς νιώθει όταν ακούει σήμερα κάποιον να λέει ότι η χούντα είχε και τα καλά της; «Πρέπει να τα μετρήσουμε δηλαδή;», καταλήγει η Χριστίνα Δημητρακάκη – Μουστακλή. «Το πολίτευμα ήταν δικτατορία. Και αμέσως άρχισε τις συλλήψεις, τα βασανιστήρια, τις εξορίες, τις απολύσεις από τις υπηρεσίες, τους φακέλους, τη στέρηση της ελευθερίας και της ενημέρωσης. Οταν χάνεις την ελευθερία σου, τα δικαιώματά σου, όλα τα άλλα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Μπορεί να υπήρξε κάτι καλό, που οπωσδήποτε θα ήταν πρώτα καλό για τους δικτάτορες, όχι για την πατρίδα, τη δημοκρατία και την ελευθερία. Υπήρχαν περιορισμοί, παρακολουθήσεις και όπως και η πολιτεία, έτσι και η παιδεία και ο πολιτισμός, νομίζω ότι όχι μόνο δεν προχώρησαν, αλλά πήγαν και πίσω».
“Καθημερινή”