Ι. Η φιλοσοφία και η απαξίωσή της
ΤΟΥ Ι. Ν. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ
Καθηγητή Φιλοσοφίας της Τεχνοεπιστήμης στο ΑΠΘ
Όπως μας πληροφορεί ο Πλάτων στην Πολιτεία του, (489a 8-9, 489c 9-10), οι φιλόσοφοι και η φιλοσοφία δεν έχαιραν της εκτίμησης που ουσιαστικά θα τους άρμοζε. Την ανυποληψία βέβαια αυτή της φιλοσοφίας δεν τη χρεώνει ο Πλάτων στην ίδια τη φιλοσοφία, που τη θεωρεί το βέλτιστον επιτήδευμα, αλλά την αποδίδει σε όσους θεωρούν άχρηστη και άχρηστους τη φιλοσοφία και τους αξιόλογους φιλοσόφους, όπως και σε όσους δεν είναι, κατ’ αυτόν, αξιόλογοι ως φιλόσοφοι. Όπως πάντως και να έχει, θα πρέπει δυστυχώς να παραδεχθούμε, ότι η απαξιωτική άποψη, που αρκετοί άνθρωποι έχουν για τη φιλοσοφία δεν έχει σημαντικά αλλάξει στο πέρασμα των αιώνων, και θα τολμούσα να πω, ιδιαίτερα στη χώρα μας, σε αντίθεση μάλιστα με ό,τι σχετικώς πιστεύεται σε άλλες χώρες.
Στην κείμενο αυτό* θα προσπαθήσω κατά πρώτον να φωτίσω και να ερμηνεύσω αυτή τη διαχρονική, ως φαίνεται, απαξίωση και δυσφήμηση ακόμη (ως διαβολή την αναφέρει ο Πλάτων) της φιλοσοφίας, εστιάζoντας σχετικώς την προσοχή μου σε μια ιστορικής, οντολογικής και γνωσιολογικής φύσεως επιχειρηματολογία. Κατά δεύτερον, θα προσπαθήσω να αντικρούσω και να αναιρέσω την απαξιωτική αυτή άποψη για τη φιλοσοφία, καταδεικνύοντας – μέσα από μια διαχρονική όσο και συγχρονική αναφορά και κριτική συζήτηση πολύ χαρακτηριστικών παραδειγμάτων από το πρακτικό πεδίο της πολιτικής, υπό την ευρεία έννοια του όρου, και της οικονομίας – τη διαχρονική αλληλεπίδρασή της με το πνεύμα της εκάστοτε εποχής (Zeitgeist), τον κοινωνικοπολιτικό και γονιμοποιητικό της ρόλο, όσο και τη σημαντική και άκρως καθοριστική συμμετοχή της στα πεδία αυτά, και ευρύτερα στον ανθρώπινο βίο. Το δεύτερο αυτό μέρος της αρθρογραφίας μου θα αναρτηθεί σύντομα, στη φιλόξενη αυτή θέση των “Απόψεων”, σε μια επόμενη ημερομηνία.
Προσπαθώντας να φωτίσω εδώ περισσότερο το γιατί και το πώς αυτής της απαξίωσης, που συχνότατα επίσης θέλει τη φιλοσοφία να εμφανίζεται post eventum, θα υποστηρίξω τα ακόλουθα:
- Αυτό που κατ’ αρχάς γενικώς θα μπορούσε να αναφερθεί είναι ότι συχνά η φιλοσοφία θεωρείται μια άχρηστη ή ακόμη και πολυτελής ενασχόληση μακρυά από τις ανάγκες και τις στοχοθεσίες της ανθρώπινης καθημερινότητας.
Κάνοντας μία ιστορική και φιλοσοφική αναδρομή, θα βοηθούσε εδώ να αναφέρουμε την ανεκδοτολογική, για την εποχή, περίπτωση του Θαλή, που όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πλάτων, καθώς περπατούσε αστρονομώντας – παρατηρώντας δηλαδή ψηλά στον ουρανό τις κινήσεις των άστρων – έπεσε σε ένα πηγάδι, καταλήγοντας, εκτός βέβαια από τη δυσμενή και επικίνδυνη κατάσταση στην οποία βρέθηκε, να γίνει και ο περίγελος μιας νεαρής Θρακιώτισσας υπηρέτριας, που τον χλεύασε λέγοντάς του, ότι ενώ τον ενδιέφερε να μάθει τι γινόταν εκεί ψηλά στον ουρανό, αγνοούσε τι βρισκόταν μπροστά στα πόδια του (Θεαίτητος 174 a-b).
Υπάρχουν ωστόσο, και πολύ χαρακτηριστικές θέσεις φιλοσόφων, που ενταγμένες εντός ενός ευρύτερου, βαθύτερης σημασίας φιλοσοφικού τους έργου, ή αναγκαστικά συνυφασμένες με το πνεύμα της εποχής ή ακόμη και εκφρασμένες πρώιμα, για την εποχή τους – αφού με το χρόνο αναδείχθηκε τελικά η καθοριστική τους, για την εξέλιξη των πραγμάτων, σημασία – μπορούν, άκαιρα ή και αποσπασματικά χρησιμοποιημένες, να οδηγήσουν σε πρόωρες ή επιπόλαιες, μειωτικές αξιολογήσεις της φιλοσοφίας.
Ως δύο τρανταχτά παραδείγματα θα μπορούσαμε εδώ να αναφέρουμε:
-Τον Hegel, που στον Πρόλογο του έργου του “Βασικές Αρχές της Φιλοσοφίας του Δικαίου” (1820), ισχυρίζεται ότι η “[…] η κουκουβάγια της θεάς Μινέρβα [της Αθηνάς] αρχίζει πρώτα με το σούρουπο το πέταγμά της”, δηλαδή μετά την εκδίπλωση της πραγματικότητας, μετά την τέλεση των γεγονότων (post eventum).
H θέση βέβαια αυτή του Hegel δε θα μπορούσε να ξεφύγει από τη
σιγοβράζουσα, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τον όρο, στασιμότητα της εποχής
του, αλλά ίσως ακόμη και από την άποψη του ίδιου του Hegel για το τέλος της
φιλοσοφίας, αφού πλέον αυτή ολοκληρώνεται με το μεγαλοφυές του
φιλοσοφικό σύστημα (βλ. π.χ. “Φαινομενολογία του πνεύματος”, 1807).
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό του 190υ αιώνα, λανθασμένα να βλέπει
ολοκληρωμένη και την εξέλιξη της επιστήμης της Φυσικής.
– Μια άλλη συνηθισμένη αναφορά – που συχνά χρησιμοποιείται απαξιωτικά για
τη φιλοσοφία, που την παρουσιάζει ως ένα θεωρησιακό, εποπτικό λόγο,
αποχωρισμένο από την πράξη, και ξένο επομένως από την πραγματικότητα –
είναι αυτή που σχετίζεται με την 11η Θέση του Μarx για τον Feuerbach,
η οποία υποστηρίζει ότι “Οι φιλόσοφοι έχουν ερμηνεύσει με διαφορετικό
τρόπο τον κόσμο, αυτό που προέχει είναι να τον αλλάξουν”.
Η θέση αυτή του Μarx εντάσσεται στην εδραιωμένη άποψή του για την
ουσιαστική αναγκαιότητα θεωρίας και πράξης και για την εύρεση της
απάντησης που θα έπρεπε να δοθεί στο βασανιστικό ερώτημα της εποχής του,
το “Was tun?”, τι πρέπει δηλαδή να γίνει, πώς πρέπει να μετουσιωθεί η θεωρία
σε πράξη. Ωστόσο, όπως ιστορικά αποδείχθηκε και στην περίπτωσή του, η
φιλοσοφική σκέψη, η θεωρία, είναι αλληλένδετη και οντολογικά
συνυφασμένη με την πράξη, ακόμη και με την πράξη αυτή, που δεν θα
χρειαστεί να γίνει. Άλλωστε, όταν ο πλατωνικός Σωκράτης αναφέρει στην
Πολιτεία, απευθυνόμενος στον Αδείμαντο, ότι οι ναύτες, οι ασθενείς, ή οι
πλούσιοι είναι αυτοί που πρέπει αντίστοιχα να αναζητήσουν τους κυβερνήτες
των πλοίων, τους γιατρούς, ή τους αξιόλογους φιλοσόφους, και όχι
αντιστρόφως, δηλώνει κατά τη γνώμη μου και τον προληπτικό λόγο της
φιλοσοφίας. Έναν λόγο, που έχει ως αποτέλεσμα, αν θυμηθούμε τον Hegel,
να μην αναγκάζει πλέον το πουλι της σοφίας να πετάει το σούρουπο, αφού
η φρόνηση, ας πούμε, ή η σωφροσύνη θα μπορούσαν να έχουν προλάβει
τις δυσάρεστες καταστάσεις, επιτρέποντας άλλες πράξεις να έρθουν στο
προσκήνιο.
-Όσον αφορά, τέλος στη χώρα μας, υπάρχει επίσης μία πολύ ιδιαίτερη,
πολύπλοκη σχέση, μεταξύ αρχαιοελληνικού πολιτισμού, και του ελληνισμού
γενικότερα, με το χριστιανισμό, που δεν έχει ίσως όσο θα έπρεπε μελετηθεί
και φωτιστεί, και που μπορεί ίσως να παίζει κάποιο ρόλο, ο οποίος δεν
επιτρέπει στη χώρα μας να αναγνωρίσει, όσο θα έπρεπε, τη σημασία της
φιλοσοφίας.
-Τέλος, η τόσο αδιανόητα ισχνή παρουσία τής φιλοσοφίας στα
εκπαιδευτικά προγράμματα της Πρωτοβάθμιας και ιδιαίτερα της
Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας μας, ίσως και από άγνοια για το τι
σχετικώς συμβαίνει σε άλλες χώρες, ήδη από το Δημοτικό, και ιδιαίτερα στο
Λύκειο (στην Ιταλία, για παράδειγμα, διδάσκεται επί τρία έτη, αρχίζοντας
από τον Ησίοδο και περνώντας σε Προσωκρατικούς, Σωκράτη, Πλάτωνα,
Αριστοτέλη, και ελληνιστικούς χρόνους, φτάνουν μέχρι τους αποδομιστές στη
σύγχρονή μας εποχή), συμβάλλει επίσης στο να μη χαίρει αυτή της εκτίμησης
που της αρμόζει
Η φιλοσοφία δεν είναι ωστόσο μια περιττή, άχρηστη ή και πολυτελής ακόμη ενασχόληση, ούτε έρχεται πάντα με το σούρουπο. Περί αυτών, πιο αναλυτικά, στο επόμενό μας άρθρο.
__________
*Αποτελεί τροποποιημένη μορφή της διάλεξής μου (4/4/2022) με τίτλο “Στη βάση του βίου, η φιλοσοφία”, στο πλαίσιο του τέταρτου κύκλου διαλέξεων με κύρια θεματική “Φιλοσοφία και καθημερινός βίος” (Διοργανωτές: Ο Δήμος Νέας Φιλαδέλφειας – Νέας Χαλκηδόνας, η Δρ Χρυσάνθη Κεχρολόγου και με συμμετέχοντες το Κέντρο Ερευνών πάνω στο Φαντασιακό, του Α.Π.Θ., και την Ερευνητική Ομάδα Φιλοσοφίας του Ε,Κ.Π.Α.