Του Αλκη Καλλιαντζίδη, Οικονομολόγου, [email protected], www.kalkis.eu
Η σημερινή πολιτική προσέγγιση του συνόλου του τουρκικού πολιτικάντικου συστήματος, με επικεφαλής τον Ερντογάν, «παραπέμπει σε μια πολιτική διαμόρφωση που βίωσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία περισσότερο από έναν αιώνα πριν : δηλαδή τον εθνο-θρησκευτικό τυχοδιωκτισμό, ο οποίος το 1914 ώθησε τον σουλτάνο και τους νεό-Τούρκους υπερεθνικιστές της «Επιτροπής Ένωσης και Προόδου», τότε στην εξουσία, να συμμετάσχουν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των κεντρικών δυνάμεων. Ο στόχος ήταν τότε να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη στα Βαλκάνια όπως και στη Μέση Ανατολή. Αυτή η κίνηση οδήγησε στην ήττα και την κατάρρευση της αυτοκρατορίας. Οι ίδιοι τυχοδιωκτισμοί, οι ίδιες μνησικακίες και τα ίδια μίση, οι ίδιες εθνικιστικές εκφράσεις εκστομίζονται σήμερα από το προεδρικό παλάτι στην Άγκυρα και βρίσκουν μια πραγματική απήχηση στην κοινωνία. Εκ νέου για το χείριστο ;»
Είναι το ρητορικό ερώτημα του νουνεχή Τούρκου πολιτικού επιστήμονα στο ακόλουθο άρθρο γνώμης που ο γράφων είχε την τιμή να μεταφράσει από τα γαλλικά.
«Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πέτυχε τον στόχο του : να δημιουργήσει μια εθνικιστική κλιμάκωση»
(Recep Tayyip Erdogan a atteint son objectif : créer une surenchère nationaliste)
Του Ahmet Insel, Τούρκου οικονομολόγου και πολιτικού επιστήμονα
Tribune, ηλεκτρονικός Le Monde, 22-9-2020.
Οι εδαφικές αξιώσεις του Τούρκου προέδρου εντάσσονται μέσα σε έναν τουρκικό εκδικητισμό έναντι της Ευρώπης και της Δύσης.
«Κλείνουμε την παρένθεση που άνοιξε πριν από δύο αιώνες!» Αυτή η δήλωση ακούγεται συχνά στο περιβάλλον του Ερντογάν, του ισχυρού ανδρός της «νέας Τουρκίας». Εάν ο ενδιαφερόμενος δεν είπε αυτήν την φράση, ο ίδιος συμμερίζεται το ίδιο συναίσθημα, αυτός που διαμορφώθηκε στα νιάτα του από τους ιδεολόγους του ισλαμιστικού εθνικισμού, του οποίου ο εκπεφρασμένος στόχος ήταν πάντοτε να εκδικηθεί τους «δυτικιστές» και, κατ’επέκταση, τη Χριστιανική Δύση.
Ο Ερντογάν και το κόμμα του, το AKP, ήρθαν στην εξουσία το 2002 με μια εντελώς διαφορετική ατζέντα :
@ τη δημοκρατική εξομάλυνση,
@ την οικονομική ανάπτυξη,
@ την απελευθέρωση από τα δεσμά που επέβαλε ο εθνικιστικός κι ο κοσμικός αυταρχισμός της αστικής και στρατιωτικής γραφειοκρατίας, και
@ την ταχεία ένταξη της Τουρκίας. στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Μετά από σχεδόν 18 χρόνια στην εξουσία, το «αφεντικό-rais», όπως τον αποκαλούν οι υποστηρικτές του, κατάφερε να μεταμορφώσει ριζικά το κράτος και να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στα χέρια του, τουλάχιστον τυπικά.
«Το Κράτος του Ερντογάν» κυβερνά μια κοινωνία σε μεγάλο βαθμό αποπροσανατολισμένη από μια χαοτική πολιτική και από μια οικονομική κρίση που επιδεινώθηκε από την επιδημία Covid-19. Ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας υποδαυλίζει έναν εκδικητισμό με δυο όψεις :
@ ενάντια στην κεμαλική «παρένθεση» του αυταρχικού μοντερνισμού και
@ ενάντια στη Δυτική Ευρώπη, η οποία ακολουθεί «τα σχέδια των σταυροφόρων και των αποικιοκρατών». Αυτή είναι η ραχοκοκαλιά της νέας συμμαχίας που έχει δημιουργηθεί μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016.
Μια παράλυτη αντιπολίτευση
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ερμηνεύσουμε την απροσδόκητη αλλαγή του στάτους της Συνθήκης της Λωζάννης στους λόγους της τουρκικής εξουσίας. Υπογεγραμμένη το 1923 ως ιδρυτική πράξη της ανεξάρτητης μετα-Οθωμανικής Τουρκίας, ακύρωσε τη Συνθήκη των Σεβρών του 1920, η οποία διαμοίραζε ένα μεγάλο μέρος του εδάφους μεταξύ των συμμαχικών δυνάμεων, της Αρμενίας και ενός υποθετικού Κουρδιστάν.
Η Τουρκία ήταν η μοναδική χώρα μεταξύ των ηττημένων του μεγάλου πολέμου που αμφισβήτησε με τα όπλα το «δικτάτο-υπαγόρευση» των συμμάχων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αυτή η συνθήκη γιορταζόταν μέχρι πρόσφατα ως η πραγματοποίηση της νίκης που κέρδισε ο Μουσταφά Κεμάλ, ιδρυτής της Δημοκρατίας, έναντι των δυτικών δυνάμεων. Για τον Ερντογάν, αυτό το κείμενο είναι πλέον το σύμβολο μιας ήττας, της απώλειας οθωμανικών εδαφών, συμπεριλαμβανομένης της σειράς των ελληνικών νησιών κατά μήκος των τουρκικών ακτών, καθώς και των πόλεων της Μοσούλης και του Κιρκούκ, στο Ιράκ, και Βόρεια Συρία.
Ήταν ταμπού να μιλήσεις για την αναθεώρηση αυτής της συνθήκης. Στο εξής, μια σειρά συνταξιούχων στρατηγών διακήρυξαν την ανάγκη για αυτό και έγιναν οι ήρωες της «γαλάζιας πατρίδας» – ένα σχέδιο που διεκδικεί μια τουρκική υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο Πέλαγος. Η εθνικιστική ακροδεξιά χειροκροτεί και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το CHP (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, που ιδρύθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ), υποστηρίζει επίσης, αν και πιο δειλά, αυτήν την διεκδίκηση. Έτσι, σε απάντηση στον Μακρόν, ο Bülent Kuşoğlu, αντιπρόεδρος του CHP, δήλωσε στις 11 Σεπτεμβρίου 2020 ότι, για το κόμμα του, «δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του τουρκικού λαού και της κυβέρνησης του Ερντογάν, όταν πρόκειται για ένα εθνικό ζήτημα». Ο Ερντογάν πέτυχε τον στόχο του : να δημιουργήσει μια εθνικιστική κλιμάκωση, να παραλύσει την αντιπολίτευση και να την καταστήσει ουραγό του (να την καπελώσει).
Τυχοδιωκτισμός και μνησικακίες
Σε τελική ανάλυση, δεν έχει η Τουρκία, πολύ φτωχή σε ενεργειακούς πόρους, το δικαίωμα, όπως και άλλες χώρες, να ανησυχεί για την ενεργειακή της ασφάλεια; Και μπορούμε να εφαρμόσουμε μηχανιστικά τη συμφωνία του ΟΗΕ του 1982 για τον καθορισμό των συνόρων των αποκλειστικών θαλάσσιων οικονομικών ζωνών στις ακτές του Αιγαίου, χωρίς αμοιβαίες παραχωρήσεις από δύο παραθαλάσσιες χώρες για τον ισχυρισμό τους;
Σε αυτό το πλαίσιο, οι λεκτικές κονταρομαχίες των δυτικών ηγετών με τον Τούρκο πρόεδρο, όπως αυτές του Μακρόν, ή οι επιδείξεις δύναμης χωρίς συνέπεια μάλλον ρίχνουν νερό στον μύλο του αυτάρχη της Άγκυρας. Τον κάνουν πιο δημοφιλή με το εκλογικό σώμα του, και ακόμη πιο πέρα από αυτό. Επικεφαλής μιας μεσαίας περιφερειακής δύναμης, ο Ερντογάν κατανοεί πάνω απ ‘όλα τον συσχετισμό δυνάμεων και γνωρίζει τα όρια των μέσων που διαθέτει. Γι ‘αυτό είναι δύσκολο να γνωρίζουμε, αν ήταν η στρατηγική διαλόγου της Άνγκελα Μέρκελ ή η στρατηγική πυγμής του Μακρόν που τον οδήγησε να ανοίξει εν μέρει την πόρτα για μια συζήτηση με την Ελλάδα. Η απειλή των σταδιακών οικονομικών κυρώσεων της ΕΕ πρέπει επίσης να τον ώθησε να ηρεμήσει το παιχνίδι, αφήνοντας τους συμμάχους του να συνεχίσουν την επεκτατική κλιμάκωση.
Από το 2016, ο Ερντογάν και το AKP μπόρεσαν να σχηματίσουν μια πλειοψηφία χάρη στη συμμαχία τους με τους ακροδεξιούς υπερεθνικιστές. Οι υπερεθνικιστές κοσμικοί ή Κεμαλιστές έχουν ενταχθεί σε αυτήν τη συμμαχία από τότε που έγινε η τουρκική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία. Χωρίς να συμμετέχουν άμεσα στην κυβέρνηση του Ερντογάν, αυτά τα δύο ρεύματα συμπληρώνουν και ενισχύουν τον ισλαμο-εθνικισμό που υποστηρίζει ο Ερντογάν.
Τούτο παραπέμπει σε μια πολιτική διαμόρφωση που βίωσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία περισσότερο από έναν αιώνα πριν, δηλαδή : στον εθνο-θρησκευτικό τυχοδιωκτισμό, ο οποίος το 1914 ώθησε τον σουλτάνο και τους νεό-Τουρκους υπερεθνικιστές της «Επιτροπής Ένωσης και Προόδου», τότε στην εξουσία, να συμμετάσχουν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των κεντρικών δυνάμεων. Ο στόχος ήταν τότε να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη στα Βαλκάνια όπως και στη Μέση Ανατολή. Αυτή η κίνηση οδήγησε στην ήττα και την κατάρρευση της αυτοκρατορίας.
Οι ίδιοι τυχοδιωκτισμοί, οι ίδιες μνησικακίες και τα ίδια μίση, οι ίδιες εθνικιστικές εκφράσεις εκστομίζονται σήμερα από το προεδρικό παλάτι στην Άγκυρα και βρίσκουν μια πραγματική απήχηση στην κοινωνία.
Εκ νέου για το χείριστο ;