Δρ. Κων/νος Αποστόλου-Κατσαρός*
Σε μία εξαιρετική ανάλυση του κ. Ιωάννη Θεοδωράτου (Με το κλειδί της Ιστορίας, 03/08/2021) γίνεται αναφορά στον κίνδυνο που διατρέχει η Τουρκία να αυτοεγκλωβιστεί στην «παγίδα του Θουκυδίδη». Ο αμυντικός αναλυτής εκτιμά ότι η Τουρκία διαπράττει το μοιραίο λάθος να αυξάνει το αποτύπωμά της (υπερεπέκταση) ενώ ταυτόχρονα κάνει άλματα στην αμυντική βιομηχανία (ειδικά στην τεχνολογία των UAV) εισερχόμενη σε «ξένα χωράφια» γεγονός που εν τέλει θα προκαλέσει τη «νέμεση»…
Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή. Τον όρο «παγίδα του Θουκυδίδη» χρησιμοποίησε πρώτος ο Γκράχαμ Άλισον σε ανάλυσή του υπό τον τίτλο «Η Παγίδα του Θουκυδίδη: Μήπως οι ΗΠΑ και η Κίνα οδηγούνται σε Πόλεμο;» (The Atlantic, 24/09/2015). Η θεωρία του Άλισον είναι εμπνευσμένη από την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου που συνέγραψε ο Θουκυδίδης. Τον 5ο αιώνα π.Χ. η Σπάρτη (εν προκειμένω οι ΗΠΑ) έβλεπε την ηγεμονία της να απειλείται από την Αθήνα (σσ. η Κίνα), οπότε επέλεξε τον πόλεμο για να ανακόψει τις αθηναϊκές βλέψεις, και τελικά το πέτυχε. Ο Άλισον παραθέτει 16 αντίστοιχα ιστορικά παραδείγματα, 12 εκ των οποίων κατέληξαν σε πολεμική αναμέτρηση/αιματοκύλισμα.
Το ερώτημα βέβαια είναι κατά πόσον οι ΗΠΑ νιώθουν ότι απειλούνται από τις ηγεμονικές βλέψεις της Τουρκίας. Η απάντηση ίσως να κρύβεται σε παλαιότερη δήλωση του Χένρυ Κίσσινγκερ (The Wall street Journal, 12/10/2011) ο οποίος μεταξύ άλλων ανέφερε ότι «μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, η Τουρκία μπορεί να υποκαταστήσει σημαντικό μέρος του κενού που άφησαν οι ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή, αρκεί να μη θίξει τα ζωτικά συμφέροντα της Ουάσινγκτον». Μετά από 10 χρόνια, βλέπουμε αυτόν τον στρατηγικό σχεδιασμό να υλοποιείται, και ο κύριος λόγος είναι ότι οι ΗΠΑ επιχειρούν να ανασυντάξουν δυνάμεις μειώνοντας το αποτύπωμά τους στην εν λόγω περιοχή, ώστε να επικεντρωθούν στην αντιμετώπιση της αναδυόμενης κινεζικής απειλής. Οι λεγόμενες «συμφωνίες του Αβραάμ» εκτός της δημιουργίας κοινού μετώπου εναντίον του Ιράν, εντάσσονται στην ίδια στρατηγική, αφού δημιουργούν το κατάλληλο κλίμα συνεργασίας μεταξύ χωρών (Ισραήλ, ΗΑΕ, Μπαχρέιν, Σουδάν) που μέχρι πρότινος ήταν δηλωμένοι αντίπαλοι και άρα η αμερικανική παρουσία στην περιοχή θα είναι μελλοντικά λιγότερο αναγκαία.
Όσον αφορά στην Τουρκία, αποτελεί τον ιδανικό τοποτηρητή για θρησκευτικό-πολιτικούς λόγους, και επομένως οι επεκτατικές της βλέψεις όχι μόνο δεν συνιστούν απειλή για τις ΗΠΑ, αλλά αντιθέτως συναποτελούν κομμάτι της αμερικανικής αρχιτεκτονικής ασφάλειας για την ευρύτερη Μέση Ανατολή, τη Β. Αφρική και τη Μεσόγειο. Στην ουσία πρόκειται για αναβίωση του «δόγματος Νίξον», σύμφωνα με το οποίο εξοικονομούνται σημαντικοί πόροι με την ανάδειξη «ελεγχόμενων» τοποτηρητών.
Επανερχόμενοι στη δήλωση Κίσσινγκερ, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο σημείο που αναφέρει ότι η Τουρκία επ’ ουδενί λόγω δεν πρέπει να «θίξει τα ζωτικά συμφέροντα της Ουάσινγκτον». Επ’ αυτού διερωτόμαστε, μήπως τα αμερικανικά «ζωτικά συμφέροντα» θίγονται από την τουρκική στρατιωτική τεχνολογία και δη την τεχνολογία των UAV; Για τους παροικούντες, είναι γνωστή η βαρύτητα που δίνει η αμερικανική γραφειοκρατία αλλά και το Κογκρέσο σε τέτοιου είδους ζητήματα. Προς επίρρωση αυτού άλλωστε ήρθε και η επιστολή διαμαρτυρίας 28 μελών της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων σύμφωνα με την οποία ζητούν την διακοπή κάθε είδους αρωγής στο πρόγραμμα κατασκευής UAV της Τουρκίας. Η επιστολή κοινοποιήθηκε στον αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν στις 10 Αυγούστου 2021 (Καθημερινή, 12/08/2021). Χαρακτηριστική είναι η δήλωση ενός από τους αμερικανούς Βουλευτές που ανέλαβε την πρωτοβουλία, ο οποίος είπε: «Από καιρό έχουμε δώσει στην Τουρκία πρόσβαση σε κορυφαίου επιπέδου στρατιωτική τεχνολογία. Είναι όμως επιτακτικό η χρήση της αμερικανικής τεχνολογίας να είναι συμβατή με τα αμερικανικά συμφέροντα, τις αξίες και τις συμμαχίες», ενώ ταυτόχρονα ζητά από τον Α. Μπλίνκεν «να διερευνήσει εάν το πρόγραμμα των τουρκικών UAV παραβιάζει την αμερικανική νομοθεσία ή αποσταθεροποιεί περιοχές στις οποίες έχουν εθνικά συμφέροντα ασφαλείας».
Οι φόβοι των αμερικανών για τις συνέπειες της περαιτέρω ανάπτυξης των τουρκικών UAV (αυτονομία, ωφέλιμο φορτίο, εμβέλεια, συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου κλπ) αποτυπώνονται πλέον και σε αναλύσεις Μέσων όπως η Wall Street Journal (03/06/2021), όπου προειδοποιούν ότι «Χαμηλού κόστους οπλισμένα τουρκικά Drones, αλλάζουν τα πεδία μάχης και τη γεωπολιτική». Η αλήθεια είναι ότι η Τουρκία μελέτησε, αντέγραψε και εφαρμόζει σχεδόν κατά γράμμα το «δόγμα Ράμσφελντ» εργαλειοποιώντας μισθοφόρους (σσ. Σύριους τζιχαντιστές) σε συνδυασμό με τις ειδικές της δυνάμεις, τις μυστικές υπηρεσίες και τα UAV, μειώνοντας τις πιθανές απώλειες και βελτιώνοντας τον βαθμό επιτυχίας σε σχέση με τις συμβατικές επιχειρήσεις. Αυτό όμως αυξάνει ενοχλητικά τη γεωστρατηγική της αξία/βαρύτητα, αφού της επιτρέπει να ενεργεί περισσότερο αυτόνομα από όσο επιθυμεί η Αμερική, με ότι αυτό συνεπάγεται. Επιπροσθέτως, η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η εγχώρια αμυντική της βιομηχανία καλύπτει πλέον το 70% (Stratfor, 07/11/2019) των στρατιωτικών της αναγκών, από το 20% που κάλυπτε πριν από 15 χρόνια, και σίγουρα αυτό οι Αμερικανοί το λαμβάνουν υπόψη πολύ σοβαρά.
Υπό αυτό το πρίσμα, η επιτυχία της γείτονος, συνδυάζοντας αφ’ ενός τις σύγχρονες επιχειρησιακές τακτικές και αφ’ ετέρου την εξέλιξη της στρατιωτικής τεχνολογίας, την φέρνει αντιμέτωπη με την «παγίδα του Θουκυδίδη» με απρόβλεπτες συνέπειες για την ίδια, πολύ πιο οδυνηρές από αυτές που υπέστη μετά την αγορά των S-400. Αυτό βέβαια επ’ ουδενί λόγω δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει την πολυτέλεια να αναμένει με τα χέρια σταυρωμένα την Τουρκία να κάνει το επόμενο λάθος, ευελπιστώντας εντωμεταξύ ότι κάποια στιγμή θα την «συνετίσουν».
Οι περισσότεροι αναλυτές διαπιστώνουν ότι ο αείποτε εχθρός του έθνους εκτός του ότι επιχειρεί να ληστέψει τον εθνικό μας πλούτο, προσπαθεί ταυτόχρονα να μας υποδουλώσει γεωπολιτικά και γεωοικονομικά (φινλανδοποίηση) για να αναλάβει ρόλο επικυρίαρχης δύναμης στην μείζονος σημασίας περιοχή μας. Και επειδή βρισκόμαστε στο τελικό στάδιο υλοποίησης αυτού του σχεδίου, οφείλουμε να προβάλλουμε ισχυρές αντιστάσεις απεμπολώντας τις διαχρονικές μας παθογένειες, την εσωστρέφεια, τον πασιφισμό, το να εμμένουμε στον ρόλο του «γεωπολιτικού κομπάρσου» και του «προβλέψιμου συμμάχου» που όλοι θεωρούν δεδομένο αλλά κανείς δεν σέβεται, πολλώ δε μάλλον, φοβάται. Με έναν γείτονα που καιροφυλακτεί πασχίζοντας διαχρονικά να μας βλάψει, είμαστε άξιοι της μοίρας μας εάν ανάγουμε σε «στρατηγική» το να ελπίζουμε ότι οι άλλοι θα κάνουν τη δουλειά μας προασπίζοντας τα δικά μας εθνικά δίκαια…
*Ειδικός τεχνικός σύμβουλος. Διετέλεσε λέκτορας και επιστημονικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο του Μπράιτον της Βρετανίας, από το οποίο κατέχει διδακτορικό και μεταπτυχιακό τίτλο.