Του Παντελή Σαββίδη
Μετά το 1922 η χώρα δεν πηγαίνει καλά με μια μικρή αναλαμπή από το 1928-32, την τελευταία περίοδο του Βενιζέλου, οπότε και ξαναμπήκε στο διεθνές γίγνεσθαι.
Μάλλον, εκείνο που φταίει είναι η έλλειψη ικανών πολιτικών ανδρών σε συνδυασμό με την απουσία μιας εθνικής αστικής τάξης που δεν κατόρθωσε, παρά στιγμιαία, να δημιουργήσει το ελληνικό έθνος. Αντιθέτως, η Τουρκία, παίζοντας κατάλληλα το χαρτί των εκβιασμών και των απειλών, χωρίς πάντα να είναι αποφασισμένη να τις υλοποιήσει, καταφέρνει και κερδίζει στον μακρύ αναθεωρητικό κατάλογο που συνέταξε από την επομένη της Λωζάννης.
Ή, μάλλον, νωρίτερα. Η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση δεν τελείωσε με την ήττα στην Μικρά Ασία. Συνεχίσθηκε αμέσως μετά και ενόσω στα Μουδανιά συνεκλήθη στρατιωτική σύσκεψη ανακωχής στις 20 Σεπτεμβρίου/3 Οκτωβρίου 1922.
Παρόλο που Γάλλοι και Ιταλοί είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα από τον πόλεμο, ήδη, και οι Βρετανοί βρίσκονταν σε αδύναμη θέση υπερασπιζόμενοι τα Στενά, για τον εαυτό τους, όχι για την Ελλάδα, ο Κεμάλ δεν ήθελε να έρθει σε αντιπαράθεση με τα βρετανικά στρατεύματα. Απειλούσε, όμως, και πέτυχε την άνευ όρων παράδοση της Ανατολικής Θράκης. Και στην Λωζάννη επιχείρησε να εφαρμόσει την ίδια μέθοδο για τη Δυτική Θράκη αλλά υποχώρησε μετά την αποφασιστικότητα της ελληνικής πλευράς με τον στρατό του Έβρου.
Αυτή η τακτική έγινε παράδοση στην νεότερη τουρκική ιστορία και εφαρμόζεται, επιτυχώς, από τους διαδόχους του Κεμάλ.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η απειλή casus belli, σε περίπτωση που η Ελλάδα ασκήσει κυριαρχικό δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα μέχρι τα 12 μίλια κάτι που έχουν πράξει όλα τα παράκτια κράτη στον κόσμο. Παρά την απειλή, οι ελληνικές κυβερνήσεις ακολουθούν μια πολιτική συνεχούς κατευνασμού της Τουρκίας με άδηλη κατάληξη.
Συμπαραστέκεται σε αυτήν την πολιτική ολόκληρο το αθηναϊκό σύστημα που ενώ είναι μειοψηφία και στην πολιτική και στην κοινωνία καταφέρνει με την λαϊκή χειραγώγηση να νέμεται την εξουσία.
Δεν είναι, απλώς, μια αναξιοπρεπής αθηναϊκή στάση αλλά και μια αναγνώριση ότι η Ελλάδα είναι χώρα περιορισμένης κυριαρχίας και απολύτως εξαρτημένη. Και η εξάρτησή της, δυστυχώς, για όσους γνωρίζουν πίσω από το παραβάν, δεν είναι μόνο από τις ΗΠΑ. Είναι και από την Ε.Ε. αλλά αυτό ως ένα βαθμό θεωρείται φυσικό. Εκείνο, όμως, που δεν γίνεται αντιληπτό είναι πως βασικές λειτουργίες του κράτους πρέπει να εγκριθούν ακόμη και από το Ισραήλ και, τελευταία, τον ρόλο του κηδεμόνα διεκδικεί και η Τουρκία. Η απαίτησή της να ερωτηθεί για τα Θαλάσσια Πάρκα και οι ακατανόητες δηλώσεις ενός έμπλεου από φοβικό σύνδρομο υπουργού εξωτερικών αποκαλύπτουν πως όχι, μόνο, απαιτεί αλλά η απαίτησή της γίνεται ασμένως αποδεκτή.
Πρόκειται για μια παρωδία κράτους που διολισθαίνει από το κακό στο χειρότερο με σημαντικό μέρος του ελληνικού λαού να επιδοκιμάζει αυτήν την υποχωρητικότητα, δήθεν για να αποφύγει τον πόλεμο. Αλλά η υποχωρητικότητα είναι η πιο ασφαλής μέθοδος που οδηγεί στον πόλεμο. Κάποια στιγμή οι τουρκικές απαιτήσεις δεν θα μπορούν να γίνουν αποδεκτές και, τότε, αδύναμοι και περιφρονημένοι θα οδηγηθούμε στο μοιραίο.
Δεν έχει γίνει συνείδηση ούτε στην κοινή γνώμη, ούτε στους ανθρώπους που διαμορφώνουν την κρατική πολιτική (αν υπάρχει κάτι τέτοιο) ότι η Τουρκία έχει τρία είδη συμπεριφοράς, αναλόγως, των περιστάσεων.
Έχει ολοκληρωμένα σχέδια κατά της Ελλάδας και του ελληνισμού αλλά περιμένει την κατάλληλη στιγμή να τα εφαρμόσει. Τα σχέδια εξόντωσης του ελληνισμού της Πόλης και της απέλασής του παρόλο που είχε το καθεστώς των μη ανταλλάξιμων (établi), είχαν καταστρωθεί το 1957 αλλά εφαρμόσθηκαν το 1964 όταν η Ελλάδα βρισκόταν σε εσωτερική ρευστότητα και με αδύναμες διεθνείς συμμαχίες. Και η Τουρκία επικαλέστηκε, προσχηματικά, τα γεγονότα στην Κύπρο για να τονώσει το φρόνιμα του πληθυσμού της.
Φέτος συμπληρώνονται 60 χρόνια από εκείνον τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Πόλης χωρίς το ελληνικό κράτος, τότε, να αντιδράσει. Αυτή είναι η διαχρονική τραγωδία του ελληνισμού. Μετά το 1922 εγκαταλείφθηκε κάθε προσπάθεια υποστήριξής του. Η πικρία των Ελλήνων της Πόλης καταγράφηκε πριν λίγες ημέρες σε εκδήλωση που έγινε στην Καλαμαριά. Έλληνες που έζησαν τα γεγονότα τα εξιστόρησαν με τραγικό τρόπο και από τις αφηγήσεις τους ανέδειξαν και την αδιαφορία του ελληνικού κράτους. Είναι χαρακτηριστικό, όπως είπε μια από τις Πολίτισες που εξιστορούσαν την περιπέτειά τους, πως οι τούρκοι είχαν σταματήσει τις απελάσεις για ένα διάστημα όταν η Ελλάδα αντέδρασε με την απέλαση ενός μικρού αριθμού τουρκογενών από τα Δωδεκάνησα αλλά η Αθήνα δεν συνέχισε. Εγκατέλειψε τον ελληνισμό της Πόλης ή τον συσσώρευσε στην μικροελλαδική της λογική.
Το συμπέρασμα από την παρακολούθηση της συμπεριφοράς της Τουρκίας είναι πως η ηγεσία της γειτονικής χώρας, διαχρονικά, επιτίθεται στην Ελλάδα όταν την βρει αδύναμη και διχασμένη, την φοβάται όταν είναι ισχυρή στρατιωτικά, οικονομικά και κοινωνικά και αναζητά ήρεμα νερά όταν έχει [η Τουρκία] εσωτερικά προβλήματα ή επιδιώκει ανοίγματα προς την Δύση, ή φοβάται τις εξελίξεις στον περίγυρό της. Όπως σήμερα.
Η ανταπόκριση του Κεμάλ στην πρόταση Βενιζέλου για ελληνοτουρκική προσέγγιση έγινε λόγω του φόβου που διακατείχε τον τούρκο ηγέτη από τις πιθανές εξελίξεις. Κατά την διάρκεια της προσέγγισης έγινε προσπάθεια για ένα είδος ελληνοτουρκικού αμυντικού συμφώνου που έμεινε, μόνο, στις πολιτικές προθέσεις. Στο σύμφωνο περιλαμβανόταν όρος να μην επιτρέψει η μια χώρα την διέλευση από το έδαφός της δύναμης που θα ήθελε να επιτεθεί στην άλλη. Η Τουρκία είχε λόγους να ανησυχεί. Στην Ελλάδα δεν επρόκειτο να επιτεθεί καμιά χώρα που θα έπρεπε να διέλθει από το έδαφος της Τουρκίας.
Τον ίδιο φόβο είχε και ο Βενιζέλος και αυτή ήταν η κύρια αιτία που επεδίωξε την σύγκλιση με την Τουρκία. Ανησυχούσε από τον αναθεωρητισμό της Βουλγαρίας η οποία δεν αποδεχόταν την Συνθήκη του Νεϊγύ.
Η Τουρκία όπως έχει δομηθεί, με τα ιδεολογήματα για το αήττητο του τουρκικού στρατού και για την υπερηφάνεια του να είναι κανείς τούρκος, είναι ανελαστικό κράτος. Δεν μπορεί να αντέξει μια ήττα. Γι αυτό είναι ιδιαίτερα προσεκτική.
Εν κατακλείδι, είναι λάθος η πολιτική άνευ όρων ανοίγματος προς την Τουρκία. Η Τουρκία για να σεβαστεί την Ελλάδα και να αναδιπλωθεί από τις αναθεωρητικές απαιτήσεις της πρέπει να αισθανθεί αντίσταση. Δεν καταλαβαίνει από καλές προθέσεις. Νοιώθει, μόνο, την δύναμη του αντιπάλου της.
Αλλά στην Αθήνα το παρακμιακό σύστημα (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, οικονομικοί παράγοντες, πνευματική ελίτ) δήλωσε δεδομένο. Σε τί;
Επανερχόμαστε σε γεγονότα ,για τα οποία έχει αποφανθεί η Ιστορία τελεσιδίκως -κατά πως στις δικαστικές υποθέσεις -.
Εννοώ την πρώτη καταστροφή στην Μικρά Ασία και την δεύτερη -που συνέτριψε την γεωπολιτική θέση της Ελλάδος -στην Ανατολική Θράκη. Ας θυμηθούμε δηλώσεις , ομιλίες επιστολές.
”Η καταστροφή ,έγραψε ο Ελευθέριος Βενιζέλος , εξεταστέον αν δεν είναι μεγαλυτέρα και από την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως”.
” Η Μικρασιατική περιπέτεια, δήλωνε το 1957 στον ΟΗΕ ο τότε ΥΠΕΞ Ευάγγελος Αβέρωφ , στην οποίαν προσεκλήθημεν όπως συμμετάσχωμεν υπό της Αγγλίας , Γαλλίας και Ιταλίας ήτο πόλεμος συμμαχικής κατακτήσεως . Δεν ήτο ελληνικός πόλεμος.
Και οφείλεται στο ευρύτερο παιχνίδι ανακατατάξεως των σφαιρών επιρροής μετά των Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Δυτική Ασία.
Κυρίως δε των πετρελαίων της Μοσσούλης από τους Άγγλους μπροστά στην εθνική αφύπνιση Τούρκων και Αράβων .
Γεγονός που δεν εκτίμησαν όσο και όπως έπρεπε οι Έλληνες πολιτικοί.”(λέγε με Βενιζέλο).
(Υπεύθυνοι της εθνικής καταστροφής μόνο οι έξι που εκτελέσθηκαν στο Γουδί;;;).
Έγραψε ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος λίγο πριν τον μαρτυρικό του θάνατο προς τον Βενιζέλο.
” Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας ,το Ελληνικό κράτος ,αλλά και σύμπαν το Ελληνικό έθνος κατεβαίνει πλέον εις τον Άδη ….της αφαντάστου ταύτης καταστροφής.
Βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί σας εχθροί , πλην και υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος”.
Για την ΘΡΑΚΗ μας .
Την μεν Ανατολική την εγκαταλείψαμε αμαχητί μετά την Συμφωνία των Μουδανιών ,-παρότι είχαμε τον Πάγκαλο με την Στρατιά του Έβρου εκεί-την δε Δυτική ,- που την κατείχαν οι σύμμαχοι Γάλλοι -.μας την παρέδωσαν στις 14 Μαϊου 1920, δηλαδή προ της Συμφωνίας της Λωζάνης του 1923.
Καλά δεν μπορούμε να απορούμε για τους διωγμούς των Ρωμιών από την Τουρκία σε κάθε αφορμή που δίνεται από Ελλάδα και Κύπρο όταν το 1992 υπέγραψε η νικημένη Ελλάς και την πρωτοφανή για τα μέχρι τότε διεθνή δεδομένα ανταλλαγή των πληθυσμών-κάπου 1.500.000 Ελλήνων και 350.000 Τούρκων-
Οι απαιτήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο ουσιαστικά ξεκίνησαν το 1974 μετά την εισβολή της Κύπρου , γιατί κέρδισε μεν εκεί ,αλλά άρχισε να ανησυχεί όταν στρατιωτικοποιούνταν με ταχείς ρυθμούς τα νησιά του Αιγαίου , από τα οποία αισθάνεται -και δέχεται- ασφυκτικό κλοιό , ειδικά μετά την ισχύ του Δικαίου της Θάλασσας και των προνοιών του ΙCΑΟ για τον εναέριο έλεγχο του.
Από του 1995 χρησιμοποιεί την ”διπλωματία της απειλής” με το casus beli ,αλλά δεν επεμβαίνει και αρκείται να επωφελείται από λάθη μας -όπως στα Ίμια το 1996 , την Μαδρίτη το 1997 και το Ελσίνκι το 1999 και λογικά είναι να περιμένει και άλλα λάθη μας για να κερδίσει χωρίς πόλεμο αυτά που θέλει ή να αποφύγει αυτά που φοβάται.
Και εμείς λογικό είναι να εξοπλιζόμαστε -δεν επενδύουμε όμως πολύ στο ηθικό και το εθνικό φρόνημα-και αναμενόμενο είναι -να πολεμήσουμε από τον Έβρο μέχρι την Κύπρο αν αποφασίσει να διεκδικήσει επί του πεδίου όσα σχεδιάζει .
ΧΩΡΙΣ ΠΟΛΕΜΟ Ή ΧΩΡΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΜΟΔΙΑ ΔΙΕΘΝΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΡΕΙ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ Η ΤΟΥΡΚΙΑ. ΑΜΦΙΒΑΛΛΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ;;;.
Καμιά Ελληνική κυβέρνηση ,καμιά Ελληνική Βουλή και κυρίως κανένας Έλληνας δεν είναι δεδομένος για νέες παραχωρήσεις.
ΚΑΙ ευτυχώς δεν επιδιώκουν ΤΏΡΑ οι Σύμμαχοί μας την καταστροφή της Τουρκίας, όπως το 1919 οι τότε Σύμμαχοί μας την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μας έστειλαν πρώτα στην Ουκρανία και μετά στη Σμύρνη ”να τους εκπροσωπήσουμε” στον πόλεμο ,ίσως και για να γλυτώσουν από εμάς στις ρυθμίσεις για τα μοναδικά σε γεωπολιτική σημασία Στενά των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου -όπως και έγινε -.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ.
1922 αντί 1992 για την Συμφωνία ανταλλαγής των πληθυσμών-απολογούμαι-.
“η ηγεσία της γειτονικής χώρας, διαχρονικά, επιτίθεται στην Ελλάδα όταν την βρει αδύναμη και διχασμένη”
Όχι πάντα, κ. Σαββίδη. Δεν το έπραξε το 2015, όταν ο Σύριζα έφτασε την Ελλάδα ένα βήμα από τον όλεθρο.
Θα μπορούσε κάλλιστα να δημιουργήσει θερμά επεισόδια (όχι ένα… περισσότερα) ταυτόχρονα σε βραχονησίδες, Έβρο κλπ, αλλά για καλή μας τύχη δεν ήθελε – προδήλως – κάτι τέτοιο.
Εδώ ήμασταν και τα θυμόμαστε.
Δεν το έπραξε το 2015, γιατί είχε οδηγίες να περιμένει τη σειρά της, μετά τη Μακεδονία.
Μια παραδομένη σε μια μικρή, ελάχιστη χώρα όπως η FYROM, Ελλάδα, θα ήταν ακόμα πιο εύκολη λεία στις “διαπραγματεύσεις” με την μεγάλη Τουρκία.
Πιθανόν να έχετε δίκιο.
Κάνε με προφήτη να σε κάνω πλούσιο, που λένε.
“τους Τούρκους τους πετάξαμε, τον ραγιά δεν ξέρω πότε θα πετάξουμε” λέει ο Μύθος ότι το είχε πει ο Κοτρόνης