28 ΙΟΥΛΙΟΥ 2024
Αφιερωμένο στην 70ή επέτειο του «ποτέ» της 28ης Ιουλίου 1954
Εδώ και δεκαετίες, οι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν προγραμματιστεί να εκφράζονται με τρόπους που συνάδουν με το σκεπτικό, τη νοοτροπία και τη φρασεολογία των Βρετανών και των Τούρκων, δηλαδή των πρώην αποικιακών ηγεμόνων όλης της Νήσου Κύπρου και όχι μόνο. Αυτό αποδεικνύεται από τη συχνότητα με την οποία οι πολίτες μιλούν για «το κυπριακό πρόβλημα».
Αυτός ο όρος δεν είναι πάρα ένα κατασκεύασμα της βρετανικής και τουρκικής διπλωματίας, που εξυπηρετεί τα συμφέροντα του Ηνωμένου Βασιλείου και της Τουρκίας. Από τη μια αποσύρει την προσοχή από τα κυρίαρχα κράτη που ευθύνονται για την αποικιοκρατία, τη νεο-αποικιοκρατία, τον «δικοινοτικό» διαχωρισμό, την κατοχή, την εκμετάλλευση και ούτω καθεξής. Από την άλλη, ξεφτιλίζει τα θύματα αυτών των βλαβερών φαινομένων. Ωστόσο, τα θύματα συνεχίζουν να μιλούν για «το Κυπριακό» σε καθημερινή βάση, ίσως επειδή δεν συνειδητοποιούν την προέλευση αυτού του ύπουλου όρου. Με απτές αποδείξεις, θα προσπαθήσω να ανοίξω τα μάτια τους.
Η εμφάνιση του «ζητήματος της Κύπρου»
Το 1946, οι βρετανικές Αρχές οργάνωσαν επίσημη απογραφή στην τότε Αποικία του Στέμματος της Κύπρου. Tα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν το 1949. Αποκάλυψαν ότι το 78,2% του πληθυσμού (361.932) ταυτοποιήθηκαν ως «Ελληνορθόδοξοι», το 17,5% (81.137) ταυτοποιήθηκαν ως «Μουσουλμάνοι Τούρκοι» και το 4,3% (19.467) ταυτοποιήθηκαν ως πιστοί «Άλλων Θρησκειών». (Πηγή: Cyprus Census of Population and Agriculture 1946: Tables (Nicosia: Government of Cyprus, 1949).
Το 1949, έχοντας υπόψη τις δημογραφικές πραγματικότητες στην Αποικία του Στέμματος της Κύπρου, η Ελλάδα άρχισε να αναβαθμίζει την απαίτηση για αυτοδιάθεση. Η αναβάθμιση ενισχύθηκε υπό την Πρωθυπουργία του Στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου, που ξεκίνησε στις 9 Νοεμβρίου 1952 και έληξε με τον ύποπτο θάνατό του στις 4 Οκτωβρίου 1955.
Σε ομιλία στη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), στις 21 Σεπτεμβρίου 1953, ο Πρέσβης Αλέξης Κύρου, Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΗΕ, έθεσε προφορικά «το ζήτημα της Κύπρου» (‘‘the Cyprus question’’) και καταγράφηκε στα επίσημα πρακτικά. Όπως δήλωσε ο Πρέσβης Κύρου, στην καρδιά αυτού του «ζητήματος» ήταν «το δικαίωμα του λαού της Κύπρου στην αυτοδιάθεση σύμφωνα με τις διατάξεις του Ψηφίσματος 637 VII της Γενικής Συνέλευσης της 16ης Δεκεμβρίου 1952» (Πηγή: Έγγραφο του ΟΗΕ A/PV.439, παράγραφος 13).
Το Ψήφισμα 637 VII υποχρέωσε τα κράτη μέλη του ΟΗΕ να «τηρήσουν την αρχή της αυτοδιάθεσης όλων των λαών και εθνών», «να αναγνωρίσουν και να προωθήσουν την πραγματοποίηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών των μη-Αυτοδιοικούμενων Εδαφών και των Εδαφών υπό Εντολή που βρίσκονται υπό τη διοίκησή τους» και να «διευκολύνουν την άσκηση αυτού του δικαιώματος από τους λαούς τέτοιων Εδαφών». Το Ψήφισμα 637 VII προέβλεπε ότι οι επιθυμίες τέτοιων λαών θα εξακριβώνονταν «μέσω δημοψηφισμάτων ή άλλων αναγνωρισμένων δημοκρατικών μέσων, κατά προτίμηση υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών».
Το περιβόητο «ποτέ» του Hopkinson
Με την εμβάθυνση του Ψυχρού Πολέμου και τη σταδιακή μεταφορά των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων από την Αίγυπτο σε νέες Βρετανικές Βάσεις υπό κατασκευή σε Επισκοπή, Ακρωτήρι, Δεκέλεια και αλλού στην Κύπρο, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε άλλες προτεραιότητες. Εξ ου οι εξελίξεις της 28ης Ιουλίου 1954, προς τα τέλη της δεύτερης πρωθυπουργίας του Winston Churchill. Την ημέρα εκείνη, ο Henry Hopkinson, Υφυπουργός Αποικιών και μέλος του Συντηρητικού Κόμματος, ανακοίνωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων στο Λονδίνο «μια νέα πρωτοβουλία για την ανάπτυξη των θεσμών της αυτοδιοίκησης στην Κύπρο» υπό τον αυστηρό έλεγχο των βρετανικών Αρχών.
Ενώ ο Hopkinson αναγνώρισε την ύπαρξη «του λαού της Κύπρου» (‘‘the people of Cyprus’’), μίλησε για «τα ελληνόφωνα και τουρκόφωνα τμήματα του πληθυσμού» (‘‘the Greek-speaking and Turkish-speaking parts of the population’’). Τότε, οι διχαστικοί όροι «Ελληνοκύπριοι» και «Τουρκοκύπριοι» δεν είχαν ακόμη σπρωχτεί στο προσκήνιο της βρετανικής αποικιακής φρασεολογίας, όπως έγινε το 1956. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο – η εφαρμογή της κλασικής βρετανικής αποικιακής πολιτικής τού «διαίρει και βασίλευε», μέσω της ταπείνωσης της μειοψηφίας και της εργαλειοποίησης της μεγαλύτερης μειονότητας.
Αυτό που προκάλεσε ιδιαίτερη αγανάκτηση στο βήμα της Βουλής, όπως και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ήταν κάτι άλλο που είπε ο Hopkinson, ως Υφυπουργός Αποικιών, στις 28 Ιουλίου 1954. Απαντώντας σε ερώτηση του πρώην Υπουργού Αποικιών και μέλους του Εργατικού Κόμματος, James Griffiths, ο Hopkinson παρατήρησε ότι «πάντα ήταν κατανοητό και συμφωνημένο ότι υπάρχουν ορισμένα εδάφη στην Κοινοπολιτεία τα οποία, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών τους, δεν μπορούν ποτέ να αναμένουν ότι θα γίνουν πλήρως ανεξάρτητα».
Μετά από θορυβώδη αντίδραση από ορισμένους βουλευτές όταν άκουσαν την κατηγορηματική αγγλική λέξη ‘‘never’’, δηλαδή «ποτέ», ο Hopkinson επανέλαβε ότι «υπάρχουν ορισμένα εδάφη που δεν μπορούν να περιμένουν να είναι κάτι τέτοιο» (δηλαδή «πλήρως ανεξάρτητα»). Έχοντας πει αυτό δύο φορές, διευκρίνισε ότι «δεν έφτασα στο σημείο να το πω αυτό σήμερα το απόγευμα»! Έχοντας εκφράσει την εποικοδομητική ασάφεια για την οποία οι Βρετανοί είναι περιβόητοι, ο Hopkinson πρόσθεσε κάτι σχετικό για να μην υπάρχει παρεξήγηση. Σε σχέση με την Κύπρο, «το ζήτημα της κατάργησης της βρετανικής κυριαρχίας δεν μπορεί να τεθεί» και «η βρετανική κυριαρχία θα παραμείνει» (Πηγή: Hansard, House of Commons Debates, 28 July 1954, columns 504-506 & 508).
«Το ζήτημα του σεβασμού της βούλησης του κυπριακού λαού»
Η Ελλάδα αντέδρασε. Σε επιστολή της 20ής Αυγούστου 1954 προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, ο Στρατάρχης Παπάγος, υπό την ιδιότητα του ως Προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου, επανέλαβε γραπτώς τα προφορικά σχόλια του Πρέσβη Κύρου της 21ης Σεπτεμβρίου 1953. Επίσης, ο Παπάγος σημείωσε ότι «από το 1949, κάθε Ελληνική Κυβέρνηση προσπάθησε να προσεγγίσει τη Βρετανική Κυβέρνηση με σκοπό την εξεύρεση λύσης στο ζήτημα του σεβασμού της βούλησης του κυπριακού λαού» (Πηγή: Έγγραφο του ΟΗΕ A/2703).
Μετά την παράδοση της επιστολής της 20ής Αυγούστου 1954, ο ελληνικός όρος «Ζήτημα της Κύπρου» (‘‘Question of Cyprus’’) προσκολλήθηκε σε κείμενα του ΟΗΕ. Παράδειγμα είναι το Ψήφισμα 1013 (XI) της Γενικής Συνέλευσης της 26ης Φεβρουαρίου 1957, το οποίο εξέφρασε την πεποίθηση ότι θα επιτευχθεί στην Κύπρο «ειρηνική, δημοκρατική και δίκαιη λύση» σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που, μέσω των Άρθρων 1.2 και 55, αναγνωρίζει «την αυτοδιάθεση των λαών».
Η παρουσίαση του «ζητήματος» ως «προβλήματος»
Σε συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 24 Σεπτεμβρίου 1954, o Πρέσβης Selim Sarper, Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Τουρκίας στον ΟΗΕ, μίλησε περιφρονητικά για «το λεγόμενο ζήτημα της Κύπρου» (‘‘the so-called question of Cyprus’’), αντιτάχθηκε σε οποιαδήποτε εφαρμογή της αυτοδιάθεσης στην Κύπρο και ξεχώρισε αυτήν τη βρετανική αποικία από άλλα εδάφη που ωφελήθηκαν από την αυτοδιάθεση στο παρελθόν.
Ο Πρέσβης Sarper ισχυρίστηκε ότι «κανένα υπάρχον πρόβλημα δεν μπορεί να είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό του παρελθόντος, και κανένα πρόβλημα του μέλλοντος δεν μπορεί να είναι ακριβώς παρόμοιο με αυτό που υπάρχει τώρα». Πρόσθεσε ότι «κάθε πρόβλημα πρέπει να μελετάται διεξοδικά, ανάλογα με τα πλεονεκτήματά του και πρέπει να βγαίνουν ανάλογα συμπεράσματα» (Πηγή: Έγγραφο του ΟΗΕ A/PV.477, παράγραφοι 182, 183 & 189).
«Τα προβλήματα της Κύπρου»
O Alan Lennox-Boyd υπηρέτησε ως Υπουργός Αποικιών στη Βρετανική Κυβέρνηση από τις 28 Ιουλίου 1954, την ημέρα κατά την οποία ο Hopkinson πρόφερε τη λέξη «ποτέ», έως τις 14 Οκτωβρίου 1959. Εκείνα τα χρόνια έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή της φρασεολογίας της Βρετανικής Κυβέρνησης και στη σχετική προώθηση της τουρκικής ιδέας ότι «το λεγόμενο ζήτημα της Κύπρου» αποτελεί «πρόβλημα».
Αρχικά, αν και διαφωνούσε με την προσέγγιση της Ελλάδας, o Lennox-Boyd επανέλαβε τη φρασεολογία της. Όταν εμφανίστηκε στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 28 Οκτωβρίου 1954, ο Lennox-Boyd ενημέρωσε τους βουλευτές ότι «τα Ηνωμένα Έθνη έχουν αποδεχθεί το αίτημα της Ελληνικής Κυβέρνησης να εγγραφεί το ζήτημα της Κύπρου στην ημερησία διάταξή τους» (Πηγή: Hansard, House of Commons Debates, 28 October 1954, column 2143.)
Μετά την έναρξη του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ την 1η Απρίλιου 1955, ο Lennox-Boyd άρχιζε να παρουσιάζει την Κύπρο ως «πρόβλημα». Για παράδειγμα, στις 28 Νοεμβρίου 1955, δυο μέρες μετά την κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης από τον Βρετανό Κυβερνήτη στη Λευκωσία, ο Lennox-Boyd εμφανίστηκε στη Βουλή των Κοινοτήτων και μίλησε για «το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε στην Κύπρο» (‘‘the problem that faces us in Cyprus’’), «το μπερδεμένο πρόβλημα στην Κύπρο» (‘‘the tangled problem in Cyprus’’) και το «μοναδικό Κυπριακό πρόβλημα» (‘‘the unique Cyprus problem’’). (Πηγή: Hansard, House of Commons Debates, 28 November 1955, columns 1933, 1934 & 1935).
Άλλες φορές, ο Lennox-Boyd συνέδεε την Κύπρο με «προβλήματα» στον πληθυντικό. Στη Βουλή των Κοινοτήτων, στις 5 Μαΐου 1955, αναφέρθηκε σε «κυπριακά προβλήματα» (‘‘Cypriot problems’’). Στην ίδια Βουλή στις 26 Ιουνίου 1958, όταν υποστήριξε το «Σχέδιο Macmillan», ο Lennox-Boyd μίλησε για «τα προβλήματα της Κύπρου» (‘‘the problems of Cyprus’’). Τι εννοούσε;
Στις 26 Ιουνίου 1958, ο Lennox-Boyd εξήγησε ότι το ένα «πρόβλημα» ήταν «διεθνές πρόβλημα» που αφορούσε τις κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Το δεύτερο «πρόβλημα» ήταν «εσωτερικό πρόβλημα», που αφορούσε «τις δύο κύριες κοινότητες στο νησί ». (Πηγές: Hansard, House of Commons Debates, 5 May 1955, column 1989 και 26 June 1958, columns 611, 613 & 615.)
«Το πρόβλημα της Κύπρου»
Σταδιακά από το 1955 έως το 1959, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Τουρκία, με τη συγκατάθεση της Ελλάδας, κατάφεραν να υπερνικήσουν το αίτημα για αυτοδιάθεση και, αντ’ αυτού, να προωθήσουν «το πρόβλημα της Κύπρου» (‘‘the problem of Cyprus’’). Ενδείξεις αυτής της προώθησης εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της Τριμερούς Διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο. Αυτή πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο από τις 29 Αυγούστου έως τις 7 Σεπτεμβρίου 1955.
Σε ύποπτες συνθήκες, κάτω από τις οποίες ο Παπάγος ήταν ακόμη Πρωθυπουργός της Ελλάδας αλλά ήταν άρρωστος και, όπως αποδείχτηκε, ετοιμοθάνατος, η Διάσκεψη αντανακλούσε την αναδυόμενη βρετανική και τουρκική άποψη ότι η Κύπρος ισοδυναμούσε με «πρόβλημα» το οποίο είχε διεθνή διάσταση, που περιελάμβανε το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελλάδα και την Τουρκία. Σύμφωνα με τα επίσημα βρετανικά πρακτικά, «το πρόβλημα της Κύπρου» (‘‘the problem of Cyprus’’) χρησιμοποιήθηκε ρητά από τους αντιπροσώπους της Ελλάδας και της Τουρκίας, Στέφανο Στεφανόπουλο και Fatin Zorlu αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια της τελευταίας ημέρας της Διάσκεψης, στις 7 Σεπτεμβρίου, λίγες ώρες μετά τις αποκρουστικές «Σεπτεμβριανές» θηριωδίες στην Κωνσταντινούπολη και λίγες μέρες πριν από τον θάνατο του Παπάγου στις 4 Οκτωβρίου 1955 (Πηγή: Command Paper Cmd. 9594 (London: HMSO, October 1955).
«Η τελική διευθέτηση του προβλήματος της Κύπρου»
Όταν στις 7 Σεπτέμβριου 1955 οι εκπρόσωποι της Ελλάδας και της Τουρκίας μίλησαν για «το πρόβλημα της Κύπρου», προεικόνισαν την επίσημη υιοθέτηση αυτού του όρου λίγα χρόνια αργότερα.
Στις 11 Φεβρουαρίου 1959, σε πολυτελές ξενοδοχείο στην Ελβετία, η κυβέρνηση της Ελλάδας υπό την Πρωθυπουργία του διαδόχου του Παπάγου, Κωνσταντίνου Καραμανλή, και η κυβέρνηση της Τουρκίας υπό την Πρωθυπουργία του Adnan Menderes συνόψισαν τα κείμενα που αποτελούσαν τη Συμφωνία της Ζυρίχης. Το κύριο κείμενο είχε τον επίσημο τίτλο ‘‘Memorandum setting out the agreed foundation for the final settlement of the problem of Cyprus’’, δηλαδή «Μνημόνιο που καθορίζει το συμφωνημένο θεμέλιο για την τελική διευθέτηση του προβλήματος της Κύπρου».
Έτσι, η «Καραμανλική» κυβέρνηση των Αθηνών υιοθέτησε επισήμως τη φρασεολογία της Τουρκίας, αγνόησε «το δικαίωμα του λαού της Κύπρου στην αυτοδιάθεση», εγκατέλειψε «το ζήτημα του σεβασμού της βούλησης του κυπριακού λαού» και απέκλεισε κάθε προοπτική οποιουδήποτε δημοψηφίσματος σε αντίθεση με το προαναφερόμενο Ψήφισμα 637 VII.
Στις 19 Φεβρουαρίου 1959, στο τέλος μιας πενταμερούς διάσκεψης στο Λονδίνο, το «Μνημόνιο που καθορίζει το συμφωνημένο θεμέλιο για την τελική διευθέτηση του προβλήματος της Κύπρου» ενσωματώθηκε στη Συμφωνία του Λονδίνου μαζί με διάφορα άλλα κείμενα. Ένα από αυτά ήταν η Διακήρυξη της Βρετανικής Κυβέρνησης, της 17ης Φεβρουαρίου 1959, η οποία επίσης αναφερόταν στο «πρόβλημα της Κύπρου» (Πηγή: Command Paper Cmnd. 679 (London: HMSO, February 1959).
«Η μόνη ρεαλιστική λύση του κυπριακού προβλήματος»
Στις 16 Αυγούστου 1960 εφαρμόστηκε η Συμφωνία του Λονδίνου. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, υπό την καθοδήγηση του Ηνωμένου Βασιλείου ως μόνιμου μέλους, ανάστησε την ιδιοτελή βρετανο-τουρκική ιδέα ότι η Κύπρος αποτελεί «πρόβλημα». Αυτή η πραγματικότητα υποδεικνύεται από το Ψήφισμα 164 (1964), που αναφέρει το «πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Κύπρος», το Ψήφισμα 367 (1975) που αναφέρει «το πρόβλημα της Κύπρου» (‘‘the problem of Cyprus’’) και το Ψήφισμα 391 (1976) που αναφέρει «το κυπριακό πρόβλημα» (‘‘the Cyprus problem’’).
Το Ψήφισμα 391 (1976) υιοθετήθηκε στις 15 Ιουνίου 1976. Λίγες εβδομάδες αργότερα, με επιστολή του ημερομηνίας 3 Αυγούστου 1976, ο Nail Atalay, ο λεγόμενος «εκπρόσωπος» του λεγόμενου «Ομοσπονδιακού Τουρκικού Κράτους της Κύπρου», η τότε ντε φάκτο υποδεέστερη διοίκηση της Τουρκίας στα κατεχόμενα, έγραψε στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, μέσω του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Τουρκίας στον ΟΗΕ. Ο Atalay παρέδωσε την ουσία της τουρκικής στρατηγικής από το 1964, αν και η προέλευσή της βρίσκεται στο 1956. Έγραψε ότι «θεωρούμε τη διζωνική ομοσπονδία ως τη μόνη ρεαλιστική λύση του κυπριακού προβλήματος» (Πηγή: Έγγραφο του ΟΗΕ S/12162).
Μεταγενέστερα, Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, αρχίζοντας με το 649 (1990), υιοθέτησαν αυτήν την τουρκική απαίτηση, που επιδιώκει να νομιμοποιήσει τις παράνομες συνέπειες της μαζικής αλλά ατιμώρητης εγκληματικότητας του 1974…
Βρετανο-τουρκική νεο-αποικιοκρατία
Σήμερα, παραμένει η «καμουφλαρισμένη διχοτόμηση» της Νήσου Κύπρου της 16ης Αυγούστου 1960, όπως αποκαλώ ένα από τα διχαστικά αποτελέσματα της Συμφωνίας του Λονδίνου. Άρα, οι Βρετανοί συνεχίζουν να διεκδικούν κυριαρχία σε δύο απομεινάρια της Αποικίας του Στέμματος της Κύπρου, γνωστά ως Περιοχές Κυρίαρχων Βάσεων Ακρωτηρίου και Δεκέλειας, που καλύπτουν το 3% της επικράτειας της Νήσου Κύπρου και λίγο περισσότερο της ακτογραμμής της. Παράλληλα, παραμένει η βίαιη «ντε φάκτο» διχοτόμηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, που ολοκληρώθηκε στις 16 Αυγούστου 1974. Άρα, οι Τούρκοι συνεχίζουν να κατέχουν, να στρατιωτικοποιούν, να λεηλατούν και να εκμεταλλεύονται αλλιώς το 36% της επικράτειας και το 57% της ακτογραμμής της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Έχοντας κατά νουν ότι οι Τούρκοι και οι Βρετανοί ήταν οι αποικιακοί ηγεμόνες όλης της Νήσου Κύπρου από το 1571 έως το 1878 και από το 1878 έως το 1960 αντίστοιχα, αυτή η νεο-αποικιακή κατάσταση πραγμάτων αποτελεί «κυπριακό πρόβλημα»; Ή συνεπάγεται κάτι άλλο;
Εάν κάθε πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας επιδιώκει να απελευθερωθεί από τον «δικοινοτικό» διαχωρισμό, τον βρετανο-τουρκικό κατακερματισμό της Νήσου Κύπρου, την τουρκική κατοχή των βορείων εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας και τις υπόλοιπες ενδείξεις της νεο-αποικιοκρατίας, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει είναι να απο-αποικιοποιήσει την ψυχή, το μυαλό και τη γλώσσα του. Προς αυτήν την κατεύθυνση, ο κάθε πολίτης θα πρέπει να σταματήσει να σκέφτεται, να μιλάει και να γράφει για «το κυπριακό πρόβλημα». Όλοι, συμπεριλαμβανομένων όλων των στελεχών της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα πρέπει να υιοθετήσουν μια πολύ πιο ακριβή φράση, που τραβάει την προσοχή στους δράστες και όχι στα θύματα της νεο-αποικιοκρατίας. Αυτή η φράση είναι πολύ απλή – βρετανο-τουρκική νεο-αποικιοκρατία.
*Οι απόψεις του είναι προσωπικές