Του Πάνου Ιωαννίδη
Δεν είμαι βέβαιος εάν όλοι θέλουμε να θυμόμαστε τις λεπτομέρειες της 15ης Αυγούστου 1974…
Όμως, η υπενθύμιση δεν εξαρτάται από εμάς.
Γιατί, κάθε που γίνεται 15 Αυγούστου, ολόκληρη η Κύπρος αποκτά την μυρωδιά των περιβολιών του Αγίου Μέμνονα, αποκτά χρυσή αμμουδιά και γίνεται Αμμόχωστος…
Αυτά που ακολουθούν δεν είναι θύμησες. Είναι γεγονότα, ανεξίτηλα χαραγμένα στην καρδιά και στο μυαλό όσων ατύχησαν να τα ζήσουν.
Γεγονότα, που άλλαξαν τον τρόπο σκέψης και οδήγησαν τον καθένα από εμάς στο δικό του «Tάμα Ζωής»….
15η Ιουλίου 1974
Οι κατ’ όνομα μόνο Έλληνες μαχαιρώνουν την Κύπρο με χίλιες μαχαιριές, την σφάζουν και την προσφέρουν στο πιάτο με το αίμα της, για να την απολαύσουν οι εχθροί του ελληνισμού με την ησυχία τους και για όσο χρόνο εκείνοι θα αποφάσιζαν ότι θα διαρκέσει το φαγοπότι.
Και το φαγοπότι συνεχίζεται για 10ετίες ολόκληρες…..
Η 1η φάση της Εισβολής
Την 20η Ιουλίου 1974 οι Τούρκοι αρχίζουν τον «σικέ αγώνα της Εισβολής». Παρωδία η επιστράτευση στην Αμμόχωστο, σχεδόν ανύπαρκτα τα μέσα, σαστισμένοι και γελοίοι οι επιτελείς της Στρατιωτικής Διοίκησης, με ένα εκτρωματικό Διοικητή―τον Συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Ζαρκάδα―να περιφέρεται μονολογώντας «ό,τι είναι να γίνει θα γίνει, δεν χρειάζεται να είμαστε προκλητικοί…»!
Εξαίρεση μέσα στο χάος, το ανήσυχο βλέμμα των κυπρίων μονίμων και εφέδρων αξιωματικών και οπλιτών, που αντελήφθησαν την προδοσία και άρχισαν να οργανώνουν μεταξύ τους Ομάδες Μάχης.
Εξαίρεση από τους Ελλαδίτες Αξιωματικούς ο Αντισυνταγματάρχης Ανδρέας Μουζάκης, που ηγήθηκε της μοναδικής δικής μας επίθεσης για την κατάληψη του πολυβολείου στο τουρκικό Λύκειο.
Εκεί, έξω από τα Τείχη της Αμμοχώστου, σκοτώθηκε ο Αντ/χης Μουζάκης. Μεσημέρι της 20ης Ιουλίου 1974.
Καταλήφθηκε το τουρκικό πολυβολείο, αιφνιδιάστηκαν οι Τούρκοι από την επίθεση και, υποχωρώντας μέσα στα Τείχη, μετέδωσαν τον πανικό σε ολόκληρη την -για χρόνια- τουρκοκρατούμενη παλαιά πόλη της Αμμοχώστου.
Οι έφεδροι ζήτησαν ενισχύσεις, εξηγώντας στον Διοικητή Ζαρκάδα ότι «οι πύλες είναι ανοικτές, ο πανικός μεταξύ των Τούρκων διάχυτος και -με λίγους ακόμα
μαχητές- η επιχείρηση για κατάληψη της εντός των Τειχών Αμμοχώστου θα είναι νικηφόρα».
Εξήγησαν επίσης οι έφεδροι στον Διοικητή ότι «εάν η παλαιά πόλη καταληφθεί και οι Τούρκοι είναι πλέον ανάμεσα μας, ο κίνδυνος για βομβαρδισμό της Αμμοχώστου απομακρύνεται, χωρίς να αποκλείεται και το ενδεχόμενο οι εισβολείς να μην θεωρήσουν πλέον την Αμμόχωστο σαν στόχο προτεραιότητας».
Τα εξήγησαν αυτά οι έφεδροι στον Συν/χη Ζαρκάδα, για να πάρουν την πιο προδοτική διαταγή που ακούστηκε ποτέ από Έλληνα Αξιωματικό:
«Άμεση υποχώρηση, η κατάληψη της παλαιάς Αμμοχώστου δεν είναι δική σας δουλειά…»!
Τόλμησαν οι έφεδροι να ρωτήσουν «τίνος δουλειά είναι άραγε η απελευθέρωση της Αμμοχώστου, εάν όχι των Αμμοχωστιανών υπερασπιστών της…», για να πάρουν
την ίδια παγερή απάντηση:
«Σας διατάζω να υποχωρήσετε αμέσως».
Με αυτή την διαταγή, η ευκαιρία για κατάληψη της εντός των Τειχών Αμμοχώστου χάθηκε οριστικά…
Ανήμποροι να ενεργήσουν όπως θα έπρεπε, οι έφεδροι υποχώρησαν στο Δασάκι των Δικαστηρίων και στα γύρω κτίρια, όπου άρχισαν να δέχονται -αμυνόμενοι πλέον- τα πυρά των Τούρκων από τα Τείχη. Σε λίγο άρχισε και η τουρκική αεροπορία να βομβαρδίζει το κέντρο της Πόλης, την παραλία της Αμμοχώστου και
τις θέσεις μας.
Ο Διοικητής Αμμοχώστου Συνχης Ζαρκάδας φρόντισε έγκαιρα να ολοκληρώσει το δικό του μέρος της προδοσίας:
Πρόδωσε την Αμμόχωστο από τις πρώτες ώρες, της πρώτης ημέρας, της πρώτης φάσης της Εισβολής, εκτελώντας με απόλυτη ακρίβεια τις εντολές που είχε
πάρει και που μόνο εκείνος γνώριζε…
Η 2η φάση της Εισβολής
Το γεγονός ότι ο ρόλος του Συνχη Ζαρκάδα και των ανθρώπων του είχε τελειώσει από την πρώτη μέρα, αποδείχθηκε μόλις ανακοινώθηκε η προσωρινή κατάπαυση πυρός, χάριν των δήθεν «συνομιλιών της Γενεύης».
Με το πρόσχημα ότι «όφειλαν να επισκεφθούν το ΓΕΕΦ», ο Διοικητής Ζαρκάδας και το επιτελείο του εξαφανίστηκαν οριστικά, εγκαταλείποντας όλα τα Τμήματα
και την Αμμόχωστο χωρίς Στρατιωτική Διοίκηση…
Για την πόλη της Αμμοχώστου, η δεύτερη φάση της Εισβολής άρχισε ενωρίς το απόγευμα της 13ης Αυγούστου 1974 με βομβαρδισμό, και με δύο Τμήματα να προσπαθούν να την υπερασπιστούν:
Ένα Τμήμα από 32 εφέδρους στο Δασάκι των Δικαστηρίων και ένα δεύτερο Τμήμα στο Νοσοκομείο της Πόλης, με επικεφαλής τον Λοχαγό Στέλιο Κάτσιο.
Οι έφεδροι στο Δασάκι χωρίς Διοίκηση. Ο αρχαιότερος από τους Αξιωματικούς έπρεπε να αναλάβει τη Διοίκηση. Έτυχε να είναι ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Πάνος
Ιωαννίδης.
Οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν μέχρι και το μεσημέρι της Πέμπτης 15ης Αυγούστου 1974. Το απόγευμα της ημέρας εκείνης:
Ο βομβαρδισμός εντάθηκε, οι Τούρκοι πύκνωσαν τα πυρά από τα Τείχη, κάποιο φορητό ραδιόφωνο μετέδιδε ότι «τα τουρκικά άρματα κατευθύνονται προς την Αμμόχωστο, κινούμενα χωρίς αντίσταση, χωρίς τη συνοδεία πεζικού και με μέγιστη ταχύτητα στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Αμμοχώστου».
Η πόλη έρημη. Μοναδική ένδειξη αντίστασης, οι πυροβολισμοί από τους άνδρες στο Νοσοκομείο και τους εφέδρους στο Δασάκι. Πυροβολισμοί που άρχισαν να
αραιώνουν, γιατί τα πυρομαχικά των εφέδρων ήσαν πλέον μετρημένα…
Με το βλέμμα περισσότερο παρά με λόγια, αντάλλαξα κάποιες γρήγορες σκέψεις με τον αμέσως επόμενο έφεδρο Ανθυπολοχαγό Γιαννάκη Αρέστη (σήμερα Ταξίαρχος ε.α.). Γνωρίζαμε ότι έπρεπε να δοθούν διαταγές…
Διαταγή Πρώτη: «Παραμένουμε στις θέσεις μας αμυνόμενοι. Οικονομία στα πυρομαχικά».
Διαταγή Δεύτερη: «Να βγουν παρατηρητές προς τη Λίμνη του Αγίου Λουκά και να ναφέρουν τις κινήσεις των αρμάτων – Να χρησιμοποιηθεί η βενζίνη από τις αποθήκες του Διοικητηρίου για να γίνουν βόμβες Μολότοφ – Εάν τα άρματα κινηθούν μέσα στην πόλη, θα αντιμετωπιστούν».
Διαταγή Τρίτη: «Να γίνει προσπάθεια επικοινωνίας με το ΓΕΕΦ και την Κυβέρνηση, για να ζητηθούν ενισχύσεις – Τα άρματα από μόνα τους, χωρίς πεζοπόρα τμήματα, μόνο γραμμή αντιπαράταξης μπορούν να επιδιώξουν, προφανώς κατά μήκος του δρόμου προς το Λιμάνι – Η πόλη της Αμμοχώστου μπορεί να
κρατηθεί».
Ήσαν οι πρώτες ουσιαστικές διαταγές, μετά από τις προδοτικές εκείνες του Συνχη Ζαρκάδα. Η πειθαρχία των εφέδρων Αξιωματικών και Οπλιτών προς τον 29χρονο Ανθγό Διοικητή ήταν εκπληκτική.
Μέσα σε συνθήκες κόλασης, όλοι και από μόνοι τους εξύψωσαν το ηθικό τους και κινήθηκαν όπως διατάχθηκαν. Αρχίσαμε να νιώθουμε πως «ίσως δεν είχαν χαθεί
τα πάντα»…
Όμως, η προδοσία της Αμμοχώστου δεν ήταν γραμμένο να ανατραπεί.
Αφηγείται, γι’ αυτές τις τελευταίες ώρες, ο τότε Λοχαγός Στέλιος Κάτσιος:
«…Γύρω στις 4:30 το απόγευμα ξεκίνησα (από το Νοσοκομείο) σε μια προσπάθεια να επανακτήσω επαφή με το Τάγμα μου… Στη διαδρομή βρήκα το Τμήμα του έφεδρου Ανθγού Πάνου Ιωαννίδη, που υπερασπιζόταν την περιοχή κοντά στην κλινική ΛΟΥΚΙΑ και το τουρκοκυπριακό Λύκειο. Συνάντησα επίσης τον συνάδελφό μου Γιώργο Χατζηκωνσταντίνου, με τον οποίο αντάλλαξα κάποιες απόψεις, που με οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι το Τάγμα μου είχε μετακινηθεί.
Μη έχοντας τρόπο επικοινωνίας επέστρεψα στο Νοσοκομείο, όπου άρχισε η τελευταία μεγάλη μάχη. Τα αεροπλάνα βομβάρδιζαν συνεχώς και τα πυρά των αρμάτων ήσαν καταιγιστικά. Και ενώ τα πάντα έμοιαζαν με κόλαση, ήρθε με αγγελιαφόρο εντολή από το Τάγμα να συμπτύξω το Τμήμα μου στην περιοχή Δερύνειας, πράγμα που έγινε».
Το Τμήμα του Νοσοκομείου πράγματι ανασυντάχθηκε στη Δερύνεια και κράτησε την γνωστή μέχρι και σήμερα, ακραία γραμμή προς την Αμμόχωστο.
Καθ’ οδόν προς τη Δερύνεια, ο Λοχαγός Κάτσιος πέρασε από το δικό μας Τμήμα και μας ενημέρωσε για τις κινήσεις του. Του ευχηθήκαμε «καλή τύχη» και τον παρακαλέσαμε να μας αφήσει όσα πυρομαχικά του περίσσευαν. Δεν του είχε απομείνει τίποτε…
15 Αυγούστου 1974, ώρα 6:20 το απόγευμα:
Οι μόνοι Έλληνες που εμείς γνωρίζαμε ότι είχαν απομείνει στην Αμμόχωστο ήσαν οι 32 έφεδροι στο Δασάκι των Δικαστηρίων.
Πολύ αργότερα πληροφορηθήκαμε για μια ακόμα Ομάδα Εφέδρων, που είχαν επίσης εγκαταλειφθεί προδομένοι από την δική τους ηγεσία, στο Λιμάνι της Αμμοχώστου. Ήσαν οι έφεδροι, που τελικά αναγκάστηκαν να πέσουν στη θάλασσα ΒΩγια να σωθούν κολυμπώντας.
Στο μεταξύ:
Τα άρματα είχαν φθάσει στη Λίμνη του Αγίου Λουκά και κτυπούσαν διαρκώς.
Την βενζίνη που ψάχναμε, για την κατασκευή των -ίσως σωτήριων- βομβών Μολότοφ, την είχε πάρει μαζί του ο Συνχης Ζαρκάδας.
Ελπίδα για εξασφάλιση ενισχύσεων μέσω του ΓΕΕΦ ή της Κυβέρνησης καμία. Το μεν Γενικό Επιτελείο δεν απαντούσε στις κλήσεις, ο δε Πρόεδρος της Δημοκρατίας και το Υπουργικό Συμβούλιο είχαν εγκαταλείψει την Λευκωσία.
Και, το κρισιμότερο, τα πυρομαχικά των εφέδρων στην Αμμόχωστο είχαν εξαντληθεί.
Η «σιγή πυρός» από τη δική μας πλευρά, έδωσε το τελικό σύνθημα στους Τούρκους….
Η μοναδική επιλογή ήταν: Ή να χαθούμε ΑΜΑΧΗΤΙ ή να υποχωρήσουμε.
Πεσμένοι όπως είμαστε στο χώμα, γύρισα και κοίταξα τον Ανθγό Αρέστη, θέλοντας να μοιραστώ μαζί του την αγωνία μου. Γνώριζα, βέβαια, πως «η ευθύνη για την όποια απόφαση ανήκε στον αρχαιότερο που διοικούσε».
Δεν θυμούμαι αν ήμασταν δακρυσμένοι, ούτε και έχει σημασία. Σημασία έχουν μόνο οι τρεις λέξεις που μου είπε ο Γιαννάκης: «Πάνο, την Σημαία»…
Χωρίς να περιμένει απάντηση, σηκώθηκε μέσα στη κόλαση και προχώρησε προς τον ιστό με τη Σημαία του Διοικητηρίου Αμμοχώστου. Σηκώθηκα πίσω του.
Διαταγή Τέταρτη: «Υποστολή της Σημαίας».
Όσοι μπόρεσαν να ακούσουν -σχεδόν όλοι- βρέθηκαν «σε στάση Προσοχής να χαιρετούν την Γαλανόλευκη». Η Σημαία της Αμμοχώστου κατέβηκε, διπλώθηκε και
παραδόθηκε στον αρχαιότερο Αξιωματικό.
Όλοι πλέον γνώριζαν την Διαταγή που θα ακολουθούσε.
Διαταγή Πέμπτη, η τελευταία: «Να μαζευτεί ο οπλισμός – Άμεση υποχώρηση – Εγκαταλείπουμε τις θέσεις μας, η Αμμόχωστος χάνεται….»
Ο επίλογος της 15ης Αυγούστου 1974 γράφτηκε στη Δερύνεια, όπου δεχθήκαμε την ανακούφιση του Λοχαγού Κάτσιου που μας είδε ζωντανούς, αλλά και στο Φρέναρος, όπου είχαμε κακό συναπάντημα με τον ατιμώρητο προδότη Συνχη Ζαρκάδα, για να ακούσουμε την σαρκαστική απορία του:
«Μπά, κύριε Ανθυπολοχαγέ, σωθήκατε όλοι!»
Ειλικρινά, θα ήθελα να μου είχε περισσέψει μια τελευταία σφαίρα…
Η 3η φάση της Εισβολής
Είναι ο άγνωστης διάρκειας μακροχρόνιος αγώνας, που η σφαγμένη Κύπρος οφείλει να διεξάγει.
Όμως, το ΕΑΝ ΜΠΟΡΕΙ ΠΟΤΕ μέσα από τα ειρωνικά χειροκροτήματα του εχθρού, όταν αφελείς Έλληνες χορεύουν μπροστά του,
ή μέσα από τις φιλοσοφίες και τα χαμόγελα ρηχών Ελλήνων πολιτικάντηδων, όταν ξένοι Βουλευτές και άλλοι βάρβαροι αποκτούν σε τιμές ευκαιρίας τις κλεμμένες περιουσίες των Ελλήνων της Κύπρου,
ή μέσα από επιχειρηματικές δραστηριότητες με τον κατακτητή που εισέβαλε, έσφαξε, βίασε και ξερίζωσε τα ιερά και τα όσιά μας,
ή εξορίζοντας την ενίσχυση της άμυνάς μας,
ή προσκαλώντας με τη συμπεριφορά μας άθλια «Σχέδια Λύσης»,
ή μεθοδεύοντας -εμείς οι ίδιοι- την οικονομική εξαθλίωση του τόπου,
ή ακόμα, αναγνωρίζοντας με την συμπεριφορά μας το έγκλημα της Εισβολής και της Κατοχής, εξουδετερώνοντας την ευρωπαϊκή μας κατάκτηση και εξευτελίζοντας την αξιοπρέπεια της Κυπριακής Δημοκρατίας,
όταν δηλαδή η κύρια επιδίωξη των δήθεν ηγετών του Ελληνισμού είναι «πώς θα γίνουν αρεστοί στον Εχθρό για να αποκτήσουν εξουσία»,
όταν δηλαδή το μέλημα και κατάντημα είναι «πόσα θα πάρουμε χωρίς τίποτε να δώσουμε στον Τόπο μας»,
όταν δηλαδή μερικοί είμαστε έτοιμοι να ζητιανέψουμε από τον εχθρό «την άδεια του για να περπατήσουμε στα δικά μας χώματα, να επιτρέψει την επίσκεψη στα δικά μας σπίτια και να επιτρέψει την ΥΠΟ ΚΑΤΟΧΗ εγκατάσταση μας στην έγκλειστη περιοχή της προδομένης Αμμοχώστου, αδιαφορώντας για την τύχη των
άλλων ξεριζωμένων»
και όταν έχουμε εντελώς λησμονήσει πως «ού περί χρημάτων, αλλά περί Αρετής, Τιμής και Αξιοπρέπειας τον Αγώνα οφείλουμε ποιούμενοι»,
εάν λοιπόν, με αυτά τα δεδομένα ο οποιοσδήποτε ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ -όσο μακροχρόνιος και εάν είναι- ΜΠΟΡΕΙ ΠΟΤΕ ΝΑ ΕΠΙΤΥΧΕΙ, θα χρειαστεί να το εξηγήσει ο κάθε σημερινός Έλληνας, όταν ερωτηθεί από τα παιδιά και τα εγγόνια του:
«Γιατί ξεχάσατε τόσο εύκολα τα όσα ζήσατε και γιατί δεν αντιστέκεστε τώρα που μπορείτε;
Εάν, μετά από τόσα χρόνια «δήθεν Αγώνα» ΕΔΩ θα καταλήγατε, Ευρωπαίοι Έλληνες της Κύπρου και της Ελλάδας, ΓΙΑΤΙ δεν ολοκληρώσατε την προδοσία τότε, το 1974;
Ή μήπως, όλα αυτά τα χρόνια χρειαζόντουσαν για να μεθοδευτεί το ΑΛΛΟΘΙ για τους Ξένους Βάρβαρους και για τους Ντόπιους Εφιάλτες, ούτως ώστε η ΤΕΛΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ να θεωρείται πλέον ως πράξη εθνικής σοφίας;»
Κάποιου όμως τα εγγόνια θα έχουν το δικαίωμα να ρωτήσουν και κάτι ακόμα:
«Γιατί την φύλαξες τη Σημαία, παππού; Απλώς και μόνο…για να δακρύζεις στις 15 του κάθε Αυγούστου; Και δεν είναι αυτό υποκρισία;»
Αυτός ο παππούς επιθυμεί να μπορεί εκείνη την ώρα να απαντήσει με αξιοπρέπεια:
Εγώ, αντιστάθηκα μέχρι το τέλος…
Πάνος Ιωαννίδης, Νομικός
Πρόσφυγας από την Αμμόχωστο
Πρόεδρος της Κίνησης για
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ & ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Ημερομηνία: Η κάθε 15η Αυγούστου μετά το 1974
Όλβιος εστί όστις τής Ιστορίας έσχε μάθησιν ‼️