του Ξενοφώντα Μαυραγάνη*
Είχε κουραστεί ν’ ακούει χρόνια τώρα τη μάνα του να του λέει για την χαμένη αδερφή της.
Δεν περνούσε μέρα που να μην τη μνημονεύσει. Ήταν πανέμορφη, όπως έλεγε , η αδερφή της η Σώρα. Δυο χρόνια πιο μεγάλη απ’ αυτήν η Σιμέλα, αλλά αχώριστες από μωρά παιδιά, εκεί στο Καρς την βορειοανατολική περιοχή της Τουρκίας και κάποτε της Ρωσίας, ζούσαν και μεγάλωναν κάτω από τη σκέπη των γονιών τους.
Πλούσιοι δεν ήταν, καλοστεκούμενοι όμως, αφού ο πατέρας τους είχε μεγάλο μπακάλικο όπου Ρωμιοί και Τούρκοι συνωστίζονταν κάθε μέρα για τα ψώνια τους.
Και τι δεν είχε αυτό το μαγαζί. Παστουρμάδες, κοινό μεζέ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, λουκάνικα, σουτζούκια, όσπρια τα καλύτερα φερμένα απ’ τη Ρωσία, μπαχαρικά σε ‘ότι μυρωδιά και άρωμα αποζητούσε η ψυχή σου. Πάντα γεμάτο το μαγαζί.
Τα κορίτσια μόλις έγιναν έξι χρονών, γράφτηκαν στο ελληνικό δημοτικό σχολείο της περιοχής τους γιατί, μπορεί να μην ήταν εντελώς αποδεκτά τα γράμματα για τις γυναίκες, αλλά οι γονείς της Σιμέλας και της Σώρας, τις ήθελαν μαθήτριες. Πιο πολύ για να μάθουν ελληνικά όπως μιλιούνταν στην Ελλάδα κι όχι μόνο ποντιακά με τα οποία συνεννοούνταν καθημερινά.
Είχε φτάσει πια το 1920 η Σιμέλα έφηβη κι η Σώρα, διανύοντας τα πρώτα στάδια της εφηβείας της. Τα πράγματα όμως είχαν αρχίσει να δυσκολεύουν. Από το 1917 όλη η περιοχή πέρασε στην Οθωμανική επικράτεια και οι πιέσεις των Τούρκων άρχισαν να γίνονται αισθητές, παρ’ όλο που οι Πόντιοι , ανεξαρτήτως εθνικότητας είχαν τις ίδιες συνήθειες. Τη λύρα, τους ποντιακούς χορούς, που όλοι τους χόρευαν απολύτως ίδια, τα φαγητά και τους μεζέδες, με μόνη τη διαφορά πως οι μουσουλμάνοι δεν έτρωγαν το χοιρινό.
Εκεί που δεν χωρίζονταν οι Καρσλίδες, Χριστιανοί και Οθωμανοί ήταν το πιοτί. Ρακί πολύ ρακί περνούσε απ’ τον οισοφάγο τους κι ας το απαγόρευαν ρητά οι μουσουλμανικοί θρησκευτικοί κανόνες.
Πα’ όλα αυτά, άρχισε βαθμιαία η φυγή των Χριστιανών ποντίων από τον τόπο στον οποίο κατοικούσαν τα τελευταία 300 χρόνια. Η ζωή τους κάθε μέρα γινόταν πιο επικίνδυνη με τους Τσέτες, να επιδίδονται σε αναίτιες σφαγές και διώξεις, αρκεί οι διωκόμενοι να ήταν Χριστιανοί.
Ανάμεσα στους πρώτους που αποφάσισαν με πόνο ψυχής να εγκαταλείψουν το Καρς, την πατρίδα της γενιάς τους ήταν η οικογένεια της Σιμέλας και της Σώρας. Ετοίμασε η μάνα ό, τι χρειάζονταν για το ταξίδι, έβαλε στην τσέπη ο πατέρας τις οικονομίες της δουλειάς του και ξεκίνησαν για το Βατούμι. Το πρώτο πλοίο που βρήκαν έτοιμο να σαλπάρει από το λιμάνι, ήταν ένα γαλλικό εμπορικό, που διέθετε και κάποιο χώρο για επιβάτες, μικρό και στενάχωρο, αλλά τους χώρεσε.
Τέσσερις μέρες θα ταξίδευαν για να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη κι όσο στενάχωρα κι αν ήταν θα το άντεχαν. Έπιασαν μια γωνιά στη μεγάλη σάλα του πλοίου κι άρχισαν να μετράν τις ώρες του ταξιδιού, καταναλώνοντας τα τρόφιμα που είχαν πάρει μαζί τους. Τα κορίτσια περνούσαν τις ατέλειωτες ώρες του ταξιδιού, γυρνώντας εδώ κι εκεί στο καράβι. Καταστρώματα, γέφυρες, εσωτερικούς διαδρόμους. Τίποτα δεν είχαν αφήσει. Η μάνα τους η κυρά Παρθένα, είχε συνέχεια το νου της στα δυο κορίτσια, προσέχοντας να μη χαθούν απ’ τα μάτια της.
Το κακό όμως δεν αργεί να έρθει και μάλιστα εντελώς ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμένεις. Φθάνοντας μετά τέσσερα εικοσιτετράωρα πλού κι αφού πέρασαν από τα στενά της Μαύρης Θάλασσας, την Προποντίδα και τα Δαρδανέλια, θαύμασαν από μακριά την ομορφιά της Κωνσταντινούπολης, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ετοιμάστηκαν να κατεβούν , όταν διαπίστωσαν πως η μικρή τους κόρη η Σώρα, δεν ήταν μαζί τους.
Έβαλε τις φωνές η μάνα, τρόμαξε ο πατέρας και η Σιμέλα, κινητοποιήθηκε το πλήρωμα του βαποριού, ήρθε η λιμενική αστυνομία, ερευνήθηκε το πλοίο σε κάθε γωνιά του. Πουθενά η Σώρα. Άνοιξε το πέλαγος και την κατάπιε.
Συντετριμμένη η υπόλοιπη οικογένεια, αναγκάστηκε να κατεβεί στον προορισμό της χωρίς την μικρή της κόρη. Χάνοντας κάθε ελπίδα να βρουν το κατά περίεργο και αναπάντεχο τρόπο , εξαφανισμένο μικρό της οικογένειας, αποβιβάστηκαν στην καινούργια τους πατρίδα. Απευθύνθηκαν στις αρμόδιες αρχές, που τους παραχώρησαν προσωρινά ένα μέτριο σε έκταση τόπο, στην επάνω περιοχή της Καλαμαριάς, αρκετά μακριά από τη θάλασσα, όπου έμελλε να χτίσουν το σπίτι τους και να περάσουν εκεί την υπόλοιπη ζωή τους. Σε μια περιοχή που αργότερα, μετά την καταστροφή του 1922, υποδέχθηκε κι άλλους συμπατριώτες τους κι ονομάσθηκε «Καρσλίδικα». Γιατί ναι μεν από τον Ιούνιο του 1919 ο ελληνικός στρατός αντικαθιστούσε την αστυνομία των αγγλογάλλων στη Σμύρνη και τα παράλια της Μικρασίας, αλλά στο εσωτερικό της Τουρκίας και στο βορειοανατολικό της τμήμα, την περιοχή των Ποντίων, όπως αργότερα ονομάσθηκε, η βία και ο τρόμος κυριαρχούσε.
Μέρα με τη μέρα η Σώρα, ξεθώριαζε χωρίς ποτέ να σβήσει απ’ το μυαλό τους, που το απασχολούσε η καθημερινότητα. Το χτίσιμο του σπιτιού όπου θα έμεναν, η επαγγελματική αποκατάσταση και συνέχεια του πατέρα, ο γάμος της Σιμέλας, που είχε πια γίνει είκοσι χρονών.
Χωρίς ποτέ να σταματήσει η οικογένεια να αναζητεί την χαμένη κόρη. Τί στα υπουργεία εσωτερικών και εξωτερικών απευθύνθηκαν , τί στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, που δεν σταμάτησε να την περιλαμβάνει στις ανακοινώσεις του ακόμα και μετά το 1960, μέχρις ότου αυτές δεν εκπέμπονταν πια.
Όμως η ζωή προχωρούσε. Η Σιμέλα παντρεύτηκε, με τη λύρα και το νταούλι να κυριαρχούν στο γλέντι, έκανε τρία παιδιά που μεγάλωναν ακούγοντας συνεχώς το όνομα της θείας Σώρας και αποστηθίζοντας την ιστορία της, που συνεχώς η μάνα τους την επαναλάμβανε.
Μνημόσυνο ή άλλη θρησκευτική τελετή, για τη συγχώρεση της ψυχής της, δεν έκαναν ποτέ κι όσο ζούσαν οι γονείς και αργότερα, γιατί πίστευαν πως κάτι τέτοιο θα έβαζε ταφόπλακα στην ελπίδα τους να ξαναδούν την κόρη και αδελφή.
Μεγάλωσαν και τα παιδιά της Σιμέλας, κάνανε δικές τους δουλειές, παντρεύτηκαν με τη σειρά τους χαρίζοντας στη μάνα τους εγγόνια μπόλικα, να’ χει να τους λέει ιστορίες απ’ την πατρίδα. Που δεν ξέχασε ποτέ, όπως και την αγνοούμενη αδελφή της.
Παππούς είχε γίνει κι ο μεγάλος γιος της Σιμέλας, ο Ιεροκλής, περνώντας τα 60, όταν έλαβε ένα αναπάντεχο γράμμα από τον Δήμο Μασσαλίας . Στα γαλλικά, που δεν γνώριζε. Έτρεξε στη Θεσσαλονίκη, στο γνωστό κέντρο γαλλικής γλώσσας το Lycee, όπου ακούγοντας την μετάφραση αναλύθηκε σε λυγμούς.
Η θεία του η Σώρα Ναχατίδου, από το Καρς του Πόντου ζούσε στη Μασσαλία κι αναζητούσε τους συγγενείς της στην Ελλάδα. Έκλαιγε από συγκίνηση ο Ιεροκλής βρίσκοντας αναπάντεχα η θεία του κι ακόμα πιο πολύ από λύπη ,που η μάνα του η Σιμέλα, δεν ζούσε πια να μάθει την χαρμόσυνη είδηση.
Ούτε μέρα δεν άφησε να περάσει ο Ιεροκλής. Ετοίμασε διαβατήρια και βαλίτσα, ειδοποίησε τον Δήμο και το ελληνικό προξενείο Μασσαλίας και σε δέκα μέρες έπαιρνε το αεροπλάνο για Ζυρίχη Ελβετίας κι από κει για Μασσαλία.
Μόνος του, χωρίς να έχει καμιά γνώση ξένης γλώσσας. Ευτυχώς τα πράγματα εξελίχθηκαν κατ ευχήν. Το προξενείο είχε φροντίσει να συνεννοηθεί με την αρμόδια υπηρεσία του Δήμου κι όταν έφτασε βρήκε τη θεία του να τον περιμένει.
Γερασμένη πια, καλοστεκούμενη όμως, γαλλίδα σκέτη άνοιξε την αγκαλιά της μ’ ένα
Bienvenue. Je suis heureuse de vous connaitre , meme maintnent.
Η συνεννόηση θείας Γαλλίδας πια και ανεψιού, θα ήταν αδύνατη, αν δεν υπήρχε η κοινή ρίζα, που κανείς τους δεν είχε ξεχάσει:
-Ντο εφτας; Είπε στη θεία του.
-Καλά ευχαριστώ σε.Εχάρα ντο είδα σε. Ατόσα χρόνε εδέβανε μεράκ εποικ ατό, καλά είστουν. Η αδελφή μ’ ντο εφτάει;
-Οπέρτς επέθανεν.
-Την μάρσαν, ατόσον ήθελα να ελέπ’ ατέν. Την ίδια στιγμή που τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
-Έργεψες κι’ επρόφτασες να ελέπς; Ατέν. Πώς έντονε κι εχάθες;
– Χάσον. Θα λέμ’ ατά υστέρε. *
Μετά τις πρώτες αγκαλιές και το σκούπισμα των δακρύων της συγκίνησης, έφθασαν στο σπίτι της Σώρας.
Μεγαλοαστική μονοκατοικία στα προάστια της πόλης, με κήπο και πρασιές γύρω. Σάστισε ο Ιεροκλής. Γνώρισε τον άνδρα της, Γάλλο συνταξιούχο πια του εμπορικού ναυτικού και τα δυο παιδιά της γιο και κόρη που μη ξεχνώντας τις ρίζες της έδωσε το όνομα της μάνας της Παρθένα, που στη γαλλική του απόδοση έγινε Vergine που και στα σύγχρονα ελληνικά έγινε Βιργινία.
Οι μέρες πέρασαν πολύ γρήγορα με την Σώρα να αφηγείται στα ποντιακά πάντα, πως μέσα στο πλοίο γνώρισε τον σύζυγό της αξιωματικό του πλοίου, πως τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, πως αποφάσισε να φύγει μαζί του, θέλοντας ταυτόχρονα να δει κι άλλα μέρη, να γνωρίσει κι άλλους κόσμους και να μετανιώνει πικρά, που τόσες δεκαετίες άφησε στο σκοτάδι γονείς και αδελφή.
Με την ελληνική ποντιακή ρίζα να επιβιώνει και να ξαναζεί τώρα, που το τέλος αργά ή γρήγορα θα ερχόταν σκεπάζοντας τα πάντα.
- Θερμές ευχαριστίες στον κ. Σάββα Καλεντερίδη, που με τη μεσολάβηση του συναδέλφου Παντελή Σαββίδη, έκανε την ματαγλώττιση στο σημείο με τα ποντιακά.
*Ο Ξενοφών Μαυραγάνης υπήρξε διακεκριμένος δικηγόρος Θεσσαλονίκης και δημοσιογράφος.