Του Αλκη Καλλιαντζίδη, Οικονομολόγου, [email protected] www.kalkis.eu
«Αυτή η γενιά, που γεννήθηκε γύρω στα 1950, πρέπει να ντρέπεται».
Ο παραπάνω δημοσιογράφος-δοκιμιογράφος κατηγορεί 150 υπογράψαντες ένα κείμενο-διάβημα που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο της εφημερίδας Le Monde στις 26 Μαΐου 2020 στο οποίο καλούσαν σε «μια επανάσταση της μακροζωίας», και που «διεκδικεί τα λεφτά που δεν θα έχουν τα παιδιά μας».
Στο εν λόγω κείμενο κάλεσαν τη Γαλλία να φροντίσει τη γενιά των «νέων ηλικιωμένων», δηλαδή αυτών που γεννήθηκαν γύρω στα 1950, όπως ο γράφων το 1951. Ας επιτραπεί σε έναν «παλιό ηλικιωμένο», που γεννήθηκε τη δεκαετία του 1930 να το απαντήσει, γράφει ο François de Closets. Και πρώτα απ ‘όλα να θέσει στους υπογράψαντες αυτό το κείμενο πολλά ερωτήματα. Δεν νιώθουν ενόχληση, για να μην πω ντροπή, όταν βλέπουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους ; Δεν συνειδητοποιούν ότι ανήκουν σε μια αρπακτική γενιά που αφήνει στους απογόνους της μια καταστραμμένη φύση και 2 τρισεκατομμύρια ευρώ γαλλικά χρέη (τα οποία θα φτάσουν στα 120,9% του γαλλικού ΑΕΠ μετά την κρίση του κορωνοϊού), συσσωρευμένα χωρίς καμία δικαιολογία ; Πιστεύουν πραγματικά ότι εμείς δεν έχουμε καμία σχέση με αυτά κι ότι δεν φταίμε ;
Το κείμενό τους αναφέρεται στην «πρόκληση της μακροζωίας». Πολύ ωραία. Αυτό δεν μεταφράζεται, πρώτα απ ‘όλα, από το γεγονός ότι διατηρούμε περισσότερο την πλήρη κατοχή των μέσων μας, εν ολίγοις ότι είμαστε σε θέση να εργαζόμαστε σε μια μεγαλύτερη ηλικία από ό,τι οι γονείς μας ; Και τι έχουμε κάνει; Η γενιά μας του «πάντα περισσότερα» καθόρισε τη σύνταξη για όλους, και όχι μόνο για τους εργάτες, στην ηλικία των 60 ετών, επιβαρύνοντας έτσι 5 χρόνια επιπλέον τις πλάτες των παιδιών μας. Και για να κάνουμε αυτά τα χρόνια άνετα, προσφέραμε στον εαυτό μας υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από τον εργαζόμενο πληθυσμό. Έτσι το μερίδιο του εθνικού πλούτου που διατίθεται στη φροντίδα των γηρατειών φτάνει στο επίπεδο ρεκόρ του 14% του ΑΕΠ (στην Ελλάδα φτάσαμε στο 17% του ΑΕΠ και μια χαρά χρεοκοπήσαμε). Και αυτό δεν αρκεί, διότι θα πρέπει να προσθέσουμε σε αυτό το βάρος άλλα 10 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ οι προϋπολογισμοί του κράτους αιμορραγούν από παντού.
Αισθάνομαι τεράστια ευγνωμοσύνη στα άτομα κάτω των 60 ετών που αποδέχτηκαν αυτήν τη θυσία, την οποία θα πληρώσουν πολύ ακριβά, για να μας σώσουν εμάς τους συνταξιούχους. Οι συντάκτες του συλλογικού κειμένου το υπενθυμίζουν οι ίδιοι : η πανδημία του Covid-19 αποτελεί μια θανατηφόρα απειλή μόνο για τους άνω των 64 ετών. Οι νεότερες γενιές θα μπορούσαν να ζήσουν τέλεια μαζί της και να αφήσουν τους ηλικιωμένους να πεθάνουν. Αυτό έκανε άλλωστε η γενιά μας, μεταξύ 1968 και 1970, με την εξίσου γεροντοκτόνο γρίπη του Χονγκ Κονγκ, που σκότωσε περίπου 1.000.000 άτομα. Δεν σταματήσαμε, από όσο γνωρίζω, τη χώρα για να σώσουμε τους γονείς μας. Είμαστε λοιπόν υπόχρεοι στους κάτω των 60 ετών και πρέπει να κάνουμε το καλύτερο δυνατό για να καταπολεμήσουμε την επιδημία.
Η χορωδία των αγανακτισμένων
Πρέπει να παραδεχτώ ότι το επιχείρημα σχετικά με τον ρατσιστικό κίνδυνο, έναντι του από-εγκλωβισμού, με συγκλόνισε πολύ. Αυτή η κρίση είναι διττή, υγείας και οικονομική. Η μια απαιτεί τον εγκλωβισμό των ανθρώπων για την παρεμπόδιση της εξάπλωσης του ιού και η άλλη απαιτεί η χώρα να ξαναρχίσει να λειτουργεί το συντομότερο δυνατό για να επανεκκινήσει την παραγωγική μηχανή. Ήταν λοιπόν φυσικό να ζητάμε από τους εργαζόμενους να βγουν για να πάνε να εργαστούν και στους συνταξιούχους να μείνουν στο σπίτι τους για να παρεμποδίσουν τον ιό. Στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να είμαστε εμείς αυτοί που οφείλαμε να το έχουμε προτείνει. Αντίθετα, η χορωδία των αγανακτισμένων κατήγγειλε μια διάκριση, βασισμένη στην ηλικία.
Είναι γεγονός ότι το τέλος της ζωής σε έναν οίκο ευγηρίας για τα εξαρτώμενα ηλικιωμένα άτομα δεν είναι ευτυχία, είναι όμως μια πραγματικότητα. Ότι ο καθένας προτιμά να τελειώσει τη ζωή του στο σπίτι του, είναι πολύ φυσικό και οι κοινωνικές υπηρεσίες ενεργούν προς αυτήν την κατεύθυνση (με τα προγράμματα της κατοίκον βοήθειας). Ότι η επιδείνωση των δυνατοτήτων μας καθιστά αυτή τη διαμονή όλο και πιο δύσκολη, δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Μπορούμε να τα πάμε καλύτερα και, για τους ηλικιωμένους και για τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Πρέπει να ταρακουνήσουμε τον εγωισμό των υγιών. Αλλά δεν θα μπορέσουμε ποτέ να έχουμε τρία ή τέσσερα άτομα που θα επιτρέψουν σε κάθε ανίσχυρο και εξαρτώμενο άτομο να μείνει στο σπίτι. Σε έναν κόσμο διαλυμένων οικογενειών, με την πρόοδο της ιατρικής που θα πολλαπλασιάσει τα χρόνια εξάρτησης, θα είμαστε όλο και περισσότεροι αυτοί που θα τελειώσουμε τις μέρες μας σε ένα εξειδικευμένο ιατρικό ίδρυμα. Αυτή είναι η πικρή πραγματικότητα και δεν χρειάζεται να εξοργιζόμαστε από αυτήν.
Απεναντίας, όταν φτάνουμε σε πολύ μεγάλη ηλικία, ένα ερώτημα καθίσταται ουσιώδες : η δυνατότητα επιλογής του θανάτου μας. Οι γειτονικές μας πολιτισμένες χώρες (εννοεί το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο, την Ολλανδία) μας δείχνουν τις λύσεις, σε αυτόν τον τομέα, που πρέπει να ακολουθήσουμε, ώστε ο καθένας να μπορεί να αποφασίσει ποιο δρόμο θέλει να ακολουθήσει στα τελευταία του για να φύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο. Όμως, για αυτό το ουσιαστικό ζήτημα, οι υποστηρικτές της «επανάστασης της μακροζωίας» δεν μιλάνε.
Θα ήταν καλό να είμαστε μετριοπαθείς, να βάλουμε τον εαυτό μας στην υπηρεσία των γενεών που μας ακολουθούν, κάτι που υπερβαίνει την απλή φροντίδα που παρέχουμε στα εγγόνια μας. Και, αντί να διεκδικούμε τα χρήματα που δεν θα έχουν τα παιδιά μας, ας ζητήσουμε περισσότερη ελευθερία για τον εαυτό μας, την τελευταία μας ελευθερία.
Για την αντιγραφή και την επεξεργασία των απόψεων του François de Closets.
Οι ενδιαφερόμενοι να διαβάσουν το περιεχόμενο του διαβήματός των 150 «νέων ηλικιωμένων», μπορούν να το βρουν στον σύνδεσμο : https://www.lemonde.fr/idees/article/2020/05/26/manifeste-pour-une-revolution-de-la-longevite_6040734_3232.html