του Αλέξανδρου Δρίβα, Υποψήφιου Διδάκτορα Διεθνών Σχέσεων.
Οι μέρες των Θείων Παθών θέτουν πάντα σύνθετες πνευματικές αναζητήσεις. Τόσο η Οντολογία, όσο και η Θεολογία μπορούν να δώσουν εκείνες τις έννοιες οι οποίες συνθέτουν τα ζητήματα που περιφέρονται γύρω από τις μέρες του Περάσματος. Αναζήτηση χωρίς Ερώτηση, δεν μπορεί να λάβει χώρα. Στον καιρό που η μεταφυσική είναι επί ξύλου κρεμάμενη και ατενίζει τη δική της Ανάσταση, είμαστε υποχρεωμένοι να ρωτούμε και να αναζητούμε αντί να δίνουμε τα διαπιστευτήριά μας στις βεβαιότητες οι οποίες απέδειξαν πως έχουν πήλινα πόδια.
Αυτές τις μέρες, πέραν από τον φανατισμό των φοβικών άκρων (θρησκόληπτων και αθέων του κοψιδιού) μπορούν να τεθούν ζητήματα που ξεκινούν από το μικρο-επίπεδο (από το Πρόσωπο του Ανθρώπου) και φτάνουν στο μακρο-επίπεδο (στις κοινότητες που αυτός είναι ικανός να δημιουργήσει). Ποιό νόημα μπορεί να έχει η Ορθή Δόξα; Πώς αυτή έγκειται στα ενδότερα του Ελληνισμού; Γιατί είναι η οδός της Αναγέννησης;
Η ρίζα του Ελληνισμού, η ίδια η Ερώτηση.
Η Ελληνική Μυθολογία, όπως και τα Ομηρικά Έπη (ποτισμένα από τις αφηγήσεις της Μυθολογίας) συνιστούν τον πυρήνα του Ελληνικού Τρόπου. Εντός της Μυθολογίας υπάρχουν συναρπαστικές αφηγήσεις μεταφυσικής που αποδεικνύουν όχι απαντήσεις, αλλά απορίες του Έλληνα Ανθρώπου. Εντός αυτής υπάρχουν δύο έννοιες οι οποίες μεταγγίστηκαν με τρόπο μεγαλειώδη στον Ομηρικό κόσμο. Η πρώτη έννοια, είναι ο Άθλος-Αγώνας. Η δεύτερη έννοια που υπάρχει μέσα σε κάθε αφήγηση της Μυθολογίας των Ελλήνων, είναι η αβεβαιότητα.
Ο Κρόνος χρειάστηκε να κάνει μια υπέρβαση (στον ελληνικό κόσμο η υπέρβαση δεν είναι a priori- εγγενές χαρακτηριστικό της θεότητας) προκειμένου να διεκδικήσει τη θέση του στον κόσμο απέναντι στον Ουρανό. Ο Δίας χρειάστηκε να υπερκεράσει μια Τιτανομαχία, μια Γιγαντομαχία και τέλος, να φυλακίσει στην Αίτνα τον Τυφώνα. Ο άθλος και η υπέρβαση, βρίσκονται παντού και συνδέονται βέβαια και με τον εξαγνισμό. Τόσο ο Ηρακλής, όσο και ο Βελλερεφόντης, χρειάστηκε να υπερβούν εμπόδια και να προβούν σε άθλους (12 άθλοι, εξουδετέρωση Χίμαιρας κ.α). Ο Αγώνας (εξ’ ου και «αγωνία») είναι ο πατέρας της δεύτερης έννοιας που ενυπάρχει στην Ελληνική Μυθολογία. Της αβεβαιότητας. Μολονότι ο Δίας είχε θεϊκή φύση, η μητέρα του, αφού τον έκρυψε, για να είναι σίγουρη οτι δε θα τον ανακαλύψει ο παιδοκτόνος Κρόνος, έβαλε μπροστά από τη σπηλιά που μεγάλωνε, τους Κουρήτες να άδουν πολεμικές ιαχές προκειμένου να μην ακούγεται το κλάμα του. Δεν υπήρχε δηλαδή κάποια μοίρα πρόνοιας για τον Δία δεδομένη. Τα σχέδια θεών ακυρώνονται και αναβάλλονται και στα Έπη, κατατροπώνονται από ανθρώπινα σχέδια (με τη βοήθεια κάποιας άλλης θεότητας). Η αβεβαιότητα είναι εκείνη η συνθήκη η οποία προκαλούσε την πίστη των Ελλήνων σε κάτι που τους υπερέβαινε. Αρχή κάθε ολοκληρωμένης πίστης είναι η αβεβαιότητα γι’ αυτό άλλωστε και η ανθρώπινη αντίδραση σε αυτήν, είναι η Ερώτηση, η Αναζήτηση που συμπορεύεται με τον μόνιμο αγώνα για αίσθηση της μεγαλύτερης δυνατής βεβαιότητας. Αυτό το τελευταίο, αποτελεί ίσως και την ανθρώπινη Τραγωδία η οποία συνιστά και Πάθος.
Όχι ομοιότητα θρησκειών και δογμάτων αλλά ομοιότητα Πνεύματος.
Μια συζήτηση που λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα κυρίως από το 1996 και μετά, είναι το κατά πόσον ο ελληνικός πολιτισμός παρουσιάζει κάποια συνέχεια ανά τους αιώνες. Η ανθρώπινη παρέμβαση στην ιστορία, δε λαμβάνει χώρα εκπορευόμενη μόνο από το σφάλμα. Υπάρχει και σκοπιμότητα. Αυτή η σκοπιμότητα δεν έχει να κάνει με κάποια συνωμοσία που πολλοί επικαλούνται. Από τον Σιμωνίδη γνωρίζουμε πως «Πόλις μορφώνει άνθρωπον». Η Πολιτεία η οποία κατέχει το κοινωνικό συμβόλαιο, παρέχει τη διαπαιδαγώγηση. Η συζήτηση για την έννοια της Παιδείας αλλά και αυτή της Εκπαίδευσης είναι πολύ μεγάλη και αγγίζει το νόημα της Ελευθερίας. Ωστόσο, μια Πολιτεία, επιθυμεί την βεβαιότητα. Χρειάζεται συμβάσεις για να οικοδομηθεί καθώς η γέννησή της προέρχεται από συμβατική μήτρα, το κοινωνικό συμβόλαιο.
Η βεβαιότητα η οποία επιχειρήθηκε να εμφυσηθεί στην ελληνική κοινωνία κατά την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, είχε αρκετές απολήξεις. Εδώ, θα γίνει απόπειρα κατάδειξης ορισμένων θεσφάτων-υποθέσεων της σχολής σκέψης που εμφανίστηκε ως «Εκσυγχρονισμός».
- Η Ελληνική Ιστορία έχει παραχαραχθεί και έχουν παρεισφρήσει εντός της «μύθοι».
- Η ελληνική κοινωνία, έχει γαλουχηθεί με τους μύθους αυτούς και έτσι ψεύδεται στην κοινωνική περιβολή.
- Η Ελληνική Ιστορία δεν πρέπει να περιέχει τα Βυζαντινά Έτη. Η απόδειξη είναι πως η αρχαία Ελλάδα διώχθηκε και μόνο στα έτη της Βυζαντινής παρακμής επανεμφανίστηκε.
- Οι Έλληνες δε θα γίνουν συνετοί πολίτες αν συνεχίσουν να έχουν προσκόλληση στην παράδοση και στη θρησκεία καθώς ο δογματισμός που προάγουν, αποτελεί τροχοπέδη στην πρόοδο αυτής. Ο συναισθηματισμός θέτει εμπόδια στη λογική η οποία είναι η ατμομηχανή του πολιτειακού σχεδιασμού.
Αν κάποιος δει αυτές τις τέσσερις συνθήκες, θα πειστεί οτι τόσο οι προκείμενές τους, όσο και τα συμπεράσματα, εγγίζουν την ορθότητα. Μια πιο αναλυτική οπτική θα μας πείσει για το αντίθετο.
- Ο μύθος είναι αποτέλεσμα κακής σύλληψης των γεγονότων στη χειρότερη περίπτωση. Στην καλύτερη περίπτωση, αποτελεί την υπογράμμιση κάποιων ανδραγαθημάτων και την απόκρυψη κάποιων μειονεκτημάτων. Πολά από τα πιο αξιόλογα κτίσματα της κλασικής Ελλάδας, (που οι Εκσυγχρονιστές θαυμάζουν εξ’ αντανακλάσεως, επειδή πολύ απλά αυτά θαυμάζει η Δύση) ήταν ναοί θεών. Ο μύθος ήταν η πηγή αρχιτεκτονικής και επομένως, προώθησε την ιστορία. Το ίδιο συμβαίνει και με τις τοιχογραφίες της προϊστορίας. Ο μύθος χρησιμοποιείται παντού σε κάθε ιστορική αναφορά κάθε χώρας. Ειδικά σε χώρες όπως είναι οι ευρωπαϊκές που έφτιαξαν κράτη χωρίς να μετέλθουν από δημιουργία έθνους (ήταν λαότητες, ορδές, ελλιπώς καταρτισμένοι καλλιεργητές της γης κτλ).
- Η λεξιπενία και η έλλειψη ιστορικής γνώσης βρίσκονται στο απόγειό τους. H ελληνική γλώσσα από τη γλωσσική μεταρύθμιση συνεχώς συρρικνώνεται. Οι δεκαετίες του 80’ και του 90’, (βεβαίως και σήμερα) δε δικαιώνουν τους θιασώτες του εκσυγχρονισμού αυτού του τύπου καθώς η Ελλάδα εκείνη την περίοδο ήταν αρκετά ανοικτή σε νέες ιδέες και πραγματικότητες, τόσο πολύ μάλιστα που το πρόβλημα των ναρκωτικών ήταν στην κορυφή των προεκλογικών εξαγγελιών. Οι μέριμνες αυτών των δεκαετιών, δε στηρίζονταν στη διατήρηση κάποιων μύθων καθώς ακόμη και σήμερα, δε γνωρίζουν καν ποιούς πολεμήσαμε την 25η Μαρτίου.
- Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αυτή η αφήγηση έχει στηριχτεί στην εικόνα που είχε η Δύση για την Ελλάδα του πρώτου ¼ του 19ου αιώνα. Ο Φιλελληνισμός του Λουδοβίκου (πατέρα του «ελέω Θεού» Όθωνα) και των Βαυαρών βρετανοκατευθυνόμενων αυλικών, στηρίχθηκε (όπως αποδεικνύουν ημερολόγια Βαυαρών αξιωματούχων που συνόδευσαν τον Όθωνα στην «έδρα» του) σε ακραίες ψευδαισθήσεις για θιασώτες του Διαφωτισμού. Ούτε λίγο ούτε πολύ, η μετακίνηση της πρωτεύουσας της Ελλάδας από το Ναύπλιο στην Αθήνα, εκτός από τη δυσεντερία που θέριζε λόγω υγρασίας του Βαυαρούς, προκρίθηκε καθώς οι Γερμανοί πίστευαν πως στην Αθήνα θα τους υποδεχθεί ο Απόλλωνας παίζοντας τη λύρα που του έκανε δώρο ο Ερμής. Ο δυτικός κόσμος λοιπόν, για γεωστρατηγικούς και γεωπολιτισμικούς λόγους, αγκάλιασε την ονομασία του Ιερώνυμου Βολφ και του Corpus Historiae Βyzantinae. Εν πολλοίς, η Ελλάδα όφειλε να βρει την ταυτότητά της στη Δύση η οποία «διαφύλαξε» το ελληνικό πνεύμα και το διέσωσε από τον «βυζαντινό σκοταδισμό». Η Δύση της Ιεράς Εξέτασης και του Κυνηγιού των Μαγισσών, η Δύση που γέννησε ως αντίδραση τον Διαφωτισμό γιατί στερούσε την ελευθερία έκφρασης, ήταν τώρα ο θεματοφύλακας του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Διογένη, του Αρχιμήδη κτλ. Οπότε η Ελλάδα έπρεπε να ζητήσει από τον Ιερώνυμο Βολφ και από το Νερντλινγκεν την άδεια για την κληρονομιά της. Η πραγματικότητα όμως ήταν αρκετά διαφορετική και υπαγορευόταν από πολιτικούς λόγους. Η Δύση δεν επιθυμούσε η Ελλάδα να ακολουθήσει την επιθυμία του Ιωάννη Καποδίστρια (μεταξύ άλλων) και να αντικαταστήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία κάνοντάς την παρένθεση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έτσι στην Ελλάδα, ο «βυζαντινισμός» πλαισίωσε απλά τους συνειρμούς «Βαλκάνια» και «Εκκλησία», ολοκληρώνοντας μια φόρτιση αναχρονισμού και οπισθοδρόμησης. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, διατηρούσε την ελληνική γλώσσα ως γλώσσα διοίκησης, αξιοποίησε την αρχαία ελληνική παρακαταθήκε καθώς αυτούσια την κληρονόμησε από τους Ρωμαίους και επικαλέστηκε την ελληνική ταυτότητα στην παρακμή της όπως κάνει κάθε πολιτειακό μόρφωμα στην παρακμή του. Στρέφεται στις ρίζες του.
- Πρόκειται ίσως για τη βασική υπόθεσης εργασίας αυτού του ρεύματος και το οποίο έχει αναπτύξει ενδελλεχώς ο Κωνσταντίνος Σημίτης σε βιβλίο του. Όπως παρατηρήσαμε, η απομάκρυνση της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές μας ταυτότητες, έλυς όλα τα διοικητικά προβλήματα της χώρας και πλησιάσαμε τον σκληρό πυρήνα της Εσπερίας. Επειδή τα επιχειρήματα αυτά έχουν να κάνουν με τον ετεροπροσδιορισμό των ανθρώπων και πώς αυτοί νιώθουν καλύτερα (η λέξη «ευρωπαίος» φορτίστηκε πολύ θετικά εκείνες τις δεκαετίες). Είναι ένα βασικό ζήτημα της πολιτικής κοινωνιολογίας και της πολιτικής ψυχολογίας. Η αίσθηση του «ανήκειν». Οι προσωπικές μειονεξίες-αδυναμίες (ακόμη και επιθυμίες) καλύπτονται μέσα στην αγέλη. Ο χώρος του «ανήκειν» έχει συχνά, μικρή σχέση με την πραγματικότητα. Η έννοια «Δύση», μολονότι είναι απλώς ένα σημείο του ορίζοντα, έχει φορτιστεί με συνειρμούς προόδου, πολιτισμού, ελευθερίας κτλ. Ταυτόχρονα, είναι η Ήπειρος που γέννησε τον ρατσισμό, τη φεουδαρχία, τον Μεσαίωνα, την Ιερά Εξέταση, την αποικιοκρατία και τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Επομένως, όλα είναι ζήτημα ερμηνείας, ακόμη και τα αφηγήματα των εκσυγχρονιστών που θεωρούν εαυτούς κατόχους του συνετού λογισμού. Σε αυτόν τον χώρο, το θυμικό δεν μπορεί να απουσιάζει καθώς είναι εγγενές συστατικό της ανθρώπινης φύσης.
Το μαρτύριο της αγνωσίας και η πορεία προς τη Σταύρωση.
Πέρα από τα πολλά μηνύματα του Θείου Δράματος τα οποία θεολογούν, υπάρχουν πολλές συνεικόνες οι οποίες περιβάλλουν μια τέτοια Ιστορία. Όλη η εξέλιξη των Θείων Παθών, διέπεται από τις δύο έννοιες που ο Ελληνισμός έθεσε ως θεμέλιο λίθο κάθε σκέψης του. Από τους προσωκρατικούς μέχρι τον Πλωτίνο και τα χρόνια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και από την τουρκοκρατία μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα ο Ελληνισμός αναζητεί. Οι έννοιες αυτές, δεν είναι άλλες από τον άθλο και την έλλειψη βεβαιότητας. Μαζί αυτές, συνθέτουν το Θάρρος.
Ο Θεάνθρωπος γνώριζε το τέλος της Αποστολής του όμως ο φόβος και τα δάκρυα για το τέλος που τον περίμενε (ζητώντας από τον Πατέρα του να μην του προσφέρει αυτό το ποτήρι) δείχνουν οτι ακόμη και μια αποστολή σαν αυτή του Θεανθρώπου. Η ιστορία του Ιησού και τα γήινα πάθη που υπέστη έχουν άρωμα ελληνικής τραγωδίας. Σε αυτήν, το τέλος δεν είναι «καλό» αλλά ζωντανό. Η χριστιανική διδασκαλία και η Ορθοδοξία επικάθισαν πάνω στην Ελληνική Ερώτηση που συνεχίζει να τίθεται, μακρυά από καρτεσιανές βεβαιότητες και πλάνες σύγχυσης του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και του συμπαντικού γίγνεσθαι. «Άγνωσται Αι Βουλαί του Κυρίου». Μέσα στην πλήρη παραδοχή της αβεβαιότητας, η Ορθοδοξία ανοίγει τις πύλες της Πίστης και του θάρρους.
Η Χριστολογική διδασκαλία βαθιά ποτισμένη με σωκρατικό και πλατωνίζοντα λόγο, απομακρύνεται από το δόγμα και δίνει τον απαραίτητο ζωτικό χώρο στον Έλληνα λόγο που όσο καμία πολιτισμική πρόταση (Τρόπος Βίου) οτι το μέλλον είναι απρόβλεπτο. Η μηδενιστική ματαιότητα αποκρούεται από αυτήν την Ορθή Δόξα δίνοντας νόημα στην ανθρώπινη ζωή με τους άθλους που καλείται να πετύχει ο άνθρωπος. Μια συνεχής πορεία προς το Γολγοθά που λυτρώνεται με την Ανάσταση. Είναι σύμβολα που ο μεταπολιτευτικός συφερτός περιθωριοποίησε και έτσι τα υψηλά νοήματα έπαψαν να συνθέτουν οράματα. Η έλλειψη οραμάτων έπαψε να ρωτά το «Γιατί» και με αυτόν τον τρόπο, κάθε υψηλή στρατηγική και κάθε στόχος, άφησαν την τελευταία τους πνοή πάνω σε μια ενοχική ανακούφιση κάποιου παρελθοντικού μεγαλείου ή σε μια εξίσου ενοχική και γεμάτη σύνδρομα μηδενιστική πρακτική απέναντι σε κάθετί που μεγαλούργησε στον Ελληνισμό, πριν τη λαίλαπα.
Κάθε μεταρρύθμιση και κάθε πολιτειακή αλλαγή δεν μπορούν να λάβουν χώρα χωρίς την απαραίτητη εθνική αυτοπεποίθηση η οποία προέρχεται από την Αλήθεια. Από τη γνώση ως ανάμνηση (άρση της λήθης). Η επανατοποθέτηση της ταυτότητάς μας η οποία συντίθεται από την ακόρεστη περιέργεια για το «τι μέλλει γενέσθαι» (αβεβαιότητα για το μέλλον) και από την αποδοχή κάθε ανάληψης άθλου που οδηγεί στη θυσία και στην ανύψωση. H Eλλάδα δεν κατέπεσε από τους μύθους που αρεκτοί διεθνιστές έχοντες το copy right των «πετυχημένων συνταγών» υποστηρίζουν. Η Ελλάδα έχασε τη σύνδεση του Προμηθέα και της θυσίας του με την Ύψιστη Θυσία του Θεανθρώπου. Αποπροσανατολίστηκε γιατί χάθηκε ο πυρήνας της θυσίας που παραμένει η Προσφορά. Η Ελλάδα κατέπεσε από τους ακριβώς αντίθετους λόγους από αυτούς που η σχολή του κούφιου «εκσυγχρονισμού» και εθνο-αποδομισμού έφερε προς κατανάλωση στην ελληνική κοινωνία. Τα αποτελέσματά της, τα βιώνουμε. Ο σύγχρονος κόσμος και η δομή αυτού, αποδεικνύουν πως η παγκοσμιοποίηση υποχωρεί καθώς κάθε οργανωμένη κοινωνία, θέτει το παράδειγμά της, την πρότασή της στον κόσμο. Η ετερότητα και η διαφορετικότητα, δομές της ίδιας της ελευθερίας έρχονται από τη συζήτηση των εθνών. Το κάθε ένα από τα έθνη έχει τη δική του ιστορία να αφηγηθεί για λογαριασμό του μέλλοντός του. Οφείλουμε να καταθέσουμε ξανά την Πρότασή μας στον κόσμο.
Καλό Πέρασμα σε όλους τους Έλληνες της Οικουμένης.
Αλέξανδρος Θ. Δρίβας