Tο λιμπρέτο της όπερας «Ολυμπιάδα» ανήκει στον διάσημο λογοτέχνη Πιέτρο Μεταστάζιο, βασίζεται στο έργο «Ιστορίαι» του Ηροδότου και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ρήγα Φεραίο. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη μελοποίηση του ιταλού συνθέτη Αντόνιο Καλντάρα στη Βιέννη. Ακολούθησαν δεκάδες μελοποιήσεις με την γνωστότερη εξ αυτών του Αντόνιο Βιβάλντι το 1734. H όπερα «Ολυμπιάδα» ανέβηκε πριν λίγες μέρες στο Φεστιβάλ Παλαιάς Μουσικής στο Ίνσμπρουκ της Αυστρίας. Γράφει η Süddeutsche Zeitung με τίτλο «Μακρύτερα, ταχύτερα, ψηλότερα»:
Η πρώτη έκπληξη του Φεστιβάλ Παλαιάς Μουσικής στο Ίνσμπρουκ είναι φυσικά η ίδια η όπερα «Ολυμπιάδα». Όχι μόνο επειδή είναι μία από τις λίγες όπερες με αθλητικό περιεχόμενο και συγκεκριμένα τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην αρχαία Ελλάδααλλά και επειδή είναι έργο του Αντόνιο Βιβάλντι, τον οποίο συνδέουμε κυρίως με τις «Τέσσερις Εποχές». Το ότι ο διασημότερος ιταλός συνθέτης της μπαρόκ εποχής είναι επίσης εξαιρετικός συνθέτης όπερας το διαπίστωσαν όσοι παρακολούθησαν την παράσταση στο Θέατρο του Ίνσμπρουκ.
Από μόνες τους οι συναυλίες ή παραστάσεις Παλαιάς Μουσικής μοιάζουν, ως προς τις απαιτήσεις και τις προκλήσεις για τους ερμηνευτές, με ολυμπιακού επιπέδου άθλημα. Πώς μια όπερα του μπαρόκ σχεδόν 300 ετών θα αποδοθεί όσο το δυνατόν πιο πιστά κερδίζοντας ταυτόχρονα το σύγχρονο κοινό;
Οι διάσημοι καστράτι προκαλούσαν λιποθυμίες στο γυναικείο κοινό
Η σκηνοθεσία του Στέφανο Βιτσιόλι είναι καλή. Πιο ενδιαφέρουσα είναι ωστόσο η μουσική συμβολή του τσεμπαλίστα και μαέστρου Αλεσάντρο ντε Μάρτσι από κοινού με την Ορχήστρα του Φεστιβάλ Ίνσμπρουκ, τους δύο κόντρα τενόρους και έναν υψίφωνο. Εκτός από τη δυναμική φωνή της Μπενεντέτα Ματσουκάτο στο ρόλο της μεταμφιεσμένης αριστοκράτισσας Αργήνης και την Μαργκερίτα Σάλα ως κόρη του βασιλιά Αριστέα, η οποία αποτελεί το έπαθλο της «Ολυμπιάδας» είναι οι τρεις λυρικοί τραγουδιστές που κλέβουν την παράσταση: οι κόντρα τενόροι Ραφαέλε Πε και Μπεγιούν Μέτα και ο υψίφωνος Μπρούνο ντε Σα.
Οι λυρικοί τραγουδιστές, που τραγουδούν στο ύψος των γυναικείων φωνών, ενσαρκώνουν όμως αρσενικούς ήρωες, θέτουν εύλογα ερωτήματα σχετικά με μια ριζικά διαφορετική ηχητική αισθητική την εποχή του μπαρόκ. Χρειάστηκαν πάνω από δύο αιώνες για να αρχίσουν μουσικολόγοι και ερευνητές να ασχολούνται με τους αποκαλούμενους καστράτι, γνωστότερος από τους οποίους είναι σήμερα ο ιταλός «Φαρινέλι», λόγω της ομώνυμης ταινίας του 1994. Σε αντίθεση με τα όργανα παλαιάς μουσικής, για τα οποία υπάρχουν λεπτομερή σχέδια κατασκευής, δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για τους καστράτι. Οι πηγές και πληροφορίες είναι ελάχιστες σχετικά με το φωνητικό ύψος και την τεχνική τους. Και ενώ υπάρχει ακόμα και σήμερα στην δυτική Ευρώπη παράδοση χορωδιών αγοριών οι καστράτι άρχισαν ήδη την εποχή του Μότσαρτ να μην είναι πια της μόδας, ίσως επειδή και η Καθολική Εκκλησία είχε απαγορεύσει τους ευνουχισμούς καλλίφωνων αγοριών.
Φρενήρη χειροκροτήματα για κάθε άρια
Η ειδική τεχνική, με την οποία λυρικοί τραγουδιστές καταφέρνουν σήμερα να τραγουδούν στο ύψος των γυναικείων φωνών, καταπονεί σημαντικά τη φωνή. Για το λόγο αυτό θεωρείται καθοριστική η σωστή εκπαίδευση και τεχνική, η οποία επιτρέπει φωνητικούς ακροβατισμούς, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι ο λυρικός τραγουδιστής θα διατηρήσει τη φωνή του για αρκετές δεκαετίες.
Η «Ολυμπιάδα» του Ίνσμπρουκ και οι κορυφαίοι τραγουδιστές της έπεισαν πάντως το κοινό, το οποίο επιδοκίμαζε με φρενήρη χειροκροτήματα κάθε άρια της όπερας, όπως συνέβαινε την εποχή του Βιβάλντι και των διάσημων καστράτι.
Πηγή: Süddeutsche Zeitung
DW