Του Δημήτρη Τσαϊλα*
Εάν διαβάζετε τακτικά τις αναλύσεις περί των ελληνοτουρκικών, γνωρίζετε ότι η ιστορία έχει επιστρέψει και ότι η γεωπολιτική είναι κεντρική για τα εθνικά μας ζητήματα. Δεκάδες χρόνια πολέμου και τρισεκατομμύρια οικονομικών πόρων επενδύθηκαν στην προσπάθεια διαμόρφωσης του κοινωνικού συστήματος ανθρώπων που αδιαφορεί για τα κυριαρχικά δικαιώματα ακόμη και για την εθνική κυριαρχία προκρίνοντας διεθνιστικά μοντέλα και ρασιοναλιστικές ουτοπίες, αλλά ήρθε η ώρα να γίνουμε ξανά φυσιολογικοί με προσανατολισμό το εθνικό συμφέρον. Κατά κανόνα εννοώ να σκέφτομαι και να ενεργώ στρατηγικά. Το να σκεφτόμαστε στρατηγικά σημαίνει επίσης να αποφασίζουμε για τις προτεραιότητες και να βάζουμε εθνικούς στόχους, μια αρμοδιότητα που χάσαμε πριν από καιρό, όταν προσπαθούσαμε να αναθέσουμε την άμυνα και ασφάλεια της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε αμυντικούς θεσμούς όπως το ΝΑΤΟ.
Αυτή η έκκληση για αληθινή στρατηγική παρά το ότι έρχεται με καθυστέρηση, εκτιμάται ότι προλαβαίνουμε να
διορθωθούμε πριν πέσουμε στον γκρεμό. Αμφιβάλλω πάρα πολύ ότι θα ζήσουμε υπό Τουρκική επιρροή, αλλά σίγουρα θα ζήσουμε σε έναν κόσμο στον οποίο η γεωστρατηγική μας εικόνα θα αμφισβητείται από ένα εναλλακτικό σύστημα με διαφορετικό πολιτικό σχήμα, διαφορετικό σύνολο αξιών και διαφορετικό οικονομικό μοντέλο. Απομένει να δούμε πώς θα δράσει αυτός ο αναδυόμενος διπολικός ανταγωνισμός με την Τουρκία.
Η ελληνική στρατηγική σκέψη πρέπει να προσαρμοστεί στις αλλαγές στο περιβάλλον ασφάλειας, ιδίως στην αναδυόμενη δύναμη της Τουρκίας. Μερικοί στην Ελλάδα ακόμα δεν πιστεύουν ότι χρειαζόμαστε μια υψηλή στρατηγική, ενώ άλλοι θρηνούν τον σιωπηλό θάνατο της ελληνικής στρατηγικής. Πιστεύω ότι την τελευταία τριακονταετία οι μηχανισμοί στρατηγικής σκέψης και εφαρμογής μας είναι σκουριασμένοι και δεν διαθέτουμε τη γνωστική πειθαρχία για να διευθετήσουμε τις προτεραιότητες, προτιμώντας να παρακολουθούμε τους αντιπάλους μας. Πολύ συχνά παρουσιάζεται η εθνική στρατηγική ως απλώς μια λίστα με σφαιρικούς στόχους σε μια ανούσια διάλεξη. Έτσι αφιερώνουμε πόρους σε μη συνδεδεμένους στόχους και προσαρμόζουμε ασύμβατα συμφέροντα ή αντιφατικές γραφειοκρατικές προτιμήσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολύ συχνά να ξοδεύουμε τους περιορισμένους πόρους χωρίς προτεραιότητες, μια πολυτέλεια των πλούσιων και διανοητικά τεμπέληδων ή απρόσεκτων. Αλλά αυτό κάνει η κακή στρατηγική.
Η γενιά μας θα λειτουργεί πλέον με έναν πιο περιορισμένο προϋπολογισμό για πόρους εθνικής ασφάλειας και με λιγότερους αξιόπιστους συμμάχους σε μια ευρύτερη βάση αποστολής, η οποία θα δημιουργήσει μια παρατεταμένη συζήτηση για τις εθνικές προτεραιότητες. Εν όψει των αυξανόμενων προκλήσεων, της διεύρυνσης των αποστολών σε νέους τομείς και των μειωμένων πόρων, απαιτείται μια πραγματική στρατηγική για τη διατήρηση και την επέκταση της εθνικής μας ικανότητας για να προωθήσουμε και να διασφαλίσουμε τα συμφέροντα της εθνικής ασφάλειας. Όπως σημειώνουμε κάθε φορά, μια πραγματική στρατηγική πρέπει να σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και μια κατανόηση ως προς τη θέση που επιδιώκουμε να αποκτήσουμε στη διεθνή σκηνή. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να σχεδιάσουμε αυτό που σπάνια βρίσκουν οι ελληνικές κυβερνήσεις: μια καλή στρατηγική.
Παρά τους ισχυρισμούς για τον σιωπηλό θάνατο της ελληνικής υψηλής στρατηγικής, ο Ελληνισμός παραμένει ικανός να αναπτύξει και να εφαρμόσει στρατηγική. Το πρώτο και κύριο συμφέρον επιβίωσης επιτάσσει άμεσα την ισορροπία δυνάμεων, η οποία φαίνεται ότι θα διαταραχθεί εις βάρος μας αν δεν λάβουμε μέτρα για ενίσχυση της αερο-ναυτικής μας ισχύος με τα σκάφη που απαιτούνται για καλή στρατηγική. Η διατήρηση της ισορροπίας ισχύος και η πρόσβασή μας στα διεθνή κοινά είναι απαραίτητη για το έθνος μας που είναι ναυτογενές. Αυτό σχετίζεται με την οικονομία μας και τις μελλοντικές προοπτικές της ναυπηγοκατασκευαστικής ικανότητας μας. Όπως τονίσαμε σε παλαιότερη ανάλυση για τη «Νέα Ναυτική Στρατηγική», η ευημερία μας εξαρτάται από τον έλεγχο της θάλασσας. Αυτό απαιτεί τη διατήρηση της παγκόσμιας εμβέλειας του εμπορικού μας στόλου και της ευέλικτης εμπλοκής του Πολεμικού Ναυτικού ακόμη και σε απομακρυσμένες θάλασσες. Αυτό άλλωστε είναι το ναυτικό. Είναι ένα εξαιρετικά φιλελεύθερο εργαλείο εξωτερικής πολιτικής, για το καλύτερο ή το χειρότερο σενάριο, και αυτό πρέπει να αντικατοπτρίζεται στη γλώσσα της στρατηγικής. Η θαλάσσια ισχύς παρέχει ελευθερία ελιγμών και ευελιξία στρατηγικής και αξιοποιεί τις παγκόσμιες δικτυωμένες δυνάμεις που ζητούν οι ηγέτες του Ναυτικού.
Οι συμμαχίες και οι αμυντικές συνεργασίες συμβάλλουν στη συζήτηση και προσφέρουν ένα πλαίσιο για μεγαλύτερη συνοχή μεταξύ των σκοπών, των τρόπων και των μέσων της ελληνικής ασφάλειας. Η στρατηγική καθορίζει προτεραιότητες για τη διαμόρφωση της εθνικής ισχύος και των ενόπλων δυνάμεών μας για το μέλλον και όχι για το τώρα. Πιο κρίσιμα, οι συμμαχίες και οι αμυντικές συνεργασίες επιλύουν το αυξανόμενο χάσμα σε μια συνεκτική αλυσίδα τελικών τρόπων-μέσων που θα πρέπει να καθοδηγεί τη μεγάλη στρατηγική της Ελλάδας.
Σαφέστατα οι συμμαχίες και οι αμυντικές συνεργασίες χρειάζεται να έχουν αερο-ναυτική εστίαση, απασχολώντας το θαλάσσιο δυναμικό κυρίως ως στοιχείο της ανάπτυξης και της ασφάλειας. Το Πολεμικό Ναυτικό δεν χρειάζεται μετριοπαθείς ενέργειες σχετικά με τη συμβολή τους στην εθνική ασφάλεια. Είναι μια στρατηγική αναγκαιότητα εάν επιδιώκουμε να διατηρήσουμε τη τάξη που βασίζεται στην πρόσβαση στα κοινά για την ευημερία μας. Εν ολίγοις, η στρατηγική επιτυχία του 21ου αιώνα είναι συνώνυμη με τη συνεχή ανάπτυξη και συνετή εφαρμογή της θαλάσσιας ισχύος.
*Ο Υποναύαρχος (εα) Δημήτριος Τσαϊλάς ΠΝ δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.
“Μακεδονία” 13.03.21