της Αννας Κωνσταντινίδου, Δρ. Νομικής ΑΠΘ
Σε λίγο αρχίζει ένας νέος γύρος εργωδών διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο εμπλεκόμενων πλευρών και των τριών εγγυητριών δυνάμεων για το Κυπριακό. Το Κυπριακό, όπως και το Παλαιστινιακό, αλλά και ευρύτερα η περιοχή της Μέσης Ανατολής, βρισκόντουσαν ανέκαθεν στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος. Στις μέρες μας, τα ζητήματα αυτά κεντρίζουν ακόμα περισσότερο την παγκόσμια διπλωματία, μιας και τα ενεργειακά αφενός μεν αναδιαμορφώνουν τη διεθνή διπλωματική σκακιέρα, αφετέρου αποτελούν τον κινητήριο μοχλό για την επανεκκίνηση των οικονομιών πολλών χωρών της περιοχής που είναι πλούσιες σε ενεργειακά αποθέματα, όσο και των συμμαχικών εταίρων τους, που είναι είτε χώρες διαμετακόμισης υδρογονανθράκων, είτε κυρίως χώρες κατανάλωσης ενέργειας.
Στις νέες συνομιλίες που ξεκινούν στη Γενεύη, θα συμμετέχουν εκτός από την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή πλευρά και οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, η Ελλάδα, η Τουρκία και η Μεγάλη Βρετανία. Ο όρος «εγγυήτριες δυνάμεις» ήταν μία παράμετρος των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου στα τέλη της δεκαετίας του 1950, προκειμένου η Κύπρος να αποκτήσει την ανεξαρτησία της από τη βρετανική διοίκηση. Όμως, ο θεσμός των «εγγυητριών δυνάμεων» τεμάχιζε εκ νέου σε σφαίρες επιρροής το νησί, καθώς τρεις χώρες ήταν τώρα συνυπεύθυνες για το μέλλον του νέου κράτους. Η ανεξαρτησία της Κύπρου που ευαγγελίζονταν οι συμφωνίες αυτές, τελούσε στην πραγματικότητα υπό διαλυτική αίρεση. Με τις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, η νήσος είχε τεθεί σε καθεστώς τριμερούς συμπαράστασης, όπως παρόμοια είχε γίνει τέσσερεις σχεδόν δεκαετίες νωρίτερα με τη Σμύρνη (1919).
Και τίθεται ένα εύλογο ερώτημα: μετά τα γεγονότα του 1963-1964 μεταξύ των δύο πολυπληθέστερων θρησκευτικών ομάδων που κατοικούσαν στο κυπριακό έδαφος[1], κυρίως δε μετά την τουρκική εισβολή του 1974 στο νησί, ποιος πραγματικά ήταν ο ρόλος των εγγυητριών δυνάμεων για τη συνέχιση της διπλωματικής συμπαράστασης;
Είναι πολύ παράδοξο το γεγονός –και ίσως παγκόσμια διπλωματική πρωτοτυπία– αφενός να παραμένει ο ίδιος ρόλος των τριών χωρών που τις είχε δοθεί από δύο συνθήκες που έπαψαν στην πραγματικότητα να υφίστανται, αφετέρου τα κράτη που είχαν εγγυηθεί για το καθεστώς ανεξαρτησίας του νησιού και δεν μπόρεσαν να το διασφαλίσουν, να προσέρχονται με τον ίδιο ρόλο που είχαν τη δεκαετία του 1950 στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Οι εγγυήτριες δυνάμεις είναι τρεις χώρες με αβέβαιο πολιτικό και οικονομικό μέλλον σήμερα. Τα κράτη αυτά προσέρχονται στη Γενεύη, προκειμένου να εγγυηθούν και να διαπραγματευτούν για μία χώρα που ανήκει απροϋπόθετα στην Ε.Ε., στέκεται στα πόδια της και ατενίζει το μέλλον της μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια, επανάκτησε σε σύντομο χρονικό διάστημα την οικονομική αξιοπιστία της και χαίρει εκτίμησης εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και πραγματικά, αυτές οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις με ποια νομιμοποίηση θα διαπραγματευτούν για την Κύπρο και τι θα αποφασίσουν; Για ένα ενδεχόμενο Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας, από το οποίο ποια πλεονεκτήματα θα απορρέουν για το εθνικό μέλλον του νησιού; Ιστορικά είναι καταγεγραμμένο, ότι όταν η Ελλάδα προσερχόταν σε διαπραγματεύσεις με την προοπτική υπογραφής ενός Συμφώνου Φιλίας, εκείνο το χρονικό διάστημα διερχόταν είτε πολιτικών είτε οικονομικό-κοινωνικών αδιεξόδων. Το Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας του 1930 μεταξύ Ελευθερίου Βενιζέλου και Ισμέτ Ινονού, κάθε άλλο παρά διαφύλαξε την εθνική μας μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη και τις περιουσίες τόσο των διαμενόντων στα τουρκικά εδάφη όσο και των βίαια εκτοπισμένων του 1922. Επίσης, ένα άλλο Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας που είχε υπογραφεί τη δεκαετία του 1960 μεταξύ ελληνικής και αιγυπτιακής κυβέρνησης δεν στάθηκε ούτε αυτό ικανό να διασφαλίσει την αιγυπτιώτικη Παροικία μας. Για να μην αναφερθούμε στη Συνθήκη του 1966 μεταξύ των ίδιων πλευρών σχετικά με το ζήτημα των περιουσιών των μετοικούντων στην Ελλάδα, Ελλήνων της Αιγύπτου.
Τα Σύμφωνα αυτά, νομικά θεωρούνται κείμενα «καλής θέλησης» που δε διασφαλίζουν την ακεραιότητα των μειονοτήτων (εθνικών και θρησκευτικών).
Η Κύπρος είναι κράτος μέλος τόσο του ΟΗΕ όσο και κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης σήμερα. Με την παρουσία εκπροσώπων της ευρωπαϊκής οικογένειας θα πρέπει να γίνουν οι διαπραγματεύσεις αυτές. Η Τουρκία είναι μία χώρα που απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την Ευρώπη. Η Ελλάδα είναι μία χώρα που απομονώνεται όλο και περισσότερο από την υπόλοιπη Ε.Ε., ενώ το μέλλον της στην ευρωπαϊκή οικογένεια είναι μεταξύ «σφύρας και άκμονος» εξαιτίας των επιπόλαιων πολιτικών της απέναντι στους εταίρους της. Και τον περασμένο Ιούνιο, η Μεγάλη Βρετανία αποφάσισε με δημοψήφισμα να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πώς αυτές οι τρεις χώρες νομιμοποιούνται να εγγυηθούν για μια ευρωπαϊκή χώρα;
Άννα Κωνσταντινίδου
Ιστορικός-Διεθνολόγος,
Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης Νομικής Σχολής ΑΠΘ
[1] Η πλειονότητα των μουσουλμάνων ήταν πληθυσμοί που κατοικούσαν στο νησί και εξισλαμίστηκαν κατά την οθωμανική περίοδο κατάκτησης του νησιού. Κάθε άλλο παρά τουρκικής καταγωγής ήταν η μουσουλμανική αυτή ομάδα, την οποία αργότερα καπηλεύτηκε διπλωματικά η τουρκική πλευρά.
Μηπως μαυτο ως Ελληνικη προταση ,θα επρεπε να ξεκινησει -ενωριτερα- το Ελληνικο ΥΠΕΞ ,αντι της καταργησεως των εγγυησεων, που σιγουρα δεν θα δεχθουν Τουρκια και Τουρκοκυπριοι, με το ”λογικο” αντεπιχειρημα τους οτι, με τις Τουρκικες στρατιωτικες εγγυησεις , θα ”απαγορευσουν” την οποιαδηποτε και οποτεδηποτε επιδιωξη Ενωσεως Ελλαδος και Κυπρου, ενδεχομενο ,που μπορει να εγγυηθει η Ευρωπαικη Ενωση , οτι δεν θα συμβει, επι ποινη αποβολης απο τις Ευρωπαικες Κοινοτητες αμφοτερων των κρατων, Ελλαδος και Κυπρου;;;;.