Άννα Φαλτάιτς.
Η αβεβαιότητα που προκαλεί ο εκλογικός κύκλος οδηγεί τα κράτη-μέλη να εξετάζουν τις επιλογές τους στο ενδεχόμενο διάλυσης της ευρωζώνης. Πώς διαμορφώνονται οι ισορροπίες για την Ελλάδα. Ο κίνδυνος για την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική τάξη της Ευρώπης.
Στην Ιταλία, η κυβέρνηση «κρέμεται από μια κλωστή». Ασχέτως όμως αν η χώρα διενεργήσει εκλογές, το γεγονός πως σχεδόν το ήμισυ του εκλογικού σώματος στηρίζει κόμματα που θέλουν αποχώρηση από την ευρωζώνη, θα φέρει τις διεθνείς αγορές και τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης στην κόψη. Η ανησυχία θα είναι ακόμα μεγαλύτερη αφού «αντάρτες» του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος ανακοίνωσαν ότι δημιούργησαν ένα νέο πολιτικό κόμμα, που θα μπορούσε να υπονομεύσει τις επιδόσεις του κυβερνώντος κόμματος έναντι του ευρωσκεπτικιστικού Κινήματος των Πέντε Αστέρων στις επόμενες εκλογές.
Το κόμμα με τις υψηλότερες δημοσκοπικές επιδόσεις στη Γαλλία, το Εθνικό Μέτωπο, θέλει και αυτό να διενεργήσει δημοψήφισμα για τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη.
Εν τω μεταξύ, η απειλή εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει. Η Αθήνα πρόσφατα υποσχέθηκε να εφαρμόσει οικονομικές μεταρρυθμίσεις για να λάβει την επόμενη δόση από το δάνειο διάσωσης, όμως ορισμένα μέτρα περιλαμβάνουν πολιτικά ευαίσθητα ζητήματα, όπως οι συντάξεις και οι εργασιακοί κανόνες, και θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν πολιτική αστάθεια ή κοινωνικές αναταραχές.
Καθώς ο κυβερνητικός συνασπισμός της χώρας έχει οριακή πλειοψηφία εδρών στη Βουλή, θα μπορούσε να καταρρεύσει ακόμα και αν λίγοι μόνο βουλευτές αλλάξουν στάση. Και οι πρόωρες εκλογές στη χώρα θα μπορούσαν να μετατραπούν σε δημοψήφισμα για τη συμμετοχή στην ευρωζώνη.
Τώρα που το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της Ελλάδας βρίσκεται στα «χέρια» θεσμικών δανειστών, η έξοδος της χώρας από την ευρωζώνη δεν θα ήταν τόσο καταστροφική όσο θα ήταν πριν από πέντε χρόνια. Ωστόσο, η αναταραχή που θα προκαλούσε θα μπορούσε να εξαπλωθεί στους άλλους «αδύναμους κρίκους» της ευρωζώνης, περιλαμβανομένης της Ιταλίας και της Ισπανίας. Επιπλέον, αν συμβεί σύντομα μετά το Brexit, το Grexit θα βάθαινε τις αναταραχές στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θα μπορούσε να επηρεάσει τις εκλογές και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης.
Η αβεβαιότητα έχει κάνει τα μέλη της νομισματικής ένωσης να αρχίσουν να εξετάζουν τις επιλογές τους. Την προηγούμενη Πέμπτη, για παράδειγμα, το νομοθετικό σώμα της Ολλανδίας ενέκρινε έρευνα για τη μελλοντική σχέση της Ολλανδίας με το ευρώ. Επισήμως, το θέμα πυροδοτήθηκε από τις ανησυχίες για τις επιπτώσεις που έχουν για τους Ολλανδούς καταθέτες και συνταξιούχους οι πολιτικές χαμηλών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Όμως η έρευνα, τα ευρήματα της οποίας θα ανακοινωθούν αργότερα φέτος, θα προσπαθήσει να απαντήσει επίσης σε ερωτήματα όπως το αν και πώς η Ολλανδία θα μπορούσε να φύγει από την ευρωζώνη. Η έρευνα αποκαλύπτει πόσο σοβαρά παίρνουν οι κυβερνήσεις και τα κόμματα σε όλη την ευρωζώνη την πιθανότητα διάλυσής της.
Το ότι η έρευνα προτάθηκε από ένα κεντρώο κόμμα, τους Χριστιανοδημοκράτες και όχι από το Ευρωσκεπτικιστικό Κόμμα της Ελευθερίας, δείχνει πως ίσως έχει πολιτικά κίνητρα. Ξεκινώντας την έρευνα λίγο πριν τις εκλογές της 15ης Μαρτίου, τα μετριοπαθή κόμματα ίσως προσπαθούν να στείλουν μήνυμα στους ψηφοφόρους πως και αυτοί ανησυχούν για τις επιπτώσεις που είχαν στην οικονομία της χώρας το κοινό νόμισμα και οι δημοσιονομικές πολιτικές. Ταυτόχρονα, όμως, η έρευνα δείχνει πως οι Ολλανδοί πολιτικοί ανησυχούν για το μέλλον της νομισματικής ένωσης και θέλουν να ξέρουν ποιες θα είναι οι επιλογές τους στην περίπτωση τελικής κρίσης στην ευρωζώνη. Δεδομένης της απειλής ενός δημοψηφίσματος για τη συμμετοχή στην ευρωζώνη στη Γαλλία, την Ιταλία ή την Ελλάδα, οι φόβοι τους είναι βάσιμοι.
Η Ολλανδία αποτελεί σημαντικό «παίκτη» στη Βόρεια Ευρώπη. Έχοντας γύρω της τη Γερμανία, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, η χώρα επικεντρώνει μεγάλο μέρος της εξωτερικής πολιτικής της στη διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή.
Οι απόψεις της ως προς το πώς θα πρέπει να κυβερνάται η ευρωζώνη είναι γενικά κοντά σε αυτές της Γερμανίας. Οι δυο χώρες, για παράδειγμα, έχουν επικρίνει τα σχέδια για τη διάσωση χωρών της Νότιας Ευρώπης. Εν τούτοις, η Ολλανδία κατανοεί τη σημασία της Γαλλο-Γερμανικής συμμαχίας στην «καρδιά» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι βασικός υπέρμαχος της Ευρωπαϊκής ενοποίησης τις τελευταίες έξι δεκαετίες.
Για τον λόγο αυτόν, η χώρα είναι απίθανο να ενεργήσει μόνη της. Αν επιταχυνθεί η κρίση στην ΕΕ, τότε η Ολλανδία πιθανότατα θα προσπαθήσει να ευθυγραμμίσει τις πολιτικές της με αυτές των παραδοσιακών της συμμάχων, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, καθώς και με τη στρατηγική της Γερμανίας.
Η Γερμανία, όμως, αντιμετωπίζει τα δικά της, σκληρά ερωτήματα. Αν και μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος της χώρας –και ιδιαίτερα οι συντηρητικοί ψηφοφόροι- δεν εγκρίνουν το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας, ωστόσο η κυβέρνηση στο Βερολίνο θέλει να αποτρέψει κλιμάκωση της κρίσης στην Ελλάδα εν όψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου. Συνεπώς, η Αθήνα πιθανότατα τελικά θα καταλήξει σε συμφωνία με τους πιστωτές της, έστω και αν αυτό θα γίνει μόνο για να αποτραπεί χρεοκοπία της χώρας τους επόμενους έξι μήνες.
Συγκριτικά, η γερμανική κυβέρνηση θα έχει λιγότερη επιρροή στη Γαλλία και την Ιταλία, χώρες που αποτελούν πολύ πιο σοβαρή απειλή για το μέλλον της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αν οι ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις κερδίσουν εξουσία στη Γαλλία ή την Ιταλία, το Βερολίνο θα έμπαινε σε mode κρίσης και θα προσπαθούσε αμέσως να καταλήξει σε συμφωνία με τις νέες κυβερνήσεις στο Παρίσι ή τη Ρώμη.
Όμως κάποιες από τις απαιτήσεις τους –όπως οι προτάσεις του Εθνικού Μετώπου για εισαγωγή δασμών σε όλες τις εισαγωγές της Γαλλίας ή για φορολόγηση επιχειρήσεων που προσλαμβάνουν ξένους εργαζόμενους, περιλαμβανομένων των πολιτών της ΕΕ- θα είναι δύσκολο να ικανοποιηθούν χωρίς να διαλυθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η έρευνα του Ολλανδικού κοινοβουλίου δείχνει πως η διάλυση της ευρωζώνης, ή τουλάχιστον η αναδιαμόρφωσή της, είναι μια πιθανότητα που οι κυβερνήσεις αρχίζουν να συνυπολογίζουν όταν εξετάζουν τις επιλογές τους για το μέλλον. Και το γεγονός πως μια κεντρώα ομάδα ηγήθηκε της πρότασης για την έρευνα αποκαλύπτει πως τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα δεν είναι πλέον τα μόνα που αμφισβητούν τη μοίρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μάλιστα, το 2015, το Ολλανδικό υπουργικό συμβούλιο συζήτησε σχέδιο για την αντικατάσταση της περιοχής Σένγκεν με ένα μικρότερο μπλοκ που θα απαρτίζεται από χώρες της Βόρειας Ευρώπης.
Όταν ιδρύθηκε η ευρωζώνη, βασικός στόχος της ήταν να φέρει τη Γαλλία και τη Γερμανία τόσο κοντά, ώστε να είναι αδιανόητος ένας ακόμα μεταξύ τους πόλεμος. Όμως ο διακανονισμός αυτός έχει φέρει τα μέλη της σε μια απίθανη κατάσταση. Αν διαλυθεί η ευρωζώνη, η κατάρρευσή της θα προκαλούσε μια σταθερή αποξένωση των μελών της -ιδιαίτερα της Γαλλίας και της Γερμανίας- θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική τάξη της Ευρώπης.
Από την άλλη πλευρά, αν η ευρωζώνη παραμείνει ενωμένη και συνεχίσει να προκαλεί τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων και να εγείρει αμφιβολίες μεταξύ κυβερνήσεων και χρηματαγορών, τότε η συνέχειά της θα βρίσκεται υπό μόνιμη απειλή.
Ο συνεχής κίνδυνος, με τη σειρά του, θα έβλαπτε την οικονομία της Ευρώπης και θα οδηγούσε σε άνοδο ακόμα περισσότερων ακραίων εθνικιστικών και λαϊκιστικών πολιτικών κινημάτων στο μέλλον.
Δημοσιεύθηκε: 5 Μαρτίου 2017 – 08:08