Αθηνά Δ. Μιράσγεζη
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, Συγγραφέας, Διδ. ΕΑΠ
Με αφορμή το νέο βιβλίο του Φώτη Καγγελάρη Μια Ιστορία της Τέχνης- από τη μεριά της επιθυμίας, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση και τη σειρά Πλαγίως της οποίας την επιστημονική διεύθυνση έχει ο ίδιος ο συγγραφέας.
Το βιβλίο αυτό, σε μια επιμελημένη έκδοση με ένα πολύ ωραίο εξώφυλλο που κοσμεί έργο της Paula Rego (1935-2022), διαβάζεται συνδυαστικά με άλλα του βιβλία περί τέχνης, όπως τα Τρόπος του λέγειν, Το πράγμα, η λέξη και ο κόσμος και βέβαια τα Σημειώματα για την Τέχνη- ως σύλληψη του Άλεκτου, στα οποία Σημειώματα θα επιμείνουμε κι εμείς σ’ αυτή την παρουσίαση.
Η Ιστορία της Τέχνης του Φώτη Καγγελάρη είναι στην ουσία μια ιστορία, μια ιστορία της φιλοσοφίας, μια φιλοσοφία της τέχνης, μια ιστορία των επιστημών, μια ιστορία της λογοτεχνίας – κοντολογίς μια ιστορία του πνεύματος. Ασχολείται κυρίως με τη μουσική, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, την αρχιτεκτονική, τον χορό, τη φωτογραφία, την περφόρμανς. Σε κάθε έργο τέχνης στο οποίο αναφέρεται ξαναστήνει ολόκληρη την εποχή. Η Ιστορία της Τέχνης του όμως είναι και ιστορία της επιθυμίας.[1] Η ώση της επιθυμίας διαπερνά όλο το βιβλίο. Γι’ αυτόν, «ένα έργο τέχνης είναι καταρχάς οριοθέτηση της επιθυμίας, η οποία δημιουργεί οδόφραγμα στην υπεραπόλαυση», αλλιώς jouissance.[2] Μέσα στην τέχνη, είναι παρούσα και η άλλη όψη του ανθρώπου, η επιθυμία ως καταστροφή, συνδεδεμένη με την ενόρμηση του θανάτου.[3] Η επιθυμία μπορεί να εμφανίζεται εκπεφρασμένη, φιμωμένη ή απωθημένη, (μετουσιωμένη, εξιδανικευμένη).[4] «Η τέχνη στο σύνολό της είναι ένα μοιρολόι για μια για πάντα χαμένη απόλαυση»[5], γράφει.
Θα επικεντρωθούμε στο τελευταίο του κεφάλαιο για την Art Brut, την Ωμή Τέχνη ή την Ανεπεξέργαστη Τέχνη, όπως έχει μεταφραστεί. Ο Φώτης Καγγελάρης κάνει μνεία στη «Μελαγχολία Ι» του Dürer, έργο του 1514, στο οποίο και εντοπίζει τη «θριαμβευτική είσοδο της ψυχικής διαταραχής»[6] στην τέχνη.
Η τρέλα, λέξη υπό εξαφάνιση καθώς έχει δώσει τη θέση της στους ψυχιατρικούς όρους «ψύχωση» ή σχιζοφρένεια και «μανιοκατάθλιψη» ή διπολική διαταραχή, η τρέλα λοιπόν είναι θύμα πολλών δεισιδαιμονιών, φαντασιώσεων και στερεοτύπων. Ο Φώτης Καγγελάρης επιχειρεί να την απαλλάξει από όλα αυτά που την ακολουθούν, τη συμπιέζουν, την παραμορφώνουν, την κρύβουν, αντιμετωπίζοντάς την κατά πρόσωπο. Μαζί με τον θάνατο, κατ’ αυτόν, αποτελούν τις δυο ακραίες μορφές «ετερότητας της ανθρώπινης ύπαρξης».[7] Ωστόσο, αν για την έσχατη αναμονή του θανάτου μπορούμε να μιλήσουμε, το πέρασμα της τρέλας μένει τις περισσότερες φορές χωρίς μάρτυρα. Ο τρελός χάνει τις λέξεις του αν πρόκειται να την μιλήσει, ο γνωστικός δεν έχει την εμπειρία της και αδυνατεί να την κατανοήσει, αδυνατεί να εισχωρήσει μέσα της.
Ολόκληρη η προσωπικότητα του πάσχοντα θίγεται απ’ άκρη σ’ άκρη. Απώλεια της πραγματικότητας, απώλεια του εαυτού, απώλεια του Άλλου. Ο ψυχωτικός συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω με μια νέα πραγματικότητα στα σκαριά που τη βάζει στη θέση αυτής που έχασε. Η κοινή πραγματικότητα χάνει την πραγματικότητά της και αποκτά πραγματικότητα ένα ακόμα παραλήρημα. Βαθιά απόλαυση του τρελού και ταυτόχρονα «τρόμος, πανικός, αγωνία, ενοχή» και πόνος, πόνος, πόνος.[8] Συμπτώματα: φωνές[9] και γενικότερα κάθε είδους ψευδαισθήσεις, μανία καταδίωξης, παραληρήματα μεγαλείου, καταστροφής του κόσμου, θρησκευτικά κ.ά. Ο ψυχωτικός στο παραλήρημά του «κατέχεται από τον Άλλο, είναι έρμαιο της απόλαυσης του Άλλου».[10] Ή ενδέχεται να αναφέρεται στο σώμα του το οποίο νιώθει ως «αποδιοργανωμένο, κομματιασμένο, ανοίκειο, φλεγόμενο».[11] Ο Καγγελάρης αναφέρει τον Lacan: «Η ανθρώπινη ύπαρξη όχι μόνο δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την τρέλα αλλά δεν θα ήταν καν ανθρώπινη ύπαρξη αν δεν είχε μέσα της την τρέλα ως ορόσημο της ίδιας της τής ελευθερίας.» Και συμπληρώνει ο Καγγελάρης «η ‘‘φυσιολογικότητα’’ είναι η άμυνα έναντι της φύσης του ανθρώπου που είναι η τρέλα.»[12]
Όμως, των ίδιων των τρελών υπάρχει άραγε τέχνη; Μα δεν υπάρχει ούτε τέχνη των στομαχικών!, επιμένει ο ιδρυτής της, ο Jean Dubuffet (που ίδρυσε το πρώτο μουσείο Art Brut).[13]
Η τέχνη και η τρέλα «γεννώνται από την ίδια κολασμένη διαδικασία», συνεχίζει ο Καγγελάρης.[14] Ωστόσο, «ο δαίμονας-εντός» έχει διαφορετικό πεπρωμένο στην τέχνη των γνωστικών και στην τέχνη των τρελών, τονίζει. Ο γνωστικός καλλιτέχνης επιζητεί να απαλλαγεί από τον δαίμονά του εξωτερικεύοντάς τον. Η μορφή που θα πάρει αυτός βρίσκεται στα όρια του συνειδητού και του ασυνειδήτου του. Ο καλλιτέχνης αγωνίζεται να τιθασεύσει τον δαίμονά του και η πάλη αυτή καταγράφεται πάνω στο έργο, είναι το έργο τέχνης. Αντίθετα, για τον τρελό καλλιτέχνη δεν υπάρχει διαφοροποίηση ανάμεσα στο μέσα και στο έξω. Ο τρελός είναι συμφιλιωμένος με τον δαίμονα που τον έχει κατακτήσει, είναι το αγαπημένο του και πολύτιμο παραλήρημα. Το έργο τέχνης ελέγχει τον τρελό καλλιτέχνη, και όχι ο καλλιτέχνης το έργο τέχνης. Η μορφή που θα πάρει ο δαίμονας είναι ωμή, ανεξέλεγκτη, ανεπεξέργαστη.[15]
Η Ιστορία της τέχνης: από τη μεριά της επιθυμίας καταλήγει σε μια ιστορία της Ανεπεξέργαστης τέχνης – ανεπεξέργαστη έκφραση της επιθυμίας. «Μεταποιείται και μετουσιώνεται το βαρύ μέταλλο της διαταραχής στο ευγενές μέταλλο της τέχνης»[16], λέει ο Καγγελάρης. Στους νεωτερικούς χρόνους, -βρισκόμαστε στα μέσα του 18ου αι.- η Επιστήμη αλλά και η Τέχνη επιτίθενται στην ανθρώπινη φύση, προκειμένου να την εξιχνιάσουν. Σκάβοντας ολοένα και πιο βαθιά κανάλια φθάνουν σε ορισμένες πολύ καίριες συντεταγμένες της. Καταρχάς, η ανθρώπινη ιδιότητα. Ποιοι είναι άνθρωποι και ποιοι όχι; Οι τρελοί σταματούν να είναι πράγματα δαιμονικά και δαιμονισμένα και διεκδικούν την ανθρωπινότητα. Ποιοι είναι αλυσοδεμένοι και ποιοι ελεύθεροι; Οι γνωστικοί σταματούν να δένουν χειροπόδαρα τους τρελούς, οι τρελοί δεν κουβαλούν πια βαριές αλυσίδες ή μάλλον βαριές αλυσίδες σταματούν να κουβαλούν δεμένους, στοιβαγμένους, τους τρελούς. Τα πλοία των τρελών αδειάζουν. Ο θαλασσινός αέρας δεν είναι πλέον η ενδεδειγμένη θεραπεία γι’ αυτούς.[17]
Ο Φώτης Καγγελάρης αναδεικνύει ως την πρώτη αρχή της Art Brut (αρχές 19ου αιώνα) τις ζωγραφιές της αδελφής του Victor Hugo, χρόνια πάσχουσας από ψυχική διαταραχή, όταν τις βλέπει ο γιατρός της.[18] (Όπως είναι γνωστό, τέχνη υπάρχει μόνο όταν υπάρχει θεατής που σπάει το δίπολο δημιουργός/έργο και το μεταμορφώνει στο τρίγωνο καλλιτέχνης/έργο τέχνης/θεατής.[19])
Για τον Καγγελάρη, η Art Brut είναι ανεπεξέργαστη έκφραση της επιθυμίας, αυτή που δεν δέχεται τη χαλιναγώγηση του πολιτισμού, αλλά εμφανίζεται και δρα ως jouissance αλλοτριώνοντας, με αυτόν τον τρόπο, καταστροφικά, έως θανάτου, το άλλο μέρος του ψυχισμού, «εκείνο που μάχεται για την παραμονή του στο σημαίνον, στην πραγματικότητα.»[20]
Στη ζωγραφική και σύντομα στη φωτογραφία κατέφυγαν οι ανήσυχοι γιατροί που παράγγελναν ή συγκέντρωναν πορτρέτα διαταραγμένων ψυχών, τα οποία πολλές φορές εξέθεταν ως έργα τέχνης σε μικρές και μεγάλες εκθέσεις. Δεν άργησε να εμφανιστεί ο Bleuler που συγκέντρωσε στη Ζυρίχη τα έργα, πια, των νοσηλευόμενων ασθενών του και ο Prinzhorn που θα σώσει τα ανάλογα από τα νύχια των Ναζί δημιουργώντας έτσι τη μεγάλη συλλογή της Χαϊδελβέργης που φέρει το όνομά του.[21]
Λίγο νωρίτερα, πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, είχαν ήδη εμφανιστεί και τα δύο πρώτα συγγράμματα που κατέγραφαν τις ψυχικές διαταραχές στη ζωγραφική, την πρόζα και την ποίηση. Αυτό δεν γίνεται ακόμη για να αποτιμηθεί η καλλιτεχνική αξία των έργων, αλλά για να αποτελέσουν ένα πολύτιμο βοήθημα για τους ιατρούς ως προς τη διάγνωση και τη θεραπεία.[22]
Σταθμός για τη μελέτη της Art Brut αποτέλεσε, όπως είπαμε, η ίδρυση του πρώτου Μουσείου Art Brut στη Λωζάνη το 1947 από τον Jean Dubuffet.[23] Όμως, το έδαφος είχε προετοιμαστεί ήδη από πολλούς παράγοντες, όπως επισημαίνει ο Φώτης Καγγελάρης. Ο Μοντερνισμός, το μανιφέστο Νταντά, ο σουρεαλισμός, η εδραίωση του ασυνείδητου, η αυτόματη γραφή, η Ερμηνεία των Ονείρων του Freud κ.ά. συνέβαλαν αποφασιστικά.[24] Με τη σειρά της, η Art Brut αποτέλεσε χρυσωρυχείο έμπνευσης για τους μεγάλους καλλιτέχνες. Ο Φώτης Καγγελάρης δεν διστάζει να αναφέρει ονόματα όπως των Actionnistes Viennois, του Beuys, της πρώιμης Abramović, της Orlan ή της Arbus κ.ά.[25]
Θα τελειώσω, και πάλι, με τα λόγια του Φώτη Καγγελάρη: «Η Art Brut είναι η έκφραση του τελευταίου ανυπότακτου τόπου της ψυχής μας.»[26]
Σημειώσεις
[1] Φώτης Καγγελάρης, Μια Ιστορία της Τέχνης- από τη μεριά της επιθυμίας, Αθήνα: Παπαζήσης, 2024, σελ. 79.
[2] Όπ. παρ., σελ. 109-110.
[3] Όπ. παρ., σελ. 113.
[4] Όπ. παρ., σελ. 79, 82.
[5] Όπ. παρ., σελ. 118.
[6] Όπ. παρ., σελ. 239.
[7] Φώτης Καγγελάρης, «Δυο λόγια για την τρέλα» στο Σημειώματα για την τέχνη- ως σύλληψη του άλεκτου, Αθήνα: Παπαζήσης, 2022, σελ. 15-16.
[8] Όπ. παρ., σελ. 18.
[9] Βλ. σχετικά Αθηνά Δ. Μιράσγεζη, «Η τρέλα ως τεχνική στη φιλοσοφία και στην τέχνη» στο Μεταφυσική της τέχνης: Κείμενα, Αθήνα: Ευρυδίκη, 2018, σελ. 230-256.
[10]Φώτης Καγγελάρης, Σημειώματα για την τέχνη, όπ. παρ., σελ. 19.
[11] Όπ. παρ.
[12] Φώτης Καγγελάρης, «Κινήματα τέχνης και πολιτικές στον 20ο αιώνα: Το ανέφικτο του βλέμματος» στα Σημειώματα για την τέχνη, όπ. παρ., σελ. 135.
[13] Μια Ιστορία της Τέχνης, όπ.παρ., σελ. 238-239.
[14] Σημειώματα για την τέχνη, όπ. παρ., σελ. 142.
[15] «Art Brut: Ο δαίμονας εντός» στα Σημειώματα για την τέχνη, όπ. παρ., σελ. 207-211.
[16] «Η τέχνη ως δυνατότητα ύπαρξης: Ένας επίδεσμος για τον χρόνο», στα Σημειώματα για την τέχνη, όπ. παρ., σελ. 234.
[17] Βλ. σχετικά Michel Foucault, Η Ιστορία της τρέλας, μτφρ. Φ. Αμπατζοπούλου, Αθήνα: Ηριδανός, 2004.
[18] Μια Ιστορία της Τέχνης, όπ.παρ., σελ. 235.
[19] Αθηνά Δ. Μιράσγεζη, Η Αισθητική μετά τον Nietzsche, Αθήνα: Ευρυδίκη, 2004, σελ. 16.
[20]Φώτης Καγγελάρης, Μια Ιστορία της Τέχνης, όπ.παρ., σελ. 238.
[21] Όπ. παρ., σελ. 235-237.
[22] Όπ. παρ., σελ. 237-238.
[23] Όπ. παρ., σελ. 238.
[24] Όπ. παρ., σελ. 238.
[25] Όπ. παρ., σελ. 239.
[26] «Κινήματα τέχνης και πολιτικές στον 20ο αιώνα: Το ανέφικτο του βλέμματος», στα Σημειώματα για την τέχνη, όπ. παρ., σελ. 143.