του Δημήτρη Τσαϊλά*
Σε μια πολύ περίεργη διαρροή πληροφοριών, η Washington Post αναφέρει σε άρθρο, ότι η Ρωσία έχει σχέδια να εισβάλει στην Ουκρανία μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου. Παρόλο που η ιστορία, αποδίδεται μόνο σε «Αμερικανούς αξιωματούχους», περιελάβανε επίσης ένα μη διαβαθμισμένο έγγραφο που απεικόνιζε κινήσεις ρωσικών στρατευμάτων. Το γεγονός διαρροής ενός τέτοιου μη διαβαθμισμένου εγγράφου μου υποδηλώνει ότι η αμερικανική διοίκηση θέλει να δημοσιοποιήσει το γεγονός ως υπόθεση κατά των ρωσικών κινήσεων. Το να λες ότι η Ρωσία έχει «σχέδια» είναι επίσης διαφορετικό από το να λες ότι η Ρωσία έχει ξεκάθαρη πρόθεση να δράσει. Υποψιάζομαι ότι το σύστημα πληροφοριών/αντιπληροφοριών έχει λεπτομέρειες για ένα βασικό σχέδιο, συνοδευόμενο από ρεαλιστικές αναπτύξεις στρατευμάτων ως μέρος μιας άσκησης, η οποία θα μπορούσε να μετατραπεί και σε εισβολή.
Είναι γεγονός ότι οι ρωσικές δυνάμεις έχουν ισχυρές δυνατότητες κατά μήκος των συνόρων με την Ουκρανία για να πραγματοποιήσουν μια ταχεία και άμεση εισβολή, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας γραμμών ανεφοδιασμού όπως ιατρικές μονάδες φροντίδας και ανεφοδιασμό σε καύσιμα που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν μια παρατεταμένη σύγκρουση. Οι νέες λεπτομέρειες σχετικά με τη ρωσική συσσώρευση υπογραμμίζουν τον αυξημένο συναγερμό των Αμερικανών αξιωματούχων για τις μετακινήσεις. Τα τρέχοντα επίπεδα εξοπλισμού που σταθμεύουν στην περιοχή θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν δυνάμεις πρώτης γραμμής για επτά έως 10 ημέρες και άλλες μονάδες υποστήριξης για έως και ένα μήνα, σύμφωνα με τους στρατιωτικούς αναλυτές που γνωρίζουν το θέμα.
Η ρωσική συσσώρευση δυνάμεων στα σύνορά της με την Ουκρανία φαίνεται ολοένα και περισσότερο ως προετοιμασία μιας πραγματικής δύναμης εισβολής. Ενώ η Μόσχα έχει ήδη κατασκευάσει ήδη ένα προγεφύρωμα από το ρωσικό έδαφος στην Κριμαία, την οποία προσάρτησε το 2014, η ρωσική στρατηγική θα ήθελε επίσης και την ηπειρωτική σύνδεση κατά μήκος της ακτής μέσω της Μαριούπολης, για την ολοκλήρωση του σχεδιασμένου σκοπού της.
Είναι προφανής ο λόγος, καθώς έχει επισημάνει ο Ρώσος πρόεδρος επανειλλειμένα, ότι μπορεί να συμβιβαστεί μόνο με μια συμφωνία με την Ουάσιγκτον ότι η Ουκρανία και άλλοι άμεσοι γείτονες στην περιφέρεια της Ρωσίας δεν θα ενταχθούν ποτέ στο ΝΑΤΟ. Η ανάπτυξη 100.000 στρατευμάτων έτοιμων για εισβολή είναι δαπανηρή, αλλά για τα μεγέθη της Ρωσικής οικονομίας εξακολουθεί να είναι σχετικά ανεπαίσθητη παρά τη μείωση της τιμής του πετρελαίου, από κάτι περισσότερο από 80 δολάρια το βαρέλι σε λιγότερο από 70 δολάρια. Ο Πούτιν χρησιμοποιεί τη στρατιωτική απειλή για ωμή βία, για δύο σημαντικούς λόγους. Πρώτον για να κερδίσει αυτό που η Δύση αρνήθηκε επιτυχώς στη Ρωσία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης πριν από περισσότερες από τρεις δεκαετίες. Μια σφαίρα επιρροής «κοντά στον εξωτερικό δακτύλιο» που η Ρωσία θεωρεί ζωτικό χώρο για την ασφάλειά της. Και δεύτερον, δημιουργεί δυσαναλογία σήματος προς θόρυβο, όπως θα λέγαμε στη μηχανική φυσική. Το σήμα είναι απόδειξη για τις ρωσικές προετοιμασίες για αποφασιστική στρατιωτική δράση, ενώ ο θόρυβος των αναταραχών υποκινείται σε πιθανά πεδία μάχης. Όσο περισσότερος θόρυβος στο παρασκήνιο εκτοξεύεται συνειδητά από την αταξία ενός επιτιθέμενου, τόσο πιο δύσκολο είναι να διακρίνει κανείς το σήμα για να συγκεντρώσει μια αποτελεσματική απάντηση. Με επιχειρήσεις Υβριδικών επιθέσεων με αυτόν τον τρόπο η εξαπάτηση κρύβει ό,τι είναι αληθινό ενώ εμφανίζει κάτι ψεύτικο. Μπερδεύει, απλώνει και εξασθενεί τον αντίπαλο αυξάνοντας την πιθανότητα ο τολμηρός πυγμάχος να βρει την ευκαιρία να δώσει μια γρήγορη, συντριπτική γροθιά στον αντίπαλο του. Έτσι η Ρωσία είναι σε θέση να εισβάλει όταν θέλει και οι δυνατότητες της θα ισοδυναμούσαν με ένα σύγχρονο blitzkrieg.
Η Μόσχα ισχυρίζεται ότι αντιδρά αμυντικά προς τις απειλές του ΝΑΤΟ, αλλά δεν υπάρχει πραγματική ένδειξη για απειλές. Ο Πούτιν, επίσης, γνωρίζει ότι το ΝΑΤΟ είναι μια εγγενώς αμυντική συμμαχία, μια συμμαχία που κυβερνάται με συναίνεση που είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Η Συμμαχία δεν θα προσφύγει στη χρήση του άρθρου 5 και να αναπτύξει στρατεύματα και να υπερασπιστεί την Ουκρανία που δεν είναι μέλος της. Οπότε εάν η ένταση κλιμακωθεί, θα είναι απόλυτη ευθύνη του Κιέβου να απαντήσει σε μια πιθανή ρωσική εισβολή. Αν και τα πήγε άσχημα το 2014, όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν την Κριμαία, ο ουκρανικός στρατός έχει βελτιωθεί από τότε και έλαβε μικρή βοήθεια από τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα με αμυντικούς πυραύλους Javelin για την αντιμετώπιση των ρωσικών αρμάτων μάχης. Προφανώς η Ουάσιγκτον θα συνεχίσει να παρέχει στο Κίεβο πληροφορίες μέσω δορυφορικών συστημάτων και σημάτων.
Στο στρατηγικό πάζλ δυνατοτήτων, σήμερα υπάρχει μια προφανής καταπάτηση από την τρέχουσα αντιπαράθεση, που είναι η συμφωνία Μίνσκ ΙΙ. Ενώ αυτή προβλέπει την αυτοδιοίκηση για το Λουγκάνσκ και το Ντόνετσκ με αντάλλαγμα την αποκατάσταση του ελέγχου στα σύνορα με τη Ρωσία και την απόσυρση των παράνομων ενόπλων δυνάμεων από το ουκρανικό έδαφος, η Ρωσία δεν ενδιαφέρθηκε πουθενά για την αυτοδιακυβέρνηση και χρησιμοποιεί πληρεξούσιες δυνάμεις εντός της Ουκρανίας για να διασφαλίσει ότι ο έλεγχος των συνόρων παραμένει σε αποκλειστικά φιλικά προς τη Ρωσία χέρια. Από την άλλη πλευρά οι Γερμανοί και οι Γάλλοι οι οποίοι ηγήθηκαν της διαπραγματευτικής προσπάθειας που παρήγαγε το Μινσκ ΙΙ, δεν έχουν τη διπλωματική επιρροή για να αντιδράσουν στη Μόσχα. Ακόμη και αν οι ΗΠΑ επρόκειτο να εμπλακούν σοβαρά, δεν είναι ξεκάθαρο ότι η Μόσχα θα ήταν πρόθυμη να εφαρμόσει το σχέδιο συμφωνίας Μίνσκ II.
Ενώ η “σκακιστική τεχνική” του Πούτιν στη χρήση της απειλής χρήσης βίας με στρατιωτική δύναμη μπορεί να φαίνεται πολλά υποσχόμενη, θα μπορούσε να επιφέρει άσχημα αποτελέσματα. Δεν είναι ξεκάθαρο ότι η Ρωσία θα κέρδιζε έναν πόλεμο με την Ουκρανία, παρά τη στρατιωτική της ανωτερότητα. Ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, ο οποιοσδήποτε πατριώτης Ουκρανός αβίαστα συμπεραίνει από την τρέχουσα κατάσταση ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ είναι ο πιο πολλά υποσχόμενος τρόπος αφενός υπεράσπισης της χώρας του και αφετέρου για να μπορέσει να ευημερήσει. Η Ρωσία διαθέτει πολύ μεγάλη ισχύ και σχετικά οργανωμένο στρατό για να αντιμετωπίσει το Κίεβο. Ενώ η Ρωσία μπορεί να δαγκώσει άλλη μια μπουκιά στα νοτιοανατολικά της Ουκρανίας, οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες στις ρωσικά κατεχόμενες περιοχές της Ουκρανίας είναι άθλιες. Η καλύτερη ελπίδα της Ουκρανίας, από τη στρατιωτική αντιπαράθεση, θα είναι να αποδειχθεί πολύ καλύτερη στη διακυβέρνηση και την ευημερία από τη Μόσχα. Αυτό δεν θα πρέπει να είναι αδύνατο, καθώς η Ρωσία αν και είναι ένα κράτος με πλούσια πετρελαϊκά κοιτάσματα, βρίσκεται σε παρακμή χωρίς ιδιαίτερη διάκριση προς όφελος των πολιτών της.
Στο μεταξύ, η Δύση δεν θα μείνει αδιάφορη και θα αντιδράσει σε οποιαδήποτε στρατιωτική κίνηση εκ μέρους της Ρωσίας. Βέβαια ξέρουμε εκ των προτέρων ότι η συνήθης απάντηση που μπορεί να δώσει, δεν είναι άλλη από μια ρητορική καταδίκη, αυστηροποίηση και επέκταση των κυρώσεων και αύξηση της στρατιωτικής, οικονομικής και πολιτικής βοήθειας προς το Κίεβο. Η εναλλακτική λύση δεν είναι ελκυστική. Δηλαδή μια συμφωνία να κλείσουν οι πόρτες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην Ουκρανία, τη Λευκορωσία και τους άλλους γείτονες της Ρωσίας. Αυτό θα αποδείκνυε ότι το κροτάλισμα των πολεμικών μηχανών είναι μια επιτυχημένη στρατηγική και αναμφίβολα θα οδηγούσε σε περισσότερους εκβιασμούς. Σαφώς και δεν πρέπει να πάμε σε πόλεμο με τη Ρωσία για την Ουκρανία, αλλά ούτε να υποχωρήσουμε σε οποιονδήποτε ρωσικό εκφοβισμό.
Όσον αφορά τον Ελληνισμό, χρειάζεται η συνεχής παρακολούθηση και ανάλυση των δεδομένων στην ουκρανική περιοχή καθώς η Κριμαία είναι ο σημαντικότερος σταθμός ναυτικής ισχύος της Ρωσίας για εμπλοκή της στη Μεσόγειο. Οι κύριες αποστολές του ρωσικού στόλου κατά την επόμενη δεκαετία αναμένεται να συνίστανται στη διασφάλιση ότι ο Εύξεινος Πόντος δεν θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως περιοχή για επιθέσεις εναντίον ρωσικών υποδομών, καθώς εγγυάται την προστασία ρωσικών εγκαταστάσεων και στρατιωτικών υποδομών στην Κριμαία, και θα χρησιμεύει ως ναύσταθμος για στρατιωτικές επιχειρήσεις και ναυτική διπλωματία στη Μεσόγειο. Η προστασία της περιοχής του Ευξείνου Πόντου θα πραγματοποιηθεί μέσω ενός συνδυασμού ισχυρών εναέριων και παράκτιων αμυντικών πλατφορμών, μαζί με την ανάπτυξη υποβρυχίων και πλοίων επιφανείας οπλισμένων με ικανά όπλα. Το πιο σημαντικό, η ικανότητα των υποβρυχίων και των πλοίων επιφανείας να εκτελέσουν προσβολές με σημαντικό αριθμό LACM. (Land Attack Cruise Missiles) (που είναι ένα μη επανδρωμένο, οπλισμένο αεροσκάφος που έχει σχεδιαστεί για να επιτίθεται σε σταθερό ή κινητό επίγειο στόχο και αποσκοπεί να στείλει ένα αποτρεπτικό μήνυμα σε πιθανούς αντιπάλους, και συγκεκριμένα στα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ)
Δεδομένης της αντιφατικής φύσης της σχέσης της Ρωσίας με τη Δύση, ο στόλος της θα αναλάβει επιπλέον αποστολές πέρα από του Ευξείνου τα επόμενα χρόνια. Καθώς ο αριθμός των πλοίων αυξάνεται τα επόμενα πέντε έως 10 χρόνια, ο στόλος που ναυλοχεί στην Κριμαία θα αναλάβει το ρόλο του κύριου προμηθευτή πλοίων στη μεσογειακή μοίρα της Ρωσίας. Εκτός από τη συνέχιση της παροχής βοήθειας για τις ρωσικές επιχειρήσεις στη Συρία, θα έχουν ρόλο προβολής ισχύος στη Μεσόγειο. Ακόμα και με μικρό αριθμό φρεγατών, ο στόλος θα αποτελέσει πιθανή απειλή για άλλες ναυτικές δυνάμεις στην περιοχή.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το ρωσικό ναυτικό θα αναλάβει επιθετικές ενέργειες στη Μεσόγειο. Αντίθετα, στόχος του είναι να δημιουργήσει συμβατική αποτροπή ενάντια σε μια δυτική επίθεση απειλώντας να χρησιμοποιήσει τις δυνατότητες του αέρα και της θάλασσας για να προκαλέσει απαράδεκτα υψηλά πλήγματα στις εχθρικές ναυτικές δυνάμεις που προσπαθούν να εμπλέξουν ρωσικές δυνάμεις στον Εύξεινο ή στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στο μέλλον, φαίνεται πως ο ρωσικός στόλος αναμένεται να υποστηρίξει μια ακόμη μεγαλύτερη μεσογειακή μοίρα σκαφών. Οι ρωσικές προσπάθειες να επεκτείνουν την παρουσία τους στη Μεσόγειο θα περιλαμβάνουν επίσης όλο και περισσότερες βάσεις στη περιοχή. Τέτοιες βάσεις δεν θα παρέχουν απλώς μια ευκαιρία για ανεφοδιασμό και επισκευή πλοίων αλλά θα μπορούσαν επίσης να στεγάσουν συστήματα παράκτιας άμυνας που θα προστατεύουν τη πολεμική μοίρα Μεσογείου. Οι στόχοι της Ρωσίας για τον στόλο εκτείνονται πέρα από τα όρια της Μεσογείου. Καθώς ο στόλος ενισχύεται την επόμενη δεκαετία, ενδέχεται να αναλάβει την πρωταρχική ευθύνη για την περιπολία στην Ερυθρά Θάλασσα, στον Περσικό Κόλπο και στον Κόλπο του Άντεν, καθώς και στα δυτικά τμήματα της Αραβικής Θάλασσας, τα οποία επί του παρόντος είναι ευθύνη των Δυτικών δυνάμεων.
*Ο Υποναύαρχος (εα) Δημήτριος Τσαϊλάς ΠΝ δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ανώτερος ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.