του Δημήτρη Τσαϊλά
Μεταξύ των σημερινών μεγάλων ειρωνειών είναι ότι, παρά το γεγονός ότι ο Ελληνισμός βρίσκεται σε έναν ακήρυκτο πόλεμο με τη Τουρκία για το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, σπάνια οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μιλάνε με επάρκεια για τη χρήση της στρατιωτικής μας δύναμης με συνεκτικό τρόπο. Από τη μία πλευρά, οι πολιτικοί ηγέτες προσπαθούν να αποφύγουν να κατηγοριοποιήσουν τις καθημερινές παραβιάσεις του εθνικού χώρου ως ένα είδος αμφισβήτησης, ενώ από την άλλη συγχέουν τις εχθρικές τουρκικές προκλήσεις με κάποια μορφή “ενδιάμεσου πολέμου”.
Είναι ευκαιρία πλέον να ξεκαθαρίσουμε δύο προεξέχοντες θεωρητικούς όρους όπως, είναι η γκρίζα ζώνη πολέμου ή η σύγκρουση της γκρίζας ζώνης (που συνήθως περιγράφεται ως η περίοδος μεταξύ ειρήνης και πολέμου) και του υβριδικού πολέμου (που συχνά περιγράφεται ως η νέα μορφή πολέμου μικτών μεθόδων της Τουρκίας ως το παράδειγμα ελληνικής αποτυχίας να σκεφτούμε ξεκάθαρά για τα πολιτικά, στρατιωτικά και στρατηγικά ζητήματα και τις ζωτικής σημασίας διασυνδέσεις τους.
Η Τουρκία έχει επιδοθεί σε συνεχιζόμενες ενέργειες “ενδιάμεσου πολέμου” στην περιφέρεια της και επιχειρεί με τα στρατιωτικά και μη στρατιωτικά εργαλεία κρατικής ισχύος να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο. Ο τουρκικός στρατός ορίζει τον ενδιάμεσο πόλεμο ως στρατηγική προσπάθεια κυβερνητικού και γεωστρατηγικού προσανατολισμού, με σκοπό, όλες οι δράσεις, μέχρι και τη χρήση συμβατικών στρατιωτικών δυνάμεων στις περιφερειακές συγκρούσεις, να υποτάσσονται σε μια εκστρατεία παραπλάνησης.
Η Τουρκία θεωρεί την συνεχιζόμενη αντιπαλότητα με το σύνολο του Ελληνισμού (Ελλάς-Κύπρος), ως παραδείγματα “υβριδικού πολέμου ή σύγκρουση της γκρίζας ζώνης”. Ο τουρκικός στρατός εστιάζει ενεργά στην προετοιμασία του για μελλοντικές συγκρούσεις σχετικά με την αύξηση των δυνατοτήτων του που αξιολογεί ότι είναι απαραίτητες για επιτυχείς πολέμους τέτοιου είδους.
Οι υβριδικός πόλεμος ή η σύγκρουση γκρίζας ζώνης, καθώς και οι έννοιες που απορρέουν από αυτούς του όρους, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με πλήρη ταύτιση στη στρατηγική μας συνείδηση. Προκαλούν περισσότερο κακό παρά καλό, όταν δεν αντιμετωπίζονται, και συμβάλλουν σε μια ολοένα και πιο επικίνδυνη στρέβλωση των εννοιών του πολέμου, της ειρήνης και του γεωπολιτικού ανταγωνισμού ισχύος, με επακόλουθο αρνητικό αντίκτυπο στη χάραξη στρατηγικής ασφάλειας για τον Ελληνισμό και τους συμμάχους και εταίρους μας.
Εάν μια προσπάθεια αντιμετώπισης αυτών των δύο κοινώς αποδεκτών όρων και των θεωρητικών προσεγγίσεων που προκύπτουν από αυτούς φαίνεται μια σκληρή προσπάθεια να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας, και είναι η απαλοιφή τους από την Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας μας και τη στρατιωτική στρατηγική, τότε μάλλον δεν δικαιούμαστε να λέμε πως εφαρμόζουμε μια σοβαρή πολιτική, ούτε εμείς αλλά ούτε οι σύμμαχοι και εταίροι μας. Αυτή η σκέψη προκύπτει καθώς δεν θα βρείτε κανέναν από τους δύο όρους στα επίσημα εθνικά και διεθνή έγγραφα, παρόλο που, και οι δύο έχουν εμφανιστεί τακτικά σε πολιτικές και στρατιωτικές συζητήσεις εδώ και χρόνια. Αυτό καταδεικνύει ότι είναι δυνατόν να συζητηθούν οι προκλήσεις ασφάλειας χωρίς να εξαρτώνται από προβληματικούς όρους που συγχέουν στρατηγικά ζητήματα αντί να τις αποσαφηνίζουμε.
Κατ’ αρχήν υπάρχουν τέσσερα βασικά προβλήματα όσον αφορά τη σύγκρουση γκρίζας ζώνης και τον υβριδικό πόλεμο και τις σχετικές παραλλαγές του καθενός:
- Είναι παραδείγματα κακώς κατασκευασμένων νέων θεωριών που τις περισσότερες φορές θολώνουν τη πραγματική στρατηγική εικόνα παρά αποσαφηνίζουν.
- Στρεβλώνουν ή αγνοούν την ιστορία και τις διεθνείς συνθήκες, μερικές φορές ισχυριζόμενοι ότι υπάρχουν νέες ερμηνείες ή δεδομένα όταν έχουμε δει παρόμοια σύγχυση και στο παρελθόν.
- Τροφοδοτούν μια επικίνδυνη τάση να συγχέουν τον πόλεμο και την ειρήνη.
- Υπονομεύουν τη στρατηγική σκέψη του Ελληνισμού μέσω της κατασκευής κρίσιμων πολιτικών και στρατηγικών εγγράφων με βάση λανθασμένες ιδέες, ακόμη και μερικές φορές με αποτέλεσμα στρατηγική καθοδήγηση που προέρχεται από την εστίαση σε τακτικά ζητήματα.
Κατ’ αυτό το τρόπο η τουρκική στρατηγική σκέψη προσδιορίζει όλα αυτά τα είδη ενδιάμεσου πολέμου ως τη κύρια γραμμή της μελλοντικής στρατιωτικής ανάπτυξης της, και όχι ως ένα προσωρινό φαινόμενο.
Ο τουρκικός στρατός διατηρεί θεωρητικό χώρο στην ιδέα ενός νέου παραδοσιακού συμβατικού πόλεμου και όλες οι διενέξεις είναι πλέον εγγενώς “υβριδικές ή συγκρούσεις γκρίζας ζώνης”. Προς αυτή τη κατεύθυνση οδηγήθηκε η Άγκυρα, καθώς υποστηρίζεται ότι ο συμβατικός πόλεμος με το ισοδύναμο γειτονικό κράτος ενώ είναι ένα είδος κληρονομιάς της σύγκρουσης, ωστόσο είναι όλο και πιο απίθανο να υλοποιηθεί στον 21ο αιώνα λόγω τεχνολογικών αλλαγών και στρατηγικής ισχύος. Ισχυρίζεται επίσης ότι η Τουρκία θα πρέπει να διαμορφώσει τα στρατιωτικά και εθνικά εργαλεία ασφαλείας με σκοπό τη βελτιστοποίηση για υβριδικούς πολέμους όχι μόνο επειδή είναι ολοένα και πιο συχνοί, αλλά και επειδή πλέον είναι πιο πρακτικό και αποτελεσματικό από ό, τι οι παραδοσιακές μάχες στο συμβατικό πόλεμο.
Οπότε, αναμένεται, η Άγκυρα συνεχώς με εμπρηστικές δηλώσεις και με παραπλανητικές ειδήσεις θα απορρίπτει τις όποιες πολιτικές ειρηνικής συνεργασίας και να προσπαθεί να αντιστρέφει τη πραγματικότητα με κλιμακούμενες προκλητικές ενέργειες. Υπ’ αυτή την έννοια αναμένονται διαφόρων ειδών επιθέσεις, με σύνθεση αυτού του είδους των συγκρούσεων στο πλαίσιο του μοναδικού οργάνου υβριδικών πολέμων ή συγκρούσεων της γκρίζας ζώνης. Το τουρκικό υβριδικό πολεμικό πλαίσιο στερείται τη χρήση στρατιωτικών επιχειρήσεων άμεσα και περιλαμβάνει “διαψεύσιμες” λειτουργίες μεσολάβησης και έντονη παραπληροφόρηση.
Με αυτές τις διαδικασίες οι τουρκικές αντιλήψεις του υβριδικού πολέμου είναι συμβατοί με την ιδέα της “γκρίζας ζώνης” πολέμου, που εξαρτάται από ένα σχετικά σαφές όριο πάνω από μια σύγκρουση που είναι ο πόλεμος, αλλά κάτω από την οποία υπάρχει αμφίθυμη κατάσταση ενδιάμεσου πολέμου ή ανταγωνισμού ισχύος. Από τουρκική προοπτική, ολόκληρη η “γκρίζα ζώνη” είναι στοιχείο του υβριδικού πολέμου, το οποίο περιλαμβάνει επιπλέον τη χρήση των στρατιωτικών δυνάμεων πάνω από το ανώτερο όριο της “γκρίζας ζώνης” αυτό που οι αντίπαλοι θα θεωρούσαν και οι δύο ως συμβατικό πόλεμο.
Συμπεράσματα
Τελικά είναι προβλέψιμο το πολιτικοστρατιωτικό προσωπικό της Άγκυρας, καθώς αυτό κάνουν ιστορικά όλες οι αναθεωρητικές δυνάμεις. Θολώνοντας τα εννοιολογικά όρια μεταξύ πολέμου και ειρήνης συχνά δημιουργούν μια στρατικοποίηση της πολιτικής με πολωμένο τρόπο και προκαθορισμένα πρότυπα πολιτικής δραστηριότητας, τα οποία διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος της ευρύτερης σύγκρουσης. Οπότε, μέρος της θεραπείας για την κακή κατανόηση ορισμένων από τα γεωπολιτικά μας προβλήματα δεν είναι να συγχέουμε τη γεωπολιτική, με τον ανταγωνισμό ισχύος μεταξύ των αντιπάλων ή τις προσπάθειες επιρροής στον πόλεμο, αλλά να τονίσουμε την τακτική στα προβλήματα και τον επιχειρησιακό σχεδιασμό πάνω από στρατηγικές.
Ο Ελληνισμός και οι Γάλλοι σύμμαχοι μας πρέπει να κατανοήσουμε τη σύλληψη της Άγκυρας των υβριδικών πολέμων για την επιτυχή αντιμετώπιση των μέσων που εμπλέκονται σε αυτούς τους πολέμους ειδάλλως η ελληνογαλλική συμμαχία κινδυνεύει να κερδίσει ατομικές μάχες, αλλά χάνοντας έναν πόλεμο που δεν γνωρίζει.
Επίλογος
Η παρούσα ανάλυση αποσκοπεί στον εντοπισμό της αλλαγής νοοτροπίας που είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση του τουρκικού υβριδικού πολέμου σε τρέχουσες και μελλοντικές συγκρούσεις. Η ρήτρα αμυντικής συνδρομής με τους Γάλλους έχει αναλύσει τα βασικά δομικά στοιχεία της τουρκικής στρατιωτικής απειλής, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει να συνθέσει αυτά τα δομικά στοιχεία με τις απόψεις του τουρκικού στρατού ενός μελλοντικού πολέμου. Δεν μπορούμε να επιτύχουμε αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής χωρίς κατανόηση της τουρκικής στρατιωτικής σκέψης ολιστικά.
*Ο Υποναύαρχος Δημήτριος Τσαϊλάς δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.
Αξιότιμε Κύριε Ναύαρχε, απορώ καί αναρωτιέμαι πραγματικά τό γιατί άραγε η Ελλάς, ομού μέ τήν Κυπριακήν Δημοκρατίαν, ΔΈΝ έχει ακόμη ορίσει, ανακηρύξει καί οριο θετήσει τήν διασύνδεσιν τής Ελληνικής ΑΟΖ μέ τήν αντίστοιχην Κυπριακήν ΑΟΖ, οι οποίες δύο ΑΟΖ, ως γνωστόν εφάπτονται μεταξύ των, λόγω τής υπάρξεως τής Νήσου Μεγίστης, τού Νησιω τικού Συγκροτήματος τού Καστελ λορίζου..!!!
Ποίον είναι άραγε το σημαντικόν εμπόδιον τό οποίο υφίσταται καί ως εκ τούτου ΔΈΝ προχωρά η ως άνω αναγκαία ενέργεια, η οποία δυστυχώς εκκρεμεί ήδη από το έτος 2004 καί εντεύθεν, όταν ο τότε Κύπριος Πρόεδρος, ο αείμνη στος Έλληνας Πατριώτης Τάσσος Παπαδόπουλος, καλούσε τήν τότε Ελληνικήν Κυβέρνησιν νά πράξουν αυτήν τήν οριοθέτησιν καί διασύν δεσίν τών δύο ΑΟΖ μεταξύ των…!!!