ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ *
Ο Ιωάννης Συκουτρής (Σμύρνη, 1 Δεκεμβρίου 1901 — Κόρινθος, 21 Σεπτεμβρίου 1937) ήταν διακεκριμένος Έλληνας φιλόλογος. Καταγόταν από τη Χίο και φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης, ενώ αργότερα δίδαξε στην Αθήνα, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η ελληνική αρχαιότης και η μεταπολεμική πνευματική ζωή**
Εκείνο που διακρίνει τον ευρωπαϊκόν πολιτισμόν από τους λοιπούς πολιτισμούς του πλανήτου μας (όταν θελήσωμεν να προσέξωμεν την εσωτερικήν διάρθρωσιν της υπάρξεως και της ζωντανής εξελίξεώς του, όχι το περιεχόμενον αυτού) δεν είναι η διατηρουμένη κατά τα 3 – 4000 χρόνια της υπάρξεώς του ιστορική και λογική του συνέχεια καθ’ εαυτήν· αυτήν ευρίσκει κανείς π.χ. και εις τον πολιτισμόν των Κινέζων ή των Ινδών, περισσότερον μάλιστα εμφανή.
Είναι ότι η συνέχεια αυτή δεν στηρίζεται εις την εθνικήν και φυλετικήν ταυτότητα των φορέων αυτού, αλλά συνυπάρχει (οφείλεται θα έλεγα) με την διαδοχικήν ή ταυτόχρονον συνεργασίαν πλήθους εθνικών οντοτήτων -όπως ακριβώς γίνεται και με την διαιώνισιν των οργανικών όντων. Κάθε μία απ’ αυτάς διατηρεί, και αναπτύσσει μάλιστα εις βαθμόν έντονον, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πνευματικής και ψυχικής της υποστάσεως. Και όμως, παρ’ όλον αυτόν τον πλούτον και την ποικιλίαν κατευθύνσεων και αποχρώσεων, δεν έχεις διόλου το αίσθημ ‘ αθροιστικής επισωρεύσεως ή χρονολογικής παρατάξεως αλλοτρίων και απροσαρμόστων πολιτιστικών αξιών, αλλά μιας ενιαίας γραμμής, ενός ορισμένου τύπου μορφών της ζωής, που ανανεώνεται (διατηρών την ταυτότητά του εις τας βασικάς γραμμάς της διαρθρώσεώς του) μέσ’ από τα διαφορετικά στάδια της εξελίξεως αυτού.
Το φαινόμενον αυτό δεν οφείλεται εις το ότι ο πολιτισμός της Ευρώπης έχει κοινήν την ιατορικήν του αρχήν εις τον αρχαίον ελληνισμόν. Αυτό και μόνον δεν εξηγεί πώς δεν επροχώρησεν η διαφοροποίησις τόσον, ώστε να διασπασθή ουσιαστικώς η ενότης αυτή.
Οφείλεται μάλλον εις το ότι η ιστορική αυτή αρχή απετέλεσε (και εξακολουθεί ν’ αποτελή) και την λογικήν αρχήν του ευρωπαϊκού πολιτισμού: την θεμελιώδη δηλαδή και πρωταρχικήν μορφήν, ήτις χαρίζει το οργανικόν νόημα εις τον ζωτικόν νόμον της με ταβάσεως μεταξύ των επί μέρους σταδίων του.
Διά τούτον ακριβώς τον λόγον η μετάβασις από του ενός εις το άλλο στάδιον πραγματοποιείται πάντοτε υπό την μορφήν μιας Αναγεννήσεως, μιας εντόνου επιστροφής της πνευματικής ζωής και της βιοτικής συνειδήσεως εκάστης εποχής προς τας πηγάς του πολιτισμού της.
Ολόκληρος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός , από της εποχής του Αλεξάνδρου και των Σκιπιώνων μέχρι του Nietzsche, είναι μία αδιάκοπος σειρά από Αναγεννήσεις.
Η Αναγέννησις είναι η μορφή ακριβώς, υπό την οποίαν εις την ιστορίαν πραγματοποιούνται δημιουργικαί εκφράσεις της ιδιοσυστασίας των εθνών της Ευρώπης: ως ζωντανή συνειδητοποίησις της αρχής των πολιτιστικών αξιών, διά της οποίας επιτυγχάνεται νέα επαφή προς την ζωήν, νέα διαμόρφωσις αυτής, ενίσχυσις της βουλήσεως και της δυνάμεως προς δημιουργίαν νέων μορφών πολιτιστικής δράσεως. Έτσι ημπορεί να ομιλή ένας εκ των διαπρεπεστέρων φιλοσόφων της εποχής μας περί της αιωνίας Αναγεννήσεως (von der ewigen Renaissance).
Το φαινόμενον της Αναγεννήσεως αποτελεί το χαρακτηριστικώτερον, το ιδιαίτατον στοιχείον του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Είν’ ένα γεγονός που μας προσφέρει η άμεσος ιστορική πείρα, είναι (ημπορεί κανείς να ειπή) η μοίρα (καλή ή κακή, αδιάφορον) του πολιτισμού μας. Όσοι το ηρνήθησαν, όπως ο Spengler λ.χ., ευρέθησαν εις την ανάγκην ν’ αρνηθούν (αντιθέτως προς το άμεσον αίσθημα όλων των εποχών) και την εσωτερικήν επίσης ενότητα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ακόμη και ως υποκειμενική, αστήρικτος δηλαδή εκ των πραγμάτων πίστις αν θεωρηθή, η έννοια της Αναγεννήσεως παραμένει μοναδική σύλληψις του ευρωπαϊκού πνεύματος .
Αναδρομαί της ιστορικής συνειδήσεως προς εποχάς του παρελθόντος δεν είναι βέβαια φαινόμενον σπάνιον, ούτε προσιδιάζουν εις τους ευρωπαϊκούς μόνον λαούς. Εις εποχάς καταπτώσεως στρέφει πολύ συχνά ένα έθνος το βλέμμα του προς μίαν αρχαιοτέραν περίοδον της ζωής του δοξασμένην -που θεωρεί τουλάχιστον δοξασμένην- διά να εύρη εκεί ανάπαυσιν και παρηγορίαν από την αθλιότητα του παρόντος, διά ν’ αντλήση ελπίδας και δυνάμεις νέας αναστάσεως.
Αυτό έγινε π.χ. εις ημάς κατά την περίοδον της Τουρκοκρατίας και κατόπιν.
Ή αντιθέτως: εποχαί ζωτικότητος και εθνικής αλκής ζητούν να χαρίσουν χρονικήν προέκτασιν εις την άνθησιν του παρόντος με το να ζουν το παρόν ως επανάληψιν ή αναβίωσιν ή συνέχισιν ενδόξων σελίδων του παρελθόντος, πραγματικών ή και μυθικών· αυτό εγίνετο π.χ. εις τους επιταφίους λόγους των Αθηναίων του 5. αιώνος, αυτό έκαναν οι πολεμισταί του 21, αυτό οι σημερινοί Ιταλοί με το ρωμαϊκόν Imperium. Ο γυρισμός αυτός συνδέεται με θεμελιώδεις νόμους της φύσεως του ανθρώπου, η οποία, ως πνευματική υπόστασις είτ’ ατομική είτ’ εθνική, έχει την τάσιν ν’ απλωθή πέραν από τα σύνορα του παρόντος, να βεβαιώση εις εαυτήν ακόμη και αισθητώς την συνέχειαν και την αιωνιότητά της. Πρόκειτ’ επομένως περί φαινομένου με χαρακτήρα πανανθρώπινον.
Από τας αναδρομάς αυτάς εις παρελθούσας περιόδους της πατρίου (αληθινής ή νομιζομένης) ιστορίας διαφέρει ουσιωδώς αυτό που ονομάζομεν Αναγέννησιν. Είναι φαινόμενον καθαρώς πνευματικόν, που υπερπηδά και εις πλάτος και εις βάθος τα όρια ενός πατριωτικού κινήματος. Λαμβάνει τον χαρακτήρα επαναστάσεως, με διαφορετικήν εκάστοτε μαχητικότητα και γονιμότητα, και μεταφέρει επί του πολιτιστικού πλέον πεδίου τον οργασμόν και την ζωτικότητα των εθνών. Έπειτα -και αυτό είναι το χαρακτη ριστικώτερον- η επιστροφή αυτή γίνεται (εις οιονδήποτ’ ευρωπαϊκόν έθνος και αν εκδηλώνεται) πάντοτε προς ωρισμένην περίοδον της ιστορίας, προς την ελληνορρωμαϊκήν Αρχαιότητα.
Από της απόψεως αυτής θα ημπορούσε να συγκριθή το φαινόμενον της Αναγεννήσεως προς ένα άλλο χαρακτηριστικόν επίσης του ευρωπαϊκού πολιτισμού φαινόμενον: προς την περιοδικώς και πάλιν εμφανιζομένην στροφήν προς την φύσιν και τον κατά φύσιν βίον. Την φύσιν όχι ως αντικείμενον θέας και αισθητικών γλυκασμών, όπως την βλέπει η ειδυλλιακή αισθηματολογία, που ικανοποιείται με τα πάρκα, τα παρτέρια και τας δεν δροστοιχίας των πεζοδρομίων και τα κακτοειδή των σαλονιών.
Αλλά την φύσιν μητέρα και τροφόν, όπως την ζη ο άνθρωπος με θρησκευτικήν ευλάβειαν και ολόψυχον αυτοπαράδοσιν εις ένα νοσταλγικόν γυρισμόν προς τας βιολογικάς πηγάς της υπάρξεως αυτού.
Κατά βάθος άλλωστε πρόκειται περί φαινομένων συγγενών με κοινάς τας ρίζας. Και εις τα δύο πρόκειται περί επιστροφής προς την μητέρα και πηγήν της υπάρξεως.
Ό,τι είναι διά τον άνθρωπον ως βιολογικήν και ψυχικήν οντότητα η φύσις, είναι διά τον Ευρωπαίον ως πνευματικήν πλέον οντότητα η Αρχαιότης.
Αποτελεί την πνευματικήν φύσιν του Ευρωπαίου, είναι η Μητέρα Γη του πνευματικού του βίου, προς την οποίαν ξαναγυρίζει διά ν’ αντλήση, από την επαφήν μαζί της, άλλος Ανταίος, νέας δυνάμεις και νέους χυμούς ζωής και ανθήσεως.
Και τα δύο έχουν χαρακτήρ’ απελευθερωτικού κινήματος .
Ζητούν να λυτρώσουν την ανθρωπίνην ψυχήν από την τυραννίαν των απωστεωμένων μορφών του πνεύματος, όσαι, χωρισμέναι από το ψυχικόν έδαφος που τας εγέννησε, καταλήγουν εις το τέλος προς τον ανελεύθερον δογματισμόν ή την μηχανικότητα των αναιμικών τύπων. Και τα δύο εξεγείροντ’ εναντίον της διασπάσεως του πνευματικού μας βίου, εναντίον της συμπνίξεως των εσωτερικών δυνάμεων της ψυχής κάτω από τας ξηράς και εγκεφαλικάς, τας τεχνητάς αντικειμενικάς μορφάς, αι οποίαι κάποτ’ απετέλουν την έκφρασίν των. Και εις τα δύο υπάρχει η αναζήτησις της αδιαφθόρου και αδουλώτου φύσεως του ανθρώπου, ως βιολογικού ή πνευματικού όντος, που θ’ αποτελέση το ζωντανόν μέτρον -και μόνον η ζωή ημπορεί να κρίνη την ζωήν- και το απηλλαγμένον παντός σχετικισμού κριτήριον της αξίας των εξωτερικών αγαθών του υλικού ή πνευματικού πολιτισμού. Και εις τα δύο έχομεν μίαν έντονον κίνησιν αυτογνωσίας του πολιτισμένου ανθρώπου, μίαν επιστροφήν της πολυπράγμονος ψυχής του, η οποία μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά, προς την μίαν και αιωνίαν ανάγκην της ψυχής μας, προς την δημιουργία ενός αρμονικού εσωτερικού κόσμου. Και εις τα δύο έχομεν ένα ξέσπασμα νεανικότητας, που προβάλλει από τα βάθη της εθνικής ψυχής εις εποχάς κρίσεων πολιτισμού, πνευματικής αναρχίας και ηθικού καμάτου.
Εκείνο όμως που είναι κατ’ εξοχήν κοινόν μεταξύ της επιστροφής προς την φύσιν και της αναδρομής προς την Αρχαιότητα, είναι ότι και αι δύο στροφαί, γεννήματα του οδυνηρού αισθήματος της διασπάσεως της εσωτερικής ενότητος του ανθρώπου ή της εσωτερικής τάξεως και ομορρυθμίας ενός πολιτισμού, γυρίζουν εκεί όπου πιστεύουν (και όχι αδίκως) πως θα επανεύρουν τον ολόκληρον άνθρωπον και την ολόκληρον και ομόρρυθμον πνευματικήν ζωήν.
Φυσικά εκάστοτε διαφορετικήν πλευράν ανακαλύπτουν εις τον αρχαίον κόσμον και διαφορετικά προσκτήματα εξ αυτού πραγματοποιούν. Διότι και διαφορετικαί εκάστοτε είναι αι ανάγκαι του παρόντος , τας οποίας ζητούν να ικανοποιήσουν. Εντεύθεν εξηγείται ότι κάθ’ εποχή πιστεύει πως εννοεί βαθύτερα και συνθετικώτερα πάσης άλλης την Αρχαιότητα και όμως κάθ’ εποχή αποδεικνύεται κατόπιν ότι μίαν πλευράν μόνον αυτής ανεκάλυψε και απεδέχθη. Τόσον ανεξάντλητος είναι!
Αλλ’ ενώ η στροφή προς την φύσιν αποτελεί ένα ξέσπασμα κυρίως των δημιουργικών δυνάμεων της ανθρωπίνης ψυχής, που ζητούν ν’ απολυτρωθούν από νεκράς μορφάς και δύσκαμπτα ξηρά πλαίσια, αποτελεί επομένως απέναντι της εννοίας του πολιτισμού άρνησιν μάλλον (δημιουργικήν φυσικά και απαραίτητον εις κάθε δημιουργίαν), η Αναγέννησις αποτελεί έναρξιν ήδη δημιουργίας νέων μορφών, νέας ζωντανής υπαγωγής των εξαπο λυομένων ορμών υπό νόμους και ρυθμούς. Το αντίκρυσμα της Αρχαιότητος με την ολοκληρίαν, την δροσερότητα , την νεανικότητα , την αρμονίαν του πνευματικού της κόσμου, δεν διευκολύνει μόνον την συνειδητοποίησιν των επιδιώξεων της ανθρωπίνης ψυχής παρέχει εις αυτήν και την βεβαιότητα περί της υπάρξεως, περί της δυνατότητος έστω αυτού που ζητεί διά το μέλλον. Αποτελεί επομένως μίαν θετικήν έξοδον από την κρίσιν του πολιτισμού.
***
Κρίσιν πολιτισμού διατρέχει και σήμερον (δηλαδή κατά βάθος από 30-40 ετών) ο ευρωπαϊκός κόσμος, και το ερώτημα έρχεται πολύ φuσικόν: ποία είν’ η θέσις του ελληνικού πνεύματος εις την εποχήν μας; υπάρχουν σημεία εμφανή μιας νέας Αναγεννήσεως της αρχαίας παραδόσεως; Εις το ερώτημ’ αυτό, το οποίον κάθε και τόσον η ιστορική συνείδησις της εποχής μας θέτει, αγωνιωδώς πολλάκις, δίδοντ’ εκάστοτ’ απαντήσεις διαφορετικαί και κατά το περιεχόμενον και κατά τον βαθμόν της αισιοδοξίας των. Δεν πρόκειται να προσθέσω ακόμη μίαν. Γνωρίζω άλλωστε πόσον δύσκολον είναι ν’ αποφανθή κανείς περί της μελλοντικής εξελίξεως της ευρωπαϊκής πνευματικής ζωής, και θ’ αναπτύξω κατωτέρω διατί τώρα είναι τούτο ακόμη δυσκολώτερον.
Αντ’ αυτού θα προσπαθήσω να δείξω εις ολίγας γραμμάς πώς αντιμετωπίζομεν σήμερον ημείς την ελληνικήν Αρχαιότητα, τι μας προσφέ ρει σήμερον ιδιαιτέρως.
Είν’ άξιον παρατηρήσεως, ότι εις την αρχαίαν Ελλάδα αναζητούμεν σήμερον και ανευρίσκομεν τ’ αντίθετα απ’ ό,τι εις παλαιοτέρας εποχάς. Λυτρωτική βέβαια υπήρξε πάντοτ’ η επίδρασις του ελληνικού πνεύματος αλλά σήμερον η λύτρωσις εμφανίζεται όχι ως διευκόλυνσις προς νέας κατακτήσεις του πνεύματος, αλλ’ ως έργον περισυλλογής, ανασυνθέσεως των διεσπασμένων δυνάμεων, αυτοσυγκεντρώσεως.
Με την βοήθειαν του ελληνικού πνεύματος επετεύχθη βαθμηδόν από της Αναγεννήσεως και εξής η απελευθέρωσις και αυτονόμησις μιας εκάστης εκδηλώσεως του πολιτισμού από ετεραρχικάς δεσποτείας. Η τέχνη, η επιστήμη, η ηθική, η φιλοσοφία, η οικονομική ζωή, η πολιτεία κλπ. θα ελειτουργούσαν και θα εκρίνοντο σύμφωνα με τους ιδικούς των νόμους, τα ιδικά των κριτήρια, τους ιδικούς των σκοπούς. Και ακριβώς αυτή είναι η χαρακτηριστική διαφορά του ελληνικού πολιτισμού εν σχέσει προς τον πολιτισμόν των λαών της Ανατολής ή του Μεσαίωνος: ότι δεν υποτάσσει την τέχνην π.χ. ή την φιλοσοφίαν εις τας εκάστοτε πολιτικάς σκοπιμότητας ή εις θρησκευτικούς δογματισμούς ή εις ηθικολογικάς παραγράφους ή εις χρησιμοκρατικάς απόψεις. Κάθε σύστημ’ αξιών είχε και ιδιαίτερον σύστημα κανόνων και κριτηρίων, σύμφωνα με τα οποία και θα εκρίνετο -κανόνων που εξεπήγαζον ελεύθερ’ από την ιδιάζουσαν των αξιών αυτών φύσιν. Και δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η αυτονόμησις αυτή συνετέλεσε, περισσότερον παντός άλλου παράγοντος, εις την τεραστίαν ανάπτυξιν της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της τέχνης κλπ.
Αλλ’ η ίδια αυτονόμησις ωδήγησε βαθμηδόν εις πλήρη αναρχίαν και διάσπασιν της ζωτικής ενότητος του πολιτισμού μας. Ό,τι δεν είχε θέσιν παρά μόνον ως μέσον προς αρμονικήν ανάπτuξιν της ζωής, γίνεται βαθμηδόν αυτοσκοπός.
Και αρχίζουν να πιστεύωνται και να εφαρμόζωνται ως αξιώματα ανεπίδεκτα συζητήσεως αι αρχαί: η επιστήμη διά την επιστήμην (έστω και αν πρόκειται π.χ. να καταστραφή ή να υπονομευθή η πολιτεία), η τέχνη διά την τέχνην, η θρησκεία ιδιωτική υπόθεσις έργον της πολιτείας εθεωρήθη το να εκτελή καθήκοντα νυκτοφύλακος ή ειρηνοδίκου μεταξύ των πολιτών, και ούτω καθεξής.
Η αντίδρασις ευτυχώς κατά των αξιωμάτων τούτων ήρχισεν ήδη και εκδηλώνεται -αυτό είναι χαρακτηριστικόν- παντού, εις τ’ αριστερώτερα όπως και εις τα δεξιώτερα ιδεολογικά ρεύματα. Και η αντίδρασις αυτή (οσάκις ζητεί να συνειδητοποιηθή ιστορικώς, οσάκις δηλαδή δεν εμφανίζεται υπό την πρακτικήν και την πολιτικήν της σκοπιμότητα, αλλά θέλει να προσλάβη χαρακτήρα πνευματικώτερον) καταφεύγει και πάλιν εις την ελληνικήν παράδοσιν.
Βεβαίως η τέχνη εις την αρχαίαν Ελλάδα ήτον ελευθέρα και ο καλλιτέχνης δεν είχε δεμένα τα χέρια του από στενοκεφάλους ηθικολογικάς παραγράφους ή από την προσταγήν τυράννων ή παπάδων.
Αλλ’ αφ’ετέρου ασύδοτος δεν ήτον ο καλλιτέχνης, ούτε καν αυτοσκοπός ήτον η καλλιτεχνική έκφρασις.
Η αρχαία τέχνη ήτο κυρίως και προ παντός κοινωνικόν λειτούργημα.
Ο ποιητής ήτο προφήτης και διδάσκαλος του έθνους του και ο γλύπτης απεκάλυπτε με την δύναμιν της εμπνεύσεώς του τας μεγάλας μορφάς και τας μεγάλας αληθείας της θρησκευτικής πίστεως των συγχρόνων του.
Το έργον της ποιήσεως ή της εικαστικής τέχνης δεν ήτο να προμηθεύση εις την ψυχήν ηδονήν και συγκίνησιν, ούτε ήτον απλή έκφρασις μιας ενδιαφερούσης και περιέργου υποκειμενικότητος -αυτό ίσχυεν εις χρόνους παρακμής, όταν η θεατροκρατία των φορτικών θεατών, όπως λέγει ο Πλάτων, ημπορούσε ν’ ακολασταίνει εναντίον της σοβαρότητός της.
Εις τους κλασσικούς χρόνους η τέχνη δεν ήτον ένα διακοσμητικόν στοιχείον της ζωής, όπως την κατήντησεν το κήρυγμα του Ι’ art pour Ι ‘ art και ο αλαζονικός υποκειμενισμός των διαφόρων esthetes, που καυχώνται διά την άγνοιαν ή την ανηθικότητά των- δεν ήτον επίσης πεδίον δράσεως των κάθε είδους βιρτουόζων.
‘Ητο μία στάσις υπεύθυνος και ολόκληρος απέναντι της ζωής, που συνεκέντρωνε κάτω από τας αισθητικάς μορφάς το όλον σύστημα των ανθρωπίνων αξιών (θρησκευτικών, ηθικών, κοινωνικών, πολιτικών, γνωστικών ακόμη), ήτο ζήλος, δια να μεταχειρισθώ την αρχαίαν έκφρασιν.
Και ακριβώς διότι ο Όμηρος και ο Φειδίας, ο Αισχύλος ή ο Σκόπας με τας καλλιτεχνικάς των δημιουργίας αντιμετώπισαν υπεύθυνα την ζωήν εις την ολότητά της, διά τούτο και τα έργα των έχουν ό,τι ακριβώς λείπει από τα περισσότερα καλλιτεχνήματα του 19ου αιώνος, τον χαρακτήρα του υψηλού.
Μία τέχνη ηθικώς και θρησκευτικώς αδιάφορος δεν είναι μόνον παιδαγωγικώς και κοινωνικώς επιβλαβής είναι και από καλλιτεχνικής απόψεως αναξία λόγου και βραχύβιος.
Έργα χωρίς σοβαρότητα και χωρίς μεγαλοπραγμοσύνην ημπορεί να είναι κομψά· ωραία πάντως δεν είναι. Το καλόν εις την γλώσσαν των Ελλήνων ήτον ιδιότης ενός όλου, όχι μιας πλευράς μόνον, όπως είν’ η καθαρώς αισθητική.
Απέναντι των θεοκρατικών συστημάτων του Μεσαίωνος το ανεξίθρησκον πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων εξήσκησεν αληθινά λυτρωτικήν επίδρασιν και η διακήρυξις της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, ως άμυνα εναντίον της μισαλλοδοξίας και του δογματισμού , είν’ απολύτως δικαιολογημένη.
Αλλ’ από του σημείου αυτού μέχρι του κηρύγματος, ότι η θρησκεία είν’ ατομική υπόθεσις (όπως περίπου και το χρώμα της γραβάτας, που φορεί κανείς) υπάρχει τεραστία απόστασις.
Η βαθυτέρα μελέτη του ελληνικού πολιτισμού μάς αποδεικνύει (με το παράδειγμ’ ακριβώς του φιλελευθέρου αυτού λαού), ότ’ η θρησκεία είναι υπόθεσις κοινωνική κατ’ εξοχήν -ή μάλλον ότι αποτελεί διά τους Έλληνας το κρηπίδωμα και την βαθυτέραν ουσίαν της κοινωνικής και πολιτικής των οργανώσεως, ότι η τέχνη των και η φιλοσοφία των δεν είναι καν νοηταί χωρίς την θρησκευτικήν παράδοσιν.
Εις τα τελευταία μόλις χρόνια αρχίσαμεν ν’ απαλλασσώμεθα από την πρόληψιν που μας εκληροδότησαν οι άθρησκοι ποιηταί της ρωμαϊκής περιόδου, ότ’ οι /Ελληνες έπαιζαν με τας θρησκευτικάς των παραδόσεις και δεν έπαιρναν σοβαρά τους θεούς των. Μόλις κατά τα τελευταία χρόνια αρχίζομεν να αισθανώμεθα -όσοι παρακολουθούν φυσικά την επιστήμην και δεν τους λείπει η ψυχή- καθαρώς θρησκευτικήν κατάνυξιν (όχι απλήν αισθητικήν συγκίνησιν) ενώπιον της μεγαλωσύνης θεϊκών μορφών, που θα ημπορούσες και σήμερα να προσκυνήσης, όπως ο Ζεύς και ο Απόλλων, η Αθηνά και ο Διόνυσος.
Μόλις κατά τα τελευταία χρόνια αρχίσαμεν να βλέπωμεν τι βαθύτατος στοχασμός και πόση ηθική σοβαρότης κρύπτεται κάτω από τα ελαφρά και χαριτωμένα σύμβολα των μυθολογικών διηγήσεων των Ελλήνων.
Η αυτοτέλεια της επιστημονικής ερεύνης απέναντι της εξωτερικής βίας ή πνευματικών δεσμεύσεων ή συναισθηματικών επιδράσεων είναι του ελληνικού πνεύματος δώρημα. Διά τούτο και μόνον οι Έλληνες εδημιούργησαν αληθινήν επιστήμην. Αλλά την επιστήμην ως αυτοσκοπόν, το κήρυγμα fiat veritas pereat vita, την απόσπασίν της από κάθε ηθικήν και παιδαγωγικήν σκέψιν, ουδέποτ’ εκήρυξαν οι Έλληνες εις τους χρόνους της ακμής.
Η α ναζήτησις της αληθείας είχε πάντοτε διά τους Έλληνας ένα βαθύτερον ηθικόν και κοινωνικόν σκοπόν να εξυπηρετήση , τον οποίον τα τελευταία χρόνια μόλις αρχίσαμεν να συλλαμβάνωμεν: τον σκοπόν να γίνη ο άνθρωπος βελτίων και ευδαίμων -ό,τι ακριβώς ελησμόνησεν η σημερινή επιστήμη με την χειρωνακτικήν και ανελευθέραν της υποταγήν εις τον μηχανισμόν του πλουτισμού των γνώσεων και της ανευρέσεως «αληθειών». Σήμερον μόλις, που η ανθρωπότης στενάζει από το πλήθος και το βάρος των «αληθειών» αυτών, αι οποίαι την απομακρύνουν από την μοναδικήν αλήθειαν του ενός εστί χρεία , αρχίζομεν να εννοούμεν την αντίθεσιν του Σωκράτους εναντίον των μετεωρολεσχών. Τώρα αντελήφθημεν ότι και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης και όλ’ οι μεγάλοι επιστήμονες της Αρχαιότητος δεν είναι κοινοί ερευνηταί «αληθειών» σαν σημερινοί καθηγηταί Πανεπιστημίων· της ζωής ·ήσαν νομοθέται, εις ό,τι ηθικώτερον και κοινωνικώτερον έχει, και εις την υπηρεσίαν της ζωής έταξαν και την επιστημονικήν των έρευναν.
Αλλά και η έννοια του πνεύματος πλουτίζεται και ολοκληρώνεται εις τους μεταπολεμικούς χρόνους υπό την επίδρασιν της ελληνικής παραδόσεως. Η μηχανική αντίληψις της διανοήσεως τείνει διαρκώς ν’ αντικατασταθή από την βιολογικήν των Ελλήνων, οι οποίοι έβλεπαν και την σκέψιν ως ένα οργανικόν όλον, ως ένα καλλιτέχνημα γεμάτον σφρίγος, αρμονίαν, πολυχρωμίαν, ζωήν. Ο 19ος αιών ήτον ο αιών της ειδικεύσεως και του καταμερισμού της εργασίας. Σήμερον γνωρίζομεν ότι ο καταμερισμός αυτός αποτελεί και κατατεμαχισμόν της ψυχής. Προάγει βέβαια εις έκτασιν το ανθρώπινον πνεύμα, το μειώνει όμως εις βάθος και ακεραιότητα. Αντικαθιστά τον πολιτισμόν, όπως τον έζησαν οι Έλληνες , με τον επαγγελματισμόν της ερεύνης.
Άλλωστε και την έννοιαν της αληθείας, όπως την συνέλαβε κατ’ επίδρασιν των φυσικών επιστημών ο 19ος αιών, αντικατέστησε τώρα μία αλήθεια περισσότερον πλαστική, περισσότερον άρα ωλοκληρωμένη και ζωντανή. Σήμερον μόλις, που κατεστράφη και εις τα μυχιαίτατα της ψυχής παν μυθικόν στοιχείον, αρχίζομεν να εννοούμεν την βαθυτέραν αλήθειαν που κρύπτεται εις τον μύθον όπως τον συνέλαβαν οι Έλληνες .Τώρα κατανοούμεν διατί ο Πλάτων τα βαθύτερα διδάγματά του ενέδυσεν υπό την μορφήν του μύθου, και πώς ολόκληρος η συγγραφική του δράσις περί έναν μύθον στρέφεται (υπό την βαθυτέραν της λέξεως έννοιαν), τον μύθον του Σωκράτους. Σήμερον που η σχηματική και απεστειρωμένη αντίληψις της αληθείας επλεόνασε και του νου έργον εθεωρήθη η καταμέτρησις, ο πειραματισμός , η οικοδομή αφηρημένων στοχασμών -σήμερον μόλις αρχίζομεν να αισθανώμεθα πόσον βαθύτερον συνέλαβαν την πραγματικότητα οι Έλληνες εις την εποπτικήν της εμφάνισιν ως ωραίον αντικείμενον θέας (κόσμος αυτό σημαίνει). Και η θέα αυτή εκφράζεται και εις τας λέξεις θεωρία και ιδέα (από το ιδείν), με τας οποίας εκφράζομεν ημείς ό,τι τα μάλιστ’ αφηρημένον και ασύλληπτον υπάρχει. Αυτό το εποπτικόν στοιχείον ανακαλυπτόμενον σήμερον μόλις εις όλα τα δημιουργήματα της ελληνικής σκέψεως – και εις τα μαθηματικά ακόμη, τα οποία διά τους αρχαίους είχαν άμεσον σχέσιν προς την καλλιτεχνίαν.
Σήμερον επίσης ύστερ’ από την άγονον πλέον ψυχικώς επισώρευσιν αλληλοσυγκρουομένων φιλοσοφικών συστημάτων και την διάσπασιν της ενότητος του ερευνώντος νου, αρχίζομεν να εννοούμεν ό,τι και ρητώς αλλά και διά της διαλογικής μορφής των συγγραμμάτων του μας διδάσκει ο Πλάτων: ότι το φιλοσοφείν είν’ ανώτερον και γονιμώτερον από κάθε συγκεκριμένον φιλοσόφημα. Ότι πέραν από τα επί μέρους διδάγματα, εις τα οποία ένας φιλόσοφος καταλήγει, ενδιαφέρον παρουσιάζει αυτή η αεικίνητος δραματική πάλη προς εύρεσιν της αληθείας, η ψυχαγωγία της νεότητος προς αυτήν.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο εισάγεται διά των Ελλήνων εις την σημερινήν ευρωπαϊκήν διανόησιν ό,τι ο θετικισμός και ο ιστορισμός του 19ου αιώνος είχαν σχεδόν τελείως εξορίσει: τα τελολογικά κριτήρια. Παραλλήλως προς το διατί εκάστου φαινομένου της πνευματικής μας ζωής, τίθεται σήμερον και το πολύ σημαντικώτερον ερώτημα: προς τι; Οι μεγάλοι σωροί των πνευματικών αγαθών του πολιτισμού μας τακτοποιούνται τώρ’ αξιολογικώς, διακρίνεται το περιττόν από το αναγκαίον, τοποθετούνται εις την υπηρεσίαν ενός υψίστου τέλους, από το οποίον αντλούν και το νόημα της υπάρξεώς των. Και το τέλος αυτό δεν είναι δυνατόν παρά να είναι ο άνθρωπος, ο άνθρωπος ως φυσική και πνευματική προσωπικότης. Εις αυτό μας βοηθούν και πάλιν οι Έλληνες: όχι μόνον με όσα εδίδαξαν και εδημιούργησαν εις τον κόσμον του πνεύματος, αλλά και με το τι υπήρξαν. Πράγματι, εις τον ελληνικόν πολιτισμόν της ακμής έχομεν το παράδειγμα ενός πολιτισμού, που κέντρον και αφετηρίαν της ενεργείας του είχε τον εσωτερικόν πλουτισμόν του ανθρώπου και μόνον· κάθ’ εκδήλωσιν της πνευματικής ζωής, την επιστήμην ή την τέχνην, την οικονομικήν ζωήν ·ή τον τεχνικόν καταρτισμόν, υπέτασσεν εις το βαθύτερον νόημα και το ουσιαστικώτερον συμφέρον του ανθρώπου, όχι αντιθέτως.
Εξωτερικώς ο πολιτισμός αυτός φαίνεται πτωχός και απλοϊκός. Υπήρξαν άνθρωποι, -και σοβαροί άνθρωποι- οι οποίοι, συγκρίνοντες τας προόδους της νεωτέρας εποχής εις υλικήν ευμάρειαν και τεχνικάς τελειοποιήσεις, εις πλουτισμόν γνώσεων και εκλέπτυνσιν της σκέψεως και της καλαισθησίας, διεπίστωναν με αλαζονικήν αυταρέσκειαν πόσον οπίσω αφήσαμεν τους αιωνίως λιβανιζόμενους αρχαίους Έλληνας. Η μεταπολεμική κρίσις μάς εδίδαξε πόσον πτωχός εις ουσιαστικάς αξίας είν’ ο σημερινός πολιτισμός με την υποταγήν ή την έκλειψιν της ανθρωπίνης προσωπικότητος. Οι άνθρωποι του 20ου αιώνος κάμνουν καθημερινώς την τραγικήν διαπίστωσιν, ότι το γέμισμα των μουσείων και των βιβλιοθηκών βαδίζει παραλλήλως μ’ εν άδειασμα της ψυχής μας από ό,τι ζωτικόν και βαθύ είχεν, ότι αποτελεί γύμνωσιν του ανθρώπου από το κατ’ εξοχήν ανθρώπινον, μεταβολήν της συνθετικής του ολοκληρίας εις πολυσύνθετον μηχάνημα με πολλούς και ακριβώς λειτουργούντας ίσως τροχούς αλλά χωρίς εσωτερικότητα, χωρίς μορφήν και ρυθμόν.
Και ακριβώς αυτήν την ενότητα ρυθμού και μορφής, αυτόν τον εσωτερικόν πλούτον ευρίσκομεν κάτω από τ’ απλά, αλλά καθαρά σχήματα του αρχαίου πολιτισμού , μέσα εις τας λιτάς μορφάς της ζωής των Ελλήνων.
Η φιλολογική επιστήμη του 19ου αιώνος με την ειδικευμένην της έρευναν, τας ανασκαφάς και τας ανακαλύψεις της, μας εβοήθησε να γνωρίσωμεν κάθε λεπτομέρειαν των μορφών αυτών. Ώριμ ‘ είμεθα τώρα (και επιστημονικώς αλλά και ψυχικώς), ωπλισμένοι με τας μεθόδους και τ’ αποθησαυρισμένα πορίσματα της ιστορικής μεθόδου, να προχωρήσωμεν προς τον ουσιαστικόν πυρήνα του πολιτισμού: προς την ανθρωπίνην προσωπικότητα. Θ’ ανακαλύψωμεν τώρα και πάλιν εις ένα εσωτερικώτερον επίπεδον τον βαθύτατ’ ανθρωπιστικόν χαρακτήρα της αρχαίας παιδείας, και θ’ αντικρύσωμεν ακριβώς τον αρχαίον πολιτισμόν όχι υπό την ανθρωπολογικήν έννοιαν της λέξεως: ως άθροισμα των χαρακτηριστικών μορφών της ζωής, που προσιδιάζουν εις ένα λαόν ή εις μίαν εποχήν (όπως είναι π.χ. ο πολιτισμός των Αιγυπτίων ή των Ινδών), αλλ’ ως αξιολογικήν έννοιαν, αλλ’ ως παιδείαν, ως διάπλασιν της ανθρωπίνης προσωπικότητος – σύμφωνα με την εγγενή εις την φύσιν της και ως λογικήν συνέπειαν της υπάρξεώς της αδηρίτως συναγομένην ιδέαν του ανθρώπου. Έτσι και πάλιν ανευρίσκει η σημερινή σκέψις εις τον πολιτισμόν των Ελλήνων εν απόλυτον κριτήριον, με το οποίον θα κρίνη εαυτήν: Ανευρίσκει και πάλιν την βεβαιότητα, ότ’ η ανασυγκρότησίς της γύρω από τον πυρήνα της ανθρωπίνης προσωπικότητος -αυτό που επιβάλλουν όχι ανεύθυνοι νοσταλγικότητες και κενή ελληνολα τρεία, αλλ’ αυτός ούτος ο οργανικός νόμος της υπάρξεώς της- είναι δυνατή.
Τι άλλο προσέφερεν εις περασμένας εποχάς η Αναγέννησις;
Αλλά και την έννοιαν της προσωπικότητος αντιμετωπίζει σήμερον η διανόησις κατά τρόπον πολύ διαφορετικόν παρά εις τον 19ο αιώνα. Οδηγηταί της και αυτού οι Έλληνες.
Εκείνοι ανέσυραν το άτομον από τον εξαφανισμόν του μέσ’ από τον ατέρμονα ωκεανόν της ανωνύμου μάζης, η οποία εμφανίζεται εις τους ανατολικούς π.χ. λαούς ως δημιουργός και φορεύς του πολιτισμού.
Έκτοτ ‘η αξιοπρέπεια και η αυτονομία της προσωπικότητος αποτελεί θεμελιώδη αρχήν του ευρωπαϊκού πολιτισμού, που ανεπτύχθη εις δόγμα πλέον κατά την διάρκειαν του 19ου αιώνος.
Αλλ’ ακριβώς η απόλυτος αυτή αυτονόμησις της προσωπικότητος ωδήγησεν εις διάσπασιν αυτής ταύτης της υπάρξεώς της.
Η προσωπικότης έγινεν ατομικότης.
Την εξωτερικήν αρρυθμίαν και αμορφίαν της μάζης αντικατέστησε τώρα η αρρυθμία της απεριορίστου υποκειμενικότητος , εις την οποίαν ο ατομισμός του 19ου αιώνος ανεγνώρισεν απόλυτον αξίαν. Απλώς και μόνον διότι υπάρχει, επιστεύθη ότι αποτελεί κάθε ατομικότης (είτε προσώπων, είτε λαών, είτ’ εποχών) αξιόλογον φορέα πνευματικών αγαθών. Αποτέλεσμα ήτο ν’ αναπτυχθή ένας απόλυτος σχετικισμός ως προς την αξίαν των λαών, των προσώπων και των εποχών.
Κριτήριον της αξιολογικής των διαβαθμίσεως ωρίσθη ο βαθμός, κατά τον οποίον κατορθώνουν να προκαλούν το ενδιαφέρον, την περιέργειαν, την εντύπωσιν της πρωτοτυπίας.
Τ’ αξιολογικά κριτήρια αντικατεστάθησαν από κριτήρια ψυχολογικά, και η υποχρέωσις της κατανοήσεως και ερμηνείας των αλλοτρίων τρόπων του σκέπτεσθαι και του αισθάνεσθαι έφθασε μέχρι πλήρους αισθητικής και ηθικής αδιαφορίας.
Το παν είναι να καταλάβης το αλλότριον εγώ ή την άλλην εποχήν, να διαπιστώσης ό,τι την ξεχωρίζει -και το έργον σου ετελείωσεν.
Από τον ψυχολογισμόν αυτόν μας απήλλαξεν -απήλλαξε τουλάχιστον τους φωτισμένους εκπροσώπους της σημερινής σκέψεως- η νέα εμβάθυνσις εις το ελληνικόν πνεύμα.
Και οι Έλληνες ενδιεφέρθησαν και εσεβάσθησαν την ιδιοσυστασίαν ατόμων και λαών, και ανήγαγον εις βάσιν του πολιτισμού των τον σεβασμόν της ατομικής ελευθερίας.
Αλλά το ατομικόν εγώ δεν αντελήφθησαν απλώς ως ένα κέντρον υποκειμενικότητος.
Μέσ’ από τα εξωτερικά υποκειμενικά και συμπτωματικά περιβλήματα, με τα οποία εμφανίζετ’ εις την πραγματικότητα , εζήτησαν να εισδύσουν εις ό,τι βαθύτερον και αιωνιώτερον έχει, εις την φύσιν του ανθρώπου, εις τον νόμον του πνεύματος, όπως εκδηλώνεται διά μέσου της προσωπικότητος.
Το εγώ αντιμετώπισαν και εσεβάσθησαν πάντοτε ως φορέα αξιών αντικειμενικών και νόμων υπερατομικών.
Ένας κόσμος είναι κάθε άτομον, αλλά κόσμος υπό την αρχαίαν έννοιαν: όχι συνάθροισις πολύχρωμος και αυθαίρετος παντοδαπών πραγμάτων, αλλ’ οργανικόν σύστημα, όπου νόμοι και τάξις και ρυθμός και υποταγή των επί μέρους εις έ ν α νόημα και εις ένα τέλος.
Και μόνον ως σύνθεσις οργανική του προσωπικού και μοναδικού προς το αιώνιον και αντικειμενικόν αναπτύσσεται η ατομικότης εις προσωπικότητα.
Αυτό είναι το βαθύτερον νόημα του πολιτισμού, που είναι, όπως ελέχθη, κυρίως και κατά πρώτον παιδεία:
Από την ατομικότητα, που μας την δίδει, αυτομάτως ίσως, η ζωή ως κάτι φυσικόν, αναβιβάζει προς την προσωπικότητα, που είν’ έργον συνειδητής μορφωτικής προσπαθείας επί τη βάσει αντικειμενικών κανόνων αντλουμένων από την τυπικήν φύσιν του ανθρώπου, ενεργούσης εν όψει της καθολικής ιδέας του ανθρώπου.
Αλλά την ιδέαν αυτήν δεν θέτει μία προσωπικότης, οσονδήποτε σημαντική και να είναι, ούτε την πραγματοποιεί. Την ανακαλύπτει μόνον -εισδύουσα εις το βαθύτερον νόημα της ανθρωπίνης ζωής την πραγματοποιεί όμως η πολιτεία -η πολιτεία λαμβανομένη υπό την ευρυτέραν, αλλά και την πνευματικωτέραν της έννοιαν. Η διαρκώς επιτεινομένη κρατικοποίησις της ζωής μας, η οξύτης με την οποίαν εμφανίζονται εις την μεταπολεμικήν πραγματικότητα τα κοινωνικά ζητήματα, ο «πολιτικός» χαρακτήρ, τον ο ποίον τείνουν να προσλάβουν όλαι σιγά-σιγά αι εκδηλώσεις του πολιτισμού μας, ωδήγησαν τους ανθρώπους να τοποθετήσουν εις το κέντρον της πνευματικής ζωής το πρόβλημα της σχέσεως του ατόμου προς το σύνολον. Επανήλθαν έτσι εις ό,τι επίστευαν και οι Έλληνες.
Η ποίησις των Ελλήνων από του Ομήρου μέχρι του Αριστοφάνους, η καλλιτεχνική των δημιουργία, η επιστημονική των έρευνα, η φιλοσοφία των προπαντός από την πολιτείαν αναχωρεί και εις αυτήν καταλήγει. Ένα φαινομενικώς ασήμαντον επίτευγμα της φιλολογικής ερεύνης, η διαπίστωσις ότι η 7η επιστολή του Πλάτωνος με τας αυτοβιογραφικάς της ειδήσεις είναι γνησία, μας έδωσε το κλειδί να κατανοήσωμεν ολόκληρον το έργον της ζωής του (και το φαινομενικώς περισσότερον απόκοσμον, όπως είναι η μαθηματική και λογική έρευνα) ως την προσπάθειαν της ανασυγκροτήσεως της ελληνικής πολιτείας, ως ένα έργον κοινωνικού μεταρρυθμιστού.
Διότι η πολιτεία δεν είναι, κατά την ελληνικήν πίστιν, η αντιπνευματική δύναμις της φιλελευθέρας αντιλήψεως του 19ου αιώνος, που προσεγγίζει τόσον περισσότερον προς το ιδεώδες, όσον ολιγώτερον περιορίζει την ελευθέραν ανάπτυξιν των ατόμων.
Η πολιτεία είν’ η ολοκληρωτική και οργανική σύνθεσις των πνευματικών και ηθικών και θρησκευτικών αξιών της ζωής.
Απ’ αυτήν αντλεί τους ζωτικούς της χυμούς και περί αυτήν στρέφεται η πνευματική δημιουργία όλων των μεγάλων προσωπικοτήτων. Αν προσωπικότης δεν υπάρχη παρά με την υπαγωγήν του υποκειμενισμού υπό νόμους αντικειμενικούς και απολύτους, η πολιτεία, ως η ενσάρκωσις αυτών των νόμων, είν’ η απαραίτητος προϋπόθεσις της υπάρξεως της προσωπικότητος, είναι κάτι περισσότερον: η τροφός της προσωπικότητος. Εντεύθεν ε ξηγείται, ότι το ύψιστον έργον της πολιτείας είναι κατά τον Πλάτωνα (ο οποίος εις το σημείον αυτό διατυπώνει μόνον φιλοσοφικώς ό,τι υπήρχε ζωντανόν εις το ελληνικόν αίσθημα) όχι η εξασφάλισις της οικονομικής ευημερίας ή της τεχνικής προόδου, της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφαλείας των πολιτών της -αυτά είναι μέσα μόνον.
Το κύριον έργον της πολιτείας είναι το παιδαγωγικόν, και ο αληθινός πολιτικός είναι κυρίως και κατά πρώτον λόγον παιδαγωγός.
Το δίδαγμα τούτο μόνον σήμερον η πνευματική μας ζωή κατορθώνει να αισθανθή εις όλον του το βάθος διότι μόνον σήμερον ανέκυψεν τόσον οδυνηρά η ιδία προβληματικότης, από την οποίαν εξεπήγασε τότε.
Ο παιδαγωγικός ρόλος της πολιτείας αποτελεί σήμερον το ση μαντικώτερον πρόβλημα, που έχει ν’ αντιμετωπίση ο μεταπολεμικός διανοούμενος.
***
Αλλ’ ακριβώς η αναγνώρισις του πρωτεύοντος ρόλου της πολιτείας εις την ανασυγκρότησιν της πνευματικής ζωής εξηγεί και την απόλυτον διαφωνίαν ως προς την δυνατότητα μιας αμέσου ή προσεχούς αναγεννήσεως του ελληνικού πνεύματος. Η πνευματική μας ζωή έχει πράγματι στραφή και πάλιν μετά τον πόλεμον προς την Ελλάδα και αντλεί από την ελληνικήν παράδοσιν μέγα πλήθος γονίμων σπερμάτων. Ακόμη και εις έκτασιν η κλασσική παράδοσις διαδίδεται. Εις τα παλαιά κέντρα της διαδόσεώς της προστίθενται τώρα νέοι λαοί, οι οποίοι με ζήλον προσπαθούν να συμμετάσχουν εις την έρευναν και την διάδοσιν του αρχαίου βίου: Αμερικανοί, Σκανδιναυοί, Τσέχοι, Πολωνοί, ακόμη και αυτοί οι Ιάπωνες και οι Τούρκοι, παραλαβόντες τον δυτικόν πολιτισμόν, αισθάνονται την ανάγκην να συμπαραλάβουν και την γνώσιν της πρωταρχικής του ρίζης. Η τεραστία διάδοσις εκδόσεων και μεταφράσεων κλασσικών κειμένων εις την Ευρώπην και την Αμερικήν, η ανάπτυξις του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος με την συχνήν κατά χιλιάδας επίσκεψιν των αρχαίων τόπων, η οργάνωσις παραδόσεων και εορτών με αρχαία θέματα, όπου συρρέουν μυριάδες ανθρώπων, -όλ’ αυτά τα σημεία της εποχής θα ημπορούσαν να παρουσιάσουν δι καιολογημένην την αισιοδοξίαν εκείνων, που ομιλούν περί επικειμένης νέας Αναγεννήσεως του ελληνικού πνεύματος.
Αλλ’η αισιοδοξία αυτή είναι, κατά την γνώνην μου, κατεσπευσμένη – και από της απόψεως αυτής έχουν δίκαιον οι απαισιοδόξως ομιλούντες. Βέβαια κάθε δημιουργία νέου πολιτισμού θα πραγματοποιηθή κάποτε ( εφ’ όσον πραγματοποιηθή εντός των πλαισίων της ευρωπαϊκής παραδόσεως ) υπό την μορφήν νέας στροφής προς την «φύσιν» της πνευματικής μας υπο στάσεως, ως νέα σύνθεσις του διεσπασμένου αλλά ζωτικού παρόντος με το αρμονικόν όλον της Ελλάδος.
Αλλ’ οι προβλέποντες πολύ προσεχή την αναγέννησιν αυτήν απατώνται, νομίζω.
Υπερτιμούν την επίδρασιν της διανοήσεως των ολίγων εις την ρύθμισιν της σημερινής πραγματικότητος, υπερτιμούν την ζωτικότητα γενικώς της σημερινής διανοήσεως.
Της διανοήσεως ο ρόλος δεν είν’ εις όλας τας εποχάς προδρομικός, πρωτοποριακός: να δημιουργή δηλαδή προληπτικώς εις τον κόσμον της ιδεατάς μορφάς των αξιών, τους κανόνας –πρότυπα εν όψει των οποίων αυτοδιαμορφώνεται η πνευματική ζωή ενός έθνους, γονιμοποιούσα και απο κρυσταλλώνουσα εις αντικειμενικήν πραγματικότητα τα σπέρματα που εισεδέχθη.
Υπάρχουν εποχαί, κατά τας οποίας η διανόησις εκτελεί έργον ο πισθοφύλακος.
Ακολουθεί εκείνη το ρεύμα της ζωής και επηρεάζετ’ απ’ αυτό. Εκείνο που της δίδει τότε τον χαρακτήρα διανοήσεως και την ξεχωρίζει από την απλήν προβολήν επί του πεδίου των εννοιών και των καλλιτεχνικών εικόνων της καθημερινής ζωής εις την βάρβαρον και άμορφον υλικότητά της – και αυτό είναι διά πολλούς η σκέψις –είναι ότι υψώνεται υπέρ το ρεύμα, δια να επισκοπήση την κατεύθυνσίν του και να το καταδικάση- τόσον μόνον.
Κατά βάθος ευρίσκεται εις το περιθώριον της ζωής, εφ’ όσον, ανίκανος να την αλλάξη ή να την εξυψώση, αρνείται και να την υπηρετήση.
Την ζωήν τότε «κατευθύνει» (εις ό,τι «πνευματικόν» θέλει να έχη) όχι ο διανοούμενος, αλλ’ ο δημοσιογράφος, όχι ο υπεύθυνος ηγέτης του έθνους, αλλ’ ο επιτήδειος υπηρέτης του όχλου. Αυτός χαρίζει όχι μόνον πολιτικήν επιρροήν και υλικήν επικράτησιν· αυτός παρεμβάλλεται σήμερον ως ο απαραίτητος μεσάζων μεταξύ της διανοήσεως και της ζωής.
Αυτή είναι σήμερον η θέσις της διανοήσεως εις την ζωήν μας. Όχι αντίθεσις προς την κοινωνικήν πραγματικότητα -αυτό είναι θεμελιώδης προϋπόθεσις κάθε γονίμου πνευματικής ενεργείας- αλλ’ απόλυτος αλλοτρίωσις χαρακτηρίζει σήμερον την σχέσιν των. Ζωή και σκέψις είναι σήμερον σαν δύο παράλληλοι γραμμαί που προχωρούν χωρίς να συναντώνται.
Η ζωή ρυθμίζεται όχι εκ των άνω, όχι κατά τας ιδέας -πρότυπα μεθέξει αυτών.
Κυριαρχείται εκ των κάτω, από τας σκοτεινάς και πρωτογόνους δυνάμεις, που εξαπέλυσεν ο μαζικός χαρακτήρ, ο υπερπληθωρισμός και η μηχανικότης του πολιτισμού μας, η εκβιομηχανοποίησις των πνευματικών μας αξιών, η «ελευθερία» που δεν είναι πλέον προσωπικόν απόκτημα, αλλ’ άκοπος και αυτόματος κληρονομία. Η αποσυμφόρησις με μέσα καθαρώς πνευματικά δεν είναι σήμερον πλέον δυνατή, και δεν υπάρχει κωμικώτερον θέαμα από τους διανοουμένους που πιστεύουν, πως θα ημπορέσουν ν’ αντιτάξουν τον λόγον και την πειθώ προς δυνάμεις αλόγους και αμόρφους, τας οποίας μόνον η υπερτέρα δύναμις και η ηθικώς θεμελιωμένη βία ημπορούν σήμερον να καταδαμάσουν.
Όχι πως το περιεχόμενον της σημερινής διανοήσεως υστερεί εις πλούτον και βάθος από άλλας εποχάς. Πόσα δεν έχει να παρουσιάση η εποχή μας εις λεπτότητα σκέψεως, εις καλλιτεχνικήν ευαισθησίαν, εις βαθυστοχάστους ερεύνας, εις εφευρετικότητα!
Εκείνο που της λείπει είναι το ήθος και η ρωμαλεότης, με τα οποία θα εδάμαζε την άμορφον ύλην της ζωής. Και τούτ’ οφείλεται εις δύο λόγους:
Πρώτον εις το ότι δεν έχει η σημερινή διανόησις τον φυσικόν, τον βιολογικόν της φορέα: την αριστοκρατίαν, που υπήρξε πάντοτε και εις όλας τας γονίμους εποχάς ο φορεύς και ο δημιουργός του πολιτισμού, ο φορεύς επίσης και δημιουργός των αναγεννήσεων του ελληνικού πνεύματος . Διότι και αυτό δεν υπήρξεν έργον της μάζης, ούτε των προλεταρίων του πνεύματος και της ζωής, αλλά μιας εξαιρετικής elite, που ηυξήθη και ανθοφόρησε ύστερ’ από γενεών ολοκλήρων καλλιέργειαν . Η λέξις άλλωστε classicus προ έρχετ’ από την γλώσσαν των Ρωμαίων τιμητών, που διεβάθμιζαν τους αν θρώπους, σύμφωνα με το νόημα το βαθύτερον της πολιτικής ευκοσμίας του μοναδικού αυτού λαού, εις τάξεις (classes).
Classicus ποπ proletarius -έτσι συμπληρώνεται η έννοια του «κλασσικού» συγγραφέως την πρώτην φοράν που χρησιμοποιείται η λέξις με την σημερινήν της έννοιαν.
Και το έργον αυτό της αριστοκρατίας -τροφού γνησίων πνευματικών όντων δεν ημπορεί βέβαια ν’ αναπληρώση αυτό που ονομάζομεν σήμερον «αριστοκρατία του πνεύματος»- δεν ομιλώ περί της πλουτοκρατικής «αριστοκρατίας», που δεν έχει καμμίαν σχέσιν με το πνεύμα.
Η περίφημος «ιντελλιγέντσια» , που πετά σαν πεταλούδα από το ένα «ενδιαφέρον» θέμα εις το άλλο, ή κολλά σαν στρείδι εις τας παρυφάς οιασδήποτε νεοφανούς κοσμοθεωρίας, ξερριζωμένη όπως είναι από κάθε έδαφος εθνικόν και κοινωνικόν , χωρίς συνέχειαν αίματος και ατμοσφαίρας, χωρίς προλήψεις, από τας οποίας και μόνας (και όχι από τους εξυπνοτάτους έστω ακροβατισμούς) αντλεί η πνευματική δημιουργία τους ζωτικωτέρους της χυμούς, δεν είν’ εις θέσιν να προσφέρη παρά επαγγελματίας του πνεύματος ή δημοσιο γράφους. Η δημιουργία άλλωστε πνευματικού βίου δεν κατορθώνεται με την ίδρυσιν σχολείων, βιβλιοθηκών ·ή με οιαδήποτ’ άλλα κοπαδικά μέτρα οργανωτικής σκοπιμότητος.
Δεύτερος λόγος: Εις την σημερινήν διανόησιν λείπει η θρησκευτικότης. Όχι ως προσήλωσις εις το περιεχόμενον ωρισμένων δογμάτων ή ως πίστις εις την ύπαρξιν υπερφυσικών δυνάμεων. Ο σημερινός διανοούμενος, οσονδήποτ’ ευγενικά ιδανικά και να έχη, στερείται ό,τι χαρίζει την ολοκληρίαν της πνευματικής υπάρξεως, το ύψιστον νόημα από το οποίον αισθάνεσαι να διαποτίζεται καθ’ εκδήλωσις του πνεύματος και ν’ αναδεικνύεται εις υψηλήν υπόθεσιν προσωπικής λυτρώσεως. Διεσπασμένος όπως είναι, ζητεί πότε εις αισθητικάς, πότε εις καθαρώς διανοητικάς συγκινήσεις την λήθην ή την ανάπαυσιν -αλλά δεν έχει (πέραν από το εγώ του) τίποτε το οποίον όλας αυτάς τας συγκινήσεις ν’ αναβιβάζη εις ένα επίπεδον απολύτου προσταγής, και να χαρίζη τον ενιαίον ρυθμόν εις θεωρίαν και πράξιν, εις αισθητικάς απολαύσεις και ηθικάς ενεργείας. Ακόμη και όταν προχωρήση εις αυστηράν ενότητα της πνευματικής του ζωής, του λείπει το μονομερές έ στω αίσθημα του απολύτου, που θα τον κάνη να πιστεύη ότι η ενότης αυτή υπερβαίνει εις σημασίαν τα όρια μιας ατομικής του υποθέσεως .
Αυτή η θρησκευτικότης -ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης στάσεως απέναντι της κρατούσης θρησκείας- υπάρχει εις το βάθος κάθε Αναγεννήσεως. Ειδεμή, δεν θα ήτον Αναγέννησις, δημιουργία δηλαδή ενός νέου ανθρώπου, που είναι πάντα κάτι ολόκληρον και βαθύ· θα ήτον επισκευή.
Είναι πλάνη να νομίζεται, ότι η Αναγέννησις έχει συνήθως χαρακτήρα αισθητικόν, φιλοσοφικόν, επιστημονικόν κλπ.
Το περιεχόμενον εδώ δεν έχει σημασίαν -σημασίαν έχει ο συγκλονισμός ολοκλήρου του ανθρώπου, ο οποίος εισδέχεται την λυτρωτικήν επίδρασιν αξιών απολύτων και αλλάσσει σύμφωνα μ’ αυτάς ολόκληρον τον ρυθμόν και το ήθος της υπάρξεώς του.
Αυτό είναι που ξεχωρίζει την Αναγέννησιν ως ένα φαινόμενον ανθρωπιστικόν από τα φαινόμενα του κλασσικισμού ή από τας νοσταλγικάς, αλλ’ αναιμικάς και αγόνους στροφάς προς το παρελθόν, που μας συγκινούν πολλάκις με την ευγένειαν των προσώπων και με την ωραιότητα των ματαίων προσπαθειών, αλλά και δεν δημιουργούν ιστορίαν: Παρα δείγματα του είδους τούτου από την Αρχαιότητα ο Πλούταρχος, ο Μ. Αυρήλιος, ο Δίων Χρυσόστομος, ο Ιουλιανός.
***
Εις αυτήν την θέσιν ευρισκόμεθα και σήμερον. Ως διανοούμενοι θα εξακολουθήσωμεν να πραγματοποιούμεν με την επαφήν προς την Αρχαιότητα τον πλουτισμόν και την εμβάθυνσιν του εσωτερικού μας κόσμου – ό,τι εις ευδαιμονίαν και αρμονίαν ψυχικήν ημπορεί κανείς να πραγματοποιήση σήμερον – και είναι ζήτημ’ αν αλλού πουθενά θα ημπορούσαμεν να καταφύγωμεν.
Την δυνατότητα όμως μιας Αναγεννήσεως της όλης ζωής μας με την βοήθειαν της Αρχαιότητος δεν βλέπω πολύ προσεχή.
Η σημερινή ζωή μας ομοιάζει μ’ ένα πλημμυρισμένον χείμαρρον, που ολοέν απλώνεται και φουσκώνει και προχωρεί συμπαρασύρων εις την ορμήν του τα έργα των ανθρώπων. Με φράγματα τεχνητά να τον περιορίσωμεν είναι σήμερον αδύνατον. Θα σταματήση μόνον, όταν εξαντληθή η ορμή του ή συναντήση ενώπιόν του βράχους και βουνά ανυπέρβλητα.
Τότε και μόνον θ’ αρχίση το έργον της ανασυγκροτήσεως: θα έχωμεν πρώτα να θάψωμεν τους νεκρούς που έπνιξε, να καθαρίσωμεν αγρούς και σπίτια από την ιλύν και τους λίθους που κατέβασεν η πλημμύρα, να εκχερσώσωμεν και πάλιν τα χωράφια.
Σιγά-σιγά η χαρά θα ξαναγυρίση εις τους ανθρώπους, όσοι κατώρθωσαν να σώσουν την ζωήν των και ν’ ανακτήσουν τόσην νεότητα, ώστε να στρέφουν γεμάτα εμπιστοσύνην και υγιά μοιρολατρείαν τα μάτια των προς τον ουρανόν, εκεί όπου εξακολουθεί ανέσπερον να λάμπη το άστρον της Ελλάδος, της πνευματικής μας πατρίδος. Αυτό και πάλιν θα μας φωτίση, και θα μας ανασύρη προς νέον ανέβασμα. Επί του παρόντος όμως η πλημμύρα ε ξακολουθεί και ολοένα φουντώνει περισσότερον . Μερικούς κατεπόντισεν ήδη, άλλοι φεύγουν να σωθούν, οι περισσότεροι μένουν ήσυχοι, είτε διότι είν’ ακόμη μακριά τα νερά, είτε διότι στηρίζουν τας ελπίδας των εις τα τεχνητά φράγματα που κατεσκεύασαν. Υπάρχουν και μερικοί, που δοκιμάζουν αισθητικάς συγκινήσεις ενώπιον του θεάματος ή κάνουν υπολογισμούς, ότι τα νερά θα ποτίσουν ανέξοδα τα περιβόλια και θα γυρίσουν τους μύλους των· άλλοι στρογγυλοκαθισμέν’ εις τα μικρά βαρκάκια της προσωπικής των πνευματικής δράσεως διασκεδάζουν αφήνοντες να τους ταξιδεύη ανέξοδα και άκοπα το ρεύμα και πιστεύοντες ότι κάτι κάνουν και αυτοί. Είναι οι «συγχρονισμένοι», που αυτοκολακεύοντ’ ευρίσκοντες τα πράγματα της εποχής των καλά λίαν, αφού δεν έχουν άλλα κριτήρια να την αξιολογήσουν παρά την πενιχράν των πείραν.
Ομοιάζουν με τους Βυζαντινούς εκείνους εγκωμιογράφους της εποχής της παρακμής, οι οποίοι συγκρίνοντες τους Αλεξάνδρους και τους Θεμιστοκλείς, τους Τραϊανούς και τους Βουλγαροκτόνους προς έναν Ανδρόνικον τον Γ’,τους εύρισκαν όλους κατωτέρους – ήσαν και αυτοί «άνθρωποι του παρόντος», μη «προγονόπληκτοι».
Μόνον ο ερημίτης – διανοητής, που επισκοπεί από το πανύψηλον όρος του στοχασμού την πορείαν του ρεύματος, ανίκανος να εμποδίση, καταδικασμένος όμως να βλέπη τον όλεθρον που έρχεται, αυτός και μόνος ημπορεί να προσμετρήση πόσον μεγάλος, πόσον αναπόφευκτος είναι. Αυτός όμως είναι και εις θέσιν πρώτος ν’ αντικρύση το άστρον της επαγγελίας και να διακηρύξη προς τα κάτω προφητικώς:
Iam nova progenies crelo demittitur alto.
Η εικών αυτή δεν είναι βεβαίως διόλου αισιόδοξος, και εις το στόμα κλασσικού φιλολόγου, διά τον οποίον η ασχολία του με την Αρχαιότητανείν’ αίρεσις βίου, και η πίστις του εις την αιωνιότητα της αξίας της απόλυτος, η πρόβλεψις ότ’ υπό τας σημερινάς συνθήκας της ζωής μας δεν είναι πιθανή Αναγέννησις του ελληνικού πνεύματος (οσονδήποτ’ έντονον και αν προκαλεί η Ελλάς το ενδιαφέρον των διανοουμένων ιδίως εις την μεταπο λεμικήν εποχήν» φαίνεται τουλάχιστον παράδοξος. Αλλά πρέπει να το πάρωμεν απόφασιν:
Ευρέθημεν εις εποχήν, που ημπορεί να έχη όλας τας αρετάς ηρωικότητα όμως δεν έχει, και χωρίς ηρωικότητα τίποτε δεν κατακτάται, – πολύ ολιγώτερον το παρελθόν.
Έπειτα δεν πρόκειται καν περί απαισιοδοξίας ή αισιοδοξίας: η διαπίστωσις της αναγκαιότητος και της ωραιότητος του θανάτου είναι ταυτοχρόνως ένα κήρυγμα προς την αναγκαιότητα της ζωής και την αθανασίαν των ωραίων, και ο Ζευς δεν χάνει τίποτ’ από την μεγαλωσύνην και την μακαριότητά του με το να υπόκειται εις τ’ αδήριτα θέσφατα της Μοίρας.
Ένας βαθυστόχαστος κριτικός του 1. μ.Χ. αιώνος έθεσε το ίδιον ζήτημα: πώς συμβαίνει, ώστε η εποχή του, αν και είχε να επιδείξη τόσον πλήθος παιδείας και ταλάντων , δεν παρήγε μεγάλους συγγραφείς, όπως η κλασσική εποχή; Δεν πρόκειται να επαναλάβω την απάντησιν που έδωσεν· αλλ’ ακριβώς τ’ «απαισιόδοξα» περί της εποχής του συμπεράσματα, εις τα οποία ευρέθη υποχρεωμένος να καταλήξη, δεν τον ημπόδισαν να διακηρύξη περί των αρχαίων -και τα λόγια του επηλήθευσε δισχιλιετής έκτοτε ιστορία:
Ό πάς αύτοϊς αίώv και βίος άπέδωκε τα νικητήρια και αχρι vϋv άvαφαίρετα φυλάττει και έοικε τηρήσειv.
* Ιωάννης Συκουτρής, Κλασικός Φιλόλογος (1901-1937)
ΣΗΜ.: Άρθρον διά το περιοδικόν Νέα ‘Εστία εις συμπλήρωσιν Ερεύνης υπό τον τίτλον Το Έλληνικο Πνευμα και ή ‘Επίδρασή του, αναδημοσιευθείσης παρ’ αυτού εν μεταφράσει από το εν Παρισίοις εκδιδόμενον υπό του Πέτρου Αφθονιάτη και του F. Teriade εικονογραφημένον τουριστικόν περιοδικόν Voyage en Grece.
** Το πρόβλημα δεν πρόκειτ’ εδώ να εξετασθή από την εκπαιδευτικήν του πλευράν, εις ό,τι αφορά την θέσιν της κλασσικής λεγομένης παιδείας εις την εποχήν μας. Περί αυτού ίδε το υπ’εμού μεταφρασθέν βιβλίον του Th. Zielinski Ήμείς καί οί ‘Αρχαίοι, το οποίον φυσικά εις πολλά σημεία προδίδει την προπολεμικήν του προέλευσιν. Εις τα μακρά ‘Επιλεγόμενα εξετάζω το ζήτημα και ως προς την σχέσιν του προς την νεοελληνικήν πνευματικήν ζωήν· εδώ δεν αναφέρομαι διόλου εις τα νεοελληνικά πράγματα.
Έγραψα (και εξακολουθώ να το πιστεύω) ότι η επαφή μας προς τας πνευματικάς (όχι τας εθνικάς) αξίας των αρχαίων Ελλήνων θα γίνη και εις ημάς, τους φυσικούς απογόνους εκείνων, μόνον διά μέσου των αναγκών και των προβλημάτων και των αξιών του συγ χρόνου ευρωπαϊκού πολιτισμού, όχι κατ’ ευθείαν. Άλλωστε και όλα τ’ αξιόλογα και ζωντανά στοιχεία της νεοελληνικής πνευματικής ζωής συμπίπτουν κατά το βάθος με ό,τι κατώρθωσεν ο Έλλην, καταπολεμών την βυζαντινήν του κληρονομίαν, ν’ αφομοιώση από το ευρωπαϊκόν πνεύμα και δι’ αυτού εμμέσως από το αρχαίον ελληνικόν. Ευτυχώς είναι τόσα, ώστε σήμερα να έχωμεν την ωριμότητα , με την οποίαν να ημπορούμεν γόνιμα πλέον να έλθωμεν εις άμεσον επαφήν με την Αρχαιότητα. Από την αυτοφυή νεοελληνικήν πραγματικότητα. απ’ όσα δηλαδή δεν έχουν δημιουργηθεί ή γονιμοποιηθή υπό του ευρωπαϊκού πνεύματος, μόνον η θρησκευτική) παράδοσις, όπως ζη εις τας λαϊκάς τάξεις, έχει, νομίζω, στοιχεία επιδεκτικά αναπτύξεως σημαντικής χρειάζεται όμως κάθαρσιν γενναίαν και ανα ζωογόνησιν από ανθρώπους που έχουν ευρύτητα ψυχής και οξυδέρκειαν σuναισθηματικιν μάλλον παρά σοφίαν θεολογικήν.
(Μελέται και /άρθρα, Εκδόσεις τοι Αιγαίου. Αθήνα 1956)
Κατευχαριστούμε -όλοι νομίζω-τις ΑΝΙΧΕΝΥΣΕΙΣ μας γιαυτήν την πολύτιμη και άγνωστη στο σύνολό της δημοσίευση του προώρως (στα 36 του χρόνια) αποθανόντος Ιωάννη Συκουτρή.
Θα θέλαμε να το διαβάσουν όλοι οι αρμόδιοι του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης -και όσοι τους στηρίζουν -, που στήριξαν και στηρίζουν την δημοσίευση της αφίσας της εγκύου εσταυρωμένης , με την μορφή της Παναγίας μας.
Υπογραμμίζω την ανεπανόρθωτη ζημία που έγινε στην γλώσσα μας με την καθιέρωση της δημοτικής , ιδίως μετά την κατάργηση των τόνων, σε σημείο που σήμερα λίγοι Έλληνες να μπορούν να διαβάσουν και κυρίως να κατανοήσουν το κείμενο του Συκουτρή και αυτό είναι ντροπή .
Τούτων δοθέντων, δεν είναι επίκαιρο το μήνυμα για τον Ελληνισμό -που θέλει να ζήσει -η επιστροφή στις ρίζες σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας -πολιτικής ,κοινωνικής και πολιτιστικής;;;.
ΑΣ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΘΟΥΜΕ .
Για τον μεγάλο αυτόν φιλόλογο εξαιρετικό είναι και το βιβλίο του κ. Τάκη Θεοδωρόπουλου, Βερονάλ, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2015.
Ἔχουμε τούς ποιητές, ἔχουμε τούς φιλοσόφους, ἔχουν σκιαγραφήσει τόν παράδεισο.
Ἕνα κείμενο παρακαταθήκη πού θησαυρίζει τίς βαθύτατες ἔννοιες τοῦ ῾Ελληνικοῦ πνεύματος. Ἔννοιες πού πρέπει νά ἀναλύσουμε σημεῖο σημεῖο. Ἕνα κείμενο φυλαχτό γιά νά μήν ξεχνᾶμε.
Περιγράφει τόν ἀρχαῖο ῾Ελληνικό πολιτισμό ἀκμῆς «που κέντρον και αφετηρίαν της ενεργείας του είχε τον εσωτερικόν πλουτισμόν του ανθρώπου και μόνον· κάθ’ εκδήλωσιν της πνευματικής ζωής, την επιστήμην ή την τέχνην, την οικονομικήν ζωήν ·ή τον τεχνικόν καταρτισμόν, υπέτασσεν εις το βαθύτερον νόημα και το ουσιαστικώτερον συμφέρον του ανθρώπου, όχι αντιθέτως.»
῾Η θρησκεία, μέ τήν ἔννοια τῆς θρησκευτικής συνειδήσεως, χαρακτηριστικό τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ, «ότ’ η θρησκεία είναι υπόθεσις κοινωνική κατ’ εξοχήν -ή μάλλον ότι αποτελεί διά τους Έλληνας το κρηπίδωμα και την βαθυτέραν ουσίαν της κοινωνικής και πολιτικής των οργανώσεως, ότι η τέχνη των και η φιλοσοφία των δεν είναι καν νοηταί χωρίς την θρησκευτικήν παράδοσιν.»
Συνέχεια τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ ὁ Εὐρωπαϊκός πολιτισμός (ὁ Δυτικός μποροῦμε νά ποῦμε σήμερα), πού ἀναπτύχθηκε σάν ὀργανικό ὄν κατά τόν Συκουτρῆ «η συνέχεια αυτή δεν στηρίζεται εις την εθνικήν και φυλετικήν ταυτότητα των φορέων αυτού, αλλά συνυπάρχει (οφείλεται θα έλεγα) με την διαδοχικήν ή ταυτόχρονον συνεργασίαν πλήθους εθνικών οντοτήτων -όπως ακριβώς γίνεται και με την διαιώνισιν των οργανικών όντων. Κάθε μία απ’ αυτάς διατηρεί, και αναπτύσσει μάλιστα εις βαθμόν έντονον, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πνευματικής και ψυχικής της υποστάσεως. Και όμως, παρ’ όλον αυτόν τον πλούτον και την ποικιλίαν κατευθύνσεων και αποχρώσεων, δεν έχεις διόλου το αίσθημ ‘ αθροιστικής επισωρεύσεως ή χρονολογικής παρατάξεως αλλοτρίων και απροσαρμόστων πολιτιστικών αξιών, αλλά μιας ενιαίας γραμμής, ενός ορισμένου τύπου μορφώντης ζωής, που ανανεώνεται (διατηρών την ταυτότητά του εις τας βασικάς γραμμάς της διαρθρώσεώς του) μέσ’ από τα διαφορετικά στάδια της εξελίξεως αυτού.»
Στήν φύση καί σέ αὐτόν τόν πολιτισμό γυρίζουν σέ περιόδους κινδύνου «διασπάσεως της εσωτερικής ενότητος του ανθρώπου ή της εσωτερικής τάξεως και ομορρυθμίας ενός πολιτισμού», « γυρίζουν εκεί όπου πιστεύουν (και όχι αδίκως) πως θα επανεύρουν τον ολόκληρον άνθρωπον και την ολόκληρον και ομόρρυθμον πνευματικήν ζωήν»
«Φυσικά εκάστοτε διαφορετικήν πλευράν ανακαλύπτουν εις τον αρχαίον κόσμον και διαφορετικά προσκτήματα εξ αυτού πραγματοποιούν. Διότι και διαφορετικαί εκάστοτε είναι αι ανάγκαι του παρόντος , τας οποίας ζητούν να ικανοποιήσουν. Εντεύθεν εξηγείται ότι κάθ’ εποχή πιστεύει πως εννοεί βαθύτερα και συνθετικώτερα πάσης άλλης την Αρχαιότητα και όμως κάθ’ εποχή αποδεικνύεται κατόπιν ότι μίαν πλευράν μόνον αυτής ανεκάλυψε και απεδέχθη. Τόσον ανεξάντλητος είναι!»
«Διά τούτον ακριβώς τον λόγον η μετάβασις από του ενός εις το άλλο στάδιον πραγματοποιείται πάντοτε υπό την μορφήν μιας Αναγεννήσεως, μιας εντόνου επιστροφής της πνευματικής ζωής και της βιοτικής συνειδήσεως εκάστης εποχής προς τας πηγάς του πολιτισμού της.»
καί ἔχουμε τίς ᾿Αναγεννήσεις, χαρακτηριστικό τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ.
[…] Μελέται και άρθρα, Εκδόσεις του Αιγαίου. Αθήνα 1956ΓΕΡΟΜΟΡΙΑΣ – ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ […]