του Δημήτρη Τσαϊλά*, Υποναυάρχου ε.α.
Η πρόκληση της αποτροπής είναι με λίγα λόγια η αποθάρρυνση των αντιπάλων από τη λήψη ανεπιθύμητων ενεργειών, ιδίως στρατιωτικών επιθέσεων. Έχει γίνει και πάλι βασικό θέμα στην αμυντική πολιτική της Ελλάδας, όπου λίγοι αντιλαμβάνονται σωστά την έννοια της αποτροπής, παρόλο που την αναφέρουν συνεχώς. Επειδή ο δυνητικός εχθρός του Ελληνισμού είναι πολύ πιο ικανός από ό,τι πριν από μια δεκαετία ή περισσότερο, οι κίνδυνοι να συγκρουσθούμε πραγματικά σε ένα πόλεμο είναι πιο σημαντικοί από ποτέ, καθιστούν ακόμη πιο επιτακτική την αποτροπή των συγκρούσεων. Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος του αναδυόμενου διαλόγου μεταξύ υψηλόβαθμων αξιωματούχων για την αποτροπή παραμένει χαρακτηριζόμενο από μη υποστηριζόμενους ισχυρισμούς και ατυχείς επιθετικούς προσδιορισμούς. Πολλοί ισχυρισμοί τους έρχονται σε αντίθεση με την ιστορική εμπειρία και χωρίς αναφορά σε κλασικές αναλύσεις. Εν τω μεταξύ, οι αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον ασφάλειας έχουν μετατρέψει το πλαίσιο για την αποτροπή, προκαλώντας πιθανώς μακροχρόνιες υποθέσεις και δημιουργώντας νέες απαιτήσεις. Πιστεύω ακράδαντα ότι πολλοί αξιωματούχοι χρειάζονται ένα φροντιστήριο σε θεμελιώδεις έννοιες και αρχές σχετικά με την αποτροπή. Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω να αποστάξω συνοπτικά την ουσία της αποτροπής στα κρίσιμα συστατικά της: ικανότητα, δύναμη θέλησης και πεποίθηση του αντιπάλου. Η αποτροπή είναι πράγματι μια επισφαλής ισορροπία, που απαιτεί σαφήνεια, αξιοπιστία και συνεχή επαναβαθμονόμηση για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητά της.
Το πρώτο συστατικό της αποτροπής η ικανότητα είναι η απάντηση στο ερώτημα: “Μπορούμε να κάνουμε αυτό που λέμε ότι μπορούμε;” Ο πρώτος πυλώνας αποτροπής είναι να έχεις στρατιωτική ισχύ που ταιριάζει με τις απειλές. Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο προηγμένα οπλικά συστήματα αλλά και εκπαιδευμένο, πειθαρχημένο προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή για τη διατήρηση των επιχειρήσεων. Στο το Πολεμικό Ναυτικό και την Πολεμική Αεροπορία, για παράδειγμα, η διατήρηση ενός στόλου πολεμικών πλοίων και αεροσκαφών που μπορούν να προβάλουν αξιόπιστα ισχύ στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο είναι πρωταρχικής σημασίας. Οι επίδειξη ετοιμότητας με Ασκήσεις, περιπολίες και συμμαχίες σηματοδοτούν την επιχειρησιακή ετοιμότητα. Σκουριασμένα πλοία ή κακή απόδοση σε ασκήσεις μπορεί να υπονομεύσουν την αντιληπτή ικανότητα. Οπότε ο Στρατηγικός εκσυγχρονισμός με επενδύσεις σε νέα τεχνολογία, δυνατότητες στον κυβερνοχώρο και εργαλεία ασύμμετρου πολέμου μπορούν να ενισχύσουν αυτόν τον παράγοντα, ειδικά για δυνάμεις που επιδιώκουν να αντισταθμίσουν τα αριθμητικά τους μειονεκτήματα. Ωστόσο, μια κρίσιμη προσθήκη στην ικανότητα, είναι το ανθρώπινο στοιχείο που συχνά παραβλέπεται. Αυτή η παράλειψη κινδυνεύει να αντιμετωπίζει τη στρατηγική σαν να λειτουργεί σε ένα κενό χωρίς ανθρώπινη δράση. Το προσωπικό γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ του τι μπορούν να κάνουν τα όπλα στο χαρτί και του τι επιτυγχάνουν στα χέρια των χειριστών τους.
Το δεύτερο συστατικό της αποτροπής είναι η δύναμη της θέλησης (πολιτική βούληση) και η απάντηση στο ερώτημα: “Είμαστε πρόθυμοι να δράσουμε;” Μια αποφασιστική ηγεσία γνωρίζει ότι οι αντίπαλοι θα δοκιμάσουν την αποφασιστικότητα της διερευνώντας τις γκρίζες ζώνες. Οι ηγέτες πρέπει να ενεργούν αποφασιστικά όταν ξεπερνιούνται οι κόκκινες γραμμές, επιδεικνύοντας αφοσίωση στους στόχους άμυνας και αποτροπής. Αυτό θα απαιτήσει δημόσια υποστήριξη και ευθυγράμμιση. Η εθνική ενότητα πίσω από τις αμυντικές πολιτικές ενισχύει την αποφασιστικότητα. Ένα διχασμένο έθνος ή μια αμφίσημη πολιτική ηγεσία σηματοδοτεί αμφιταλαντευόμενη δύναμη θέλησης. Η ασάφεια σχετικά με το πότε ή πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί βία αποδυναμώνει την αποτροπή. Οι σαφείς, συνεπείς δηλώσεις σχετικά με τις κόκκινες γραμμές, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες ενέργειες, ενισχύουν την αξιοπιστία.
Το τρίτο συστατικό της αποτροπής είναι η Πεποίθηση. Η απάντηση στο ερώτημα: “Μας πιστεύει ο αντίπαλος;” Απαιτείται η κατανόηση του λογισμού του αντιπάλου. Οι ηγέτες πρέπει να λογοδοτούν για το πώς οι αντίπαλοι αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο, τα κίνητρα και τις επιλογές τους. Οι πολιτισμικές, στρατηγικές και ψυχολογικές διαφορές επηρεάζουν τον τρόπο λήψης των απειλών. Ωστόσο, τα μικτά σήματα μπορεί να οδηγήσουν σε εσφαλμένη εκτίμηση. Το Πολεμικό Ναυτικό, για παράδειγμα, πρέπει να σηματοδοτήσει πειστικά την αποφασιστικότητά του να υπερασπιστεί τα θαλάσσια σύνορα, ιδιαίτερα σε αμφισβητούμενες περιοχές. Οι αποτυχίες στην αποτροπή συχνά πηγάζουν από την υποτίμηση της προθυμίας ενός αντιπάλου να ενεργήσει παράλογα ή να «προσποιείτε ότι συζητάει τα προβλήματα». Η μελέτη των προηγούμενων αποφάσεων των αντιπάλων προσφέρει ενδείξεις για το πώς σταθμίζουν τους κινδύνους.
Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η αποτροπή είναι εύθραυστη γιατί είναι γινόμενο και όχι άθροισμα. Ο μηδενισμός οποιουδήποτε παράγοντα – ικανότητας, θέλησης ή πεποίθησης – καταρρέει ολόκληρη τη δομή. Για παράδειγμα ένα ισχυρό ναυτικό με απαρχαιωμένα logistics ή κλονισμένη πολιτική βούληση στέλνει το λάθος μήνυμα, ή μια ισχυρή αποφασιστικότητα αλλά χωρίς αξιόπιστη στρατιωτική ικανότητα γίνεται κενή ρητορική. Από την άλλη μια ανώτερη δύναμη με σταθερή αποφασιστικότητα σημαίνουν ελάχιστα αν ο αντίπαλος αμφιβάλλει για την πρόθεσή μας. Οπότε ο ρόλος του αντιπάλου είναι ο μπαλαντέρ. Η αποτροπή δεν είναι αυτό που νομίζεις αλλά αυτό που αντιλαμβάνονται ο αντίπαλος. Αυτή η αβεβαιότητα αυξάνει τον κίνδυνο εσφαλμένου υπολογισμού.
Η αποτροπή είναι μια δυναμική στρατηγική υψηλών διακυβευμάτων. Το να μην αφήνεις «καμία αμφιβολία» σημαίνει κατανόηση και διαχείριση και των τριών παραγόντων/συστατικών της αποτροπής και διαρκής διασφάλιση ότι οι αντίπαλοι πιστεύουν στην ικανότητά σου και την προθυμία σου να δράσεις. Το πιο σημαντικό είναι ότι η αποτροπή και η ανάσχεση πρέπει να εκληφθούν κυρίως ως μια προσπάθεια διαμόρφωσης της σκέψης του δυνητικού επιτιθέμενου. Οποιαδήποτε στρατηγική για την πρόληψη της επιθετικότητας πρέπει να ξεκινά με μια αξιολόγηση των συμφερόντων, των κινήτρων και των επιταγών του πιθανού επιτιθέμενου, συμπεριλαμβανομένης της θεωρίας της αποτροπής (λαμβάνοντας υπόψη τι εκτιμά και γιατί). Η αποτροπή δεν είναι μια απλή απειλή κατά του δυνητικού αντιπάλου. Απαιτεί τη διαχρονική διαμόρφωση των αντιλήψεων, έτσι ώστε ένας αντίπαλος να βλέπει τις εναλλακτικές λύσεις για την επιθετικότητα του πιο ελκυστικές από τον πόλεμο.
Στην αρένα του στρατηγικού ανταγωνισμού, η αντίληψη είναι πραγματικότητα.
Η φήμη ενός ναυτικού εκτείνεται πέρα από την επιχειρησιακή ετοιμότητα και την αποτελεσματικότητα της μάχης. γίνεται εργαλείο επιρροής στον ευρύτερο πόλεμο αντιλήψεων, διαμορφώνοντας τον τρόπο με τον οποίο οι σύμμαχοι, οι αντίπαλοι, ακόμη και τα δικά του στελέχη βλέπουν την αρμοδιότητά του. Οι επαναλαμβανόμενες αποτυχίες στην εκτέλεση, υλικοτεχνικές ή επιχειρησιακές, μεταφέρονται προς τα έξω, υπονομεύοντας αυτό το κρίσιμο στοιχείο.
Η φήμη είναι πράγματι τα πάντα, ιδιαίτερα στον κόσμο των ναυτικών υποθέσεων, όπου τα φαινόμενα και οι αντιλήψεις έχουν εξίσου επιρροή με την απτή ικανότητα. Σε στρατηγικό ανταγωνισμό σε καιρό ειρήνης, η φήμη ενός ναυτικού λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής δύναμης, διαμορφώνοντας τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται από τους αντιπάλους, τους συμμάχους και το δικό του έθνος. Όταν οι ατυχίες και οι χαμηλές επιδόσεις γίνονται ο κανόνας, η ζημιά εκτείνεται πολύ πέρα από τις άμεσες λειτουργικές συνέπειες. διαβρώνει την αξιοπιστία του, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Για παράδειγμα οι αποτυχίες στην έγκαιρη παράδοση πλοίων, αεροπλάνων ή υποδομών και εντός του προϋπολογισμού υποδηλώνουν συστημικές ανεπάρκειες. Αυτές οι ελλείψεις μεταφράζονται σε μειωμένη ετοιμότητα και ικανότητα αποτελεσματικής απόκρισης σε αναδυόμενες απειλές. Κάθε ατυχία υψηλού προφίλ εξαφανίζει τη στρατηγική αξιοπιστία του ναυτικού. Οι αντίπαλοι μπορεί να δουν ανοίγματα (όπως στα Ίμια) για να δοκιμάσουν την αποφασιστικότητά του και οι σύμμαχοι μπορεί να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία του. Στις δημοκρατίες, οι επαναλαμβανόμενες αποτυχίες βλάπτουν την εμπιστοσύνη. Οι πολίτες περιμένουν το ναυτικό τους να είναι σύμβολο εθνικής υπερηφάνειας, αποτελεσματικότητας και ισχύος. Οι επίμονες ελλείψεις υπονομεύουν αυτή την προσδοκία και, κατ’ επέκταση, τη δημόσια υποστήριξη.
Ενώ τα σύγχρονα πλοία και αεροπλάνα είναι κρίσιμα, είναι απλώς εργαλεία. Οι άνθρωποι που σχεδιάζουν, συντηρούν και χειρίζονται αυτά τα εργαλεία καθορίζουν τελικά την αποτελεσματικότητά τους. Ένα ναυτικό με τεχνολογία αιχμής, αλλά χωρίς εξειδικευμένο προσωπικό με κίνητρα είναι μια κούφια δύναμη. Η μαχητική ισχύς ενός στόλου εξαρτάται από την αυστηρή εκπαίδευση και τη θεσμική γνώση. Η ανεπαρκής απόδοση σε αυτούς τους τομείς διασφαλίζει ότι ακόμη και οι προηγμένες πλατφόρμες αποτυγχάνουν να προσφέρουν τις δυνατότητές τους σε επιχειρήσεις μάχης ή σε καιρό ειρήνης.
Εξετάζοντας τη Δύναμη της Αντίληψης στις Στρατηγικές Σχέσεις
Ας ξεδιπλώσουμε τώρα το πλαίσιο για την αξιολόγηση της στρατηγικής αξιοπιστίας τόσο στην αποτροπή όσο και σε ευρύτερους τρόπους πειθούς όπως ο εξαναγκασμός ιδιαίτερα όταν το εφαρμόζουμε στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Ξεκινάμε με την ικανότητα αποτελεσματικής προβολής ισχύος που είναι θεμελιώδης. Αυτό περιλαμβάνει τον αριθμό και την ποιότητα των ναυτικών και στρατιωτικών μέσων, την τεχνολογική πολυπλοκότητα, την ετοιμότητα τη βιωσιμότητα, το υψηλό ηθικό των στελεχών και την ανθεκτικότητα. Η επέκταση του ναυτικού στόλου της Τουρκίας, οι επενδύσεις σε πλοία ακτοφυλακής και οι σύγχρονες ναυπηγικές δραστηριότητες σηματοδοτούν αύξηση της ικανότητας. Αντίθετα, οι προκλήσεις της Ελλάδας στη διατήρηση του ναυτικού της αποθέματος ενδέχεται να διαβρώσουν τις αντιληπτές ικανότητές της, ακόμη και αν η πραγματική ποιότητα του στόλου της παραμένει υψηλή.
Ένας σημαντικός παράγοντας είναι η αποφασιστικότητα στην επιδίωξη εθνικών συμφερόντων ή την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της συμμαχίας που διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία έχουν επιδείξει αποφασιστικότητα με διαφορετικούς τρόπους, αλλά η δύναμη της θέλησης είναι πειστική μόνο όταν συνδυάζεται με πειστική ικανότητα.
Η αντίληψη είναι ένας ακόμη πολλαπλασιαστής. Ανεξάρτητα από την αντικειμενική ικανότητα ή τη δύναμη της θέλησης, αυτό που έχει σημασία είναι πώς οι άλλοι -είτε σύμμαχοι, αντίπαλοι ή ουδέτεροι- ερμηνεύουν αυτούς τους παράγοντες. Εάν η Τουρκία θεωρείται δυναμική και ανοδική, ενώ η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ότι αγωνίζεται να διατηρήσει τη θαλάσσια ισχύ της, η αντίληψη αλλάζει μάλλον προς όφελος της Τουρκίας.
Τέλος η ικανότητα ως προσθήκη στην εξίσωση της αποτροπής υπογραμμίζει τη σημασία της επιχειρησιακής ικανότητας και της οργανωτικής αποτελεσματικότητας. Οι σύμμαχοι και οι αντίπαλοι θα κρίνουν την Ελλάδα και την Τουρκία όχι μόνο από αυτά που έχουν αλλά και από το πόσο καλά τα χρησιμοποιούν. Η αποτελεσματική ναυπήγηση, η στρατηγική ανάπτυξη και οι καινοτόμες στρατιωτικές πρακτικές ενισχύουν την αξιοπιστία.
Η θαλάσσια κληρονομιά της Ελλάδας και οι τρέχουσες συμμαχίες (π.χ. με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ) παραμένουν ισχυρά πλεονεκτήματα. Ωστόσο, η ικανότητά της να διατηρεί και να αναπτύσσει τον στόλο της είναι κρίσιμη για να προβάλλεται ως αξιόπιστος σύμμαχος και αποτρεπτικός παράγοντας. Οι αντιλήψεις περί στασιμότητας ή παρακμής θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των εταίρων και να ενθαρρύνουν τους αντιπάλους.
Τα ενεργά ναυπηγικά προγράμματα και η ανάπτυξη του στόλου της Τουρκίας την παρουσιάζουν ως ανερχόμενη δύναμη στις ναυτικές και θαλάσσιες υποθέσεις. Αυτή η εντύπωση μπορεί να επιτρέψει στην Τουρκία να αποτρέψει καλύτερα τους αντιπάλους, να εξαναγκάσει τους αντιπάλους και να καθησυχάσει τους συμμάχους της ή τους ουδέτερους παράγοντες.
Συμπεράσματα
Εάν η Ελλάδα θέλει να αποτρέψει την Τουρκία ή άλλους πιθανούς αμφισβητίες, πρέπει να αντιμετωπίσει τα κενά που γίνονται αντιληπτά ως προς τις ικανότητες και τις δυνατότητες. Αντίθετα, η Τουρκία ενισχύει την αποτροπή επιδεικνύοντας την αυξανόμενη ναυτική της δύναμη και τη δύναμη της θέλησής της. Η Τουρκία μπορεί να αξιοποιήσει την ανοδική της τροχιά για να εξαναγκάσει σε παραχωρήσεις τις περιφερειακές διαμάχες, βασιζόμενη στην αντίληψή της ως η πιο δυναμική ναυτική δύναμη. Η Ελλάδα θα δυσκολευόταν σε μια στάση καταναγκασμού εάν θεωρηθεί ότι δεν διαθέτει ικανότητα ή αποφασιστικότητα. Και τα δύο έθνη πρέπει να πείσουν τους συμμάχους για την αξιοπιστία τους. Εδώ, η αντίληψη είναι κρίσιμη. ο ισχυρότερος και πιο ικανός εταίρος θα φαίνεται πιο αξιόπιστος και έτσι θα προσελκύσει μεγαλύτερη διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη.
Σε έναν κόσμο όπου «οι άνθρωποι αγαπούν το νικητή και περιφρονούν τον ηττημένο», η δυνατότητα προβολής ικανότητας, σε συνδυασμό με αξιόπιστη ικανότητα και θέληση, υπαγορεύει στρατηγικά αποτελέσματα. Η τροχιά επέκτασης του στόλου της Τουρκίας την τοποθετεί ευνοϊκά στη μάχη αντίληψης, ενώ η Ελλάδα αντιμετωπίζει την πρόκληση να σταματήσει την εντύπωση της παρακμής. Αυτή η δυναμική θα πρέπει πράγματι να δώσει στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής την επιλογή ή τη στρατηγική στο πλαίσιο του θεάτρου του Αιγαίου της Ανατολικής Μεσογείου.
Το Πολεμικό Ναυτικό είναι συχνά το πιο ορατό όργανο προβολής ισχύος μιας χώρας. Η φήμη του αντανακλά άμεσα τη θέση του έθνους στη διεθνή κοινότητα. Ένα ικανό ναυτικό όχι μόνο αποτρέπει τους αντιπάλους, αλλά ενισχύει επίσης τη διπλωματική και οικονομική επιρροή ενός έθνους εξασφαλίζοντας θαλάσσιους διαδρόμους διασφαλίζοντας σταθερότητα. Η φήμη είναι το άυλο αλλά ουσιαστικό θεμέλιο της ναυτικής ισχύος. Ένα ναυτικό που επιδεικνύει συνεχώς επάρκεια στον εξοπλισμό, την εκπαίδευση και τη λειτουργία του στόλου δημιουργεί όχι μόνο αποτρεπτικό χαρακτήρα αλλά και εμπιστοσύνη και επιρροή. Τα διακυβεύματα σε αυτόν τον «εικονικό πόλεμο» για αντιλήψεις είναι τόσο υψηλά όσο αυτά σε οποιαδήποτε κινητική σύγκρουση, και η νίκη του απαιτεί μια αμείλικτη δέσμευση για αριστεία και διαφάνεια. Η φήμη μπορεί να πάρει χρόνια για να χτιστεί, αλλά στον στρατηγικό ανταγωνισμό, καθορίζει τις μάχες που δεν χρειάζεται ποτέ να πολεμήσεις.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι μέλος και ερευνητής του Institute for National and International Security, του Strategy International και του Research Institute for European and American Studies.
Η αποτροπή περιλαμβάνει όλους τους παράγοντες ισχύος και όχι μόνο την στρατιωτική ισχύ. Η αντίληψη της αποτροπής θα πρέπει να ενσωματώνει και: διπλωματική, οικονομική, κοινωνική και ήπια ισχύ.
Η Ελλάδα υπερτερεί της Τουρκίας σε όλους τους παράγοντες ισχύος συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής. Το ναυτικό μπορεί να έμεινε πίσω στα εξοπλιστικά αλλά εν τόπο και χρόνο παραμένει ισχυρή δύναμη αποτροπής .
Φυσικά η τριάδα λαός, στρατός, κυβέρνηση φτιάχνει το περιβάλλον της αποτροπής. Το κανόνια αντί βούτυρο δεν είναι σίγουρο ότι τυγχάνει τριπλής αποδοχής.
Σκέφτεστε αυτοί οι τρεις να δουν και φέρετρα με την γαλανόλευκη;.
Λένε και γράφουν για την κλιματική αλλαγή και κρίση στην Ελλάδα μας .
Για την εθνική και κοινωνική αλλαγή και κρίση , που επήλθε ως χείμαρρος στη 10ετά του 1980 και έκτοτε στάγδην σιωπούν και τώρα πια θεωρούν την παρούσα κατάσταση ως φυσιολογική και εκείνοι μάλιστα που θέλουν και πρώτοι να ξεκινήσουμε πόλεμο και να νικήσουμε.
ΟΥ ΓΑΡ ΟΙΔΑΣΙ ΤΙ ΣΚΕΠΤΟΝΤΑΙ ΜΕΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ 15ΧΡΟΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ .
Υ.Γ Φυσικά και θα νικήσουμε αν μας επισκεφθεί νύχτα -όπως ο Ιταλός το 1940- ο Τούρκος γιαυτό και προετοιμαζόμαστε, αλλά στα χάλια που και αυτός έχει τώρα δεν θα τολμήσει.