του Κ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, τροποποιούν δραματικά τις μετεκλογικές ισορροπίες στο πολιτικό σκηνικό, ενώ παράλληλα με αυτό, πυροδοτούν και μια σειρά από αλυσιδωτές διεργασίες οι επιπτώσεις των οποίων θα επεκταθούν ακόμη και στα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων…
Ο λόγος είναι απλός. Η αποσύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε αιφνίδια, και οι επιταχυνόμενοι ρυθμοί με τους οποίους εξελίσσεται, καθιστούν δύσκολη την αφομοίωση των ποικίλων επιπτώσεών της από τους πρωταγωνιστές του πολιτικού σκηνικού. Οι αντιδράσεις με τις οποίες τις υποδέχονται οι λοιπές πολιτικές δυνάμεις δεν είναι ευθύγραμμες και η ανομοιογένεια ως προς τα αντανακλαστικά που ενεργοποιούν, είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό μεταξύ των πολιτικών κομμάτων.
Η ΝΔ ξεβολεύεται από την ραστώνη της μετεκλογικής της Νιρβάνας, αφού η θεσμική ανατροπή στην κοινοβουλευτική γεωγραφία θα επιφέρει μοιραία και μια επίπλαστη αναβάθμιση στην ένταση του αντιπολιτευτικού λόγου, αν και αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματα πως θα οδηγήσει και στην αναβάθμιση των ποιοτικών του χαρακτηριστικών.
Το ΠΑΣΟΚ θα δρομολογήσει ανατροπές στην φυσιογνωμία του πολιτικού του λόγου, προσβλέποντας στην αφαίμαξη βουλευτών από τον καταρρέοντα ΣΥΡΙΖΑ, που θα του επιτρέψουν να αναβαθμιστεί τεχνικά σε αξιωματική αντιπολίτευση μέσα στην τρέχουσα κοινοβουλευτική θητεία, γεγονός που θα έχει συγκεκριμένες επιπτώσεις στην φυσιογνωμία του πολιτικού του λόγου, στις εξωθεσμικές και άλλες εξαρτήσεις του και φυσικά στην πολιτική του συνοχή.
Η πιθανότητα της τεχνικής αναβάθμισης του ΠΑΣΟΚ σε αξιωματική αντιπολίτευση, παραμένει ισχυρό ενδεχόμενο από την στιγμή που για να το επιτύχει απαιτείται η κοινοβουλευτική «αφαίμαξη» έξι φιλόδοξων βουλευτών από τους καιροσκόπους του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι θα ευθυγραμμιστεί με αυτόν τον τεχνικά διασφαλισμένο ρόλο και το σχετικό δημοσκοπικό του αποτύπωμα, ενώ σε καμία περίπτωση οι όποιες επικοινωνιακές πιρουέτες του Ανδρουλάκη που θα αξιοποιήσουν τα τεχνικά προνόμια που παρέχει ο κανονισμός της Βουλής, δεν θα μπορούν να διασφαλίσουν την ουσιαστική πολιτική ενδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ, με την μορφή που έχει σήμερα, ούτως ώστε να το καταστήσουν και πάλι πλειοψηφικό κόμμα εξουσίας.
Ο Κασσελάκης είναι πολύ «λίγος» πολιτικά για να μπορέσει να ανακόψει με σοβαρούς πολιτικούς όρους την κατρακύλα του ΣΥΡΙΖΑ, επομένως η δημοσκοπική κατρακύλα για τον ΣΥΡΙΖΑ θα έχει συνέχεια. Η συνέχιση αυτής της κατρακύλας, στον βαθμό που δεν θα προκύψουν κρίσιμες και απρόβλεπτες εξελίξεις στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να διατηρήσει δημοσκοπικά ένα ιδιότυπο μπρα ντε φερ μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ, η έκβαση του οποίου θα κριθεί από την αποκοτιά των ψηφοφόρων σε τελευταία ανάλυση.
Για τον Ανδρουλάκη, η τεχνική κατάκτηση της θέσης της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, είναι παροχή του κανονισμού και φυσικά θα σπεύσει να την αξιοποιήσει στην προοπτική της εκλογικής της κατάκτησης για το ΠΑΣΟΚ στις επόμενες εκλογές και αυτό είναι κορυφαίο πολιτικό στοίχημα για τον ίδιο.
Για το ΚΚΕ το εκλογικό «κλείδωμα» της δημοσκοπικής του ενδυνάμωσης, είναι σίγουρα μια σημαντική πρόκληση με θετικές συνέπειες μεταξύ άλλων και για την οικονομική του ευρωστία. Και αυτήν την εκλογική ενδυνάμωση την επιζητά, αρκεί να είναι μέσα στα όρια των δικών του πολιτικών ανοχών για να μπορεί να είναι και πολιτικά διαχειρίσιμη από την πολιτική του ηγεσία. Εκλογική ενδυνάμωση πέραν αυτών των ορίων, ή πολύ περισσότερο την εκλογική ενδυνάμωση που θα το φέρει στην θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, είναι φανερό ότι το ΚΚΕ όχι μονάχα δεν θα την επιδιώξει, αλλά επί της ουσίας την απεύχεται διότι γνωρίζει καλά πως εάν η εκλογική αποκοτιά των ψηφοφόρων το φέρει σε αυτήν την θέση, τότε την αμέσως επόμενη μέρα, το κόμμα αυτό θα βρεθεί μεταξύ σφύρας και άκμονος και αυτή η θέση ΔΕΝ είναι διαχειρίσιμη από τον πολιτικό του μηχανισμό.
Η σφύρα, είναι η αυτονόητη υποχρέωσή του να εγκαταλείψει τις γενικότητες και την απεραντολογία, να σταματήσει να αρκείται στην γενική καταγγελία του ανάλγητου Καπιταλισμού και να παρεμβαίνει στην πολιτική ζωή και στην κοινοβουλευτική δράση με προτάσεις συγκεκριμένες, κοστολογημένες, ρεαλιστικές και υλοποιήσιμες. Αυτή η πρόκληση δεν είναι διόλου εύκολη για έναν πολιτικό μηχανισμό που έχει εκπαιδευτεί κατ’ αποκλειστικότητα στους αφορισμούς και στην γενική καταγγελία των πάντων.
Ο άκμων, είναι η γοητεία που θα ασκήσει αυτός ο ρόλος σε μερίδα των μελών του, αλλά και στην συντριπτική πλειοψηφία της εκλογικής του βάσης, οι οποίοι θα απαιτήσουν από την ηγεσία τους να ανταποκριθεί με επάρκεια σε αυτά τα καινούρια πολιτικά καθήκοντα. Αυτή κι αν είναι μια πρόκληση εξαιρετικά δύσκολη για να την διαχειριστεί.
Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι αν το δημοσκοπικό αποτύπωμα περάσει την κόκκινη γραμμή και ο κίνδυνος της εκλογικής αποκοτιάς αρχίσει να εκλαμβάνεται ως σοβαρή πιθανότητα, η πολιτική ηγεσία αυτού του κόμματος θα κάνει ότι μπορεί για να την ανακόψει, προκειμένου να μην αναγκαστεί να αναλάβει ευθύνες, αλλά να συνεχίσει απερίσπαστο να επιδίδεται σε αυτό που έμαθε να κάνει καλά. Και φυσικά, μπορεί να κάνει πολλά ακόμη και στο επίπεδο της αντιδημοφιλούς δηλώσεως, για να «ξενερώσει» πολιτικά ένα εκλογικό σώμα που εδώ και χρόνια άγεται και φέρεται με εργαλείο το θυμικό και με απενεργοποιημένη πλήρως την έννοια της αποφασιστικότητας στην πολιτική του συμπεριφορά.
Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις αναμένεται να έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, αλλά το μέλλον το οποίο επιφυλάσσεται για την χώρα, θα είναι δυσοίωνο και ανησυχητικό. Η ΝΔ έχει φροντίσει να ξεκαθαρίσει έγκαιρα τις προθέσεις της και δυστυχώς όλοι οι υπόλοιποι υποτιθέμενα πολιτικοί ανταγωνιστές της, χαρακτηρίζονται πρωτίστως για την πολιτική τους ανεπάρκεια και την ρευστή εθνική τους συνείδηση σε μια κρίσιμη ιστορική εποχή.
Η Ελληνική κοινωνία έχει την ιστορική ευθύνη να βρει την δύναμη και την αποφασιστικότητα να αφήσει πίσω της αυτήν την επικίνδυνη πολιτική έρμα και να φέρει στο προσκήνιο πολιτικές δυνάμεις που θα δεχτούν να σηκώσουν στην πλάτη τους το φορτίο του Ελληνισμού και να ανοίξουν νέους δρόμους για την επόμενη μέρα, για μια χώρα με βαρύ ιστορικό παρελθόν που δικαιούται να ατενίζει με αποφασιστικότητα το μέλλον σε έναν κόσμο που αλλάζει δραματικά την γεωπολιτική του φυσιογνωμία.
Και φυσικά σημαντικό μερίδιο ευθύνης για την επιθετική ανάταση του Ελληνισμού, έχουν και όλοι αυτοί οι οποίοι αντιλαμβάνονται που οδηγείται η χώρα και οφείλουν να αναλάβουν την πρωτοβουλία των κινήσεων για να ανακοπεί οριστικά και αμετάκλητα αυτός ο κατήφορος.
Σε αυτό το δύσκολο και εξαιρετικά απαιτητικό γεωπολιτικό τερέν, η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να κατεβάζει Μητσοτάκηδες, Ανδρουλάκηδες, Κασσελάκηδες, βολικές Σακελλαροπούλου και λοιπά φρούτα μιας παρωχημένης εποχής, που “κατασκευάστηκαν” για να διαχειρίζονται μικρότητες, ιδεοληψίες, συμβιβασμούς και την πολιτική μας αφωνία, ενώ είναι παντελώς ανίκανοι να διαχειριστούν στοιχειωδώς τις μεγάλες προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η χώρα και αφορούν στην στρατηγική της επιβίωση.