Του Παντελή Σαββίδη
Στη Γαλλία διεξάγεται σήμερα, Κυριακή 23 Απριλίου, ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών και οι δημοσκοπήσεις, οι οποίες συχνά διαψεύδονται βέβαια, δίνουν σε τέσσερις εκ των υποψηφίων τα ίδια, πάνω κάτω, ποσοστά και, πάντως, στα όρια του στατιστικού λάθους. Αυτό σημαίνει ότι και οι τέσσερις υποψήφιοι έχουν πιθανότητες να περάσουν στο β΄ γύρο και να διεκδικήσουν την προεδρία. Οι γαλλικές εκλογές θα κρίνουν, εν πολλοίς, το μέλλον της ΕΕ.
Το πλέον εφιαλτικό σενάριο είναι να αναδειχθούν ως διεκδικητές του τίτλου στο β΄ γύρο, που θα διεξαχθεί μετά από δεκαπέντε ημέρες, οι υποψήφιοι της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν και της κομμουνιστικής αριστεράς Ζαν Λυκ Μελανσόν. Σ’ αυτή την περίπτωση, που δεν είναι απίθανη, τα πράγματα για τις κυρίαρχες δυνάμεις της ΕΕ και την κυρίαρχη πολιτική της, δυσκολεύουν. Μπορεί οι δύο αυτοί υποψήφιοι να βρίσκονται στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος, η πολιτική τους, όμως, ως προς την αμφισβήτηση της σημερινής ΕΕ είναι πάνω κάτω η ίδια.
Οι άλλοι δύο υποψήφιοι που διεκδικούν με αξιώσεις να περάσουν στο δεύτερο γύρο είναι ο κεντρώος, πρώην υπουργός Οικονομικών του Ολάντ, Εμμανουέλ Μακρόν, που εγκατέλειψε το υπουργείο για να θέσει υποψηφιότητα και ο Φρανσουά Φιγιόν, υποψήφιος της γκωλικής δεξιάς. Ο Φιγιόν, ως γνωστόν, ήταν το φαβορί των εκλογών για τη διεκδίκηση της προεδρίας, μέχρι που το όνομά του ενεπλάκη σε σκάνδαλο. Κατηγορήθηκε ότι κατέβαλε αργομισθία στη σύζυγο και τα παιδιά του, που υποτίθεται ότι απασχολούσε στο πολιτικό του γραφείο.
Για τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές δυνάμεις η εκλογή στην προεδρία ενός εκ των υποψηφίων αυτών (Μακρόν ή Φιγιόν), θα αποτελούσε ένα πολύ καλό νέο και για τη Γαλλία και για την Ευρώπη.
Φρανσουά Φιγιόν (φωτ.: EPA / Martin Bureau)
Και οι δύο υποψήφιοι είναι πρόθυμοι να πραγματοποιήσουν βαθιές μεταρρυθμίσεις, όπως αποκαλούνται οι αλλαγές προς όφελος της αγοράς, παρά τις διαφορές στις μεθόδους τους.
Η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις
Δεσμεύονται να επιτύχουν ένα ισχυρό και ολοκληρωμένο νομοσχέδιο για την αγορά εργασίας, όπως έκανε η Γερμανία με τη νομοθεσία Hartz κατά την περίοδο 2003-2005, έστω και αν μια τέτοια κίνηση είναι απίθανο να υποστηριχθεί από τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα και τα συνδικάτα. Θα επιδιώξουν, επίσης, σύμφωνα με το πρόγραμμά τους, να μειώσουν τη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας και του κεφαλαίου για να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της γαλλικής οικονομίας. Ο Φιγιόν είναι έτοιμος να προχωρήσει περισσότερο από τον Μακρόν στη μείωση των δημόσιων δαπανών. Για τους φιλελεύθερους πολιτικούς αυτά θα είναι τα πρώτα βήματα για την ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας στο ευρωπαϊκό πεδίο.
Μέχρι σήμερα, οι Γάλλοι πολιτικοί προσπαθούσαν να εξευμενίσουν τα όργανα της ΕΕ να μην τους πιέζουν να προβούν σε μεταρρυθμίσεις τις οποίες ήταν απρόθυμοι να εφαρμόσουν.
Από συγκέντρωση του Ζαν Λυκ Μελανσόν (φωτ.: EPA / Arnold Jerocki)
Ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας θα πρέπει να αλλάξει αυτή την τακτική και να προετοιμαστεί για την προώθηση και εφαρμογή ρεαλιστικών μεταρρυθμίσεων που θα βγάλουν τη χώρα από το σημερινό της αδιέξοδο. Διότι τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει η Γαλλία είναι πολλά.
Τα αδιέξοδα της Γαλλίας
Πρώτον, δεν έχει ακόμη ανακάμψει από την ύφεση του 2008. Η ανεργία παραμένει υψηλή (10% το 2016), οι ιδιωτικές επενδύσεις παραμένουν αδύναμες και το δημοσιονομικό έλλειμμα υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ. Με λίγα λόγια, η Γαλλία δεν πάει καλά οικονομικά και δεν φαίνεται να είναι πλέον αξιόπιστος εταίρος για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως για τη Γερμανία.
Δεύτερον, η Γαλλία έχει αντιφατική σχέση τόσο με την ιστορία της ως ευρωπαϊκής δύναμης, όσο και με το ρόλο της στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Ενώ θεωρείται πυλώνας της Ευρώπης, δεν έχει καμιά πολιτική για την ανασυγκρότηση της Ένωσης. Και στο εσωτερικό της, οι πληγές της αποικιοκρατίας είναι ακόμη υπαρκτές και διχάζουν την κοινωνία.
Εμμανουέλ Μακρόν (EPA / Thomas Samson)
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι οι Γάλλοι πολιτικοί, όπως και οι δικοί μας στην Ελλάδα, έχουν χάσει την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Οι δύο τελευταίοι Γάλλοι πρόεδροι, Νικολά Σαρκοζί και Φρανσουά Ολάντ, απορρίφθηκαν ευρέως στο τέλος της θητείας τους από τους Γάλλους πολίτες. Λόγω της αντιδημοφιλίας του, ο Ολάντ δεν τόλμησε φέτος να υποβάλει υποψηφιότητα για δεύτερη θητεία. Είναι τόση η αναξιοπιστία των Γάλλων πολιτικών και του πολιτικού συστήματος, που ακόμη και οι διώξεις που υπέστη η Λεπέν και οι κατηγορίες εναντίον της από ευρωπαϊκά όργανα, δεν έβλαψαν καθόλου τη φήμη της. Αυτό είναι ένα φαινόμενο που δεν συνέβη ποτέ στην Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία, δηλαδή τα τελευταία πενήντα εννέα χρόνια.
Το πλέον ανησυχητικό, όμως, είναι πως δεν είναι ακόμη σαφές αν ο Εμμανουέλ Μακρόν ή ο Φρανσουά Φιγιόν θα τερματίσουν μπροστά από την Λεπέν ή τον Μελανσόν στον α΄ γύρο των εκλογών. Εάν συμβεί αυτό, αν δηλαδή ένας εκ των δύο περάσει στο δεύτερο γύρο, πολλές δυνάμεις στη Γαλλία και την Ευρώπη θα καθησυχάσουν.
Η επικράτηση του «συστημικού» στο β΄ γύρο
Οι Γάλλοι παραβλέπουν επί του παρόντος τη δυνατότητα ενός σεναρίου να εκλεγεί υποψήφιος που δεν είναι επιθυμητός από το πολιτικό σύστημα, διότι βασίζονται στο γεγονός ότι στο β΄ γύρο κερδίζει, πάντα, ο συστημικός. Ιστορικά, αυτό επιβεβαιώνεται. Το 2002, μετά από τριάντα χρόνια συνεχών προσπαθειών για την οικοδόμηση μιας ριζοσπαστικής πολιτικής εναλλακτικής λύσης, λιγότερο από το 20% των ψηφοφόρων επέλεξε στο β΄ γύρο τον ακροδεξιό υποψήφιο Ζαν-Μαρί Λεπέν έναντι του κεντροδεξιού Ζακ Σιράκ.
Μαρίν Λεπέν (φωτ.: EPA / Frederic Scheiber)
Πέντε χρόνια αργότερα, η κόρη του Λεπέν, Μαρίν, νικήθηκε τόσο από την κεντροδεξιά όσο και από τους σοσιαλιστές υποψηφίους στον α΄ γύρο.
Οι Γάλλοι έχουν και μια ιστορική ενοχή που περιορίζει τη δυναμική της ακροδεξιάς. Το 1940 εισέβαλαν στη Γαλλία οι Ναζί και η κατοχική κυβέρνηση του στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν οδήγησε στην απώλεια της εθνικής τους υπερηφάνειας. Αυτή η επώδυνη μνήμη παραμένει μια πληγή για τους ηλικιωμένους στη Γαλλία, μια ομάδα του πληθυσμού που ψηφίζει τακτικά στις εθνικές εκλογές. Και η ομάδα αυτή με τις εμπειρίες του πολέμου είναι υπέρ της ΕΕ και κατά του σχεδίου της Μαρίν Λεπέν να αποσύρει τη Γαλλία από την ευρωζώνη.
Πάμε σε ένα νέο Μάη του ’68;
Η Γαλλία γνώρισε πολλές σημαντικές πολιτικές κρίσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα: Τις δεξιές εξεγέρσεις του Φεβρουαρίου 1934, την κατάρρευση της Τρίτης Δημοκρατίας το 1940, την πτώση της Τέταρτης Δημοκρατίας το 1958 και, φυσικά, την εξέγερση του Μάη 1968. Τίποτα δεν αποκλείει να αναβιώσουν ανάλογα φαινόμενα από ένα εκλογικό σώμα απρόβλεπτο ως προς τη βούλησή του. Πάντως, μετά τις βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, θα κριθούν πολλά στο γαλλογερμανικό άξονα και, φυσικά, για το μέλλον της Ευρώπης.
Ένα σημαντικό και αποφασιστικό βήμα στην νέα ευρωπαϊκή πορεία θα εξαρτηθεί από τις γαλλικές εκλογές της Κυριακής. Και, βεβαίως, από τους λαούς της Ευρώπης. Ένα νέο ’68 δεν είναι διόλου απίθανο.
pontos-news.gr