Μια διάλεκτος χιλιάδων ετών της ελληνικής γλώσσας έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα σε ορισμένες περιοχές της Τραπεζούντας, αλλά πλέον κινδυνεύει με εξαφάνιση, γράφει τουρκικό δημοσίευμα.
Κόντρα σε όλες τις αντιξοότητες, μια διάλεκτος χιλιετιών της ελληνικής γλώσσας κατάφερε να επιβιώσει στον 21ο αιώνα. Αλλά οι ερευνητές προειδοποιούν τώρα ότι αυτή θα μπορούσε να είναι η τελευταία ευκαιρία για να σωθεί αυτό το «γλωσσικό χρυσωρυχείο» από την εξαφάνιση.
Τα Ρωμέικα /Romeyka (γνωστά και ως μουσουλμανικά ποντιακά) ομιλούνται μόνο από μερικές χιλιάδες άτομα που ζουν σε ορεινά χωριά στις ακτές του Εύξεινου Πόντου της Τραπεζούντας. Δεδομένου ότι δεν έχει γραπτό σύστημα, μεταδίδεται προφορικά από γενιά σε γενιά.
Η γλώσσα είναι ζωντανό κατάλοιπο από την εποχή που η Ελλάδα είχε παρουσία στη Μαύρη Θάλασσα κατά την αρχαιότητα και τον πρώιμο Μεσαίωνα.
Καθώς η περιοχή επηρεαζόταν όλο και περισσότερο από το Ισλάμ και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι περισσότεροι άνθρωποι τελικά στράφηκαν στο να μιλούν τουρκικά. Αλλά στους ερημικούς λόφους γύρω από την Τραπεζούντα, σώζονταν θραύσματα αρχαίων ελληνικών σε ορισμένες μουσουλμανικές κοινότητες.
Η Ιωάννα Σιταρίδου, Καθηγήτρια Ισπανικής και Ιστορικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, δήλωσε: «Η μεταστροφή στο Ισλάμ στη Μικρά Ασία συνοδεύτηκε συχνά από αλλαγή της γλώσσας στα τουρκικά, αλλά οι κοινότητες στις κοιλάδες διατήρησαν τα Ρωμέικα. Και ενώ οι ελληνόφωνες κοινότητες που παρέμειναν χριστιανικές προσέγγισαν τα νέα ελληνικά λόγω της εντατικής εκπαίδευσης στα ελληνικά, ειδικά τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, διατήρησαν κάποια αρχαϊκά χαρακτηριστικά», όπως είπε.
Ενώ τα Ρωμέικα έχουν κάποιες σημαντικές διαφορές από τα νέα ελληνικά, έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά που εντοπίζουν τις ρίζες του απευθείας στην αρχαϊκή ελληνική γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στην ελληνιστική περίοδο (323 π.Χ. – 32 μ.Χ.).
Η καθηγήτρια Ιωάννα Σιταρίδου (δεξιά) με μία Πόντια 100 ετών που μιλά Ρωμέικα στην Τραπεζούντα.
Ένα από τα γλωσσικά χαρακτηριστικά των Ρωμέικων είναι η χρήση ενεστώτα, μια μορφή του ρήματος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό, επίθετο ή επίρρημα. Για παράδειγμα, ένας ομιλητής της Νέας Ελληνικής θα έλεγε «θέλω να πάω» αντί για «θέλω να πήγαινα». Με εξαίρεση τα Ρωμέικα, όλες οι ελληνικές διάλεκτοι και ποικιλίες που χρησιμοποιούνται σήμερα έχουν πάψει να χρησιμοποιούν αυτό τον αόριστο που βρίσκεται στα αρχαία ελληνικά. Αυτό μπορεί να φαίνεται σαν μια λεπτή διαφορά, αλλά το παράδειγμα δείχνει πώς τα ρωμέικα είναι ο άμεσος πρόγονος της ελληνιστικής ελληνικής, σε αντίθεση με τη μεσαιωνική ελληνική, που είναι ο άμεσος πρόγονος της νεοελληνικής.
«Η Ρωμέικα είναι η αδερφή και όχι η κόρη των νεοελληνικών», λέει η καθηγήτρια Σιταρίδου.