Παρουσίαση του βιβλίου
του πατέρα Νικόλαου Λουδοβίκου,
Η Ανοικτή Ιστορία και οι εχθροί της: η άνοδος του Βελούδινου Ολοκληρωτισμού
Καθηγητή της Δογματικής και της Χριστιανικής Φιλοσοφίας,
Από την Μαρία Μαγγιώρου, δρ. Πολιτικής Επιστήμης
Α. Για τις μοναδικές ποιότητες του βιβλίου
Α1. Ψυχολογία και Οντολογία
Πρώτα από όλα, πρόκειται για τον τρόπο της κοινωνικής κριτικής που συνδυάζει το συλλογικό επίπεδο με το ατομικό και την κοινωνική ανάλυση με τη φιλοσοφία.
Τη μέθοδο αυτή, που εισήγαγε η Σχολή της Φραγκφούρτης στον Μεσοπόλεμο, ο συγγραφέας το εκσφενδονίζει στα ύψη επειδή γνωρίζει καλά, λόγω σπουδών, την ψυχολογία και, λόγω ειδικότητας, την αληθινή φιλοσοφία, την οντολογία.
Επίσης, υπερβαίνει τα μαρξιστικά αδιέξοδα αυτής της Σχολής καθώς και την πρωτοπόρα στην εποχή της ανάλυση του αριστερού Αμερικανού Κρίστοφερ Λας. Τότε, στην δεκαετία του 1970, έγινε ευδιάκριτη στην Αμερική η ναρκισσιστική διαταραχή ως κανόνας κοινωνικής συμπεριφοράς, ως «κουλτούρα ναρκισσισμού», δηλαδή ως Ιδεολογία που μεταμορφώνει την ανθρώπινη ψυχή. Ήδη όμως στην δεκαετία του 1950 γινόταν λόγος από τους Αμερικανούς κοινωνιολόγους για τις συνέπειες από το βούλιαγμα του ανθρώπου στην Ιδιωτική σφαίρα, στην Επιθυμία. Η απώλεια της Δημόσιας σφαίρας (των πολιτικών θεσμών και των κοινωνικών αξιών), έλεγαν, μεταμόρφωσε το υποκείμενο από «inner-directed» σε «other-directed» που θα πει αντικοινωνικός (ως προς το Δημόσιο) ψευδο-εαυτός, συμμορφωμένος στην Επιθυμία των άλλων (στην Ιδιωτική σφαίρα).
Ο συγγραφέας εμβαθύνοντας στον τρόπο με τον οποίο το ναρκισσιστικό άτομο εξαφανίζει τον άλλον καταβροχθίζοντάς τον, σημειώνει ότι φτιάχνει τον δικό του κόσμο με τη φαντασία του σαν να είναι θεός θέλοντας ότι θέλουν οι άλλοι.
Ο ορισμός του υποκειμένου από τον πατέρα Νικόλαο Λουδοβίκο στην «μετά-ανθρώπινη», όπως τη λέει, εποχή είναι «φαντασιωτικό»: φαντασιώνεται τον εαυτό του, ενώ δεν διαθέτει δημιουργική φαντασία και τον νομίζει τέλειο, ενώ ακόμα και η θεμελιακή ψυχική στιβάδα της επιθυμίας έχει γίνει κομμάτια.
Με εφόδιο τις θέσεις του Ζακ Λακάν για την επιθυμία, ο συγγραφέας μας εξηγεί γιατί το μόνο που ενδιαφέρει το ναρκισσιστικό άτομο είναι το να περνάει καλά και, συνεπώς, θέλει να μένει με την ψευδαίσθηση ότι όλα είναι καλά. Βουλιαγμένο στην Επιθυμία (στην Ιδιωτική σφαίρα), το άτομο αυτό είναι τυφλό απέναντι στην κοινωνία (τη Δημόσια σφαίρα).
Έτσι εξηγείται το γιατί τόσος μεγάλος αριθμός ατόμων αμφισβητεί την ύπαρξη της πανδημίας. Το φαντασιωτικό άτομο αφενός, αντιλαμβάνεται το Δημόσιο ως τον «κακό Άλλο» και αφετέρου, θεωρεί υπαρκτό ένα γεγονός μόνον εφόσον το αφορά άμεσα, λόγω εμμονής στο όλα είναι καλά. Δεν είναι τυχαίο ότι το μόνο επιχείρημα για την εν λόγω αμφισβήτηση είναι ότι δεν έτυχε να υπάρχουν κρούσματα στο άμεσο περιβάλλον τους.
Η κοινωνία δεν είναι παρά ένα «εαυτό-αντικείμενο» για τα «αυτό-αναφορικά» άτομα, τονίζει ο συγγραφέας. Η εξωτερική τους πραγματικότητα γίνεται ένα self-object επειδή αντιλαμβάνονται τον κόσμο εργαλειακά.
Α2. Αντιλαμβανόμαστε τη Ζωή όπως συλλαμβάνουμε τον Θεό
Η αυτό-αναφορά νοείται από τον συγγραφέα οντολογικά επειδή οφείλεται σε έναν αυτό-αναφορικό θεό. Οι Δυτικοί αντιλαμβάνονται το Είναι της ύπαρξης σαν «στατικό κοσμο-είδωλο» επειδή συλλαμβάνουν τον Θεό σαν μια «παθητική ενέργεια» πάνω από τον άνθρωπο, μας λέει ο πατέρας Νικόλαος Λουδοβίκος. Και λόγω της πρόσληψης του θεού σαν εγωτικού υποκειμένου, κλεισμένου στον εαυτό του, αρνούνται τη συνενέργεια ανθρώπου-θεού και συνεπώς την κοινωνική φύση της συνείδησης. Η σπουδαία λοιπόν αλήθεια που μας αποκαλύπτει ο συγγραφέας είναι ότι η κατάληξη του δυτικού ατομικισμού σε ναρκισσισμό οφείλεται στο ότι αντιλαμβάνονται τον Θεό σαν μια υπερναρκισσιστική ύπαρξη.
Κάθε λαός, υποστηρίζει ο συγγραφέας, αντιλαμβάνεται το ανθρώπινο Είναι, την Ιστορία, με τον ίδιο τρόπο που αντιλαμβάνεται τον Θεό. Υπογραμμίζει ακόμα πως, αντίθετα με τον μύθο περί διαρκούς προόδου, οι «διαστρωματώσεις του εαυτού» αλλάζουν από κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή.
Ουσιαστικά, οι Δυτικοί στερούνται την Οντολογία που δεν είναι κοσμοθεωρία αλλά μια ανθρωπολογία περί του Λόγου των όντων, ο οποίος που ορίζει την ύπαρξη των όντων από μέσα τους. Με άλλα λόγια, η Οντολογία αφορά το κατ’ Ενέργειαν και κατά Κοινωνία Γίγνεσθαι και συνεπάγεται την έξοδο από τη διχοτομική αντίληψη, από τον περιορισμό της αντίληψης είτε στο όλο είτε στα μέρη, στο δάσος ή στο δένδρο. Μέσω της παράστασης του κατ’ ενέργειαν κοινωνείν και του κατ’ ομοίωσιν του Λόγου του ανθρώπου με τον Λόγο του θεού, η Οντολογία καθιστά δυνατή την πρόσληψη της καθολικής ύπαρξης.
Ο πατέρας Νικόλαος Λουδοβίκος βλέπει ταυτόχρονα το επίπεδο της ατομικής ψυχής και το συνολικό επίπεδο της κοινωνίας αλλά και το κοινωνικό Είναι ταυτόχρονα με το επίπεδο του Γίγνεσθαι. Εξ αιτίας δε της ικανότητας να προσλαμβάνει την ενεργητική σχέση του κτιστού επιπέδου (του σκέτου Είναι) με το άκτιστο (του Γίγνεσθαι) μας προσφέρει τον διάλογο κτιστού-άκτιστου, δηλαδή την ενεργητική σχέση ανθρώπου-θεού ως την λύση του προβλήματος. Απέναντι στην Κλειστή Ιστορία της Δύσης, που ανήκει στην ‘τάξη της φύσης του ανθρώπου’, προτείνει την Ανοικτή Ιστορία της ελληνικής παράδοσης, η ποία ανήκει στην τάξη των Άκτιστων Ενεργειών και σημαίνει τη ‘μεταβολή του τρόπου της υπάρξεως του ανθρώπου’.
Α3. Στην υπηρεσία του διαλόγου εντός του «ελληνο-δυτικού» κόσμου
Αυτό που χαρακτηρίζει το συγγραφικό έργο του πατέρα Νικόλαου Λουδοβίκου είναι η πίστη του στον διάλογο της ελληνικής με τη δυτική παράδοση στο πλαίσιο του «ελληνοδυτικού» κόσμου. Και αυτό που χαρακτηρίζει τον διάλογό του είναι η παρρησία, το ότι γίνεται ως ίσος προς ίσους και όχι με τη συνήθη δουλοπρέπεια των Ελλήνων διανοουμένων.
Η συνήθης σκέψη τόσο στις δυτικές κοινωνίες όσο και στην Ελλάδα δεν λαμβάνει υπόψη της την ζωντανή συνεισφορά της ελληνικής παράδοσης. Την υποτιμά μάλιστα εμμένοντας στη σύγχυση του Λόγου με την ορθολογικότητα και στον αποκλεισμό της βυζαντινής παράδοσης. Ο τρόπος όμως για να εισακουστεί η αλήθεια δεν είναι αυτός που επέλεξαν οι λεγόμενοι νέο-ορθόδοξοι της δεκαετίας του ’60 με στείρα αντιπαράθεση αλλά και παρερμηνεία της ‘καθ’ ημάς Ανατολής’.
Πολύ σωστά ο συγγραφέας διαχωρίζει τη θέση του και από τους δουλοπρεπείς δυτικόφρονες (τους συνεχιστές του Αδαμάντιου Κοραή) και από τους εμμονικούς με την «Ανατολή» δοκισίσοφους. Το σημερινό καθήκον των διανοουμένων, γράφει, είναι «να δημιουργήσουν γέφυρες και κλειδια» για ένα διάλογο των δύο κόσμων, δεν είναι ούτε η προσκόλληση στη Δύση ούτε η μανιχαϊστική της απόρριψη.
Είναι γνωστό ότι ο συγγραφέας είναι θεολόγος ειδικός στον διακεκριμένο για τα συγγράμματά του (στην Δύση!) Πατέρα της Ορθοδοξίας της βυζαντινής περιόδου Μάξιμο τον Ομολογητή (580-662). Δεν ανήκει όμως ούτε στο «κόμμα των βυζαντινών» ούτε στο «κόμμα των ορθολογιστών». Ο πατέρας Νικόλαος Λουδοβίκος υπηρετεί απλώς την οντολογική Αλήθεια, θεωρώντας ότι ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής είναι «πατέρας της Δύσης», «αυτός που γέννησε πραγματικά τη Δύση» με την Οντολογία του περί των Λόγων των όντων.
Στο βιβλίο αυτό περιγράφει τη δυτική παρακμή χωρίς να απορρίπτει συνολικά τα αξίες της νεωτερικότητας και τα επιτεύγματα της μετανεωτερικότητας. Αυτό που απορρίπτει είναι το σύστημα επιτήρησης που μεταμόρφωσε την ανθρώπινη φύση. Απορρίπτει βεβαίως και την απουσία διαλόγου μεταξύ Ελλήνων και Δυτικών, μέσα από τον οποίο θα γίνει γνωστή η «εξαιρετική περιωπή των πνευματικών μας κεκτημένων». Προτείνει μάλιστα να διαπιστώσουμε την ανάγκη για «συνθέσεις εκσυγχρονισμών» και για αντικατάσταση του εκδυτικισμού με «πολλαπλούς εκσυγχρονισμούς» έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες παραδόσεις.
Β. Για το περιεχόμενο του βιβλίου
Β1. Οκτώ κεφάλαια
Η αιτία και η συνέπεια του Βελούδινου Ολοκληρωτισμού αναπτύσσονται συστηματικά στα πρώτα έξη κεφάλαια:
Στο πρώτο, συμπυκνώνεται η θέση περί Κλειστής Ιστορίας και η λύση του προβλήματος με την Ανοικτή. Ο Ολοκληρωτισμός περιγράφεται ως ένα «σύστημα επιτήρησης» που λειτουργεί με εξαφάνιση της ατομικής θέλησης. Σημειώνεται ότι πρόκειται για την πιο επικίνδυνη μορφή ολοκληρωτισμού επειδή «μοιάζει με υπερβολική ελευθερία» και έτσι γίνεται επιθυμητός.
Στο δεύτερο κεφάλαιο η έμφαση είναι στον «φονταμενταλισμό της αυτοπραγμάτωσης» ή αλλιώς στην ατομοκεντρική θεμελίωση της κανονιστικότητας, η οποία έβγαλε από τη μέση την υπερβατική κανονιστική ηθική που σχετιζόταν με το Φυσικό Δίκαιο. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τη σχετική διαμάχη που ξεκίνησε τον 17ο και τη νίκη του φυσιοκρατικού ατομοκεντρισμού που υπηρετεί το προσωπικό στοιχείο, το ψυχοβιολογικό συμφέρον. Το κεφάλαιο αυτό είναι σημαντικό για να κατανοήσουμε το θεμέλιο της σημερινής «ηθικής του γούστου»: ότι ο ψυχικός τρόπος του «είναι επιλογή μου» έχει τυχαιοκρατικό και ωφελιμιστικό θεμέλιο, ότι τόσο η ανιδιοτέλεια όσο και η οντολογική αλήθεια θεωρούνται μυθεύματα.
Το τρίτο κεφάλαιο πραγματεύεται τις διαφορετικές αντιλήψεις για την Κοινωνία και το Κράτος. Εδώ προτείνεται ο διάλογος ανάμεσα στις βυζαντινές απόψεις του 9ου αιώνα και τις απόψεις της δυτικής Αναγέννησης: Ο Ηγεμών του Πατριάρχη Φωτίου εκφράζει την ελληνική πίστη στην πνευματική φύση της Κοινωνίας και στην ανάγκη για θεολογική αναφορά του Κράτους. Ο Ηγεμών παιδαγωγεί με αρχές λόγω του ότι η κοινωνία έχει για σκοπό το γίγνεσθαι του ανθρώπου κατ’ εικόνα του θεού. Αντίθετα, ο Πρίγκιπας του Μακιαβέλι είναι ένας πολιτικός έξω από το καλό και το κακό που εξαπατά τον λαό για το δικό του όφελος, ενώ στη θέση της κοινωνίας υπάρχει το κράτος ως μηχανισμός αυταρχικής εξουσίας.
Στο τέταρτο κεφάλαιο θίγεται η κρίση της αυτοκατανόησης και επισημαίνεται το νόημα και τη σημασία της ταυτότητας: χωρίς να έχω εαυτό, δεν γίνεται να συναντηθώ με τον άλλον. Για τον συγγραφέα, η εκρίζωση των ταυτοτήτων σήμερα αποσκοπεί στη διαμόρφωση του ατόμου χωρίς θέληση που «προσαρμόζεται παντού κατά υστερικό τρόπο»: με τον τρόπο του ανήκεις στους άλλους, να μην έχεις ποτέ τον εαυτό σου. Το άτομο-χωρίς-κοινωνία εκδηλώνεται ως «αυτο-εγκλεισμός», ενώ αυτό που αποκαλούμε κοινωνία δεν είναι παρά «άθροισμα ναρκισσισμών».
Στο πέμπτο κεφάλαιο αναλύονται ένα προς ένα τα 24 χαρακτηριστικά του Συστήματος Επιτήρησης και της Κλειστής Ιστορίας που βιώνουμε και στο έκτο, εξετάζεται η «βελούδινη φαντασίωση» της ατομικής ηθικής, δηλαδή η ναρκισσιστική αυτοεικόνα σαν καλού-ηθικού ανθρώπου.
Το έβδομο κεφάλαιο ασχολείται με το πρόβλημα του εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα, ο οποίος έχει τη μορφή μιας «βαθύτατα αντιδημοκρατικής» εκσυγχρονιστικής «παραφοράς» και ο οποίος κατασκευάζει το φαντασιωτικό υποκείμενο στην Ελλάδα.
Το όγδοο και τελευταίο, συνδέει την παρακμή της Δύσης με τον Ισλαμοφασισμό. Για τον συγγραφέα, ο μηδενισμός που επικρατεί στην Δύση και οδήγησε σε νέες ανθρωπολογικές ιδιότητες οδηγεί και στον κατακλυσμό της Δύσης από το Ισλαμ.
Στον Επίλογο θίγεται η «θανάσιμη αδιαφορία» για αυθεντικές εμπειρίες σχέσης.
Τέσσερα Παραρτήματα ολοκληρώνουν το σοφό αυτό βιβλίο με θέματα σχετικά με το φύλο και την αμαρτία, με το χωρίς-εμείς-εγώ και με τη μετάληψη.
Β2. Πώς πλήττεται η ιστορική αυτοαντίληψη των Ελλήνων
Λίγα λόγια παραπάνω για το έβδομο κεφάλαιο: Κατά δήλωση του συγγραφέα, το βιβλίο αποτελεί τη συνέχεια ενός παλαιότερου με τίτλο Ορθοδοξία και Εκσυγχρονισμός: Βυζαντινή Εξατομίκευση, Κράτος και Ιστορία στην προοπτική του Ευρωπαϊκού μέλλοντος. Επίσης, εκφράζει την αντίστασή του «στον επιθετικό ψευδο-εκσυγχρονισμό» της ελληνικής κοινωνίας. Ο συνδετικός κρίκος μοιάζει να είναι το έβδομο κεφάλαιο περί της «εθνικής κατάθλιψης» των Ελλήνων: για την «μωρία των διανοουμένων» που κάνει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία να υποφέρει «λόγω αρνησιπατρίας».
Ο πατέρας Νικόλαος Λουδοβίκος ορίζει την μωρία ως «πίστη σε μια Ελλάδα που είναι δήθεν υπανάπτυκτη, θρησκόληπτη, εθνικιστική, αντι-νεωτερική και, κυρίως, ανίκανη να εξέλθει της παντοειδούς αναπηρίας της». Και θεωρεί την, αδιανόητη για ευρωπαϊκή χώρα, «καταστολή της ελληνικής ψυχής» αιτία για τον μόνιμο χαρακτήρα που απέκτησε η απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας. Επίσης, ορίζει την κυριαρχία της παραπλάνησης περί της υπόστασης των Ελλήνων ως «πραγματική πνευματική δικτατορία».
Η «μοναδική αυτοκαταστολή» των Ελλήνων αποτελεί ψυχικό τραύμα που προέρχεται από την αυτό-εικόνα της ελληνικής κοινωνίας σαν εγγενώς καθυστερημένης και κάνει τα άτομα να πιστεύουν πως δεν αξίζουν τίποτα, δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν τίποτα.
Η αντίληψη του μέσου Έλληνα για την κοινωνία και την ιστορία του διαμορφώνεται από την «ψευδο-σύγχρονη μέση ελληνική διανόηση» που είναι «αρνησίπατρη, αρνησίγλωσση, αρνησίθρησκη και εξαρνητική της ιστορικής συνέχειας». Η δε «εθνική κατάθλιψη» εκφράζεται με μια «νευρωτική αυτό-υποτίμηση», καθώς επίσης με μια «μηδενιστική κοινωνική ανομία και κατατονική απραξία».
Ο συγγραφέας αντιπαραθέτει βίαιο, επιθετικός, νευρωτικό, ενοχικό, καταναγκαστικό εκσυγχρονισμό του σήμερα με την ελληνική κοινωνία του 18ου και του 19ου αιώνα, όπου υπήρχε σύνθεση μεταξύ παράδοσης και συγχρονισμού. Σήμερα, οι θεσμικές αλλαγές «παράγονται σχεδόν επιθετικά και προσβλητικά». Ο εκσυγχρονισμός ενοχοποιεί τον λαό χαρακτηρίζοντάς τον αποτυχημένο γι αυτό που υπήρξε, όχι για τυχόν λάθη του. Έτσι, ο σημερινός Έλληνας δεν έχει άλλη διέξοδο «από το γίνει ο άλλος». Δεν φτάνει που τον έκαναν άρρωστο, αλλά τον καθιστούν υπεύθυνο για την αρρώστια του που δεν έχει γιατρειά επειδή κατάγεται από άρρωστους. Με άλλα λόγια, η «συλλογική νευρωτική κατάθλιψη» είναι μια «τελική καταδίκη».
Οι Έλληνες διανοούμενοι, με την «ελλιπή, ρηχή και ταυτόχρονα, συνήθως, εξιδανικευτική ανάγνωση» της δυτικής παράδοσης, νομίζουν ότι για όλα φταίει η υποτιθέμενη άρνηση των Ελλήνων να δεχτούν την υποτιθέμενη ορθολογικότητα των Δυτικών. Αρνούνται τον διάλογο του σήμερα με το χθες και έτσι παράγεται «διάσπαση της ιστορικής συνέχειας και βαθιά κρίση ταυτότητας», με αποτέλεσμα να αποθαρρύνεται η δημιουργικότητα.
Β3. Να ανακτηθούν τα θετικά στοιχεία της ελληνικής παράδοσης
Ο συγγραφέας προτείνει στους μεν Δυτικούς να στραφούν προς την ελληνική παράδοση στους δε Έλληνες να στραφούν προς τα θετικά τους στοιχεία προκειμένου να ανοιχτούν με εμπιστοσύνη στον άλλον. Μόνο από την ελληνική παράδοση μπορούν να μάθουν οι Δυτικοί ότι η Ελευθερία έχει την έννοια της Αυτεξουσιότητας και είναι το «κατ’ ομοίωσιν» που καθιστά τον άνθρωπο θεοειδή. Οι Δυτικοί μόνον από τους Έλληνες μπορούν να μάθουν τι εστί Κοινωνία, Αυτοσυνείδηση και Αυτεξούσιο.
Ο μεγάλος αλλά κρυμμένος «πρωταγωνιστής» της Μετανεωτερικότητας είναι το ασυνείδητο, μας τονίζει ο συγγραφέας. Ο δυτικός «υπερανθρωπισμός», γράφει, κατέληξε στην απόλυτη κυριαρχία του εαυτού από το ασυνείδητο. Και με το βιβλίο του αυτό μας βοηθάει να κατανοήσουμε το πλαίσιο «της κρίσης στην αυτό-κατανόηση» του Δυτικού ανθρώπου.
H Κλειστή Ιστορία της Δύσης έγινε «πεδίο της θέλησης για δύναμη» επειδή ο Ακινάτης απορρίπτει τη συνεργία ανθρώπου-Θεού. Η λύση μπορεί να έρθει από την Ανοικτή Ιστορία της ελληνικής παράδοση που έχει για νόημα τη «διαλογική τελείωση» των έλλογων όντων, άρα την αλλαγή τρόπου ύπαρξης του ανθρώπου. Χρειάζεται να κατανοηθεί το ελληνικό νόημα της «εκπληκτικότερης ίσως ανθρωπολογικής έννοιας» της Αναλογίας: της «διαλογικής και συνεργητικής αναλογίας ενέργειας».
Ο μόνος τρόπος για να βγουν οι Δυτικοί από τον καταναγκασμό της εκκοσμίκευσης είναι να αντιληφθούν την Ενέργεια του θεού και του ανθρώπου, την Αναλογία Ενεργειών. Για να εκριζωθεί ο δυτικός ναρκισσισμός, χρειάζεται η ελληνική αντίληψη της ενεργητικής σχέσης μεταξύ του κτιστού και του άκτιστου, της οντολογικής αμοιβαιότητας.
Αφού η ρίζα του κακού είναι η «απόλυτη εσωτερίκευση» της σχέσης δημιουργού-δημιουργημάτων που επιβάλλεται από την «εσωτερική ενότητα» του Θεού-Ουσίας, η απαλλαγή από το κακό μπορεί να έρθει από την ελληνική παράδοση όπου γίνεται αντιληπτή η «ενεργητική έξοδος» της θείας Θέλησης και Ενέργειας προς τα όντα.
Ο ελληνικός πολιτισμός διδάσκει ότι η υπόθεση του Θεού δεν είναι ιδιωτική. Και ο πατέρας Νικόλαος Λουδοβίκος μας μαθαίνει ότι η νέκρωση της Ελευθερίας οφείλεται στην νέκρωση της κοινωνίας.
Ως προς τα καθ’ ημάς, ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει πως η αντιπαράθεση Δύσης-Ανατολής στη χώρα μας αποτελεί κατασκευή των διανοουμένων, όχι ιστορικό γεγονός. Ακόμα και η σύγκρουση ελληνοκεντρισμού και δυτικοφροσύνης κατά τον 18ο και 19ο αιώνα έγινε με ευπρέπεια και διάθεση σύνθεσης. Σήμερα όμως ο «μιμητικός ψευδο-εκσυγχρονισμός» γίνεται ανάμεσα σε «αόμματους μεταπράτες εκσυγχρονο-διαφωτιστές» και «τυφλούς παραδοσιολάτρες». Η κάθε πλευρά μιλά για τον εαυτό της ακυρώνοντας τον αντίπαλο. Επιπλέον, απαγορεύεται οποιαδήποτε ταυτότητα «πλην αυτής η οποία ήδη είναι αποδεκτή από τον άλλον» επειδή «αντανακλά τη δική του ιδιοπροσωπία και μόνον». Πράγμα που στοιχειοθετεί μια «νέο-αποικιακή κουλτούρα». Και ακόμα, πάνω στο σύμπλεγμα υπανάπτυξης έρχεται η υποχρέωση των πολιτών «να υπομείνουν άπρακτοι» την εισβολή του Ισλάμ σαν μια «ισλαμική αυτοκτονία του Ελληνισμού».