ΣΗΜΕΙΩΣΗ “ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΩΝ”
Το αμερικανικό “Washington Institute”, πραγματοποίησε μια μελέτη για το πως θα μπορούσαν να βελτιωθούν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Τη μελέτη υπογράφουν ο τούρκος επιστημονικός ερευνητής Soner Cagaptay και ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Άγκυρα James Jeffrey. F.
Είναι εμφανής η φιλοτουρκική σκοπιά της μελέτης, ωστόσο, αξίζει τον κόπο να προσεχθεί διότι αποκαλύπτει τα αδύνατα σημεία και τις αγωνίες της τουρκικής πολιτικής στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής.
Να τι αναφέρεται αναλυτικά στη μελέτη.
Η διοίκηση Trump πρέπει να αναδιοργανώσει την πολιτική της προς την Τουρκία, να τονίσει την προσέγγιση σε κρίσιμα διμερή θέματα, συμβουλεύουν δύο κορυφαίοι ειδικοί στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Στο πρώτο από μια σειρά κειμένων του Washington Institute για την αντιμετώπιση των βασικών προκλήσεων πολιτικής σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, κατά την προεδρική μετάβαση, ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Άγκυρα Τζέιμς Τζέφρι F. και ο αξιοσημείωτος τούρκος επιστημονικός ερευνητής Δρ Soner Cagaptay προειδοποιούν ενάντια στη διατήρηση της τρέχουσας πολιτικής [ της Ουάσιγκτον] που είχε ως αποτέλεσμα την κακή διαχείριση των σχέσεων με ένα σημαντικό σύμμαχο στο ΝΑΤΟ και την ώθηση της Άγκυρας προς τη Μόσχα.
“Οποιαδήποτε σχέση με [τον πρόεδρο της Τουρκίας] Ερντογάν για να πετύχει», υποστηρίζουν οι Jeffrey και Cagaptay, «θα πρέπει να βασίζεται σε αμοιβαία συμφέροντα και συμβιβασμούς και όχι βαθιά φιλία και κοινές αξίες.”
Η νέα προσέγγιση, που προτείνουν, θα πρέπει να αποκαθιστά το ενδιαφέρον για τα πιο σημαντικά συμφέροντα της κάθε πλευράς.
Για την Τουρκία, περιλαμβάνουν την έκδοση του υπεύθυνου για το φημισμένο πραξικόπημα Fethullah Gulen, την αυξημένη εμπλοκή σε θέματα από την Κύπρο ως το Ισραήλ και μεγαλύτερη προσοχή στην τουρκική αίσθηση δικαιοσύνης στη σύγκρουση της Συρίας.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, μια νέα προσέγγιση συνεπάγεται ισχυρότερη δέσμευση για την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους, επιστροφή στις ειρηνευτικές συνομιλίες με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα, στενότερη συνεργασία σε στρατιωτικές κινήσεις, ιδιαίτερα στη Συρία, και ανανέωση του σεβασμού των δημοκρατικών ελευθεριών.
Η ΤΟΥΡΚΙΑ, μέλος του ΝΑΤΟ, βρίσκεται στην πρώτη θέση από άποψη γεωγραφικής θέσης. Κατά πόσο συμβάλει, ως εταίρος, στην καταπολέμηση του ισλαμικού κράτους (IS) στο Ιράκ ή τη Συρία, τον τερματισμό του πολέμου στη Συρία, αναστέλλει τα ρεύματα προσφύγων από τη Συρία προς την Ευρώπη, ή, τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, αντιμετωπίζει τη ρωσική επιρροή στην Ανατολική Ευρώπη, η Άγκυρα είναι μια κρίσιμη σύμμαχος για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αν η σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας αντιμετωπίζει προβλήματα, η Ουάσιγκτον θα πιέζεται να εφαρμόσει τις πολιτικές της στη γειτονιά της Τουρκίας.
Η Τουρκία είναι μία από τις πιο σημαντικές χώρες για τις Ηνωμένες Πολιτείες σε γενικές γραμμές, και κεντρικής σημασίας για την πολιτική των ΗΠΑ στη Νότια Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.
Αλλά η κακή διαχείριση απο την Ουάσιγκτον του συριακού εμφυλίου πολέμου, μαζί με την κλίση προς το συριακό κουρδικό Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους στην ανατολική Συρία, κινδυνεύει να εξωθήσει την Τουρκία όλο και περισσότερο στο ρωσικό στρατόπεδο από καθαρή αυτοάμυνα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η νέα διοίκηση θα πρέπει να κατανοήσει τα κίνητρα και τους στόχους του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του πιο ισχυρού Τούρκου ηγέτη από την εποχή του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ που ίδρυσε την Τουρκική Δημοκρατία το 1923.
Από το 2002, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν (AKP) έχει προσπαθήσει να κάνει την Τουρκία μια αυτόνομη δύναμη στη Μέση Ανατολή, μέχρι στιγμής χωρίς επιτυχία. Επιπλέον, η τουρκική εξωτερική πολιτική φαίρεται τώρα, ειρωνικά, όπως έκανε και με τον πρώην προέδρο της Τουρκίας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ το 1995: αβέβαιες σχέσεις με τη Ρωσία, το Ιράν, το Ιράκ και τη Συρία, με μόνο αξιόπιστους συμμάχους της, τις Ηνωμένες Πολιτείες και, συνεπώς, το ΝΑΤΟ, (πρόσφατα κανονικοποιημένες) σχέσεις με το Ισραήλ, και μια σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση που χαρακτηρίζεται από ένα βήμα προς τα εμπρός, ένα βήμα πίσω.
Ως εκ τούτου, ένα άνοιγμα υπάρχει για τον επόμενο πρόεδρο να βελτιώσει τους δεσμούς με τον Ερντογάν και να επιστρατεύσει την Άγκυρα με μεγαλύτερη ασφάλεια σε περιφερειακές πρωτοβουλίες, έστω και μόνο με ένα συναλλακτικό και ,αναπόφευκτα ,συχνά αμφιλεγόμενο τρόπο.
Γιατί οι ΗΠΑ χρειάζονται μια νέα πολιτική για την Τουρκία; Οι κίνδυνοι από μια αποτυχημένη σχέση με την Τουρκία είναι τεράστιοι, κυμαίνονται από ένα πλήγμα στις προσπάθειες των ΗΠΑ για την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους, ως την αποδυνάμωση της ικανότητας του ΝΑΤΟ να ανακόψει προσφυγικά ρεύματα προς την Ευρώπη, μια εξέλιξη που θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τους συμμάχους της Αμερικής. Επιπλέον, με ή χωρίς τον Ερντογάν, η Τουρκία είναι μια από τις πιο επιτυχημένες οικονομικές δυνάμεις στην περιοχή, με μακροχρόνιο ρόλο ως σημαντικού συμμάχου των ΗΠΑ. Διαχείριση των σχέσεων με την Τουρκία καλή ή άσχημη θα έχει επιπτώσεις σε όλο τον κόσμο.
Ελαττωματική παραδοσιακή προσέγγιση
Ο επόμενος πρόεδρος, όμως, δεν μπορεί να φέρει την Τουρκία με μεγαλύτερη ασφάλεια στους κόλπους της Αμερικής χρησιμοποιώντας την παραδοσιακή προσέγγιση των ΗΠΑ, σύμφωνα με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες υποτίθεται ότι κατέχουν τα περισσότερα χαρτιά απο τους ξένους συνομιλητές τους, με δεδομένο ότι οι ΗΠΑ προασπίζονται τις οικουμενικές αξίες, ξέρουν καλύτερα από άλλες χώρες τι είναι καλύτερο γι αυτές, και ότι οι άλλες χώρες, θέτουν τις σχέσεις με τις ΗΠΑ πάνω απο όλα και αισθάνονται ότι έχουν λίγες εναλλακτικές λύσεις.
Η Ουάσιγκτον, έτσι, συχνά βρίσκεται στον πειρασμό να διαπραγματεύεται με τους φίλους και συμμάχους της ως γονέας που χειρίζεται παιδί δύσκολης συμπεριφοράς με ατέρμονες συζητήσεις, πειθώ, και, εάν είναι αναγκαίο, απειλές να αποσύρει την αγάπη. Η προσέγγιση αυτή δεν αποτυγχάνει, απλώς, να εκμαιεύσει την επιθυμητή έκβαση για την Ουάσιγκτον, αλλά και με τον Πρόεδρο Ερντογάν, και σε κάποιο βαθμό την Τουρκία, ως ένα «σύστημα», υπήρξε κατ ‘επανάληψη, καταστροφικά, αντιπαραγωγική.
Μια πορεία προς το μέλλον
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις αποτυχίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να υιοθετήσουν μια προσέγγιση συναλλαγής με την Τουρκία εστιάζοντας στα κοινά συμφέροντα ασφαλείας, ενώ θα δίνουν έμφαση, παράλληλα, σε κάποιο βαθμό διαπραγματεύσεων για την επίτευξη προόδου στις, δημοκρατικές φιλελεύθερες αξίες.
Είναι σημαντικό σε αυτήν την διευθέτηση συναλλαγής ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τα εργαλεία με τα οποία να “εμπορεύονται”. Η κυβέρνηση Ομπάμα έχει αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητα πολλών από αυτά τα εργαλεία, αλλά αν ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ τα προσέφερε, αυτό θα δημιουργούσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον από ό, τι συνήθως.
Η Ουάσιγκτον μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της Τουρκίας με περισσότερο σθένος, προσπάθεια, και πόρους, αν η Άγκυρα ήταν πιο υποβοηθητική στην ατζέντα των ΗΠΑ. Αυτό θα εξαρτάται, ειδικά, από τις προτεραιότητες της νέας διοίκησης και τα παγκόσμια γεγονότα, αλλά πιθανότατα θα περιλαμβάνει περισσότερη ευαισθησία στις θεμιτές ανησυχίες της Αμερικής σχετικά με τις εγχώριες τάσεις της Τουρκίας υπό τον Ερντογάν.
Η Ατζέντα του Ερντογάν
Το πρώτο βήμα σε οποιαδήποτε «συναλλακτική αναδιάταξη» είναι να γίνει αντιληπτός ο Ερντογάν. Απώτερος στόχος του μέχρι το 2023, είναι στην εκατοστή επέτειο από την ίδρυση της τουρκικής δημοκρατίας, να ηγηθεί της δημιουργίας μιας διεθνούς και οικονομικά ισχυρότερης, πολιτικά σταθερής Τουρκίας στην οποία ο ίδιος, θα επισκιάσει το κοσμοϊστορικό επίτευγμα του Ατατούρκ.
Ο στόχος αυτός δεν περιλαμβάνει μια μεγαλύτερη δέσμευση της Τουρκίας στις Δυτικές αξίες, παρόλο που ο Ερντογάν φαίνεται να υποστηρίζει, τουλάχιστον, επίσημα τις δημοκρατικές διαδικασίες, ούτε και περιλαμβάνει τη θυσία των πιστών για ένα αμερικανικό παγκόσμιο σύστημα ασφάλειας.
Ωστόσο, εάν πεισθεί ότι ένα τέτοιο σύστημα μπορεί να προωθήσει τη διεθνή και την οικονομική ατζέντα του, μπορεί να το υποστηρίξει. Για να επιτύχει τους στόχους του, χρειάζεται δύναμη, όπως ο Ατατούρκ. Το 2014, ο Ερντογάν παραιτήθηκε από τη θέση του ως πρωθυπουργού για να γίνει πρόεδρος της χώρας. Παρά τις αυξανόμενες τυπικές και άτυπες εξουσίες του, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου του κόμματός του, του AKP, που κυβερνά συνεχώς χωρίς συνεργασία απο το 2002, η χώρα διατηρεί ένα κοινοβουλευτικό σύστημα.
Ως εκ τούτου, ο ίδιος έχει επικεντρωθεί στην μετατροπή του τουρκικού πολιτεύματος σε προεδρικό απο τότε που έγινε πρόεδρος. Μια τέτοια αλλαγή θα απαιτούσε μια συνταγματική τροποποίηση για την μετατροπή της εντολής σε προεδρική, επιτρέποντας με τον τρόπο αυτό στον εαυτό του να ηγείται του κόμματός του ΑΚΡ.
Εδώ, η τύχη που είχαν οι δύο προηγούμενοι ηγέτες Τουργκούτ Οζάλ και Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, είναι διδακτική. Και οι δύο είδαν τα κινήματά τους να φθίνουν αφότου έγιναν αρχηγοί του κράτους. Ο Ερντογάν, όπως φαίνεται και απο τον πρόσφατο παραμερισμό του πρώην πρωθυπουργού της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου, είναι αποφασισμένος να αποφύγει αυτό το αποτέλεσμα, διατηρώντας τον άμεσο έλεγχο του κόμματος.
Ο επικεφαλής του τουρκικού κράτους, επικεφαλής του κυβερνώντος κόμματος, και de facto επικεφαλής της κυβέρνησης όλα στο ίδιο πρόσωπο.
Ο τουρκικός νόμος προσφέρει δύο τρόπους για την τροποποίηση του συντάγματος για την εξάλειψη των περιορισμών για την προεδρία: μέσα από μια πλειοψηφία δύο τρίτων στο κοινοβούλιο (δηλαδή, 367 από τους 550 βουλευτές υπέρ) είτε πλειοψηφία των τριών πέμπτων (330 ψήφοι). Στην τελευταία περίπτωση, η τροπολογία θα πρέπει επίσης να περάσει απο ένα λαϊκό δημοψήφισμα. Επί του παρόντος, το AKP έχει 317 βουλευτές στο νομοθετικό σώμα. Ωστόσο, ψηφίζοντας σε δημοσκοπήσεις τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το κόμμα μπορεί να έχει φτάσει στο όριο της εκλογικής υποστήριξης, έτσι ο Ερντογάν θα πρέπει να αλλάξει την προσέγγισή του για να φτάσει ένα από τα κατώτατα όρια για την τροποποίηση του συντάγματος. Εισήγαγε στο παιχνίδι τη δεξιά πτέρυγα της αντιπολίτευσης, τη Εθνικιστική Δράση MHP.
Φλερτάροντας αυτό το κόμμα, σαράντα έδρες, και τη βάση του, στην περίπτωση του δημοψηφίσματος, ο Ερντογάν μπορεί να συγκεντρώσει, τουλάχιστον, αρκετές ψήφους για να δημιουργήσει ένα προεδρικό εκτελεστικό στυλ.
Για να κερδίσει βουλευτές του MHP και ψηφοφόρους, έχει απειλήσει να λάβει νομικά μέτρα κατά των υπερεθνικιστών τούρκων του MHP και του Δημοκρατικού φιλοκουρδικού Κόμματος των Λαών (HDP).
Τέτοια κίνητρα εξηγούν, εν μέρει, την άγρια εκστρατεία του προέδρου κατά της εξέγερσης του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος της χώρας (PKK), που θεωρείται τρομοκρατική οντότητα από την Ουάσιγκτον, καθώς και την αντίθεση στο PYD, θυγατρική του PKK στο εσωτερικό της Συρίας.
Διευρύνοντας έτσι τη λαϊκή υποστήριξη του ΑΚΡ, ο Ερντογάν θα μπορούσε να βοηθήσει το κόμμα του να κερδίσει την πλειοψηφία που χρειάζεται, τόσο στο σημερινό κοινοβούλιο, μέσω των πρόωρων εκλογών, ή σε ένα δημόσιο δημοψήφισμα. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα μπορούσε, επίσης, αποτελεσματικά να παραγκωνίσει την κύρια παράταξη της αντιπολίτευσης της Τουρκίας, το κοσμικό-αριστερό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), η οποία κατέχει 133 έδρες.
Μια δεύτερη ανησυχία για τον Ερντογάν, εκτός από τους Κούρδους εθνικιστές, είναι το κίνημα Gulen.
Ο Ερντογάν είναι πεπεισμένος ότι αυτό το κίνημα και ο ιδρυτής του, Fethullah Gulen, ένας μόνιμος κάτοικος των ΗΠΑ στην Πενσυλβάνια, είναι πίσω από το αποτυχημένο πραξικόπημα στις 15 Ιούλη του 2016, κατά το οποίο, 244 Τούρκοι έχασαν τη ζωή τους και ο ίδιος ο τούρκος πρόεδρος, σχεδόν, κινδύνευσε να τη χάσει. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις υποψίες, ο Ερντογάν δεν θα μπορέσει ποτέ να εγκαταλείψει την προσπάθεια προς την Ουάσιγκτον να εκδώσει τον Gulen.
Πολλοί άνθρωποι στην Τουρκία μοιράζονται τη βαθιά έχθρα του Ερντογάν προς το κίνημα Gulen, συμπεριλαμβανομένων, κατά τα φαινόμενα, των οπαδών του ΑΚΡ (περίπου το ήμισυ του πληθυσμού της χώρας), αλλά και αντιπολιτευόμενων τούρκων μεταξύ των οποίων και κοσμικών οι οποίοι δεν εμπιστεύονται το κίνημα Gulen και το θεωρούν ως ένα είδος λατρείας που έχει προσπαθήσει να καταλάβει το τουρκικό κράτος.
Κοσμικοί φιλελεύθεροι Τούρκοι βλέπουν το ΑΚΡ ως ανοιχτά ισλαμικό και ως εκ τούτου επικίνδυνο, αλλά βλέπουν τους Γκιουλενιστές ως κρυφά ισλαμιστές, ύπουλους, και ως εκ τούτου, ακόμη πιο επικίνδυνους. Ακόμα και οι Κούρδοι εθνικιστές περιφρονούν τους Γκιουλενιστές. Και οι Γκιουλενιστές, ως ένθερμοι Τούρκοι εθνικιστές οι ίδιοι, εδώ και πολύ καιρό είναι σε αντίθεση τόσο με το PKK όσο και με τις πολιτιστικές και πολιτικές παραχωρήσεις προς τους Κούρδους.
Τι μπορούν οι Ηνωμένες Πολιτείες να δώσουν;
Οποιαδήποτε σχέση με τον Ερντογάν για να πετύχει, όπως σημειώθηκε παραπάνω, πρέπει να υπάρξει συναλλαγή -δηλαδή, να βασίζεται σε αμοιβαία συμφέροντα και συμβιβασμούς και όχι βαθιά φιλία και κοινές αξίες.
Έτσι, η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ πρέπει να γνωρίζει τι περιέχει η εργαλειοθήκη και τι μπορεί να “εμπορευθεί” σε μια τέτοια σχέση με την Τουρκία. Αυτά τα στοιχεία του εμπορίου χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: τα διμερή θέματα, γενική συνεργασία εξωτερικής πολιτικής, και τη Συρία / Ιράν.
ΔΙΜΕΡΗ ΘΕΜΑΤΑ
Για τους πρωτάρηδες, με το θέμα Gulen το οποίο ενώνει πολλούς τούρκους, περιλαμβανομένων των Κούρδων της Τουρκίας, γύρω από τον Ερντογάν, η Ουάσιγκτον πρέπει να πείσει την Τουρκία ότι θα εξετασθεί γρήγορα και σε βάθος το αίτημα της Άγκυρας για την έκδοση Γκιουλέν.
Εάν η έκδοση καθυστερήσει ή απορριφθεί από τα δικαστήρια, η αμερικανική κυβέρνηση πρέπει να αναπτύξει γρήγορα μέτρα, όπως όρια στη διακίνηση και στη διερεύνηση της χρηματοδότησης, για να περιορίσει τη δυνατότητα του Gulen και της οργάνωσής του να επηρεάσει τις τουρκικές εσωτερικές υποθέσεις.
Ξεχωριστά, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν ήρεμα να εγγυηθούν στην Τουρκία ότι το ψήφισμα στο Κογκρέσσο για την Αρμενική Γενοκτονία δεν θα περάσει. Αυτό είναι ένα θέμα κρίσιμο στις διμερείς σχέσεις και οι περισσότεροι Τούρκοι ενδιαφέρονται σοβαρά γι αυτό.
Για τις πωλήσεις όπλων, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να κάνουν μια σοβαρή προσπάθεια να διαπραγματευθούν με την Τουρκία για την αντιμετώπιση των μακροχρόνιων παραπόνων της σχετικά με την καθυστέρηση στη παράδοση, των προγραμμάτων offset των εξωτερικών στρατιωτικών πωλήσεων των ΗΠΑ προς την Τουρκία. Η Ουάσιγκτον θα πρέπει να δεσμευθεί ,σε μια πρώιμη επίσκεψη του υπουργού άμυνας που θα εστιάζει όχι μόνο στην γεωπολιτική, αλλά και στην υιοθέτηση ενός μοντέλου, όπως εκείνο ΗΠΑ-Ισραήλ για τις πωλήσεις όπλων για να εξασφαλιστεί ένα ομαλότερη και καλύτερα διαχειρίσιμο πρόγραμμα.
Θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη ναυαρχίδα του προγράμματος F-35. Γενικότερα, ο επόμενος πρόεδρος και ο υπουργός άμυνας θα πρέπει να επιδιορθώσουν τους στρατιωτικούς δεσμούς ΗΠΑ-Τουρκίας, οι οποίοι έχουν καταστραφεί εν μέρει από τις αντιλήψεις του υπουργείου άμυνας για τον αρνητικό ρόλο του Ερντογάν στο Ιράκ το 2003, τη διακοπή των σχέσεων με το Ισραήλ, την πολιτική στη Συρία, συμπεριλαμβανομένης, της ,μέχρι πρόσφατα, πολιτικής ανοικτών θυρών προς τους εκεί ριζοσπάστες- και την αντίθεση στη συμμαχία της Ουάσιγκτον με το συροκουρδικό PYD κατά του ισλαμικού κράτους.
ΣΥΡΙΑ/ΙΡΑΝ
Η μεγαλύτερη πίεση στη σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας, εκτός από τον Gulen υπήρξε η πολιτική της Συρίας, ένα σενάριο με τρεις σχετικές απειλές για την νότια Τουρκία κυρίως-δηλαδή, (1) το καθεστώς Άσαντ, σε συμμαχία με τη Ρωσία και το Ιράν, (2) ένα αντι-τουρκικό αριστερών τάσεων κουρδικό εθνικιστικό κίνημα, το PKK, το οποίο βρίσκεται στη νοτιοανατολική Τουρκία και στο βόρειο Ιράκ, και η αδελφή οργάνωσή του, το PYD, στη βόρεια Συρία, και (3) το Ισλαμικό Κράτος.
Το πρώτο είναι δυνητικά υπαρξιακό. Το δεύτερο είναι μια σοβαρή μακροπρόθεσμη απειλή για την τουρκική εδαφική ακεραιότητα, καθώς και ένα πολύ σημαντικό εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι. Το τρίτο είναι ένας κίνδυνος, μεταξύ πολλών, στην Τουρκία, αλλά δεν εκλαμβάνεται ως υπαρξιακός.
Η κυβέρνηση Ομπάμα, αντίθετα, θεώρησε ως πρωταρχική πολιτική της στη Συρία και το Ιράκ, την καταστροφή του IS. Επισήμως, η αμερικανική διοίκηση ήθελε ο πρόεδρος Μπασάρ αλ-Άσαντ να φύγει και είδε το καθεστώς του να τροφοδοτεί τη σουνιτική ισλαμική τρομοκρατία και, όπως σημειώνεται, θεωρεί το PKK τρομοκρατική οργάνωση.
Στην πράξη, ωστόσο, οι κίνδυνοι της αντιμετώπισης του Άσσαντ και των Ρώσων και οι διπλωματικές φιλοδοξίες της κυβέρνησης με το Ιράν, περιορίζουν σοβαρά το ενδιαφέρον για την αντιμετώπιση του Άσαντ και των σύμμαχων του.
Επιπλέον, η Ουάσιγκτον χρειάζεται το συνδεδεμένο με το ΡΚΚ-PYD στον αγώνα ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος. Και οι δύο αυτές πολιτικές, βρίσκονται σε αντίθεση με την Άγκυρα. Στο πλαίσιο αυτό, η τουρκική εισβολή στη Συρία στα τέλη του καλοκαιριού του 2016 προσέφερε μια ευκαιρία. Η επιχείρηση Jarabulus παρείχε στην Τουρκία ένα προγεφύρωμα στη Συρία που αύξησε την αξία της Άγκυρας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ως εταίρου στην καταπολέμηση του ισλαμικού κράτους.
Αλλά οι αμερικανικές και τουρκικές αντιλήψεις για το πώς να καταπολεμηθεί το Ισλαμικό Κράτος στη βόρεια Συρία είναι έντονα αποκλίνουσες, με τις διαφορές να κορυφώνονται στις αρχές Ιανουαρίου του 2017. Μετά απο τις σημαντικές απώλειες στις μάχες στην περιοχή αλ-Μπαμπ, οι τουρκικές δυνάμεις δεν ήταν σε θέση, για τεχνικούς λόγους , να έχουν την υποστήριξη των ΗΠΑ στον αέρα και στράφηκαν προς τους Ρώσους για αεροπορικές επιδρομές. Αυτό οδήγησε σε μια αναταραχή, με την Τουρκία να απειλεί να κλείσει τις βάσεις των αμερικανικών επιχειρήσεων κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Αφήνοντας κατά μέρος τα τεχνικά ζητήματα, το βασικό πρόβλημα είναι η εξάρτηση των ΗΠΑ από την PYD και τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) Αραβες συμμάχους τους για την επίθεση στην πρωτεύουσα , Raqqa, στην ανατολική Συρία.
Οι Τούρκοι, από την πλευρά τους, φοβούνται ότι το PYD χρησιμοποιεί τη συμμαχία των ΗΠΑ για να δημιουργήσει τελικά έναν μεγάλο, συνεχόμενο κουρδικό θύλακα που θα παρέχει ένα νέο μέτωπο για τις δραστηριότητες του ΡΚΚ εναντίον της Τουρκίας ενδεχομένως ένα διάδρομο για το Ιράν να φτάσει στη δυτική Συρία και το Λίβανο.
Οι ανησυχίες αυτές είναι δικαιολογημένες.
Αν η Ουάσιγκτον μπορούσε να καταλήξει σε μια συμφωνία με την Τουρκία για μια ζώνη ασφαλείας στη βόρεια Συρία, θα μπορούσε να υποστηρίξει τους Τούρκους και τους συμμάχους τους της συριακής αντιπολίτευσης με συμβουλευτικές ομάδες και εναέριες δυνάμεις, περιορίζοντας τη δραστηριότητα του PYD στις μη κουρδικές περιοχές. Αρνούμενη, δε, να αναγνωρίσει την αυτονομία του PYD, μεγάλο μέρος της έχθρας στην τρέχουσα σχέση θα διαλύονταν.
Μια τέτοια κοινή προσπάθεια θα μόχλευε επίσης την αντίθεση των ΗΠΑ προς το Ιράν και τις προσπάθειες της Ρωσίας να πιέσουν για μια ολοκληρωτική νίκη εναντίον της συριακής αντιπολίτευσης, παρά την τρέχουσα κατάπαυση του πυρός.
Κοινές προσπάθειες ΗΠΑ- Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, ξεχωριστού μετώπου στα δυτικά των δυνάμεων του PYD κατά της Raqqa, θα μπορούσε να επισπεύσει την καταστροφή του ισλαμικού κράτους.
Σε κάθε περίπτωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν δύσκολα να διεξάγουν μια σοβαρή εκστρατεία κατά του Ισλαμικού Κράτους στη βόρεια Συρία χωρίς τις τουρκικές βάσεις, που συνεπάγεται ένα κόστος στη συνεργασία.
Το PKK παρέχει μια άλλη βάση για τη συνεργασία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να συμβάλουν περισσότερο με την παροχή πληροφοριών στον αγώνα της Τουρκίας κατά του ΡΚΚ, ζητώντας σε αντάλλαγμα επιπροσθέτως, την επίγνωση των τουρκικών σχεδίων για την καταπολέμηση της ομάδας.
Η Ουάσιγκτον πρέπει επίσης να διαχειριστεί τη σχέση Τουρκίας-PYD στη Συρία πέρα απο την εκστρατεία κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Σε μακροπρόθεσμη βάση, η διαχείριση αυτής της σχέσης θα πρέπει να καταλήξει σε νέες ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ της Άγκυρας και του PKK (Άγκυρας και του PYD, και των δύο η άποψη διαμορφώνεται μέσα απο τους φακούς των δεσμών Τουρκίας- PKK), μια εξέλιξη που θα αλλάξει σχεδόν αμέσως το περιεχόμενο των δεσμών Τουρκίας-PYD.
Ο Ερντογάν, ο οποίος θέλει να γίνει εκτελεστικός πρόεδρος, ξέρει ότι αν μπορεί να προσφέρει μια στρατιωτική νίκη εναντίον του ΡΚΚ, η εξέλιξη αυτή θα τον κάνει πολύ δημοφιλή στα μάτια πολλών ψηφοφόρων.
Θα μπορούσε έτσι να ανταμειφθεί με περισσότερο από 50 τοις εκατό των ψήφων, ανοίγοντας το δρόμο για μια εκτελεστική και κομματική προεδρία και την εκπλήρωση του πολυαναμενόμενου ονείρου του.
Πράγματι, η Τουρκία είναι απίθανο να αρχίσει ειρηνευτικές συνομιλίες με το ΡΚΚ μέχρι ο Ερντογάν να αναγκάσει την ομάδα σε κάποιο είδος στρατιωτικής ήττας, το οποίο σημαίνει ότι οι δεσμοί της Τουρκίας με το PYD θα είναι γεμάτοι με εντάσεις μέχρις ότου ο Ερντογάν κατακτήσει μια τέτοια νίκη.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να εξετάσουν την παροχή ενισχυμένης στρατιωτικής βοήθειας προς την Τουρκία για να πετύχουν αυτό το αποτέλεσμα.
Σε αυτό το πλαίσιο, το μεγαλύτερο περιουσιακό στοιχείο του Ερντογάν είναι ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ο ιδρυτής του ΡΚΚ, ο οποίος είναι τώρα σε τουρκική φυλακή και εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης.
Ο Οτσαλάν έχει χαρισματική επιρροή πάνω στο PKK, αλλά και το PYD, με τις αφίσες του στα γραφεία του PYD και κονκάρδες του στις στολές των Μονάδων Λαϊκής Άμυνας (YPG), όπως είναι γνωστή η πολιτοφυλακή του PYD, σηματοδοτώντας τους δεσμούς της ομάδας με το PKK.
Μέχρι στιγμής, ο Ερντογάν έχει κρατήσει τον Οτσαλάν σε απομόνωση. Όταν ο ίδιος αισθανθεί ότι θα έχει προκαλέσει αρκετή στρατιωτική ζημιά στο ΡΚΚ, θα επιτρέψει στον Οτσαλάν να μιλήσει, σε αυτό το σημείο ο ηγέτης του ΡΚΚ, κατά πάσα πιθανότητα, θα ζητήσει από την οργάνωση να καταθέσει τα όπλα.
Ο Οτσαλάν θέλει να βγει από τη φυλακή, ως μέρος ενός συμβιβασμού με τον Ερντογάν, και για το σκοπό αυτό, θα παραδώσει ένα μήνυμα στο PKK κατάπαυσης του πυρός, όταν ο Ερντογάν είναι έτοιμος για αυτό. Τόσο το PKK όσο και το PYD είναι πιθανό να ακούσουν τον Οτσαλάν, τον επίτιμο και, πιο σημαντικό, ιδεολογικό ηγέτη τους.
Σε αυτό το σημείο, οι δεσμοί Τουρκίας-PYD φαινομενικά θα μετακινηθούν πίσω στη μετά το 2013 περίοδο, με τις εντάσεις να πέφτουν σημαντικά και την Άγκυρα και το PYD να αποκαθιστούν επαφές της περιόδου 2014-15.
Οι ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ Τουρκίας και PKK θα βοηθήσουν στην ομαλοποίηση των δεσμών της Τουρκίας με το PYD στη Rojava, της Συρίας που είναι ο τόπος του.
Σε μακροπρόθεσμη βάση, με την προϋπόθεση διευθετήσεων με τον Οτσαλάν και το ΡΚΚ, η Τουρκία θα μπορούσε ακόμη και θεωρητικά να οικοδομήσει μια σχέση με τη Rojava παρόμοια με τους δεσμούς της με την περιφερειακή κυβέρνηση του Κουρδιστάν.
Το 2007, η ηγεσία της περιφερειακής κυβέρνησης του Κουρδιστάν, συνειδητοποιώντας ότι ήταν περιτριγυρισμένη από εχθρικά κράτη- το Ιράν, το Ιράκ, τη Συρία, και την Τουρκία– και ότι χρειάζεται, τουλάχιστον, ένα φίλο για να επιβιώσει, προσέγγισε την Τουρκία.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, το Ερμπίλ προσέφερε στην Άγκυρα οικονομικά και δημοσιονομικά κίνητρα, όπως η πρόσβαση στις αγορές του KRG, καθώς και το φυσικό αέριο και συμφωνίες πετρελαίου. Οι οικονομικοί δεσμοί έγιναν τα δομικά στοιχεία της σχέσης, εγκαθιδρύοντας εμπιστοσύνη, και σύντομα στενότερη πολιτική συνεργασία και, ακόμη, συνεργασία για την ασφάλεια ακολούθησε μεταξύ της Άγκυρας και των Κούρδων του Ιράκ.
Παρά το γεγονός ότι η Rojava δεν έχει τόσο πολύ πετρέλαιο όπως η περιφερειακή κυβέρνηση του Κουρδιστάν, η τουρκική πρόσβαση στις αγορές της και στον τομέα των κατασκευών, θα είναι μια κίνηση για την προσέγγιση μεταξύ της Άγκυρας και των Κούρδων της Συρίας.
Πιο σημαντικό για την Άγκυρα, η Rojava θα μπορούσε να προσφέρει στην Τουρκία έναν κλοιό για την προστασία της Τουρκίας από την αστάθεια, τους θρησκευτικούς πολέμους, τις συγκρούσεις, και τις απειλές του τζιχάντ που προέρχονται από την υπόλοιπη Συρία, με τον ίδιο τρόπο που το KRG ενεργεί ως ένας πολύ αποτελεσματικός ρυθμιστικός παράγων μεταξύ του ασταθούς κέντρου του Ιράκ και της Τουρκίας .
Την οικοδόμηση μιας στενής σχέσης μεταξύ της Τουρκίας και της Rojava μπορεί να την οραματιστεί κανείς μόνο στο πλαίσιο των ειρηνευτικών συνομιλιών και τις καλές σχέσεις μεταξύ Άγκυρας και ΡΚΚ, και κατ ‘επέκταση καλές σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και του PYD.
Απο τη δική τους πλευρά, οι Σύροι Κούρδοι θα μπορούσαν τελικά να αποφασίσουν, ακολουθώντας το παράδειγμα του KRG, ότι δεν μπορούν να επιβιώσουν σε μια εχθρική γειτονιά που περιβάλλεται μόνο από τους εχθρούς, και ότι θα χρειαστεί, τουλάχιστον, ένας φίλος-η Τουρκία-προκειμένου να επιβιώσουν μακροπρόθεσμα .
Η πολιτική των ΗΠΑ θα πρέπει να βοηθήσει την Άγκυρα να αποδυναμώσει το ΡΚΚ στρατιωτικά προκειμένου να ωθήσει τις συνομιλίες Τουρκίας-PKK, ένας προάγγελος της εξομάλυνσης των σχέσεων της Τουρκίας με τη Rojava. Ακόμα και αν οι δεσμοί Τουρκίας-Rojava ποτέ δεν θα φθάσουν στο επίπεδο των δεσμών Τουρκίας-KRG, το KRG είναι πολύ μεγαλύτερο από ό, τι η οντότητα της Rojava και προσφέρει στην Τουρκία πολλά περισσότερα οικονομικά οφέλη, η Τουρκία και οι Κούρδοι της Συρίας θα μπορούσαν, ακόμα, να έρθουν σε ένα modus vivendi.
ΓΕΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Το πιο σημαντικό πέρα από το αίνιγμα της Συρίας / Ιράν είναι η Ρωσία. Υψηλού επιπέδου συζητήσεις απαιτούνται για την αξιολόγηση του που θα σταθούν Άγκυρα και Ουάσιγκτον στο θέμα της Ρωσίας γενικά και της Ρωσίας ως μιας άτυπης συμμάχου του Ιράν στη Συρία και, ίσως, αλλού στην περιοχή.
Η Τουρκία πρέπει να γνωρίζει αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα περιορίσουν τη Ρωσία ή αν η Τουρκία θα πρέπει να μείνει μόνη της, όπως συνέβη πρόσφατα στη μάχη της αλ-Μπαμπ.
Από την πλευρά τους, οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ χρειάζονται περισσότερη σαφήνεια σχετικά με το τουρκικό όραμα για τον αγωγό Turkish Sream τον οποίο ανακοίνωσε ο Ερντογάν νωρίτερα αυτόν (τον περασμένο) χρόνο στην Αγία Πετρούπολη. Εάν η πρόθεση είναι πραγματικά να αντικαταστήσει τα 60 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ρωσικού φυσικού αερίου, που τώρα ρέουν ετησίως μέσω της Ουκρανίας, (ένα τέταρτο στην Τουρκία, τα υπόλοιπα σε κράτη μέλη της ΕΕ), αυτό θα έχει σοβαρές γεωστρατηγικές συνέπειες και συνέπειες στην ενεργειακή ασφάλεια και απαιτεί σε βάθος συζήτηση.
Αν η άτυπη συμμαχία Ρωσίας-Ιράν για τη Συρία συνεχισθεί, ιδιαίτερα εάν η ρωσική ανάπτυξη στη Συρία παραμείνει, η Ουάσιγκτον θα πρέπει επίσης να επιδείξει προθυμία να διατηρηθούν τα Patriot του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης της αναδιάταξης των συστοιχειών των Patriot των ΗΠΑ στην Τουρκία, μέχρι την τελική συμφωνία της Γενεύης για τη Συρία ή την έναρξη της ρωσικής αποχώρησης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν επίσης να αναπτύξουν περιοδικά F-22 ή F-35 μαχητικά πέμπτης γενιάς στην Αεροπορική Βάση Ιντσιρλίκ της Τουρκίας για να επισημάνουν τη σοβαρότητα των προσπαθειών των ΗΠΑ να περιορίσουν τη Ρωσία.
Η δέσμευση των ΗΠΑ θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει πιο συχνές επιχειρήσεις στη Μαύρη Θάλασσα, ως μέρος της ναυτικής αναπτύξεως του ΝΑΤΟ, τόσο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, μονομερώς, όσο και σε συνεργασία με την Τουρκία.
Στο θέμα της Κύπρου όπως και στις τουρκοισραηλινές σχέσεις, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να αυξήσει την εμπλοκή της. Αυτό θα πρέπει να γίνει σε συνδυασμό με τις προσπάθειες των ΗΠΑ για την εξαγωγή φυσικού αερίου απο την Ανατολική Μεσόγειο προς τον τουρκικό «Ευρασιατικό κόμβο φυσικού αερίου” και την υποστήριξη απο τις ΗΠΑ των αγωγών Μπακού (Αζερμπαϊτζάν) στην Τουρκία.
Ομοίως, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να δώσουν συγκεκριμένη υποστήριξη μαζί με την ΕΕ για τον αγωγό Trans-Anatolian Natural Gas Pipeline (TANAP) και Trans Adriatic Pipeline (TAP) για την μεταφορά αζερικού και, πιθανώς, άλλου κασπιανού ή, ακόμη και Ιρακινού αερίου στην Ευρώπη δια μέσου της Τουρκίας.
Όσον αφορά το Ιράκ, η Ουάσιγκτον και η Άγκυρα θα πρέπει να συνεχίσουν τη συνεργασία τους στον τομέα της ασφάλειας της Περιφερειακής Κυβέρνησης του Κουρδιστάν (KRG).
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να είναι προσεκτικές, εντός των ορίων των σχέσεών τους με τη Βαγδάτη, για να μην αποθαρρύνουν τη συνεργασία Τουρκίας-KRG στον τομέα των υδρογονανθράκων.
Λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες τόσο για το απευθείας εμπόριο όσο και τις αποστολές διέλευσης, μέσω του ολοένα και περισσότερο πλούσιου σε πετρέλαιο Ιράκ, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να υποστηρίξουν τη συμφιλίωση μεταξύ Βαγδάτη και Άγκυρας.
Πραγματική πρόοδος στο μέτωπο αυτό, ωστόσο, θα εξαρτηθεί από την επιτυχή και συντεταγμένη πολιτική των ΗΠΑ-Τουρκίας, προς τη Συρία και το Ιράν.
Τέλος, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να βρει τρόπους εντός ή εκτός του Διατλαντικού Εμπορίου και της Επενδυτικής Εταιρικής Σχέσης (T-TIP) για την εμβάθυνση του διμερούς εμπορίου και των επενδύσεων. Πηγαίνοντας προς τα εμπρός, οικοδομώντας οικονομικές σχέσεις στην Τουρκία είναι ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλίσουν οι ΗΠΑ πολιτική επιρροή στις σχέσεις τους.
Τι μπορεί η Τουρκία να δώσει σε αντάλλαγμα;
Σε αντάλλαγμα, για τα προτεινόμενα βήματα των ΗΠΑ, τα πέντε κύρια θέματα στα οποία η Τουρκία θα μπορούσε να είναι χρήσιμη, περιλαμβάνουν μια ισχυρότερη δέσμευση για την καταπολέμηση του ισλαμικού κράτους, μια επιστροφή σε ειρηνευτικές συνομιλίες με το ΡΚΚ, μεγαλύτερη ευελιξία στην Κύπρο και το Ισραήλ, στενότερη συνεργασία με την Ουάσιγκτον στις στρατιωτικές κινήσεις, κυρίως στη Συρία και ενάντια στις ρωσικές προκλήσεις γύρω απο την Τουρκία, και μεγαλύτερη έμφαση στις δημοκρατικές αξίες, το κράτος δικαίου, και τις εσωτερικές ελευθερίες.
Δυστυχώς, το Ισλαμικό Κράτος έχει στοχεύσει και, όπως φαίνεται με την επίθεση την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στην Κωνσταντινούπολη, θα στοχεύει όλο και περισσότερο την Τουρκία, ως εκ τούτου, η συνεργασία με την Τουρκία κατά της τζιχαντιστικής ομάδας, παρέχει μία ευκαιρία για την οικοδόμηση δεσμών.
Επιπλέον, ακόμη και στον απόηχο της τουρκο-ρωσικής κανονικοποίησης, η ευρύτερη αναβίωση του Ρωσικού γείτονα -τώρα της Τουρκίας στην Κριμαία και στα νότια σύνορα- αναμφίβολα θα υπενθυμίσει στον Ερντογάν την αξία του ΝΑΤΟ και θα μπορούσε να συμβάλει στη βελτίωση των στρατιωτικών δεσμών ΗΠΑ-Τουρκίας κατά τη διάρκεια της νέας αμερικανικής διοίκησης.
Σχετικά, η επιθετικότητα της Ρωσίας προς την Τουρκία μετά το Νοέμβριο του 2015 με την κατάρριψη ενός ρωσικού στρατιωτικού αεροπλάνου κατέδειξε με σαφήνεια τον πόσο εκδικητική μπορεί να είναι η Μόσχα.
Παρ ‘όλα αυτά, με την κατάπαυση του πυρός στη Συρία, με τη μεσολάβηση της Ρωσίας, τον Δεκέμβριο, και στη συνέχεια η πρόσκληση στη Ρωσία να παράσχει (προφανώς, αναποτελεσματικά) αεροπορική υποστήριξη γύρω από την al-Bab στις αρχές Ιανουαρίου 2017, η Τουρκία έστειλε μήνυμα στην Ουάσιγκτον ότι η απουσία της για δέσμευση και υποστήριξη των τουρκικών στόχων, οδηγεί την Τουρκία σε διαπραγμάτευση με τον Πούτιν.
Τελικά, το τι μπορεί να κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία κατά του Ισλαμικού κράτους μαζί με τη σκέψη για πιθανή ειρήνη μεταξύ της Τουρκίας και των Κούρδων, θα υπαγορεύσει την επιτυχία αυτής της συναλλακτικής σχέσης. Εάν η Τουρκία προχωρήσει σε ειρήνη με τους Κούρδους στο εσωτερικό, κάτι που θα μπορούσε να εγκαινιάσει η ενίσχυση της αμερικανικής βοήθειας προς την Τουρκία κατά του ΡΚΚ, μπορεί ακόμη πιο εύκολα να κάνει ειρήνη με τους Κούρδους στη Συρία, διευκολύνοντας μια Τουρκο-κουρδική υπόσταση στη Μέση Ανατολή παρόμοια με της Άγκυρας με την KRG -κάτι που είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ.
Η ικανότητα της Ουάσινγκτον να συζητήσει τουρκικά θέματα επηρεάζεται απο την τουρκική συμπεριφορά στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, και το πως βλέπουν την Τουρκία από το εξωτερικό.
Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό η πολιτική των ΗΠΑ για την Τουρκία να καθοδηγείται από μια έμφαση στο κράτος δικαίου, το οποίο έχει καταστραφεί σημαντικά εδώ και μια δεκαπενταετία απο την άσκηση εξουσίας απο το ΑΚΡ.
Ο επόμενος πρόεδρος πρέπει να θέσει θέμα κράτους δικαίου στις σχέσεις με την Τουρκία ως μέσου, όχι μόνο για τον περιορισμό του αυταρχισμού του ΑΚΡ, αλλά και υπενθυμίζοντας στον Ερντογάν ότι, επίσης, αυτός ο ίδιος θα χρειαστεί αυτό το πρότυπο όταν το AKP και ο Ερντογάν πέσουν από την εξουσία.
Κατά την τελευταία δεκαετία, με τον Ερντογάν, η Τουρκία προχώρησε από το να είναι μια χώρα ως επί το πλείστον φτωχή σε μια χώρα ως επί το πλείστον μεσαίου εισοδήματος.
Τώρα, η Τουρκία έχει την ευκαιρία να κινηθεί προς τα πάνω στη σκάλα και να γίνει μια υψηλού εισοδήματος οικονομία, παρά την πτωτική πορεία των οικονομικών επιδόσεων το 2016. Η χώρα, όμως, δεν μπορεί να το κάνει απλά κατασκευάζοντας αυτοκίνητα, όπως κάνει τώρα, αλλά, αντίθετα, με το να γίνει ένα κομβικό σημείο για την “Googles” του κόσμου και άλλες βιομηχανίες προστιθέμενης αξίας που βασίζονται στην πληροφορία. Αυτό είναι που σημαίνει ότι ελευθερίες χωρίς δεσμεύσεις μπαίνουν στο παιχνίδι.
Για να γίνει κομβικό σημείο για την “Googles,« η Τουρκία πρέπει να γίνει μια ανοιχτή κοινωνία, ικανή να προσελκύσει δημιουργικούς επαγγελματίες από όλο τον κόσμο και να κρατήσει δημιουργικούς ανθρώπους στο σπίτι της.
Μόνο μια κοινωνία που θα παρέχει απεριόριστα δικαιώματα και ελευθερίες, που θεωρείται ότι έχει ένα σεβαστό και ανεξάρτητο δικαστικό σύστημα, θα μπορεί να επιτύχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα, προς το συμφέρον όλων των Τούρκων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε ιδιαίτερη θέση να πετύχουν αυτό το θέμα αλλά μόνον όταν και οι δύο πλευρές συνεργάζονται συναλλακτικά και οι προσωπικές σχέσεις μεταξύ των ηγετών λειτουργούν καλύτερα απο ό,τι μέχρι σήμερα.
Είναι πιθανό ότι οι ορμητικές ενέργειες του Ερντογάν, συχνά, περιφρόνηση για τη Δύση, και η τάση του για όλο και περισσότερη εξουσία, θα καταστήσουν οποιαδήποτε πολιτική συνεργασίας με τις ΗΠΑ συζητήσιμη. Αλλά αυτό είναι μια πιθανότητα, όχι βεβαιότητα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να γείρουν τη ζυγαριά προς μια διαφορετική έκβαση με τις σωστές πολιτικές και προσωπικές σχέσεις. Το τελευταίο περιλαμβάνει τιθάσευση της κατανοητής οργής πολλών κυβερνήσεων των ΗΠΑ και στρατιωτικών αξιωματούχων οι οποίοι ενοχλούνται από την τουρκική κριτική, ένα χαρακτηριστικό της σχέσης που είναι προγενέστερο και πηγαίνει πέρα απο τον Ερντογάν.
Τέλος, η Ουάσιγκτον έχει λίγα να χάσει απο μια προσέγγιση περισσότερο-καρότα-από- μπαστούνια. Τα μπαστούνια κοστίζουν πολύ: οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Δύση χρειάζονται την Τουρκία, η Τουρκία και Ερντογάν, επίσης, χρειάζονται τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Φανταζομαι ολοι οι Ελληνες-Ελλαδιτες και Ελληνοκυπριοι, θα περιμεναν στις εκτιμησεις και προυποθεσεις για συσφιξη των Αμερικανοτουρκικων σχεσεων των δυο ειδικων και σχετικων, με τα εκτεθεντα θεματα. κυριων και καμια φρασουλα για επιλυση του Κυπριακου προβληματος, τουλαχιστον απο την Αμερικανικη πλευρα. Και εμεις με τις Γενευες μας και τα Μον Πελεραν, μηπως ριπτομεν υδωρ ες πιθον Δαναιδων;;;.