του Δημήτρη Νατσιού
Στον πανηγυρικό λόγο που εκφώνησε ο Στρατής Μυριβήλης αναφέρει και ένα ωραίο επεισόδιο. Ο σπουδαίος λογοτέχνης μας είχε εξασφαλίσει άδεια από το Γενικό Επιτελείο για να ανεβεί τις παγωμένες αετοράχες της Πίνδου και να παρευρεθεί θεατής στον πανεθνικό συναγερμό του Σαράντα. Είδε πολλά και θαυμαστά. Διαβάζω: «Ένας φαντάρος έπιασε αιχμάλωτο έναν Ιταλό λοχία, την ώρα που ο λόχος του δέχτηκε στα σκοτεινά την αιφνιδιαστική επίθεση. Ο Ιταλός ετοιμαζόταν να τον μαχαιρώσει στα μουλωχτά με την ξιφολόγχη του. Έπιασε το χέρι του, το δάγκωσε και τον αφόπλισε.
-“Πώς σου ήρθε και δεν τον σκότωσες μες στην νύχτα;”, τον ρώτησα.
-“Να σας πω” μου είπε. “Εκείνη την ώρα, έτσι που με ξάφνιασε, ετοιμαζόμουν να του την φέρω. Οι σύντροφοί του, που μας είχαν κάνει τον αιφνιδιασμό, το ‘βαλαν στα πόδια και τον άφησαν. Όπου τόνε κοίταξα στη φέξη της φωτιστικής ρουκέτας. Ήταν όμορφο παλληκάρι. Λυπήθηκα να τον χαλάσω”. Και γέλασε σαν παιδί για την αδυναμία του. Φαντάζομαι πως μόνο ένας Έλληνας πολεμιστής, ανάμεσα σε όλους τους πολεμιστές του κόσμου, μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Και η φράση που μεταχειρίστηκε ήταν τόσο ωραία. Είπε “λυπήθηκα να τον χαλάσω”. Υπάρχουν ευτυχισμένες στιγμές , που ένα άτομο, ξαφνικά συγκεντρώνει και εκφράζει την ευγένεια ενός λαού, μιας ολάκερης φυλής». (Ακαδημία Αθηνών, «Πανηγυρικοί λόγοι ακαδημαϊκών», σελ. 319).
Αυτά τω καιρώ εκείνω, την 28η Οκτωβρίου του 1940, που «κοιμηθήκαμε άνθρωποι και ξυπνήσαμε έθνος». Όταν ήμασταν αληθινοί Έλληνες και όχι ασκέρι αδέσποτο.
Διαβάζω για τις σημερινές προκοπές της «άλκιμης» νεολαίας μας. 23 Οκτωβρίου 2021. «Λίγο μετά τα μεσάνυχτα ομάδα 100 περίπου κουκουλοφόρων βγήκε από το ΑΠΘ και επιτέθηκε με βόμβες μολότοφ σε διμοιρία των ΜΑΤ. Οι αστυνομία απώθησε τους νεαρούς, οι οποίοι επέστρεψαν στο ΑΠΘ, για να επιτεθούν εκ νέου λίγα λεπτά αργότερα… Να σημειωθεί ότι εντός του πανεπιστημιακού χώρου, βρισκόταν σε εξέλιξη πάρτυ οικονομικής ενίσχυσης φυλακισμένων και διωκομένων αντεξουσιαστών». (Από τον ιστότοπο «εφημερίδα»).
Μάλιστα. Στο πρώτο κείμενο αναπνέεις. Ανάσες λευτεριάς, ηρωισμού και ευγένειας. Στο δεύτερο πιάνεις την μύτη σου από τις αναθυμιάσεις. Δυσωδία, παρακμή και μίσος. Η αγέραστη Ελλάδα του ’40 και η ετοιμοθάνατη Ελλάδα του 2021.
Στο προλογικό κείμενο, ένα νέο παιδί, στρατιώτης στο μέτωπο, από κάποιο χωριό της πατρίδας, με λίγα ή καθόλου γράμματα, που πριν ανέβει στα διάσελα της ιστορίας, πάλευε με τη γη των προγόνων του, την καλλιεργούσε. Δεν ήταν χώμα απλό, ήταν αγκαλιά γι’ αυτόν. Έπαιρνα τον ιδρώτα του και του έδινε καρπούς. Έπαιρνε την ζωή του και του έδινε μνήμη, ευλάβεια, σέβας στα χώματα που ήταν θαμμένοι οι γεννήτορες. Ήταν η πατρίδα του έννοια και αξία σεπτή, αγία. Και άγια έπραξε και δεν χάλασε τον αιχμάλωτο εχθρό. Έρρεε η ιστορία του Γένους στις αρτηρίες του.
Κάποτε τα παλληκάρια του αετού της Ρούμελης, του Καραϊσκάκη, συνέλαβαν ένα δειλό, έναν κιοτή, σαπιοκοιλιά που έλεγε ο στρατηγός. Τον έφεραν μπροστά του. Η ποινή γι’ αυτόν ήταν ο θάνατος. Τον ρώτησαν τι να τον κάνουν, αρπάζοντας τα γιαταγάνια. «Αν τον σκοτώσετε θα πράξετε δίκαια», τους λέει. «Αν του χαρίσετε την ζωή, θα πράξετε άγια». Και του χάρισαν την ζωή, γιατί και αυτός είχε το «φύσημα του Θεού» μέσα του που θα έλεγε και ο Μακρυγιάννης.
Έξω από το πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ελληνόπουλα κι αυτά. Με μόρφωση και ξένες γλώσσες. Μπουκωμένα από μεταπτυχιακά και διδακτορικά χαρτιά. Μεγαλωμένα με χειρότερη τιμωρία που καταδικάσαμε τα παιδιά μας. Να μην τους λείπει τίποτε. Με τα θαυμάσια παιδικά δωμάτια, σκαρφαλωμένα σε κάποιον όροφο πολυκατοικίας. Μοσχοαναθρεμμένες μοναχοκόρες και μοναχογιοί οι περισσότεροι. Με την, καταπώς λένε τα τελευταία χρόνια, «κλασσική Ελληνίδα μαμά», δούλα του και υπηρέτρια.
Παρένθεση. Όχι, δεν είναι αυτή η κλασσική Ελληνίδα μητέρα. Αυτή είναι το κακέκτυπό της. Διαβάζω στην τότε, του 1940, εφ. «Πρωία», μια επιστολή μιας μάνας, χήρας από το Μέγαρα, που μόλις είχε λάβει τον πολεμικό σταυρό ανδρείας του σκοτωμένου γιου της. «Ο Δημητρός μου, ο μοναχογιός μου, ο προστάτης των τριών κοριτσιών μου, έπεσε υπέρ πίστεως και πατρίδος. Χαλάλι της πατρίδας ο Δημητρός μου. Ας ήτανε να πέθαινα κι εγώ πολεμώντας μαζί του. Ζήτω η Ελλάς». (Από τον τόμο «ο τύπος στον αγώνα»). Αυτή είναι Ελληνίδα μάνα και όχι κάποια «κλασσική» μαμά του σήμερα, που, με το κινητό στο χέρι, ανατρέφει τον αυριανό «ανδρείο» κουκουλοφόρο γιο της.
Έβγαιναν οι λόχοι των… κουκουλοφλώρων από τα απόρθητα και άσυλα ορμητήριά τους στο ΑΠΘ. Και ποιους στόχευαν με τις βόμβες τους; Την αστυνομία. Πώς λέγεται αυτό, χωρίς να τα μπογιατίζουμε με αριστερόμυαλες ανοησίες και ιδεοληψίες; Εμφύλιες διαμάχες. Ποιος τρίβει τα χέρια του; Ο λύκος απέναντι. Ποιος λάκκο σκάβουμε; Τον δικό μας. Ποιος φταίει; Ας γράψει ο καθένας μας την απάντηση. Μόνο να σκεφτούμε πολύ προς τα πού θα στρέψουμε τον δείκτη του χεριού μας. (Η παράνοια είναι χωρίς όρια. Ενώθηκαν ορδές κουκουλοφόρων με ρομάδες, απειλώντας για αντίποινα. Όταν έπεφτε νεκρό ένα παιδάκι στην αυλή του σχολείου του, στην Αθήνα, από αεροντουφεκιές των ρομάδων, πού ήταν οι κουκουλοφόροι να διαμαρτυρηθούν; Και το έγκλημα παραμένει ανεξιχνίαστο. Τι να πει κανείς;).
Πίσω πάλι στα «μεγάλα χρόνια», στην Ελλάδα που ήξερε να αντιστέκεται, στην τρανή πατρίδα που είχε τα μάτια της στραμμένα στον ουρανό. Ο συγγραφέας Χρ. Ζαλοκώστας στο βιβλίο του «Το περιβόλι των θεών», (σελ. 135), περιγράφει την επίσκεψη του πρωθυπουργού Μεταξά στο στρατιωτικό νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» και την στιχομυθία με πληγωμένο στρατιώτη:
«-Πού πληγώθηκες εσύ, παιδί μου;
-Στο Ιβάν!
-Ε, το Ιβάν το τιμωρήσαμε! Έπεσε χθες το βράδυ.
-Ναι, έπεσε κ. Πρόεδρε. Θα μπορούσε όμως να είχε πέσει εδώ και πέντε μέρες. Όταν βρήκαμε την πρώτη αντίσταση, έπρεπε να μας θυσιάσει ο συνταγματάρχης μας. Θα το παίρναμε από τότε».
Ας τιμήσουμε μεθαύριο κατά την επέτειο του ΟΧΙ, κάποιους «κλασσικούς Έλληνες» που ήξεραν να πουν γιατί, εδώ και εικοσιπέντε αιώνες, ο Αισχύλος, θέλησε να του γράψουν στον τάφο του επιτύμβιο, όχι πως στάθηκε ο ποιητής της «Ορέστειας», αλλά ότι πολέμησε στον Μαραθώνα.
Δημήτρης Νατσιός δάσκαλος-Κιλκίς