Η έννοια «παράδοση» και ο Ποντιακός λόγος αυτοπροσδιορισμού

- Advertisement -

 

Γιάννης Τσεκούρας

 Ο Εθνομουσικολόγος Γιάννης Τσεκούρας, αναπτύσσει εισήγηση με θέμα:   «Η έννοια «παράδοση» και ο Ποντιακός λόγος αυτοπροσδιορισμού: Μια ανθρωπολογική προσέγγιση», σε εκδήλωση που διοργάνωσε η ΔΙΣΥΠΕ στις 5-6 Αυγούστου 2017 στο Δημαρχείο Πανοράματος, αίθουσα «Λίτσα Φωκίδου» στη Θεσσαλονίκη, κατά το 8ο Παγκόσμιο Συνέδριο Ποντιακού Ελληνισμού.

Η έννοια παράδοση έχει κεντρική θέση στον ποντιακό λόγο ταυτότητας. Η συζήτηση περί ποντιακής παράδοσης είναι πυκνή νοημάτων και συχνά ιδεολογικά φορτισμένη.

Όμως η έννοια παράδοση αποτελεί, επίσης, μία κατηγορία εθνογραφικής και λαογραφικής ανάλυσης.

Η ιδεολογική χρήση της έννοιας είναι ταυτόχρονα αίτιο και αιτιατό της επιστημονικής της νοηματοδότησης και εννοιολόγησης.

Η παρούσα εισήγηση αφορά την διττή αυτή διάσταση της παράδοσης ως αναλυτική κατηγορία και ως όρο ταυτότητας, ως ερμηνευτική έννοια και ως αναγνωρισμένη πολιτισμική πραγματικότητα.

Δεδομένης της ευρείας χρήσης του όρου σε πληθώρα επιστημονικών πεδίων για τις ανάγκες της παρούσας εισήγησης θα περιοριστώ στην πολιτισμική και κοινωνική Ανθρωπολογία. Η παρούσα εισήγηση δομείται σε δύο μέρη.

Πρώτον μία περιληπτική επισκόπηση των εννοιολογικών μετασχηματισμών, της αναλυτικής κατηγορίας παράδοση μέσα από την ανθρωπολογική βιβλιογραφία και δεύτερον μία εξέταση των ποντιακών χρήσεων σε αντιπαραβολή προς τις ανθρωπολογικές.

Στόχος μου είναι να παρέχω έναν θεωρητικό σχολιασμό της ποντιακής χρήσης με απώτερο σκοπό την ανάδειξη των θεωρητικών συμφραζομένων του όρου παράδοση και του πώς επηρεάζουν την ποντιακή ταυτότητα.

Τη συστηματική χρήση του όρου παράδοση ως κατηγορία ανάλυσης πολιτισμού την συναντάμε σε δύο επιστημονικά κινήματα των αρχών του εικοστού αιώνα την Ευρωπαϊκή Εθνική Λαογραφία και την Αμερικανική Διασωστική Εθνογραφία.

Η Ευρωπαϊκή Λαογραφία με όλες τις κατά τόπους σχολές της ασχολούνταν με τη μελέτη της εθνικής ταυτότητας μέσα από τη μελέτη αγροτικών πολιτισμών.

Η Αμερικανική Διασωστική Ανθρωπολογία επικεντρωνόταν στη μελέτη, καταγραφή και διάσωση ιθαγενών πολιτισμών.

Και στα δύο ρεύματα ο όρος παράδοση περιγράφει τη μετάδοση πολιτισμικών στοιχείων από γενιά σε γενιά.

Κατά τους τότε ερευνητές αυτή η μεταβίβαση εστίαζε στη διατήρηση και πιστή αναπαραγωγή τρόπων σκέψης, ιδεολογιών, αρχών, κοινωνικών δομών και συμπεριφορών που με τη σειρά τους καθόριζαν τον υπό μελέτη πολιτισμό.

Η παράδοση όριζε και χαρακτήριζε πολιτισμούς διαφορετικούς η και αντίθετους προς τον δυτικοευρωπαϊκό αστικό πολιτισμό της βιομηχανικής επανάστασης, του διαφωτισμού και της καινοτομίας.

Ο κυρίαρχος πλιτισμός της προόδου έφερνε την αλλαγή και τη νεωτερικότητα. Το μοντέρνο.

Οι παραδοσιακοί πολιτισμοί αναπαράγονται διαχρονικά μέσα από τη διατήρηση και μεταβίβαση από γενιά σε γενιά των ίδιων πολιτισμικών στοιχείων προσέφεραν την πνευματικότητα της συμβολικής θεώρησης του κόσμου η οποία διέφερε ανα περίπτωση ορίζοντας πολιτισμική ιδιαιτερότητα και συλλογική ταυτότητα.

Εν ολίγοις ο όρος παράδοση ως κατηγορία ανάλυσης πολιτισμού νοηματοδοτείται αρχικά ως το άλλο της νεωτερικότητας αυτό το άλλο μπορούμε να το δεχτούμε και ως αντίθετο και ως διαφορετικό, γενικότερα το μη μοντέρνο.

Στα πλαίσια αυτής της αιτιολόγησης, η παράδοση υπήρξε ένα θεωρητικό εργαλείο για την κατοχύρωση της διαχρονικότητας του έθνους και για την υπεράσπιση πολιτισμών που υπέφεραν από βίαιο εκμοντερνισμό.

Η παράδοση ενεργετούμενη ως το άλλο του νεωτερικού συνδηλώνει μία σειρά αντιθετικών διϋσμών:

διατήρηση- αλλαγή, λαός- διανοούμενοι, τοπικό- παγκοσμιοποιητικό, διαφορετικότητα- ομοιομορφία, πνευματικότητα- τεχνολογία και παρελθον-παρον-μελλον.

Σε αυτήν τη σειρά δίπολων η παράδοση αναφερόταν στο πρώτο σκέλος.

Περιέγραφε λαϊκούς πολιτισμούς που θεωρούνταν κλειστοί στην αλλαγή, προσανατολισμένοι στο παρελθόν, συγκεκριμένης γεωγραφικής εμβέλειας και ιδιαίτερης προσωπικότητας και πνευματικότητας.

Η αρχική αυτή σηματοδότηση της παράδοσης βασίζονταν σε ένα επιστημονικό μοντέλο αντικειμενικής παρατήρησης σύμφωνα με το οποίο ο πολιτισμός αποτελεί ένα κλειστό και αυτόνομα σύστημα που μπορεί να εξεταστεί ολιστικά σαν φυσική οντότητα.

Το επιστημονικό αυτό μοντέλο ταύτιζε  επιστημονική ερμηνεία και πολιτισμική πραγματικότητα υποδηλώνοντας ένα επιστημονικό μονόλογο.

Επιπλέον προκρίνοντας την κατανόηση του πολιτισμού ως αντικείμενο εστίαζε πρωτίστως τα πολιτισμικά προϊόντα.

Αυτά κρίνονταν συχνά ως ανεξάρτητα απο τις απόψεις των δημιουργών τους μέσω της αναγνώρισης εγγενών συμβολισμών. Οι παραπάνω θέσεις βρίθουν ηθικών και επιστημονικών προβλημάτων.

Πρώτον ο πολιτισμός ανεξαρτήτως του μεγέθους της κοινωνίας που τον καλλιεργεί είναι μία εξαιρετικά πολύπλοκη οντότητα για να μπορεί να θεωρηθεί ως μία στατική αντικειμενικότητα και να συνοψιστεί σε μία αυθεντική και απόλυτη ερμηνεία.

Δεύτερον η εστίαση στα προϊόντα πολιτισμού συχνά οδηγούσε στην υποτίμηση των φορέων του πολιτισμού ως ανίδεων του ίδιου του πολιτισμού τους ακριβώς επειδή ακολουθούν ασυνείδητα, υποτίθεται, τις επιταγές της παράδοσης.

Όπως αποδείχθηκε μετέπειτα, μέσω συστηματικής επιτόπιας έρευνας, οι παραπάνω προσεγγίσεις επέτρεπαν στους ερευνητές να οικειοποιούνται το λαϊκό πολιτισμό επιβεβαιώνοντας έτσι τις πολιτικές και τις δικιές τους προκαταλήψεις.

Επίσης επέτρεπαν σε κυβερνήσεις να προτείνουν μία εκλεκτική και κανονιστική παρουσίαση του λαϊκού πολιτισμού σύμφωνα με συγκεκριμένες σκοπιμότητες.

Ό,τι ενοχλούσε το εκάστοτε πολιτικό αφήγημα αποκλείονταν από την παράδοση.

Η πιο συστηματική όμως κριτική αφορά το ευρύτερο εννοιολογικό πλαίσιο του όρου.

Ενώ η παράδοση νοείται ως αντίσταση στο νεωτερισμό νοηματοδοτείτο μέσα από την αποδοχή της νεωτερικής διχοτόμησης του κόσμου σε πρόοδο και οπισθοδρόμηση. Όπου η πρόοδος ορίζεται ως ρήξη με το παρελθόν.

Οι παραδοσιακοί πολιτισμοί μην έχοντας αποδεχθεί αυτή τη ρήξη ανήκαν κυρίως και πρωτίστως στο παρελθόν ως στατικές επιβιώσεις προθύστερων ιστορικών σταδίων.

Η εκλεκτική καταγραφή και παρουσίαση επέτρεπε τη δημοσιοποίηση τους και έτσι την επισφράγιση του νεωτερισμού του μοντέρνου, όπως και αν ορίζονταν αυτό, ως τη μόνη δυνατή επιλογή για το μέλλον. Η πίστη ότι το παραδοσιακό χάνεται και πρέπει να διασωθεί εμπέδωνε αυτό το αξίωμα.

Έτσι όλως παραδόξως ο διασωστικος χαρακτήρας της πρώιμης λαογραφίας και ανθρωπολογίας επιβεβαίωνε και επικύρωνε σε θεωρητικό επίπεδο την απώλεια αυτού που υποτίθεται ότι προστάτευε.

Δεδομένων όλων των παραπάνω μετά το 1970 η παράδοση χάνει την αντικειμενική της υπόσταση και απορρίπτεται ως μία ιδεολογική κατασκευή για νεωτερική επινόηση.

Η έννοια παράδοση ανακάμπτει στην ανθρωπολογική ορολογία τη δεκαετία του 1990 μέσα από την συνειδητοποίηση ότι η συλλήβδην απόρριψή της, ως εξωτερική επινόηση, δεν είναι τελικά και πολύ διαφορετική από την αρχική νεωτερική επιβολή την οποία καταδικάζει. Και στις δύο περιπτώσεις το ερμηνευτικό μοντέλο είναι το ίδιο. Αυτό της απόλυτης αντικειμενικής πραγματικότητας που επιτρέπει την παραγωγή ενός επιστημονικού μονολόγου.

Εκεί που αρχικά η παράδοση παρουσιάζονταν ως η παρατηρήσιμη αντικειμενική πραγματικότητα οι επικριτές της την παρουσιάζουν ως την επινόηση ιδεολογικά προκατειλημμένων ερευνητών.

Και στις δύο περιπτώσεις οι ερευνητές αποφασίζουν για τον πολιτισμό των φορέων χωρίς να τους ρωτήσουν.

Στην περίπτωση των επικριτών της παράδοσης ο ερευνητής απορρίπτει την όποια εντόπια χρήση του όρου προεξοφλώντας την ως εξωγενή ιδεολογική επίδραση αρνούμενος την πιθανότητα η έννοια να προϋπάρχει της νεωτερικότητας με ντόπιο περιεχόμενο και υποτιμώντας την πιθανότητα οι ίδιοι φορείς να έχουν αποδεχτεί την πρώϊμη ανθρωπολογική και λαογραφική εννοιολόγηση.

Στην τελευταία περίπτωση οι φορείς κρίνονται απλώς ως παραμελημμένοι μία ερμηνεία που είναι εξίσου υποτιμητική με αυτή της άγνοιας.

Η αναθεώρηση της έννοιας είναι το αποτέλεσμα μιας ευρύτερης επιστημολογικής στροφής στις κοινωνικές επιστήμες από τη θεώρηση του πολιτισμού ως συνόλου αντικειμενικών στατικών πραγματικοτήτων, στην ανάγνωσή του ως ρευστού πλέγματος νοημάτων και ερμηνειών.

Συγκεκριμένα η αναθεώρηση στηρίζεται σε τρεις αλληλοσυμπληρούμενες και αλληλένδετες προϋποθέσεις.

Πρώτον τον αποχωρισμό της παράδοσης από τη νεωτερικότητα

Δεύτερον την προτεραιότητα στο λόγο των φορέων πολιτισμού

και τρίτον την εστίαση στην ερμηνεία και στο νόημα.

Οι ερευνητές θυμήθηκαν ότι η έννοια παράδοση συχνά στον πληθυντικό ως παραδόσεις προϋπάρχει της νοηματοδότησης των αρχών του 20ου αιώνα.

Επομένως υπάρχουν εντόπιες νοηματοδοτήσεις που δεν καθορίζονται μόνο σε σχέση με τη νεωτερικότητα.

Αν πάλι η παράδοση νοηματοδοτείται ως το αντιμοντέρνο οι ερευνητές εξετάζουν αυτή την ερμηνεία ως τμήμα του πολιτισμού.

Ο ανθρωπολόγος Παύλος Κάβουρας σχολιάζοντας τις θεωρίες του επίσης ανθρωπολόγου και υποστηρικτή της παράδοσης Ταλατ Ασατ περιγράφει την παράδοση με την ακόλουθη πρόταση: παράδοση είναι ένα ανιχνευτικό μοντέλο του παρελθόντος που κινείται προς το παρόν.

Η περιγραφή αυτή συνοψίζει λακωνικά τη σύγχρονη εννοιοδότηση του όρου.

Ο παραπάνω ορισμός εστιάζει στη σύνδεση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος απελευθερώνοντας έτσι την παράδοση από το νεωτερικό αξίωμα της ρήξης με το παρελθόν.

Η έννοια παράδοση επαναπροσδιορίζεται ως ερμηνεία που ορίζει ιστορική συνέχεια. Επιπλέον η έμφαση στην ερμηνεία υπογραμμίζει το στοιχείο του αναστοχασμού την αναγνώριση της διαφοράς μεταξύ βιώματος και θεωρίας και έτσι και των αντιληπτικών ορίων τόσο του ερευνητή όσο και του φορέα.

Σχολιάζοντας τον παραπάνω γενικό ορισμό της παράδοσης ως μοντέλο ερμηνείας μπορούμε να αναγνωρίσουμε μία τριπλή διάσταση της έννοιας.

Ως επιστημονικής ερμηνείας η αναγνώριση δηλαδή από την πλευρά του ερευνητή κάποιας μορφής μεταβίβασης πολιτισμού από γενιά σε γενιά, ως συνειδητοποίησης ιστορικής συνέχειας από τον ίδιο τον φορέα πολιτισμού και τέλος ως σκόπιμης και συστηματικής πράξης συνέχισης και διατήρησης με ιδεολογικό και αξιακό περιεχόμενο.

Αυτές οι τρεις εκφάνσεις είναι αλληλοεφαπτόμενες και αλληλοσυμπληρούμενες.

Συνοψίζοντας τους θεωρητικούς μετασχηματισμούς του όρου βλέπουμε μία στροφή από το διατηρούμενο ένα αντικείμενο στην ιστορική διαδικασία, από την παράδοση ως απόλυτη διατήρηση και αναπαραγωγή του πολιτισμικά αντικειμενικού στην παράδοση ως ερμηνεία και δημιουργία ιστορικής συνέχειας.

Σύμφωνα με τη νεότερη αυτή εννοιολόγηση η παράδοση ορίζει διαδικασίες που και αυτές με τη σειρά τους αλλάζουν και εξελίσσονται.

ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η έννοια παράδοση αποκτά στην περίπτωση των Ποντίων ένα βαρύ και πυκνό ιδεολογικό περιεχόμενο ήδη από την απαρχή της χρήσης της.

Θα λέγαμε ότι η χρήση της έννοιας από τους πόντιους κυριαρχείται εξαρχής από την τρίτη διάσταση αυτή της συστηματικής και στοχευμένης διατήρησης πολιτισμικών στοιχείων.

Η έννοια της ποντιακής παράδοσης αναπτύχθηκε, πρωτίστως, στην Ελλάδα μετά το 1922 στα πλαίσια της ελληνικής λαογραφίας αναφερόμενη στην ποντιακή πολιτιστική κληρονομιά.

Ως τέτοια η αναλυτική κατηγορία η «ποντιακή παράδοση» παρουσίαζε πολλά από τα χαρακτηριστικά του αντιμοντέρνου.

Το αποτέλεσμα ήταν μια ακούσια συμφωνία με μια ευρύτερη ελλαδική πρόκριση του δόγματος της νεωτερικότητας.

Το παρόν και το μέλλον είναι η πρόοδος ταυτιζόμενη σχεδόν αποκλειστικά με έναν ελλαδικό ορισμό της Δύσης όποιος και αν είναι αυτός.

Η απώλεια της παράδοσης είναι αναπόφευκτη.

Ο Πόντος και ο πολιτισμός του όπως όλες οι εθνοτικές και τοπικές, ή εθνοτοπικές αν προτιμάτε, κληρονομιές, ανήκουν στην παράδοση, άρα στο παρελθόν.

Επίσης στα πλαίσια της ίδιας θεώρησης η ποντιακή παράδοση μπολιάζεται με ένα μονολογικό δόγμα. Κάθε απομάκρυνση από το θεωρούμενο ως αντικειμενικά παραδοσιακό, κρίνεται ως αλλοτρίωση. Η κυριάρχιση της ποντιακής πολιτισμικής παράδοσης ως το αντιμοντέρνο με τις γνωστές συνδηλώσεις καταμαρτυρείται σε μια σειρά φαινομένων.

Η ποντιακή μουσική λόγου χάρη κυριαρχείται από την αντιπαράθεση  μεταξύ παραδοσιακών και νεοποντιακών. Οι πρώτοι ευαγγελίζονται ένα παραδοσιακό μουσικό ύφος το οποίο, όμως, στην πραγματικότητα δεν έχει διατηρηθεί ατόφιο από τον Πόντο ενώ οι δεύτεροι προβάλλουν μια αναπαράσταση του μοντέρνου που υφολογικά είναι, ήδη, τουλάχιστον 30 χρόνων παλιά.

Ακόμη πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η γλώσσα. Η ποντιακή διάλεκτος φέρει ένα παλαιό λεξιλόγιο δανειζόμενη όρους για σύγχρονες έννοιες από την κοινή ελληνική.

Πώς να τραγουδήσω για σύγχρονα θέματα όταν δεν υπάρχουν ανάλογες ποντιακές λέξεις; Πώς να τραγουδήσω ας πούμε για την τηλεόραση όταν η λέξη δεν υπάρχει στα ποντιακά με ρώτησε ο στιχοπλόκος και μουχαμπετλής  Λευτέρης Κοκκινίδης το 2012.

Η μη παραγωγή νέων λέξεων υπονοεί τη μουσειοποίηση της γλώσσας μέσα από τη συντηρητική διατήρηση της που με τη σειρά της καταδεικνύει την ταύτισή του ποντιακού με το χρονοτελικό παρελθόν και την αντιπαράθεσή του με το ελλαδικό παρόν και μέλλον.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις οδηγούν σε εύλογα ερωτήματα για τη χρησιμότητα της έννοιας παράδοση.

Αν πραγματικά η έννοια συμβάλλει στη νοηματική περιχαράκωση του ποντιακού εκτός του σύγχρονου και ως εκ τούτου στη μουσειοποίησή του, τότε ποια η χρησιμότητά της;

Πριν υιοθετήσουμε άκριτα και βιαστικά τις υπερβολές των επικριτών της παράδοσης του 1980 και 70 πρέπει να λάβουμε υπόψη το ιστορικό πλαίσιο.

Στην περίπτωση των ποντίων η έννοια παράδοση έπεται του νεωτερισμού. Προέκυψε αφού ο τρόπος ζωής των ποντίων είχε καταστραφεί ως αποτέλεσμα της επιβολής του οράματος της εθνικής ομοιογένειας σύμφωνα με το νεωτερικό μοντέλο κρατικής οργάνωσης.

Η γενοκτονία και ο ξεριζωμός επέβαλαν μία βίαιη διακοπή πολιτισμικής συνέχειας ορίζοντας έτσι ένα διαχωρισμό μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο η έννοια παράδοση ήταν ένα χρήσιμο και αναγκαίο διανοητικό εργαλείο για την αναβίωση και διάσωση ενός πολιτισμού ο οποίος είχε εκ των πραγμάτων διακοπεί και εν πολλοίς καταστραφεί.

Η έννοια της ποντιακής παράδοσης ενσαρκώνει και κοινωνεί το βίαιο εκμοντερνισμό που βίωσαν οι πόντιοι την τραυματική συνειδητοποίηση του νεωτερισμού.

Οι ερμηνείες της πρώϊμης Ελληνικής Λαογραφίας έδεσαν θα λέγαμε με την εμπειρία της καταστροφής.

Η νοσταλγία και ο συντηρητισμός που χαρακτηρίζει την ποντιακή ταυτότητα καταδεικνύουν ότι η δυτική διαίρεση του ιστορικού χρόνου σε παρόν- παρελθόν και η ταύτιση του ποντιακού με το δεύτερο μέσα από το ορόσημο του 1922 ήταν βιωμένες πραγματικότητες για τους Πόντιους.

Η πρώϊμη ελληνική λαογραφία βοήθησε τους Πόντιους να περισώσουν ό,τι μπορούσε να διασωθεί και να εμπεδώσουν την πολιτισμική τους διαφορετικότητα ως ανήκουσα σε έναν άλλο τόπο και χρόνο χωρίς να την μετατρέψουν έτσι σε τροχοπέδη για την κοινωνική τους ένταξη.

Επομένως η χρήση του όρου παράδοση για τους Πόντιους αποτελεί μία συνειδητοποιημένη και αναγκαία αποδοχή μέρους, τουλάχιστον, της πρώϊμης εθνογραφικής νοηματοδότησης ακριβώς επειδή ταίριαζε με τις ιστορικές τους εμπειρίες και ανταποκρινόταν στις ανάγκες τους.

Ως τέτοια δεν μπορεί να απαλειφθεί απλά ως νεωτερική επινόηση. Δηλώνει μία ιδιαίτερη και βαθιά βιωμένη αλήθεια. Το ιδεολογικό φορτίο της ποντιακής παράδοσης είναι άμεσα συνυφασμένο με την εμπειρία της καταστροφής.

Ως αποτέλεσμα ο όρος ποντιακή παράδοση έχει σχεδόν ταυτιστεί με την ποντιακή ταυτότητα επιβεβαιώνοντας τον νοσταλγικό χαρακτήρα του ποντιακού αισθήματος. Ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι ότι η ποντιακή παράδοση έχει αλλάξει εννοιολογήσεις. Εχει αποκτήσει τη δική της ιστορία.

Ορίζοντας το διανοητικό πεδίο και την προβολή των προβληματισμών και  αναστοχασμών σε ό,τι αφορά τον οραματισμό του ποντιακού παρελθόντος.

Η ποντιακή νοηματοδότηση της παράδοσης δεν έχει παραμείνει στατική. Το τι είναι παράδοση και το τι είναι ποντιακά παραδοσιακό αλλάζει από γενιά σε γενιά ενσαρκώνοντας τη σχέση των ποντίων με το ποντιακό παρελθόν και με το λόγο απώλειας και νοσταλγίας των πρώτων προσφυγικών γενεών.

Οι μετασχηματισμοί αυτοί παρουσιάζουν μία ακολουθία παρόμοια με αυτή της ανθρωπολογίας κινούμενη από τον επιστημονικό μονόλογο της αντικειμενικής πραγματικότητας προς τη ρευστότητά της ερμηνείας. Η ιστορική απόσταση από τον Πόντο και τις πρώτες γενιές, άλλωστε, καθιστά την αυθεντικότητα μία ποιότητα που δύσκολα μπορεί να μονοπωληθεί.

Την εξέλιξη της έννοιας ποντιακή παράδοση μπορούμε να διαπιστώσουμε σε 4 βήματα ποντιακού λόγου και πράξης.

Πρώτον την απόσταση που οι πόντιοι έχουν πάρει από τις υπερβολές της πρώιμης νοηματοδότησης, ειδικά από την υποτίμηση του φορέα του ποντιακού πολιτισμού εν μέρει λόγω της ιστορικής, πλέον, απόστασης από τις πρώτες γενιές, εν μέρει λόγω της επίδρασης από νέες σχολές σκέψης. Έχει πλέον καταστεί σαφές ότι ο λόγος των φορέων του ποντιακού πολιτισμού είναι το Α και το Ω για τον προορισμό της ποντιακής παράδοσης. Φυσικά αυτή η παραδοχή έχει, απλά, μετακινήσει το ερώτημα από το τι είναι παράδοση στο ποιος είναι παραδοσιακός. Παρόλα αυτά επιτρέπει την εστίαση στην ερμηνεία και την αποφυγή θεωριών βασισμένων στην αυθαίρετη αναγνώριση συμβολισμών. Η απομάκρυνση του ποντιακού χορού από χορογραφίες που βασίζονταν σε τέτοιους συμβολισμούς είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στροφής.

Δεύτερον το περιεχόμενο της ποντιακής παράδοσης έχει πλέον διευρυνθεί έχει εμπλουτιστεί και περιλαμβάνει πολλά περισσότερα μορφώματα προϊόντα και αναπαραστάσεις από ότι τις πρώτες δεκαετίες μετά το 1922. Εδώ πρέπει να αναγνωριστεί η προσφορά της ποντιακής και γενικότερα ελληνικής λαογραφίας. Η διεύρυνση αυτή είναι ένα φυσικό απότοκο της διασωστικής ατζέντας της πρώιμης λαογραφικής νοηματοδότησης της παράδοσης και της ζέσης των Ποντίων να καταγράψουν και να διασώσουν όσο γίνεται περισσότερα.

Από αυτή την άποψη η ποντιακή λαογραφία παρουσιάζει σε μικρογραφία μία παρόμοια εξέλιξη με αυτήν της ανθρωπολογίας. Η συστηματική και συνεχής καταγραφή και μελέτη έχει οδηγήσει σε μία στροφή από τη μονολιθικότητα της μίας παράδοσης στον πλουραλισμό των πολλών παραδόσεων μέσα από την ανάδειξη τοπικών πολιτισμικών διαφοροποιήσεων στον Πόντο.

 Τρίτον, παράδοση και φολκλόρ. Είναι πλέον βαθιά εμπεδωμένοι στους περισσότερους  Πόντιους ότι η αναπαράσταση του παραδοσιακού διαφέρει από το καθαυτό παραδοσιακό. Η διάκριση αυτή διατυπώνεται μέσα από την αντιπαράθεση μεταξύ παράδοσης και φολκλόρ.

Το φολκλόρ αποτελεί μία αναπαράσταση της παράδοσης όχι την παράδοση την ίδια.

Ως τέτοιο εχει το δικό του επιτελεστικό περιβάλλον και πλαίσιο όπως ορίζεται από την παράσταση και τη θεατρική σκηνή. Οι επιτελεστές του ποντιακού φολκλόρ οι χορευτές των συλλόγων έχουν βαθιά συνείδηση ότι αυτό που κάνουν είναι διαφορετικό από την παράδοση την ίδια ότι είναι μία μερική και τμηματική μόνο μεταφορά του ποντιακού πολιτισμού. Μία αναγκαία προσαρμογή στην αστική αισθητική.

Αυτή η διάκριση αντανακλά μία ευρύτερη διάκριση μεταξύ της πραγματικότητας της παράδοσης και των συγχρονικών ερμηνειών που πασχίζουν να την συλλάβουν

Και τέταρτον βίωμα και θεωρία. Σε στενή συνάρτηση με το προηγούμενο στοιχείο οι περισσότεροι πόντοι αναγνωρίζουν, διακρίνουν την διαφορά μεταξύ θεωρίας και βιώματος. , Η διάκριση αυτή συνεχής με τις άνθρωπολογικές θεωρίες περί αναστοχασμού την αναγνώριση των αντιληπτικών και θεωρητικών ορίων ότι καμία θεώρηση δεν μπορεί να περικλείει το σύνολο της εμπειρίας.

Η διάκριση μεταξύ βιωματικού και θεωρητικού επιτρέπει μία κριτική θεώρηση κάθε περιγραφής και θεωρίας περί παράδοσης αλλά και την μετανεωτερική post-modern παραδοχή ότι και η ίδια είναι παράδοση, είναι τελικά μία αναλυτική κατηγορία που δεν μπορεί να συλλάβει το βιωματικό της ποντιακής ταυτότητας στο σύνολο της.

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε τα ακόλουθα:

Η έννοια παράδοση έχει ζυμωθεί στην Ανθρωπολογία μέσα από μία σειρά νοηματοδοτήσεων αποκτώντας έναν ευέλικτο θεωρητικό και ερμηνευτικό χαρακτήρα.

Η έννοια της ποντιακής παράδοσης από την άλλη κυριαρχείται από το βαρύ και βαθύ ιδεολογικό φορτίο των τραυματικών εμπειριών του 1922.

Αυτή η τραυματική κληρονομιά προσδίδει στην έννοια ιδιαίτερη αξία και βάθος αλλά έχει δημιουργήσει μία επιτακτική ανάγκη για διατήρηση που ευνοεί την αναπαραγωγή μαύροασπρων ιδεολογικών σχηματισμών όπως τον νεωτερικό διαχωρισμό σε παρελθόν και παρόν.

Παρόλα αυτά η ίδια η ζέση για διατήρηση έχει οδηγήσει σε αλλαγές ερμηνείας και προσέγγισης που σημαίνουν αλλαγές στις ιδιες τις ποντιακές παραδόσεις. Τόσο ως περιεχόμενο όσο και ως έννοια αποδεικνύονται σε ένα δυναμικό χαρακτήρα οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους οι πόντιοι προσεγγίζουν κατά καιρούς την κληρονομιά τους και ευρύτερες ιστορικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές έχουν οδηγήσει σε θεωρητικές και ερευνητικές ζυμώσεις παρόμοιες με αυτές των Κοινωνικών Επιστημών.

Η παρούσα εισήγηση αποτελεί μία ιδιαίτερα περιορισμένη ανάλυση ενός εξαιρετικά περίπλοκου θεωρητικού ζητήματος. Μία πλήρης επισκόπηση της ιδεολογικής ιστορίας της έννοιας ποντιακή παράδοση απαιτεί την ανάλυση πολύ ευρύτερων πραγματικοτήτων και κυρίως των ιδεολογικών σχηματισμών και ιστορικών διεργασιών που χωρίζουν τις έννοιες Πόντιος και Πόντος.

Ως εκ τούτου, αυτή η εισήγηση είναι λειψή, αφήνει εκτός πολύ περισσότερα από όσα θίγει.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι η έννοια της ποντιακής παράδοσης συνεχώς ανανοηματοδοτούμενη ενσαρκώνει το πάθος και τον αγώνα των Ποντίων να διατηρήσουν τη μνήμη του Πόντου, την ποντιακή πολιτισμική κληρονομιά και το λόγο ταυτότητας των προγόνων τους.

 

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
37,000ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα