Στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 1980 και συγκεκριμένα την 28η Οκτωβρίου, μια βδομάδα δηλαδή πριν τις κάλπες, οι δύο διεκδικητές της προεδρίας διεξήγαγαν την τελευταία από τις προκαθορισμένες προεδρικές συζητήσεις (presidential debates).
Στην διάρκεια της ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Ρέηγκαν απευθυνόμενος, όχι στον αντίπαλό του τον τότε πρόεδρο Κάρτερ και υποψήφιο των Δημοκρατικών αλλά στα εκατομμύρια των πολιτών που παρακολουθούσαν την συζήτηση, τους έθεσε το εξής ρητορικό ερώτημα: «Are you better off now than you were four years ago?» – «Είστε σε καλύτερη κατάσταση τώρα από ότι πριν τέσσερα χρόνια;»
Ήταν η ερώτηση που κέρδισε τις εκλογές για τον Ρέηγκαν και τους Ρεπουμπλικανούς. Τότε η Αμερική του Προέδρου Κάρτερ βίωνε την ομηρία των 52 διπλωμάτων της στην Τεχεράνη από το καθεστώς των μουλάδων και την ταυτόχρονη ταπείνωση της αποτυχίας της στρατιωτικής τους προσπάθειας για την απελευθέρωσή τους. Επιπρόσθετα και κυριότερα για τους Αμερικανούς η οικονομία είχε τα χάλια της με διψήφιο πληθωρισμό. Οι Αμερικανοί δεν έβλεπαν με αισιοδοξία το μέλλον με μια ακόμη προεδρία Κάρτερ.
Στο ρητορικό ερώτημα του Ρέηγκαν ο αμερικανικός λαός απάντησε στις 4 Νοεμβρίου δίδοντας στον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο μια συντριπτική νίκη.
Είναι αξίωμα πως οι άνθρωποι λαμβάνουν αποφάσεις στη βάση των εκτιμήσεων τους ως προς τις προοπτικές για το μέλλον. Και το θεμελιακό προαπαιτούμενο για αυτή την συνθήκη, δηλαδή για την οικοδόμηση και την εμπέδωση της ειρήνης, είναι η ύπαρξη αισθήματος ασφάλειας. Στην περίπτωση της Κύπρου, αμοιβαίου αισθήματος ασφάλειας.
Σήμερα «καθεστώτα εγγυήσεων» είναι ανυπόστατα αναχρονιστικά και χρεοκοπημένα. Η όποια νέα προσπάθεια επαναεπιβολής του στην Κύπρο θα καταλήξει σε μπούμερανγκ διότι θα δημιουργήσει καθολικό αίσθημα ανασφάλειας σε ένα μεγάλο μέρος του κυπριακού λαού. Αυτό ακριβώς συνέβη το 2004 κατά έναν από τους αρχιτέκτονές του, τον Λόρδο Χάνεϊ, οποίος εκ των υστέρων παραδέχθηκε πόσο «απερίσκεπτα γενναιόδωρο» προς τους Τούρκους ήταν το Σχέδιο Ανάν. Στη κορυφή της απερισκεψίας υπήρξε η απαξιωτική και συγκαταβατική αντίληψη ως προς το αίσθημα ανασφάλειας και της προοπτικής για το μέλλον της πλεοψηφίας του κυπριακού λαού.
Υπήρξε ερευνητής σε ζητήματα ασφάλειας στο Norwegian Institute of International Relations, και υπήρξε συνεπιμελητής συλλογικής μελέτης άμεσα σχετικής με ζητήματα που άπτονται στην εμπέδωση της ειρήνης και της ασφάλειας σε περιοχές του κόσμου που ταλανίζονται την απουσία συνθηκών ασφάλειας.
Ιδού τι γράφει ο Άιντα για το μείζον ζήτημα της ασφάλειας:
«Αντιλήψεις περί ασφάλειας είναι εξ´ορισμού αντιλήψεις για το μέλλον.» Και συνεχίζει: «…εκείνο που πρέπει να επιτευχθεί είναι ένα …αίσθημα ασφάλειας ανάμεσα στο ευρύ κοινό. Στέρεα και διαρκής ειρήνη απαιτεί περισσότερα από την έλλειψη σύγκρουσης. Ο κόσμος προσδοκεί ότι θα υπάρξει ειρήνη στο μέλλον και ανάλογα λαμβάνει αποφάσεις…. Στο τέλος της ημέρας οι πολλές αποφάσεις που λαμβάνονται …αποφασίζονται στη βάση εκτιμήσεων για το μέλλον. Εκεί που οι άνθρωποι δεν πιστεύουν σε ένα ειρηνικό μέλλον…, δεν λαμβάνονται τέτοιες αποφάσεις…». (Eide, Barth Espen and Holm,Tanke Tor, Peacebuilting and Policy Reform. London: Routledge, 2013. Δείτε ειδικά την Εισαγωγή και το Postscript, που είναι δικά του κείμενα.)
⦁ Είναι πολιτικά εφικτή μια λύση «χωρίς κυπριακό»; Θα υπάρξει προοπτική για το μέλλον; Θα είναι καλύτερα τα πράγματα από ό,τι ήταν πριν; Θα απαντήσω ως εξής: η όποια λύση χρειάζεται νομιμοποιητική βάση, η οποία πρέπει να έχει τη συναίνεση του κυπριακού λαού. «Λύση με κυπριακό» δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή διότι ισοδυναμεί με «τουρκική ειρήνη» στην Κύπρο. Σημαίνει αυτό που κάποτε υπογράμμισε ο Κίσινγκερ με την αφοριστικό λόγο που τον διέκρινε: η επιδίωξη απόλυτης ασφάλειας από μια πλευρά παράγει απόλυτη ανασφάλεια στην άλλη. Μια «τουρκική ειρήνη» σημαίνει μηδέν προοπτική για το μέλλον της Κύπρου και ολόκληρου του λαού της. Εκτός βέβαια με τη μορφή τουρκικής σατραπείας.
*Πρέσβης ε.τ.