Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη (Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Εστία της 30.04.2022)
==================================================================
Με την ευκαιρία των είκοσι χρόνων ζωής του ευρώ, επανέρχομαι στους προβληματισμούς, γύρω από το εθνικό μας νόμισμα, μέσα από την αντικειμενική ματιά της Κυριακάτικης Εστίας. Είχα αποστασιοποιηθεί από το θέμα, εδώ και κάποιο καιρό, καθώς πλήθος ιδεοληψιών το έχουν ουσιαστικά αναγάγει σε «απαγορευμένη συζήτηση», θέτοντας ταυτόχρονα το ευρώ στο απυρόβλητο. Ωστόσο, με τις νέες περιπέτειες της Ευρώπης και κυρίως της πατρίδας μας, το εθνικό μας νόμισμα χτυπά και πάλι την πόρτα μας. Να θυμίσω, σύντομα, τη σαθρή κατασκευή του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, και στη συνέχεια να αναφερθώ στις συνέπειές του στην Ευρώπη, στο Νότο της, αλλά και στην Ελλάδα.
Το ανάπηρο ευρώ
Η Ευρώπη έσπευσε να δημιουργήσει το ευρώ, χωρίς προηγουμένως να το θωρακίσει με τις απαραίτητες στέρεες βάσεις, για τη λειτουργία του. Όπως δήλωσε ο Jacques Delors «Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση υπήρξε θύμα του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και είχε μια ήττα που προκλήθηκε από την ανευθυνότητα των ηγετών μας, οι οποίοι θέλησαν να κάνουν νομισματική ένωση, χωρίς οικονομική ένωση». Αυτή η βεβιασμένη δημιουργία του ευρώ το κατέστησε ανίκανο για το ρόλο του, ως κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Πρέπει, δηλαδή, να συνυπάρχει με το Σύμφωνο Σταθερότητας, που αποτελεί το «δεκανίκι» του, όπως το εφεύρε η ΕΕ. Από το Σύμφωνο αυτό αναμένεται η αναπλήρωση του ρυθμιστικού ρόλου της ανεξάρτητης εθνικής κυβέρνησης, που είναι ανύπαρκτη στην Ευρωζώνη. Η έλλειψη αυτή αποδεικνύεται εξαιρετικά επικίνδυνη, καθώς ένα σχετικά μικρό έλλειμμα κράτους-μέλους της Ευρωζώνης προκαλεί εύκολα χρεοκοπία, αν δεν εξασφαλιστεί άμεση χρηματοδότησή του από τις αγορές, όπως συνέβη στην ελληνική περίπτωση. Το δεύτερο, ιδιαιτέρως, σκοτεινό σημείο της λειτουργίας του ευρώ αφορά την κατάργηση της δυνατότητας των κρατών-μελών της Ευρωζώνης να υποτιμούν την εξωτερική αξία του νομίσματός τους, σε περίπτωση μείωσης του βαθμού ανταγωνιστικότητάς τους, εφόσον δεν υπάρχουν πια εθνικά νομίσματα. Η ΕΕ, για να αντιμετωπίσει και αυτό το λειτουργικό αδιέξοδο του ευρώ προχώρησε στη δεύτερη εφεύρεση, την εσωτερική υποτίμηση, που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική περίπτωση, με τα γνωστά δυσμενέστατα αποτελέσματα. Το ευρώ, αφέθηκε να κατασκευαστεί στα μέτρα της Γερμανίας, για να πειστεί να το υιοθετήσει. Έτσι, το Σύμφωνο Σταθερότητας κινείται εντός στυγνού μονεταριστικού περιβάλλοντος, του οποίου η μοναδική επιτρεπτή θέση είναι αυτή της σταθερότητας των τιμών. Στο βωμό της σταθερότητας θυσιάζονται πολύ σπουδαιότεροι στόχοι, όπως της ταχύρρυθμης ανάπτυξης, της πλήρους απασχόλησης και της δικαιότερης κατανομής. Οι δημιουργοί του ευρώ φρόντισαν, να το θωρακίσουν απέναντι στον πληθωρισμό, αφήνοντάς το ωστόσο ευάλωτο απέναντι στην ύφεση, στην οποία βυθίζεται, για δεκαετίες η Ευρώπη, και κυρίως ο Νότος της.
Οι συνέπειες του ευρώ στον ευρωπαϊκό Νότο
Ο ευρωπαϊκός Νότος υπέστη από την πρώτη στιγμή, τις αρνητικές συνέπειες της συνύπαρξης, στην ίδια οικονομική ένωση, περισσότερο και λιγότερο προηγμένων οικονομιών Αυτό, ωστόσο, που τσάκισε τις λιγότερο προηγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες είναι, αναμφίβολα, οι σκληροί όροι του Συμφώνου Σταθερότητας. Πρόκειται για τους όρους, που προκάλεσαν τη μόνιμη τροχοπέδη στην ανάπτυξη της Ευρώπης και κυρίως στην μεγέθυνση των οικονομικά ασθενέστερων μελών της. Oι πρωτεργάτες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος αγνόησαν παλαιότερες σχετικές προειδοποιήσεις σύμφωνα με τις οποίες, σε μια τέτοια περίπτωση, λειτουργούν ταυτόχρονα δύο φαινόμενα: το πρώτο διευρύνει τις αρχικές αναπτυξιακές διαφορές, ενώ το δεύτερο δημιουργεί πόλους έλξης, που διαχωρίζουν αυτόματα τις οικονομίες σε κυρίαρχες και υποτελείς. Να προσθέσω, ακόμη, εδώ τις δυσμενέστατες συνέπειες, που είχε για το Νότο το συνεχές και υψηλό εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας, και πόσο επικίνδυνη αποδείχθηκε η ύπαρξη κοινού επιτοκίου για όλα τα κράτη- μέλη, παρά τις σημαντικές διαφορές τους, στον ρυθμό πληθωρισμού. Το κοινό αυτό επιτόκιο είναι, εν πολλοίς υπεύθυνο για τον υπερδανεισμό του Νότου.
Τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας για τις συνέπειες του ευρώ
Το 2019 το ερευνητικό ινστιτούτο CEP της Γερμανίας διενήργησε εμπειρική μελέτη, σχετικά με τις επιπτώσεις του ευρώ στην ανάπτυξη των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Οι ερευνητές μέτρησαν την πραγματική μεγέθυνση κάθε οικονομίας, μεταξύ των ετών 1999-2017 σε σχέση με τη δυνητική. Η Γερμανία, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, είναι η μεγάλη νικήτρια, που κερδίζει σημαντικά ποσά, χάρη στην εφαρμογή του ευρώ. Τα κέρδη της εκτιμώνται σε 1.893 δισεκατομμύρια ευρώ συνολικά, ενώ στο εισόδημα κάθε κατοίκου Γερμανίας αναλογούν 23.113 ευρώ. Η δεύτερη χώρα που κερδίζει από τη χρησιμοποίηση του ευρώ είναι, φυσικά, οι Κάτω Χώρες με κέρδη 346 εκατομμυρίων ευρώ, που αναλογούν σε 21.003 ευρώ για κάθε κάτοικο. Παραδόξως, αναφέρονται και για την Ελλάδα κάποια κέρδη, που ανέρχονται σε 190 ευρώ για κάθε κάτοικο, αλλά τα οποία μετατρέπονται σε ζημία μετά το 2009. Όλες οι υπόλοιπες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης καταγράφουν ζημίες εξαιτίας της χρήσης του ευρώ (είναι η διαφορά μεταξύ της πραγματικής ανάπτυξης και αυτής που θα είχε πραγματοποιηθεί χωρίς το ευρώ).
Εάν είχαμε τη δραχμή στη θέση του ευρώ;
Οι περιπέτειές μας, με την πανδημία και τώρα με τον πόλεμο της Ουκρανίας ενίσχυσαν τις αρχικές μου απόψεις, υπέρ της επανόδου στη δραχμή, όπως τις έχω ήδη υποστηρίξει σε βιβλία και άρθρα μου. Επιπλέον, για την ελληνική περίπτωση, πέρα από τα αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα που εξασφαλίζει ένα εθνικό νόμισμα, επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι το ευρώ είναι ένα επικίνδυνο νόμισμα, το οποίο περιορίζει τις αναπτυξιακές δυνατότητες των οικονομιών. Ειδικά, για την Ελλάδα, που έχει απολέσει το 1/3 περίπου του ΑΕΠ της, με τα Μνημόνια, η επιλογή σχημάτων που να της εξασφαλίζουν ταχύρρυθμη ανάπτυξη είναι πρωταρχικής σημασίας. Επιστρέφοντας στο παρελθόν, μπορεί εύκολα να υποστηριχθεί ότι με τη δραχμή θα είχαμε αποφύγει τα εγκληματικά Μνημόνια, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, την απώλεια μεγάλου τμήματος του ΑΕΠ μας, την αποχώρηση χιλιάδων νέων μας προς αναζήτηση καλύτερης τύχης εκτός Ελλάδας, αλλά και την καταστροφή της παραγωγικής μας βάσης. Θα είχαμε, ακόμη, τη δυνατότητα να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητά μας, μακριά από τον άμεσο ανταγωνισμό χωρών πιο ανεπτυγμένων από εμάς και να αποφύγουμε τον αποδεκατισμό των τομέων πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής μας. Θα είχαμε μεγαλύτερη ευελιξία σύναψης οικονομικών συνεργασιών με χώρες εκτός Ευρώπης. Και δεν θα είχαμε τους όποιας μορφής περιορισμούς, προκειμένου να απαιτήσουμε επιτέλους τα κατοχικά χρέη της Γερμανίας. Όμως, όπως όλα δείχνουν, για μια σειρά από λόγους, που σπανιότατα είναι αντικειμενικοί, ο όποιας μορφής προβληματισμός, γύρω από το εθνικό νόμισμα αντιμετωπίζεται ως βόμβα στα θεμέλια «οικονομίας, που δήθεν λειτουργεί χωρίς προβλήματα».
Ακόμη και να θέλαμε να επιστρέψομε στην δραχμή, αυτό είναι αδύνατον. Η συνθήκη τής Λισσαβώνος, που είναι το ευρωπαϊκό “σύνταγμα”, κατά κάποιον τρόπο, δεν προβλέπει μερικές αποχωρήσεις από διάφορες συνθήκες των κρατών-μελών. Άπαξ κι ένα κράτος προσχώρησε στο Μaasticht, την Schengen, την ΟΝΕ κλπ., δεν μπορεί να αποχωρήσει απ’ αυτές μεμονωμένα. Για να αποχωρήσει, πρέπει να φύγει εντελώς από την ΕΕ, όπως έκαμε το ΗΒ.
Η Ελλάδα κακώς μπήκε στο €. Άπαξ και μπήκε, όμως, τώρα δεν μπορεί να αποχωρήσει. Εκτός τού παραπάνω νομικού κωλύματος, δεν έχει οικονομικό ιστό για να στηρίξει εθνικό νόμισμα.