Του Παντελή Σαββίδη
Τι θέλει η Τουρκία; Τι μπορεί να κάνει η Ελλάδα;
Το βασικό ερώτημα από την επίσκεψη Ερντογάν είναι τι θέλει η Τουρκία; Γιατί αλλάζει την ένταση της πολιτικής τακτικής απέναντι στην Ελλάδα;
Η επιδίωξη της Άγκυρας είναι να καταστήσει την Τουρκία περιφερειακή δύναμη. Ένα σχέδιο φιλόδοξο στον χώρο που θέλει να διευρύνει την επιρροή της αλλά η επιδίωξη υλοποίησής του θα αφήσει κάτι ως κέρδος στη γειτονική χώρα.
Ο ευρύς χώρος στον οποίο θέλει να απλωθεί η Τουρκία περιλαμβάνει τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία- Καύκασος και τα Βαλκάνια. Και στην Αφρική αλλά εκεί δευτερευόντως. Επίσης χρειάζεται και την «αποδοχή» της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την οποίαν διατηρεί πολύ μεγάλο όγκο οικονομικών και εμπορικών σχέσεων.
Στη Μέση Ανατολή υπάρχουν σοβαρές ανταγωνιστικές δυνάμεις (Ιράν, Σαουδική Αραβία, Αίγυπτος) που δυσκολεύουν την επιδίωξη κυριαρχίας της, πέραν από το αμαρτωλό παρελθόν της οθωμανικής κατοχής των δύο από τις τρείς προαναφερθείσες δυνάμεις. Ο, εν εξελίξει, πόλεμος στη Γάζα έδωσε την ευκαιρία στον Ερντογάν να αφήσει το αποτύπωμά του αλλά μέχρι στιγμής έχει αποτύχει. Ακροβατεί μεταξύ των μερών στην βοήθεια που παρέχει αλλά πολιτικά, με τις δηλώσεις του, αυτοπεριθωριοποιήθηκε και ουσιαστικά απέτυχε . Επιμένει στην υποστήριξη των Παλαιστινίων περιβάλλοντας το ενδιαφέρον του με ανθρωπιστικά κίνητρα (μια χώρα που έχει διαπράξει γενοκτονίες κατηγορεί άλλους ως γενοκτόνους) και με θρησκευτικά ,προβάλλοντας τον εαυτό του ως τον ηγέτη του Ισλάμ και κατά ορισμένους αναλυτές των Αδελφών Μουσουλμάνων. Αλλά, στην ουσία εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να είναι παρών την επόμενη ημέρα, ως εγγυητής μιας λύσης με διεθνή παρουσία. Δεν είναι εύκολο να το πετύχει αλλά το προσπαθεί. Οι Άραβες, και οι Παλαιστίνιοι ειδικότερα, είναι επιφυλακτικοί απέναντί του γνωρίζοντας το παρελθόν της χώρας του.
Στην Κεντρική Ασία υπάρχουν, μεν, τουρκόφωνοι λαοί αλλά και εκεί η παρουσία της Ρωσίας, η οποία θα εξέλθει, μάλλον, αναβαθμισμένη από τον πόλεμο της Ουκρανίας, δυσκολεύει -χωρίς να εξαλείφει- τις τουρκικές επιδιώξεις. Αλλά και οι λαοί και τα κράτη της περιοχής θέλουν να επωφεληθούν χωρίς να εξαρτηθούν από την Τουρκία.
Ευκολότερη είναι η επιρροή της στα Βαλκάνια όπου τον μεν Ράμα, και εν πολλοίς τον αλβανικό παράγοντα, τον ελέγχει στην περιοχή, τις δε σλαβικές οντότητες με μουσουλμανική υπόσταση τις επηρεάζει. Η δυσκολία, για την Τουρκία, στη βαλκανική σκακιέρα είναι η επιθυμία των χωρών να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επιθυμία που τα καθιστά επιρρεπή στην επιρροή των Βρυξελλών. Γι αυτό και η Τουρκία επανεργοποιεί το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον της. Θα δώσει λίγα, θα πάρει πολλά.
Για την Άγκυρα, λοιπόν, το βασικό ερώτημα είναι πως θα ισχυροποιήσει τα δεδομένα της για την ανάδειξή της σε περιφερειακή δύναμη.
Η φάση της προβολής σκληρής ισχύος φαίνεται να έχει παρέλθει. Η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη Μέση Ανατολή καθιστά τις στρατιωτικές ενέργειες της Τουρκίας δευτερεύουσας σημασίας. Και η αμερικανική αντίδραση στην κατάρριψη τουρκικών drones όποτε κρίθηκε απαραίτητο, έδωσε σαφές μήνυμα στην τουρκική ηγεσία: η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ δεν σημαίνει τίποτε μπροστά στην διακινδύνευση μείζονος σημασίας αμερικανικών συμφερόντων.
Επι πλέον, η μακρά παράταση του εκσυγχρονισμού της πολεμικής αεροπορίας της έχει επιπτώσεις στην ικανότητα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Ούτε μπορεί να βρει δυνάμεις για να διεξάγει proxy ( δια αντιπροσώπου ) επιχειρήσεις σαν και αυτές που διεξήγαγε στη Βόρειο Συρία και τη Λιβύη. Το Ιράν είναι πιο αποτελεσματικό σε αυτά και οι διαθέσιμες δυνάμεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής δεν έχουν εμπιστοσύνη στην Άγκυρα.
Επι πλέον, υπάρχει και κάτι άλλο το οποίο δεν έτυχε της προσοχής των αναλυτών. Από τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας και εδώ ενώ θα περίμενε κανείς η Τουρκία να αξιοποιήσει την αστάθεια και να προωθήσει τα αναθεωρητικά της σχέδια, ακολούθησε εντελώς διαφορετική πολιτική. Προσπάθησε να στηρίξει το μουσουλμανικό στοιχείο της περιοχής πολιτιστικά, εκπαιδευτικά και οικονομικά για να το χρησιμοποιήσει ως μοχλό πολιτικής πίεσης προς τις τοπικές κυβερνήσεις και απέτυχε. Αλλά, η πολιτικής της, στη συνέχεια, ήταν πολιτική σύνεσης, παρότι στήριξε σε ό,τι μας αφορά δυνάμεις που δημιουργούσαν προβλήματα στην Ελλάδα.
Το ίδιο κάνει και τώρα στη Μέση Ανατολή. Αναζητά δυνάμεις με τις οποίες θα συνεργασθεί για να υποχωρήσουν οι εχθροπραξίες και να είναι παρούσα την επόμενη ημέρα. Δεν τις βρίσκει λόγω του προκλητικού, πρόσφατου, παρελθόντος της.
Η Τουρκία φοβάται την γενικευμένη και μη ελέγξιμη αστάθεια. Και, προφανώς, έχει σοβαρούς λόγους να την φοβάται. Ίσως το εσωτερικό της να μην είναι τόσο ευσταθές όσο δείχνει.
Ποια είναι, λοιπόν, τα τουρκικά χαρτιά στην περιοχή ώστε να είναι κυρίαρχη στο παιχνίδι την επόμενη ημέρα;
Το πρώτο είναι η γεωπολιτική θέση της την οποία διαπραγματεύεται τόσο με την Ανατολή (Ρωσία), όσο και με την Δύση. Δύναμη ανάσχεσης της Ρωσίας στον Εύξεινο, και στα Στενά. Αλλά αυτήν την δυνατότητα την είχε ούτως ή άλλως. Πως θα μπορούσε να την ενισχύσει;
Μετά την δημιουργία αμερικανικής βάσης στην Αλεξανδρούπολη η Τουρκία απώλεσε μέρος της γεωπολιτικής σημασίας της. Η ίδια η βάση αξιοποιήθηκε στον πόλεμο της Ουκρανίας αλλά και μετά από αυτόν η σημασία της θα παραμείνει αμείωτη στην υποστήριξη από νότο ΝΑΤΟϊκών χωρών (Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Ουγγαρίας) ή χωρών που ερωτοτροπούν με την Δύση (Μολδαβίας, ακόμη και Ουκρανίας, μετά τον πόλεμο).
Αλλά δεν πρόκειται, μόνο, περί αυτού. Η Τουρκία επιχειρεί να αναβαθμίσει την γεωπολιτική της αξία ελέγχοντας όχι μόνο τα Στενά αλλά και την έξοδο των Στενών, μια νοητική γραμμή που αρχίζει από την Αλεξανδρούπολη και μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας καταλήγει στο Σουέζ.
Αυτός είναι ο λόγος που θέλει να αποδυναμώσει την Ελλάδα με την στρατιωτική παρουσία της στα νησιά, που της δίνουν γεωπολιτική βαρύτητα και διεκδικεί τον έλεγχο του μισού Αιγαίου, ανατολικά του 25ου μεσημβρινού. Το Αιγαίο δεν έχει ενεργειακά αποθέματα αξιοποιήσιμα. Ο λόγος της επιμονής της Άγκυρας στον έλεγχό του είναι γεωπολιτικός εντασσόμενος στην αντίληψη της αναβίωσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τουτέστιν, του νεοοθωμανισμού.
Η έκδοση Navtex για δέσμευση περιοχών για ασκήσεις, ακόμη και, δυτικά του 25ου μεσημβρινού, που φθάνουν ως την Εύβοια, την ώρα, μάλιστα, που πραγματοποιείται η επίσκεψη, είναι δηλωτική των τουρκικών προθέσεων και της αμετάβλητης τουρκικής πολιτικής.
Ενώ αυτή είναι η εμφανής πρόθεση της Τουρκίας, είναι απορίας άξιον γιατί η κυβέρνηση της Αθήνας υποχωρεί στο θέμα της στρατιωτικοποίησης των νησιών αποδυναμώνοντας η ίδια την γεωπολιτική βαρύτητα της χώρας.
Όταν ο Ερντογάν δηλώνει σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή» « φίλε Κυριάκο δεν θα σε απειλήσω αν δεν με απειλήσεις» λέει στον Έλληνα πρωθυπουργό “πάρε τα στρατεύματα από τα νησιά». Διότι πουθενά αλλού η Τουρκία δεν διατύπωσε τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα την απειλεί. Μόνο με την παρουσία της στα νησιά.
Η ίδια συνέντευξη είναι αποκαλυπτική και σε άλλα:
Όταν ο Ερντογάν δηλώνει “Μπορούμε να βρούμε κοινό έδαφος. Οι δύο χώρες μοιράζονται την ίδια θάλασσα”, πρέπει να δώσουμε σημασία στον όρο “μοιράζονται”. Που σημαίνει διαχωρισμός του Αιγαίου στον 25ο μεσημβρινό, πάγιο αίτημα της Τουρκίας.
Αλλά και η win-win προσέγγιση του Ερντογάν είναι η επικοινωνιακή διαχείριση σε διεθνές επίπεδο των μονομερών αξιώσεων της Άγκυρας. Win-Win σε δικαιώματα της Ελλάδας που αμφισβητεί η Τουρκία. Ποιος θα πει όχι, αν δεν παρακολουθεί τις λεπτομέρειες των ελληνοτουρκικών σχέσεων;
Και ερχόμαστε στο, μείζον, επίμαχο, την παραπομπή της διαφοράς της υφαλοκρηπίδας (και της ΑΟΖ, πλέον) στη Χάγη. Ο Ερντογάν σε σχετική ερώτηση είπε πως “υπάρχουν πολλά αλληλένδετα προβλήματα που πρέπει να λυθούν εκτός από την υφαλοκρηπίδα. Πρέπει να τα εξετάσουμε ως ένα σύνολο”. Και εδώ φαίνεται να έχει, εν μέρει, δίκαιο. Με βάση ποια χωρικά ύδατα θα παραπεμφθεί το θέμα της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη; Τα 6, τα 12 ή κάτι ενδιάμεσο; Θα αναγνωριστεί στα νησιά υφαλοκρηπίδα ή, μόνο, χωρικά ύδατα; Αλλά προφανώς δεν αναφέρεται μόνο στην επίλυση αυτής της προϋπόθεσης για την οριοθέτηση ΑΟΖ, στο μυαλό του έχει και την στρατιωτική παρουσία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, την κυριαρχία κάποιων Νήσων που διεκδικεί ενάντια στις διεθνείς Συνθήκες ,τουτέστιν, η αλεπού της Ανατολίας στοχεύει με δικαστική διεθνή απόφαση να τροποποιήσει προς το συμφέρον του Διεθνείς Συνθήκες .
Στην επιδίωξη γεωπολιτικής αναβάθμισής της η Τουρκία θυμήθηκε τον ρόλο της ως γέφυρας Ανατολής-Δύσης. Για να μην έχουμε ψευδαισθήσεις η Τουρκία διαδραματίζει αυτόν τον ρόλο. Όχι η Ελλάδα. Οι σχέσεις της Ελλάδας με την εγγύς Ανατολή, (με την Άπω δεν υπάρχουν καθόλου) έχουν ως αναφορά την Αλεξανδρινή εποχή και ό,τι απέμεινε από την πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου. Αυτήν την πολιτική που χρειάστηκε χρόνια να οικοδομηθεί και άντεξε στους αιώνες υπονόμευσαν οι τελευταίες ελληνικές κυβερνήσεις. Σήμερα στο λαϊκό υποσυνείδητο των μεσανατολικών λαών αμφισβητείται για πρώτη φορά το στερεότυπο που διαμόρφωσαν για την Ελλάδα και τους Έλληνες.
Το «άνοιγμα» Ερντογάν προς την ευρωπαϊκή Δύση έχει να κάνει με την επανασύνδεση και αναβάθμιση των σχέσεων του με στόχο την γεωπολιτική του ενίσχυση. Η Τουρκία παίζει με όρους γεωπολιτικής και ισχύος διότι, από τη μια αυτό είναι το μενταλιτέ που φέρει και από την άλλη, θεωρεί, δικαίως, πως σε μια εποχή ρευστότητας η ήπια ισχύς δεν αρκεί. Χρειάζεται αλλά πρέπει να υποστηρίζεται από την αίσθηση- και την προβολή ενίοτε- σκληρής ισχύος. Το ατού που διαθέτει είναι το μεταναστευτικό το οποίο έχει καταστεί μείζον πρόβλημα για την Ευρώπη που μπορεί να την αποδομήσει.
Σε αυτό το γενικό πλαίσιο η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί μια, ακόμη, ελληνοτουρκική προσέγγιση, την τρίτη κατά σειρά, στη βάση της λογικής που εξέφρασε ο πρωθυπουργός ότι «έπεισε την Τουρκία να εγκαταλείψει τον αναθεωρητισμό της»!
Αν οι συνομιλίες γίνουν στη βάση τέτοιων ψευδαισθήσεων είναι περισσότερο επικίνδυνες από την αρχική εντύπωση.
Οι προηγούμενες δύο προσεγγίσεις έγιναν επι Κώστα Σημίτη και Γιώργου Παπανδρέου. Η κατάληξή τους ήταν η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (από καραμπόλα, όπως θα έλεγαν οι παίκτες του μπιλιάρδου) που ούτως ή άλλως θα έμπαινε διότι η χώρα μας είχε βέτο για την διεύρυνση που δεν θα γινόταν αν δεν συμφωνούσαμε, επιτυχία, όμως, η οποία συνοδεύτηκε από το Σχέδιο Ανάν το οποίο ως βάση επίλυσης απασχολεί και σήμερα το κυπριακό και θεωρείται κέρδος μπροστά στην διχοτόμηση που επιδιώκει ο Ερντογάν. Και μια σειρά ανακοινώσεων με τις οποίες η Αθήνα αναγνωρίζει ζωτικά συμφέροντα και δικαιώματα της Τουρκίας στο Αιγαίο και αποχή δικών της (ελληνικών) ενεργειών (Μαδρίτη). Αυτά υπάρχουν αλλά οι λεπτομέρειες της αποδοχής τους στις μακρές διερευνητικές συνομιλίες φέρουν συχνά σε δυσκολίες την Αθήνα.
Κάποια τέτοια κρίσιμα σημεία υπενόησε ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς ο οποίος είπε πως καλώς γίνονται οι συνομιλίες, επι Συριζα και του ιδίου γίνονταν καλύτερα, και στο μόνο που διαφώνησε ήταν:
«”Το καινούργιο που φέρνει στις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι ούτε τα ΜΟΕ, ούτε η θετική ατζέντα. Είναι η εγκατάλειψη των διερευνητικών με την δεσμευτικά περιορισμένη θεματολογία τους και η διαμόρφωση ενός «ευρέως» πλαισίου συζητήσεων με την Τουρκία που να αφορά το σύνολο των κατά την Τουρκία ελληνοτουρκικών διαφορών”.
Τι υπονοεί ο πρώην υπουργός;
Υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο στο οποίο υποχώρησε η κυβέρνηση της Αθήνας και διευκόλυνε την έναρξη των συνομιλιών. Και το σημείο αυτό μπορεί να παραλληλισθεί με την υποχώρηση στο σκοπιανό που οδήγησε στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Το πρόβλημα στο σκοπιανό δεν ήταν η ονομασία. Μια σύνθετη ονομασία που θα ικανοποιούσε τις δύο πλευρές θα βρισκόταν. Το πρόβλημα ήταν η αποδοχή εκ μέρους της, τότε, κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ μακεδονικής ταυτότητας, κατά συνέπεια και μακεδονικής εθνότητας και μακεδονικής γλώσσας. Όταν η Αθήνα τα αποδέχθηκε αυτά, η λύση βρέθηκε με την εκχώρηση του μακεδονικού -ελληνικού πολιτισμού στο γειτονικό κρατίδιο.
Το πρόβλημα στις ελληνοτουρκικές συνομιλίες ήταν η ελληνική επιμονή ότι η διαφορά είναι μία η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (και της ΑΟΖ, κατόπιν) και είναι νομικής φύσεως. Το πρόβλημα ξεπεράστηκε με την αποδοχή, από την Αθήνα, ότι ο διάλογος που θα διεξαχθεί θα είναι Πολιτικός Διάλογος.
Πολιτικός διάλογος σημαίνει ότι εκεί που το Διεθνές Δίκαιο ή το Δίκαιο της Θάλασσας δεν δικαιώνει τις αξιώσεις της Τουρκίας, θα δοθεί πολιτική λύση.
Η ελληνοτουρκική προσέγγιση γίνεται στη βάση αυτή. Και η βάση αυτή ενέχει κινδύνους.
Γίνεται και σε μια άλλη επίσης απαράδεκτη βάση. Του διαχωρισμού των ελληνοτουρκικών από το κυπριακό.
Ο Υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης επισκέφθηκε το νησί και είπε στην ηγεσία του να μην υπολογίζει στην Ελλάδα και να βασιστεί στις δυνάμεις της.
Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με την εγκατάλειψη ενός μέρους του ελληνισμού σημαντικό ποσοστό του εδάφους του οποίου κατέλαβε και κατέχει η Τουρκία με ευθύνη της Αθήνας, το 1974. Μπορεί η πολιτική αυτή να γίνει αποδεκτή;
Η βασική θέση των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν πως λύση και ηρεμία στα ελληνοτουρκικά δεν θα επέλθει αν, πρώτα, δεν λυθεί το κυπριακό.
Αυτό το δόγμα, εν μέρει, εγκαταλείπεται.
Η Αθήνα έχει καταστεί υποχείριο της Αμερικανικής πολιτικής. Είναι άλλο η συνεργασία με μια ισχυρή συμμαχική δύναμη, όπως οι ΗΠΑ, τις οποίες επι ανταλλάγματι πρέπει να διευκολύνουμε, και άλλο η απόλυτη εξάρτηση.
Εξάρτηση που μπορεί να καταστεί απολύτως επικίνδυνη, κάτι που έγινε στο παρελθόν αλλά ευτυχώς δεν εισάκουσαν οι τότε κυβερνώντες τις αμερικανικές παραινέσεις σύγκρουσης με την Τουρκία. Το πως ανταποκρίνονται οι Αμερικανοί στις υποσχέσεις τους το γνωρίζουν πολύ καλά λαοί της Μέσης Ανατολής, οι Κούρδοι και θα το γνωρίσουν καλά , σε λίγο, και οι Ουκρανοί.
Μια νέα, πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, που να στηρίζεται σε ένα εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό , είναι αναγκαία σε έναν πολυπολικό κόσμο στον οποίο η απόλυτη ταύτιση («είμαστε δεδομένοι») με μια πλευρά είναι εθνικά επικίνδυνη. Οι συμμαχικές, και όποιες άλλες, υποχρεώσεις που έχει η χώρα θα ικανοποιηθούν, οι κινήσεις της δεν θα είναι α λα τούρκα αλλά θα αναζητηθεί η βελτίωση σχέσεων με χώρες με τις οποίες αυτήν την στιγμή βρίσκονται στα ναδίρ.
Μια, όχι αναθεώρηση αλλά επαναξιολόγηση της εξωτερικής πολιτικής είναι επιβεβλημένη.
“Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με την εγκατάλειψη ενός μέρους του ελληνισμού σημαντικό ποσοστό του εδάφους του οποίου κατέλαβε και κατέχει η Τουρκία με ευθύνη της Αθήνας, το 1974. Μπορεί η πολιτική αυτή να γίνει αποδεκτή;”
Ασφαλώς μπορεί, αφού έχει ήδη γίνει δεκτή η εγκατάλειψη τού Ελληνισμού τής σκλαβωμένης, εδώ και 110 ετών, Β. Ηπείρου. Φτάσαμε μάλιστα στο σημείο από το 2010 και μετά, να χρησιμοποιούμε τον όρο “ομογενής” για τούς εκεί αυτόχθονες, γηγενείς αδελφούς μας, λες και είναι λαθρομετανάστες στις πατρογονικές των εστίες. Μετ’ ου πολύ, θα μιλούμε και για τούς Κυπρίους ομογενείς. Γιατί όχι.
Διόρθωση: “110 ετών” => 110 έτη.
Λεπτομερειακή και πλήρης η περιγραφή σας αγαπητέ κ. Σαββίδη για τις επιδιώξεις όχι της Κεμαλικής , αλλά της Ερντογανικής Τουρκίας- αυτής που ΄’τωβαλε αμέτι μουχαμέτι ” να αναθεωρήσει τις Διεθνείς Συνθήκες ,οι οποίες την έκαναν- από Αυτοκρατορία- κράτος το 1923 , (κανένας δεν απαγορεύεται να ονειρεύεται ) , μόνο που τώρα στον πολυπολικό κόσμο με τις πέντε Μεγάλες Δυνάμεις (μπήκε δυναμικά και η Ινδία) ο κ. Ερντογάν δεν θα πραγματοποιήσει ούτε ένα από τα όνειρά του.
Οι άλλοι -και εμείς -τον βλέπουν ως ηγέτη πολυάριθμης χώρας , με δυνατή και πλούσια αστική τάξη -ιδιαίτερα στα παλαιά δικά μας μέρη- που είναι πλούσια και ξοδεύει (άρα πολύ καλοί πελάτες) και γιατί όχι με ένα στρατό -τον δεύτερο μετά τον Αμερικανικό -στο ΝΑΤΟ και τέλος ηγέτη χώρας που δεν υπολογίζει τα φέρετρα των στρατιωτικών της από τις συχνές και πολλές εμπλοκές της σε πολεμικές επιχειρήσεις.
Με τόσα πλεονεκτήματα δεν βλάπτει κανένα γεωπολιτικό παίκτη-και την Ελλάδα- να μην αποθαρρύνουν την Βοναπαρτική έπαρση του κ. Ερντογάν , αν και συχνά-πυκνά του ”τραβάνε τα αυτιά”, αλλά αυτός ”δεν χαμπαρίζει ” .Τον χαβά του .
Θα τον αντέξουν οι Μεγάλοι -θα τον αντέξουμε και εμείς οι Έλληνες -ώσπου τον καλέσει κοντά του ο Αλλάχ, γιατί μετά η Τουρκία θα κάνει χρόνια για να αποΕρντογανοποιηθεί (θυμάστε την δική μας ”αποχουντοποίηση”) ή θα διαλυθεί ,αν δεν επέμβει ο Στρατός της -όπως δικαιούται από το Σύνταγμα του Πατερούλη Κεμάλ Ατατούρκ .
ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΡΑ ΜΑΣ ΚΑΜΩΝΕΤΑΙ Ο Κ. ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΣ ΗΓΕΤΗΣ ΜΧΩΡΙΣ ΕΔΑΦΙΚΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΑΠΟΔΟΧΗ ΑΠΟ ΚΑΝΕΝΑ ΓΕΙΤΟΝΑ ΤΟΥ – ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΜΙΣΟΥΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΟΤΙ ΤΗΝ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑ- ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ -ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΝ ΥΠΕΡΤΙΜΟΥΜΕ ΜΟΝΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΟΤΙΜΟΥΜΕ ΤΙΣ ΔΥΟ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΜΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΤΟΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ ΚΥΡΙΟ ΚΥΡΙΑΚΟ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ , ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ 10ΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΟΣ.
Υ.Γ Μέχρι και να βρίζαμε όλοι όλους τους σημερινούς κυβερνώντες μας -ΑΔΕΡΦΙΑ- αν δεν υπήρχαν 1) το Μνημόνιο Παπούλια-Γιλμάζ το 1988, -που επακολούθησε του φιάσκου της ”πολεμικής έντασης του Μάρτη του 1987”- , 2) η Μαδρίτη του 1997 , -που επιβεβαίωσε τις γκρίζες ζώνες ,που δημιουργήθηκαν μετά τα Ίμια του 1996- και 3) το Ελσίνκι του 1999 ,-κατά το οποίο προβλέφθηκε η παράκαμψη του Δικαστηρίου της Χάγης δια της πολιτικής αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου- ΑΛΛΑ ΤΩΡΑ
ΓΙΑΤΙ ”ΤΑ ΕΒΑΨΑΝ ΜΑΥΡΑ”ΟΙ ΠΡΩΗΝ ΑΝΤΙΔΕΞΙΟΙ ,ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΤΩΡΑ ΕΓΙΝΑΝ ΔΕΞΙΟΤΕΡΟΙ;;;.
ΔΕΝ ΘΑ ΧΕΙΡΟΤΕΡΕΨΟΥΝ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ -ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΛΟΙ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ -ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ ΜΙΣΟΓΕΜΑΤΟ ΚΑΙ ΑΣ ΑΝΗΣΥΧΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΤΝΙΗ ΒΙΑ ,ΤΗΝ ΥΠΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΕΤΡΟΦΥΛΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ,ΠΟΥ ΜΟΝΗ ΑΥΤΗ ΓΕΝΝΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ.
Καλό Σαββατοκύριακο .
Σταύρος Αθαν.Ναλμπάντης
Εξαιρετική ανάλυση! Συγχαρητήρια!
Θα εστιάσω μόνον σε ένα σημείο:
“Οι σχέσεις της Ελλάδας με την εγγύς Ανατολή, (με την Άπω δεν υπάρχουν καθόλου) έχουν ως αναφορά την Αλεξανδρινή εποχή…”
Ιδού η αρχή των τρομακτικών δεινών που επιφέρει η Προδοσία των Πρεσπών: επί αιώνες, από την Αίγυπτο έως την Σαμαρκάνδη στο συλλογικό υποσυνείδητο εκατομμυρίων ανθρώπων ήταν γραμμένη η εξίσωση Αλέξανδρος ο Μέγας = Μακεδονία = Ελλάδα. Άρα οι “Γιουνάν” είναι κατ’ αρχήν φίλοι. Με το έγκλημα των Τσίπρα-Κοτζιά-Παυλόπουλου αποδυναμώνεται η συνειδησιακή ιστορική σχέση μας με αυτούς τους λαούς, καθώς σχετικοποιείται η ταυτότητα του “Ισκεντέρ”. Και ως συνεπαγωγή χάνουμε συμμαχικούς δεσμούς απέναντι στους Τούρκους.
Αντιλαμβάνεται άραγε ο ελληνικός λαός το αλληλένδετο των εθνικών υποχωρήσεων;
“επί αιώνες, από την Αίγυπτο έως την Σαμαρκάνδη στο συλλογικό υποσυνείδητο εκατομμυρίων ανθρώπων ήταν γραμμένη η εξίσωση Αλέξανδρος ο Μέγας = Μακεδονία = Ελλάδα”
Μη φοβάσαι. Αν ήταν έτσι γραμμένη στο συλλογικό υποσυνείδητο επί αιώνες, έτσι θα είναι ακόμη. Ποιος νομίζεις ότι ξέρει στην Αίγυπτο, ή το Ουσμπεκιστάν την ΣτΠ, όταν δεν την ξέρουν καλά-καλά στην Ελλάδα, λίγο νοτιότερα από την Μακεδονία;
Τα μουσουλμανικά κράτη υποστηρίζουν λόγω θρησκείας τήν Τουρκία, πράγμα άσχετο με την ΣτΠ. “Γιουνάν” εξακολουθούν να μάς λένε σε όλη την Ασία (πλην Κίνας). Δεν είμαστε κατ’ ανάγκη φίλοι.
Κάτι μπέρδεψες, και ίσως φταίει η δική μου διατύπωση. Αναφέρομαι στις κοινωνίες, στους λαούς, όχι στα κράτη και στις πολιτικές ή οικονομικές ελίτ. Τα μουσουλμανικά κράτη μπορεί να υποστηρίζουν την Τουρκία, μπορεί και όχι. Εξαρτάται από τις συγκυρίες και τα εκάστοτε συμφέροντα. Ειδικότερα οι αραβικοί λαοί δεν ταυτίζονται πάντα με τον “τουρκισμό” ή “νεοοθωμανισμό” στον οποίον μπορεί να θέλουν να προσχωρήσουν οι ηγεσίες τους.
Εξάλλου σε αυτά τα κράτη υπάρχουν και χριστιανοί. Οι Κόπτες στην Αίγυπτο είναι άνω των 10.000.000, περισσότεροι από τον πληθυσμό της Ελλάδος δηλαδή. Στην Συρία, παρά τους τελευταίους διωγμούς, ακόμα υπάρχουν χριστιανοί διαφόρων δογμάτων που πρέπει να αριθμούν 300.000. Αλλά και οι μωαμεθανοί Άραβες αγαπούσαν τους Έλληνες. Σε αυτά τα μέρη, η ονομασία “Έλληνας” ήταν πασαπόρτι.
Θυμήσου επίσης τα σκίτσα του βραζιλιάνικης υπηκοότητας χριστιανού Λιβανέζου Carlos Latuff, ο οποίος την εποχή της επιβολής σκληρών μνημονίων κατά της Ελλάδας από την Γερμανία μας υποστήριζε σε συγκινητικό βαθμό.
Ποιος σου εγγυάται ότι οι κοινωνίες αυτές (οι Αιγύπτιοι, οι Σύροι, Οι Λιβανέζοι κλπ) θα συνεχίζουν να μας βλέπουν φιλικά ως απογόνους / κληρονόμους του Μ. Αλεξάνδρου, όταν οι Σκοπιανοί θα εδραιώνουν την προπαγάνδα τους όλο και περισσότερο;
Και ναι, τα μουσουλμανικά κράτη μπορεί κατά περίσταση να ταυτιστούν με τον Τουρκισμό. Όμως η εξωτερική πολιτική των κρατών σε κάποιον βαθμό, μικρότερο ή μεγαλύτερο, αναγκαστικά επηρεάζεται και από την κοινή γνώμη. Ο αιγυπτιακός λαός επί παραδείγματι θεωρεί τους Τούρκους πρώην κατακτητές του (έχω μιλήσει με Αιγυπτίους εδώ και δεκαετίες και το γνωρίζω σαφώς). Ε, σε κάποιο βαθμό αυτό παρεμποδίζει κάπως την απρόσκοπτη διαμόρφωση φιλοτουρκικών πολιτικών του Αιγυπτιακού κράτους. Αντίθετα, αν αυτές οι κοινωνίες απομακρυνθούν από εμάς, τότε διευκολύνονται οι φιλοτουρκικές επιλογές των ηγεσιών τους.
Αυτό εννοώ και φαντάζομαι έγινα σαφής.
Τώρα το άλλο που γράφεις, ότι την Προδοσία των Πρεσπών “δεν την ξέρουν καλά-καλά στην Ελλάδα, λίγο νοτιότερα από την Μακεδονία”, πώς το τεκμηριώνεις; Με όσους ανθρώπους μιλάω από όλη την Ελλάδα (και είναι δεκάδες), οι περισσότεροι ξέρουν ότι το όνομα της Μακεδονίας ξεπουλήθηκε. Αυτό λένε, κι ας μη γνωρίζουν λεπτομέρειες.
Από τα γραφόμενα σου, έχω καταλάβει ότι και εσύ συμφωνείς ότι οι Πρέσπες ήταν εθνική προδοσία. Και έχεις δηλώσει κάτοικος Κρήτης. Κάνω λάθος;
Κατάλαβα το σχόλιό σου και θέλω να τονίσω ότι αμφιβάλω αν η προδοσία των Πρεσπών θ’ αλλάξει κάτι, αφού ούτε την γνωρίζουν, ούτε κάποια προπαγάνδα πρόκειται ν’ αλλάξει αυτό που νοιώθουν για την Ελλάδα και τούς Έλληνες και είναι στο συλλογικό υποσυνείδητό τους επί αιώνες. Ναι, είμαι Κρητικός κι ασφαλώς διαφωνώ με την προδοσία, αλλά πόσοι νομίζεις ότι την γνωρίζουν και διαφωνούν; Πόσοι ασχολούνται με τα εθνικά μας θέματα; Το τεκμηριώνω με τον ίδιο τρόπο που το κάνεις κι εσύ. Αλλά περιέργως εγώ δεν βλέπω παρά ελάχιστο ενδιαφέρον για την ιστορία αυτή, διότι ο κόσμος έχει άλλα προβλήματα στο μυαλό του. Και ασφαλώς δεν μιλώ για την Κρήτη μόνο. Οι μουσουλμανικοί λαοί και όχι μόνο επηρεάζονται και από τις κυβερνήσεις των. Οι Τούρκοι, για παράδειγμα, έχουν επηρεασθεί σε μεγάλο βαθμό κατά των Ελλήνων από την συνεχή πλύση εγκεφάλου που υφίστανται από τον Ερντογάν. Δεν ξέρουν ότι δεν είμαστε εμείς οι επιτιθέμενοι, αλλά ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο. Νομίζεις ότι ψάχνονται όλοι όπως εσύ κι εγώ; Ό,τι ακούνε στην TV και διαβάζουν, αν διαβάζουν, σε καμμιά εφημερίδα. Το ίδιο είναι κι εδώ. Ακούς κανένα κανάλι να μιλά για προδοσία των Πρεσπών, εκτός αν γίνει καμιιά συζήτηση, πράγμα μάλλον σπάνιο; Στην Τουρκία δεν μπορεί καν να γίνει συζήτηση και να πουν άλλα απ’ αυτά που λέει το ισλαμικό καθεστώς.
Να συμπληρώσω κάτι, για να μην παρεξηγηθώ:
α) Όπως ίσως θυμάσαι και από την Κρήτη πήγαν πολλοί στα συλλαλητήρια που έγιναν τότε για την Μακεδονία, τα οποία βέβαια δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Η υπογραφές έπεσαν, η Βουλή υπερψήφισε και ο Παυλόπουλος προσυπέγραψε με την μία.-
β) Το ζήτημα με τον κόσμο που ρωτούμε είναι πώς θέτεις το ερώτημα. Είναι κάτι που το ξέρουν κυρίως οι εταιρείες δμοσκοπήσεων. Αν ρωτήσεις τι γνώμη έχει, αφού πρώτα τού εξηγήσεις για τι πράγμα μιλάς, ασφαλώς θα σού πει ότι είναι αντίθετος. Αν ρωτήσεις, χωρίς να διευκρινίσεις (π.χ. “για τις Πρέσπες τι γνώμη έχεις;”), το πιθανότερο είναι να τον δεις αμήχανο, διότι δεν θυμάται τι είναι οι Πρέσπες που τον ρωτάς.
Αγαπητέ Επισκέπτη νομίζω ότι επί της ουσίας συμφωνούμε.
Περί Τούρκων, που έχουν επηρεαστεί από τον Ερντογάν στην προδιάθεσή τους έναντι ημών (αλλά εν πολλοίς και πριν τον Ερντογάν), ουδεμία αντίρρηση. Εξάλλου για Άραβες έκανα λόγο, όχι για Τούρκους ή Αζέρους ή Πακιστανούς ή γενικώς μουσουλμάνους.
Θα συμπλήρωνα μάλιστα ότι η εχθρότητα μίας τουλάχιστον εκδοχής του Ισλάμ προς τον Ελληνισμό είναι θεμελιώδης για την συγκρότηση ακόμα και των αραβικών λαών, αφού αυτοί εισήλθαν στην ιστορία μέσα από την σύγκρουση με το Βυζάντιο και την κατάκτηση βασικών επαρχιών του (Αίγυπτο, Συρία και Σικελία), μέχρις ότου αποκρούστηκαν δις στα τείχη της Πόλης.
Ωστόσο στην περίπτωση των Αράβων συνέβη το εξής παράδοξο: οι κατακτητές μωαμεθανοί σχηματικά “κατακτήθηκαν” πολιτιστικώς από τους Έλληνες (ή ελληνορωμαίους ή ελληνίζοντες). Γιαυτό η μετέπειτα ανάπτυξη του αραβικού πολιτισμού αφομοίωσε σημαντικό μέρος της αρχαίας ελληνικής σοφίας, γραμματείας και τέχνης. Αργότερα, μετά την διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η ταυτοτική επιστροφή των αρχαίων πληθυσμών της Μεσογείου (Σύρων, Αιγυπτίων, Παλαιστινίων) στο προϊσλαμικό παρελθόν*, λειτούργησε ως ανάχωμα στον παναραβισμό. Το αποτέλεσμα της όλης πορείας ήταν η διατήρηση μίας καλής συναισθηματικής πρόσληψης των Ελλήνων από ένα μεγάλο τμήμα των κοινωνιών αυτών. Μεγάλη συζήτηση όλο αυτό, χρειάζονται επεξηγήσεις και συμπληρώσεις, αλλά τέλος πάντων, φρονώ ότι αυτήν την θετική προδιάθεση θα έπρεπε η ελληνική εξωτερική πολιτική (ποια; εδώ γελάμε) να την αξιοποιήσει.
Τέλος όσον αφορά την πρόσληψη της προδοσίας της Μακεδονίας από τους ίδιους τους Έλληνες, πράγματι “ο κόσμος έχει άλλα προβλήματα στο μυαλό του”, αλλά ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν: όσοι αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της προδοσίας, τουλάχιστον ας το υπενθυμίζουμε εμφατικώς στον περίγυρό μας. Ας είμαστε λίγοι. Μπορούμε να γίνουμε η αλογόμυγα της κοιμωμένης κοινωνίας. Ας μην βουλιάξουμε σε εθνική κατάθλιψη, γιατί άλλη λύση δεν βλέπω για σωτηρία.
Θέλω να πιστεύω ότι είμαστε στο ίδιο πνεύμα…
*Όσον αφορά τους Παλαιστινίους, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της προσπάθειας επανασύνδεσής τους με ένα προϊσλαμικό παρελθόν βρίσκεται στην συνέντευξη που είχε δώσει ο Αραφάτ στην ΕΡΤ, όταν είχε χαρακτηρίσει τον Άγιο Πέτρο περίπου “ομοεθνή” του. Ο ίδιος ο Αραφάτ είχε παντρευτεί χριστιανή.
“”Eϋγε” στους συντάκτες για τους χάρτες σας . ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ καραμπινάτη , όχι παίζουμε !!!!!