Οι σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας έχουν διέλθει από πολλές και διαφορετικές φάσεις, κατά την διάρκεια των αιώνων, με απώλειες εκατέρωθεν, άλλοτε ανθρώπινες, άλλοτε οικονομικές, αλλά πάντοτε κοινωνικές.

Η στρατιωτική ισχύς ενισχύεται ιδιαίτερα από την ικανότητα κάθε χώρας να παράγει στρατιωτικό υλικό. Η παραγωγή διαφέρει κατά πολύ από την εισαγωγή.

Οι Τούρκοι έχουν σχεδιάσει μακροπρόθεσμα την παραγωγική δυναμικότητα της αμυντικής βιομηχανίας τους, επενδύοντας μεγάλα κονδύλια προς ευόδωση αυτού του στόχου. Δεκάδες τουρκικές εταιρείες δραστηριοποιούνται με κερδοφορία στον κλάδο των αμυντικών βιομηχανιών, επιτυγχάνοντας συνέργειες και εξαγωγές των προϊόντων τους. Όταν εκείνοι δημιουργούσαν εγχώριες στρατιωτικές επιχειρήσεις, στα πρότυπα των σύγχρονων πολεμικών εταιρειών, εμείς ασχολούμασταν με τις προμήθειες των εξοπλιστικών προγραμμάτων και τα σκάνδαλα που αποκαλύφθηκαν…

Μετά την συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου και λόγω της στρατιωτικής ισχύος που έχει συσσωρεύσει η Τουρκία κατά τα τελευταία χρόνια, προκαλεί συνεχώς δημιουργώντας σημειακές κρίσεις σε Αιγαίο, Θράκη και Κύπρο. Πρόκειται για εφαρμογή της θεωρίας των παιγνίων, για μια «προοδευτική, πολυμέτωπη επίθεση» που ακολουθεί απαρέγκλιτα η Τουρκία, με βάση το δόγμα Νταβούτογλου και την θεωρία της «Γαλάζιας Πατρίδας», που ουσιαστικά βασίζεται σε αυτό (τεράστια σημασία στην επικράτηση στις θαλάσσιες διόδους).

Η Τουρκία έχει στρατηγικό στόχο να δημιουργήσει τετελεσμένα, όπως έγινε στην Κάσο τον Ιούλιο του 2024 και στα Ίμια τον Ιανουάριο του 1996, με την θεωρία των γκρίζων ζωνών. Σε αυτήν την θεωρία έχει θεμελιώσει τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν διαγράφει, δεν απεμπολεί, αλλά επανέρχεται συστηματικά στις απαιτήσεις της, θέτοντας νέα ζητήματα, ζυγίζοντας τα δεδομένα.

Η Τουρκία θα «επενδύσει» και άλλες φορές πολιτικά, οικονομικά και ενεργειακά στα τετελεσμένα. Δεν θα αναδιπλωθεί, δεν θα υποχωρήσει, εκτός αν της δοθούν ικανοποιητικά ανταλλάγματα. Φαινομενικά και βραχυχρόνια μόνο θα αναδιπλωθεί ή θα υποχωρήσει. Τονίζω, όμως, ότι θα επανέλθει. Δεν ξεχνάει, «χτίζει» σταδιακά.

Οι πιθανότητες να βρισκόμαστε σε ένα ακόμη εξαιρετικά κρίσιμο σημείο καμπής των σχέσεών μας με την Τουρκία θεωρούνται αυξημένες. Τα διαβήματα του ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών προς την Τουρκία δεν έχουν αποτέλεσμα. Δεν είχαν ποτέ, για να είμαστε ειλικρινείς. Η γειτονική χώρα αντιλαμβάνεται μόνο το δίκαιο της ισχύος.

Οι Διεθνείς Οργανισμοί και οι μεγάλες δυνάμεις (ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ένωση, Η.Π.Α., Ρωσία, Κίνα κ.ά.), πέραν των ποικίλων εσωτερικών προβλημάτων που έχουν, επιδίδονται σε  ανακοινώσεις για τερματισμό των εντάσεων, χωρίς να επιβάλλουν κυρώσεις, «χαϊδεύοντας» την γειτονική χώρα. Γιατί; Διότι έχουν υπογράψει διμερείς ή πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες με την Τουρκία (δυναμική αγορά 85 εκατομμυρίων καταναλωτών), διαθέτουν σημαντικές επενδύσεις και επιχειρηματικές δραστηριότητες σε διάφορους κλάδους στην επικράτειά της. Τα επιχειρηματικά, βιομηχανικά, κατασκευαστικά και ενεργειακά έργα που δρομολογούνται στην Τουρκία ολοκληρώνονται, παρά τις οικονομικές αντιξοότητες (υποτίμηση τουρκικής λίρας, ελλειμματικά ισοζύγια εξωτερικών και τρεχουσών συναλλαγών, δαπάνες στρατιωτικών επιχειρήσεων στα πεδία της Συρίας, της Λιβύης, του Ιράκ και στις κουρδικές περιοχές της Ανατολίας κ.ά.). Οι διπλωματικές οδοί φαίνεται να στενεύουν, όσο και αν υπάρχουν αχτίδες αισιοδοξίας. Η Τουρκία επιδιώκει να σύρει την Ελλάδα σε διαπραγματεύσεις, για να διαμοιραστεί στα δύο κράτη ένα μέρος της θαλάσσιας και υποθαλάσσιας κυριαρχίας και του φυσικού πλούτου του ενός, της Ελλάδας. Με άλλα λόγια, συνεκμετάλλευση των φυσικών πόρων του Αιγαίου και από κοινού όφελος μέσω διαμοιρασμού των σημαντικών κερδών που θα προκύψουν.

Ίσως να πλησιάζει η ώρα μηδέν. Η πολιτική ηγεσία επιβάλλεται να συνεργαστεί με την στρατιωτική ηγεσία και να την αφουγκραστεί ενδελεχώς, ώστε να ληφθούν οι σωστότερες αποφάσεις, με γνώμονα το εθνικό μας συμφέρον, δίχως  επώδυνους συμβιβασμούς, υποχωρητικότητα και φοβικά σύνδρομα. Η πολιτική του κατευνασμού της Τουρκίας  που εφαρμόστηκε τα προηγούμενα χρόνια αποδείχθηκε ατελέσφορη και επιζήμια.

Μερικά ερωτήματα που εύλογα ανακύπτουν:

  • Θα δεχθούμε επιπρόσθετες παράνομες ενέργειες και τετελεσμένα στα κυριαρχικά μας δικαιώματα;
    Πόσο αντέχει, πολιτικά και οικονομικά, να προκαλεί η Τουρκία και ποιος θα την περιορίσει, ώστε να αποκλιμακωθεί η κατάσταση;
  • Πότε θα επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο  και πότε θα ανακηρύξουμε Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη με την Κύπρο;

Δεν πρέπει να υπάρξουν ημίμετρα και επιπολαιότητες ή προχειρότητες. Οφείλουμε να δράσουμε ενωμένοι, με ομοψυχία και αποφασιστικότητα στο κρίσιμο ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, επειδή διακυβεύονται πολλά για την εθνική μας ασφάλεια, την σταθερότητα και την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή της ακριτικής Ελλάδας και της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς και για το πολιτικό και οικονομικό μέλλον μας, σε μια εποχή ταχύτατων και κοσμογονικών αλλαγών και ανατροπών.

*Ο Γιώργος Κωνσταντινίδης είναι οικονομολόγος, διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου, συγγραφέας του βιβλίου «Συσσώρευση Κεφαλαίου και Παγκοσμιοποίηση στην Τουρκία Διαχρονικά», εκδόσεις Παπαζήση και του βιβλίου «Ψηφίδες Διεθνούς Οικονομίας, Γεωπολιτικής και Γεωστρατηγικής. Ελλάδα, Τουρκία και Παγκόσμια Κοινότητα στην Σύγχρονη Εποχή της Διεθνούς Οικονομικής, Ενεργειακής, Κλιματικής και Υγειονομικής κρίσης», Εκδόσεις Λειμών, 2023. 

naftemporiki.gr