Του Jérémie Berlioux, ανταποκριτή στην Κωνσταντινούπολη της ηλεκτρονικής Libération, 14-8-2020
Για τη μετάφραση από τη γαλλική, την επεξεργασία και την απεικόνιση του κειμένου
Αλκης Καλλιαντζίσης
Το ερευνητικό σκάφος «Oruc Reis», στην ανατολική Μεσόγειο στις 24 Ιουλίου,. Photo Ibrahim Laleli. AP
Θαλάσσια έρευνα, στρατιωτική ανάπτυξη, κατακτητική ρητορική … Ο Τούρκος πρόεδρος επιδιώκει να επεκτείνει την επιρροή του στην περιοχή και να ενισχύσει το καθεστώς του ως περιφερειακής δύναμης.
Oruç Reis. Εάν αυτό το όνομα είναι άγνωστο στο ευρύ κοινό στην Ευρώπη, είναι πανταχού παρόν στην Τουρκία. Αυτό το ερευνητικό σκάφος είναι το εργαλείο επιβεβαίωσης της τουρκικής παρουσίας στην ανατολική Μεσόγειο. Μπήκε στο πάνθεον των Τούρκων ηρώων, των mehmetçik (παρατσούκλι που δόθηκε στους στρατιώτες) και το οπλισμένο τοπικό drone TB2, αστέρι του «αγώνα κατά της τρομοκρατίας». Πέρασε πολύς καιρός που η τουρκική εξωτερική πολιτική ήταν ένα μοντέλο μαλακής εξουσίας (soft power). Τώρα είναι η ώρα του ήχου των αρβυλών και του βαρέος πυροβολικού. Αλλά από αυτού όμως του σημείου μέχρι να δούμε εκεί την επιθυμία του Προέδρου Ερντογάν να κατακτήσει τον κόσμο, υπάρχει ένα βήμα που δεν πρέπει να γίνει.
Με την αποστολή του Orus Reis να διενεργεί πολλαπλές έρευνες, με πολύ βαριά στρατιωτική προστασία, στην ανατολική Μεσόγειο Θάλασσα, η τουρκική κυβέρνηση αποσκοπεί να δει τα συμφέροντά της να αναγνωρίζονται από όλους στην περιοχή. Εγκλωβισμένη στις ακτές της, εξαιτίας της σειράς των ελληνικών νησιών που βρίσκονται απέναντι στην ακτή της, η Τουρκία θέλει μια πρόσβαση στην ανοικτή θάλασσα και μια δίκαιη μοιρασιά των πόρων της. «Η Τουρκία θέλει να πείσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Γαλλία ότι δεν μπορεί να γίνει καμία συμφωνία για την περιοχή χωρίς αυτήν», εξηγεί ο Sinan Ulgen, πρώην διπλωμάτης και πρόεδρος του Κέντρου Οικονομικών Σπουδών και Διεθνών Σχέσεων Edam της Κωνσταντινούπολης.
«Δεν είμαστε κολλημένοι στις εντάσεις»
Αυτή η φιλοδοξία συνοδεύεται λοιπόν από μια εντυπωσιακή στρατιωτική ανάπτυξη και έναν κατακτητικό λόγο που στοχεύει στον γαλβανισμό της εκλογικής βάσης της εξουσίας. Για να γίνει αυτό, η προπαγάνδα βασίζεται στο μητρώο της εκδίκησης της ιστορίας. Το 1920, η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλύθηκε από τη Συνθήκη των Σεβρών (που δεν εφαρμόστηκε ποτέ). Έναν αιώνα αργότερα, η Τουρκία θα ανακτούσε τη «φυσική» θέση της στην περιοχή και θα έκλεινε μια ιστορική παρένθεση που κυριαρχείται από τους «ιμπεριαλιστές». Αυτή η ρητορική τείνει να δώσει την παραπλανητική εντύπωση ότι η κυβέρνηση είναι έτοιμη για όλες τις ακρότητες και ότι θα υποστηριζόταν, σε γενικές γραμμές, από έναν μαχητικό πληθυσμό. Δεν πρόκειται όμως περί αυτού.
Ο Πρόεδρος Ερντογάν επαναλαμβάνει ακατάπαυστα ότι δεν θέλει αντιπαράθεση με κανέναν. «Δεν είμαστε κολλημένοι με τις εντάσεις», υπενθύμισε την Πέμπτη. «Η Τουρκία θέλει να διαπραγματευτεί. Δεν θέλει να επιβάλει ούτε να της επιβάλουν μια μαξιμαλιστική θέση », υπενθυμίζει ο Sinan Ulgen. Η χώρα, που είναι βυθισμένη σε μια σοβαρή οικονομική κρίση, δεν έχει τα μέσα για στρατιωτικές συγκρούσεις με τους γείτονές της. Επιπλέον, η λαϊκή υποστήριξη ποικίλλει από την μια επιχείρηση στην άλλη. Εάν οι επεμβάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και στη βόρεια Συρία υποστηρίχθηκαν ευρέως από τον τουρκικό πληθυσμό, η επέμβαση στη Λιβύη επικρίνεται έντονα.
Η επιθυμία της Τουρκίας να χαράξει μια σφαίρα επιρροής και να δει το καθεστώς της, ως αναγνωρισμένη περιφερειακή δύναμη, δεν είναι κάτι καινούργιο. Από τότε που πήρε την εξουσία το 2003, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εργάστηκε ακούραστα για να αποκαταστήσει ένα διεθνές επίπεδο στη χώρα του. Μέσω του δόγματος των «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονές της, η Τουρκία είχε σφυρηλατήσει την εικόνα μιας σύγχρονης, σταθερής και ελκυστικής δύναμης, επενδύοντας στο πέρασμα του περιβάλλοντός της κοντά στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή.
Ζώνη ασφαλείας
Αλλά οι αποτυχίες της Αραβικής Άνοιξης και το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, που ερμηνεύθηκε από την κυβερνητική εξουσία ως μια δυτική συνωμοσία, άλλαξαν τα δεδομένα. Οι υπερ-εθνικιστικοί κύκλοι και εχθρικοί προς το ΝΑΤΟ και τη Δύση έβαλαν αέρα στα πανιά τους. Εάν οι γείτονες της Τουρκίας δεν της κάνουν χώρο, αυτή θα επιβληθεί. Στη Συρία, η Άγκυρα αφέθηκε ελεύθερη από τους δυτικούς συμμάχους της εναντίον της Δαμασκού και τους Ρώσους και Ιρανούς. Ανησυχώντας για την παρουσία των Κουρδών ανταρτών του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) στα σύνορά της, αλλά και για την προοπτική ενός νέου κύματος προσφύγων, η Τουρκία έχει δημιουργήσει μια ζώνη ασφαλείας. Στη Λιβύη, η τουρκική κυβέρνηση εγκαταστάθηκε με όπλα και αποσκευές, μετατρέποντας τη δυναμική της σύγκρουσης με απογοήτευση του Καΐρου, του Αμπού Ντάμπι και του Παρισιού. Στο μεταξύ δημιούργησε ένα μικρό παράθυρο στην υπο-Σαχάρια ζώνη του Sahel. Τέλος, στο Ιράκ, η Άγκυρα ξεκίνησε για άλλη μια φορά μια επίθεση στα οχυρά του ΡΚΚ, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι οξύνει τις σχέσεις της με τη Βαγδάτη.
Έχοντας γνώση του συσχετισμού δυνάμεων, ο «Reis» (ο Ερντογάν δηλαδή) δοκιμάζει τα όρια των αντιπάλων του. Δεν διαπραγματεύεται παρά μόνο, όταν αυτά επιτευχθούν, όπως με τη Ρωσία, μετά από μια δραματική στρατιωτική κλιμάκωση τον περασμένο Φεβρουάριο στο Idlib στη Συρία, ή με τις Ηνωμένες Πολιτείες το φθινόπωρο του 2019, όταν ο Donald Trump απείλησε να «εξαλείψει την Τουρκική οικονομία».