Ενας ιδεοτυπικός Ελληνομακεδόνας

- Advertisement -
Μικρή αναδρομή στη ζωή και το έργο του Ευάγγελου Κωφού (1934-2022) ► Η προσέγγιση της ΕΑΜικής αντίστασης από τον Κωφό προσαρμόστηκε πιστά στην εκάστοτε κυβερνητική γραμμή. Η μόνη επανάσταση που επέλεξε να προβάλει ήταν οι βραχύβιες «ένοπλες διαμαρτυρήσεις» του 1878 στην ελληνόφωνη ιδίως ζώνη της Νότιας Μακεδονίας

Ηταν ο άνθρωπος που κατεξοχήν ενσάρκωσε τη συνέχεια του κράτους στη διατομή εξωτερικής πολιτικής κι επιστημονικού λόγου για τα «εθνικά μας θέματα». Ως εμπειρογνώμων του υπουργείου Εξωτερικών για τα Βαλκάνια μεταξύ 1962 και 1995 έδωσε διαδοχικά τα φώτα του στις κυβερνήσεις της ΕΡΕ, της Ενωσης Κέντρου, των αποστατών, της χούντας, της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, αφήνοντας ένα καθοριστικό στίγμα στη χάραξη της σχετικής κρατικής πολιτικής, ιδίως όσον αφορά το Μακεδονικό. Μετά τη συνταξιοδότησή του από το υπουργείο εξακολούθησε ν’ ασκεί μεγάλη επιρροή πάνω στις νεότερες γενιές διπλωματών και βαλκανολόγων, αλλά και στους δημοσιογραφικούς κύκλους των εθνικώς ανησυχούντων, ως φορέας κι εκφραστής της θεσμικής μνήμης του ελληνικού βαθέος κράτους για το συγκεκριμένο ζήτημα.

Σε αντίθεση με διάφορους άλλους παράγοντες που συνδιαμόρφωσαν την κατά καιρούς κρατική πολιτική στο Μακεδονικό (και είτε παρέμειναν εσαεί καθηλωμένοι σε μια αναχρονιστική πρόσληψή της είτε εκτέθηκαν με ανεξήγητες φαινομενικά κωλοτούμπες), ο ίδιος διακρίθηκε για την πρωτοφανή προσαρμοστικότητά του ως προς τη διαχείριση όσων θεωρούσε πολιτικοϊδεολογικό απλώς περιτύλιγμα του βασικού πυρήνα της εθνικής στοχοθεσίας· προσαρμοστικότητα τυπικά μακεδονική, που σημάδεψε τόσο το υπηρεσιακό όσο και το επιστημονικό έργο του, καθιστώντας αυτά τα δυο απολύτως αξεδιάλυτα.

Εκτός από τις αδιαμφισβήτητες δεξιότητές του, απείρως μεγαλύτερες από εκείνες των προκατόχων ή των διαδόχων του, απολάμβανε άλλωστε επί δεκαετίες ένα σπάνιο προνόμιο για οργανικό διανοούμενο του ελληνικού κράτους: την ολοκληρωτική απουσία οποιουδήποτε δημόσιου αντιλόγου για το αντικείμενό του εντός της ελληνικής επικράτειας, μέχρι την απότομη διάρρηξη του άτυπου σχετικού κρατικού μονοπωλίου στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Αναφερόμαστε φυσικά στον Ευάγγελο Κωφό, τον άνθρωπο που ταυτίστηκε όσο κανείς άλλος με την επίσημη ιστορία και πολιτική διαχείριση του Μακεδονικού κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες. Ο θάνατος του οποίου, τη Δευτέρα του Πάσχα (22/4) σε ηλικία 88 ετών, επιβάλλει μια αποτίμηση της δράσης και του έργου του, ως ελάχιστη συμβολή στην κατανόηση των απαρχών, των δομικών χαρακτηριστικών και των ορίων της εγχώριας επιστημονικής μακεδονολογίας.

Εθνικόφρονες ρίζες

Ο Ευάγγελος Κωφός γεννήθηκε το 1934 στην Εδεσσα. Οπως και στους περισσότερους ανθρώπους της γενιάς του, η διαμόρφωση της ταυτότητάς του σημαδεύτηκε απ’ αυτή τη χωροχρονική συγκυρία, το οικογενειακό ιστορικό και τα συνακόλουθα παιδικά βιώματά του.

Ο παππούς του, Ευάγγελος Κουφού, υπήρξε πατριαρχικός προύχοντας με εμπλοκή στον Μακεδονικό Αγώνα μέσω του στενού συγγενούς του, διευθυντή του ελληνικού σχολείου και γραμματέα του τοπικού Ελληνομακεδονικού Κομιτάτου, Αθανασίου Φράγκου. Χαρακτηριστικό τεκμήριο, ένα σημείωμα του τελευταίου προς τον Ελληνα πρόξενο στη Θεσσαλονίκη, Λάμπρο Κορομηλά (7/5/1906), που εντόπισα στο Ιστορικό Αρχείο του Υπ.Εξ.: «Τω επιφέροντι τούτω κ. Ευαγγέλω Κουφού πιστώ ημετέρω παρακαλεί ο κ. Κ. Σαλαμπάσης να εγχειρήσητε το υπόλοιπον μέρος των εξ Αθηνών εμπορευμάτων, όπερ θα μεταφέρη ασφαλώς εδώ ο κ. Ευάγγελος Κουφού έμπορος υφασμάτων» (φ.1908/133.6/316-317).

Μια στρατευμένη έκδοση του 1948 τον περιλαμβάνει πάλι μεταξύ όσων «ειργάσθησαν εθνικώτατα» εκείνα τα χρόνια, διευκρινίζοντας ότι «συνέδραμε και υλικώς τον Αγώνα, εντάξας εις τα ένοπλα ελλην. σώματα των ανεψιόν του Ιωάννην» (Νικόλαος Σινόπουλος, «Πέλλα. Εδεσσα-Γιαννιτσά-Αρδέα», χ.τ.έ. 1948, σ.51). Επίσημα, πάντως, ουδέποτε αναγνωρίστηκε ως μακεδονομάχος.

Λιγότερο σαφή είναι τα πράγματα με τον γιο του, Αντώνιο Κωφού, επίσης έμπορο στην ίδια πόλη. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα που ο ίδιος έγραψε το 1974, επί Κατοχής υπήρξε στέλεχος της δεξιάς αντιΕΑΜμικής «Πανελληνίου Απελευθερωτικής Οργανώσεως» (ΠΑΟ), μέλος «της τριμελούς Επιτροπής της Εδέσσης» (Αρετή Τούντα-Φεργάδη, «Η ελληνική άμυνα έναντι της βουλγαρικής φασιστικής προπαγάνδας στην περιοχή της Εδεσσας, 1941-1943», σε Γ. Κιουτούτσκας [επιμ.], Η Εδεσσα και η περιοχή της, Εδεσσα 1995, σ.377). Το όνομά του αγνοείται όμως πλήρως από τη βασική βιβλιογραφία για την εν λόγω οργάνωση: τα ογκώδη απομνημονεύματα του συνιδρυτή της Ιωάννη Παπαθανασίου («Για τον ελληνικό βορρά», Αθήνα 1997) και τη μονογραφία του ηγετικού στελέχους της, στρατηγού Φροντιστή («ΠΑΟ», Θεσ/νίκη 1977). Επικεφαλής της τοπικής ΠΑΟ υπήρξε δε αποδεδειγμένα ο κατοχικός νομάρχης Γεώργιος Θεμελής, θλιβερά γνωστός από τη διακήρυξή του, τον Απρίλιο του 1943, «πας όστις λαμβάνει τα όπλα κατά των Γερμανών δεν είναι Ελλην».

Διαφορετικής τάξης ερωτήματα εγείρονται από προκήρυξη του τοπικού ΝΟΦ (10.12.1945) με τα άπλυτα -πραγματικά ή εικαζόμενα- επώνυμων εθνικοφρόνων της Εδεσσας, που δημοσιεύει ο Φροντιστής: «7) Αντώνιος Κωφού, το θεόβγαλτο αυτό παιδί με το ωραίο του σκέρτσο απόκτησε το σεβασμό του γερμανού φρουράρχου και με τον άγιον σεβασμιώτατο Παντελεήμονα τιμούσαν κάθε φασιστική τελετή» (σ.449).

Από φωτοτυπία της ίδιας προκήρυξης που εντόπισα σε γιουγκοσλαβική έκδοση προκύπτει πως υπήρχε και διευκρινιστική συνέχεια, που ο Φροντιστής προτίμησε να παραλείψει: «όπως τον περιοδεύον τότε “σοβιετικό παράδεισο”» (Арxив на Македониjа, «Егеjска Македониjа во НОБ, 1945», Σκόπια 1973, σ.422). Ο λόγος φυσικά για τη διαβόητη προπαγανδιστική έκθεση της Βέρμαχτ «Ο σοβιετικός παράδεισος», που την άνοιξη του 1943 τριγύρναγε τη μακεδονική ενδοχώρα με τις ευλογίες των κατά τόπους δωσιλογικών κι εκκλησιαστικών αρχών.

Οπως διαβάζουμε σε σχετικό ναζιστικό φυλλάδιο, ο Εδέσσης Παντελεήμων –«μέλος επίλεκτον της Διοικούσης Επιτροπής της ΠΑΟ» κατά τον Φροντιστή (σ.258)- έβγαλε αντικομμουνιστικό λόγο στα εγκαίνιά της (24/3/1943), διακηρύσσοντας πως «ο Ελλην, ο οποίος υπήρξε πάντοτε λαός με ανώτερα πνευματικά ιδεώδη, […] τάσσεται παρά το πλευρόν των δυνάμεων αίτινες καταπολεμούν το υλιστικόν τούτο σύστημα και ελπίζει ότι ούτω θα επιτύχη να εξασφαλίση το ελεύθερον και ευτυχές μέλλον εν τω πλαισίω της νέας Ευρώπης» του Γ΄ Ράιχ («Ο Αγών της Ελλάδος κατά του μπολσεβικισμού», Θεσ/νίκη 1943, σ.9-10). Εντελώς γενικόλογοι είναι αντίθετα οι ισχυρισμοί ενός ντόπιου Σλαβομακεδόνα κομμουνιστή, τα απομνημονεύματα του οποίου συγκαταλέγουν τον Κωφού στους «συνεργάτες» του κατοχικού νομάρχη κατά τις «διώξεις» που αυτός εξαπέλυσε εναντίον «των Μακεδόνων πατριωτών» (Вангел Аjановски-Оце, «Егеjски Бури», Σκόπια 1975, σ.88).

«Ολοι δικοί μας είμαστε» | Ευάγγελος Κωφός, κατά τη διάρκεια συνάντησής του με τον «εθνικά ύποπτο» μακεδονικό σύλλογο Olympic του Περθ (1986), σύμφωνα με εξιστόρηση του ίδιου (27.2.2000)

Σε αδημοσίευτη συνέντευξή του στον γράφοντα (27/2/2000), ο ίδιος ο Ευάγγελος Κωφός περιέγραψε πάλι ως «έντονη ανάμνησή» του εκείνων των χρόνων την πάνδημη υποδοχή του κατοχικού πρωθυπουργού Τσολάκογλου στην Εδεσσα (9/6/1942), σε μια συγκυρία γενικευμένης ανασφάλειας μετά την παραχώρηση της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία: «Είναι σούρουπο, έχει σκοτεινιάσει, στην πλατεία της Εδεσσας -εκεί που είναι κέντρο ακόμα και σήμερα- βγαίνει ένας ντυμένος με άσπρη στολή και βγάζει ένα λόγο. Κάτω, γεμάτο… Και είναι ο Τσολάκογλου. Ποιος είναι ο Τσολάκογλου, ο εξάχρονος δεν μπορούσε φυσικά να ξέρει… Και κάποιος λέει κάτι βουλγάρικα (κάτι σαν “ουρά”, “ουρά η Βουλγαρία”, δεν θυμάμαι ακριβώς) και πέφτει ένα ξύλο άγριο. Ο κόσμος στράφηκε εναντίον του… Αυτή την εικόνα τη θυμάμαι, δεν θυμάμαι τίποτα άλλο από εκεί».

Η περίοδος αυτή της ζωής του έκλεισε με την οικογενειακή μετεγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη το φθινόπωρο του 1943, μετά τη σύλληψη και σύντομη κράτηση του πατέρα του από τους Γερμανούς στο στρατόπεδο Παύλου Μελά. Στα απομνημονεύματά του, ο Αντώνιος Κωφού αποδίδει την περιπέτειά του στους «ελάχιστους εκδηλωθέντες Βούλγαρους, οι οποίοι αποτελούσαν το Συμβούλιον του Βουλγαρικού Φρουραρχείου» και, «φοβηθέντες από τας ενόπλους ομάδας που κυκλοφορούσι εις την ύπαιθρον, απήτησαν από τους Γερμανούς να συλλάβωσι προληπτικώς ως ομήρους προς ασφάλειάν των αριστερούς και δεξιούς παράγοντας της πόλεως» (Τούντα-Φεργάδη, όπ.π.). Είχε προηγηθεί η ένταξη πολλών αξιωματικών της περιοχής στον ΕΛΑΣ, τον Ιούλιο, κι η φυγή του νομάρχη Θεμελή στη Μέση Ανατολή, τον Σεπτέμβριο. Από το ημερολόγιο ενός συγκρατουμένου του, πληροφορούμαστε πάντως ότι ο Αντώνιος αφέθηκε τελικά ελεύθερος «άνευ ανακρίσεως» (Γιώργος Καφταντζής, «Το ναζιστικό στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης, 1941-1944», τ.Α΄, Θεσ/νίκη 1999, σ.131).

Από τις «εθνικές μειονότητες» στις «ανύπαρκτες»

Εξίσου σαφές υπήρξε το αποτύπωμα της μεταπολεμικής συγκυρίας στις σπουδές του μετέπειτα βαλκανολόγου. Τη φοίτησή του στο Κολλέγιο Ανατόλια της Θεσσαλονίκης και το εμπορικό τμήμα του Κολλεγίου Αθηνών ακολούθησαν σπουδές στις ΗΠΑ, με αρχικό προσανατολισμό τη δημοσιογραφία (στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο) και στη συνέχεια τις Διεθνείς Σχέσεις (μεταπτυχιακό στο Πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν της Ουάσινγκτον). Κατά τη διάρκεια των δεύτερων θα εργαστεί παράλληλα στο Γραφείο Τύπου της ελληνικής πρεσβείας, εγκαινιάζοντας τη σύνδεση της επιστημονικής καριέρας του με τις επιταγές της διπλωματίας.

Στη μεταπτυχιακή διατριβή που κατέθεσε τον Ιούνιο του 1959, με τίτλο «Εθνικές μειονότητες στη μεταπολεμική Ελλάδα και η επίπτωσή τους στις σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και των γειτόνων της», ο προσεκτικός αναγνώστης διακρίνει ήδη τη βασική αντίφαση που διαπέρασε και το μεγαλύτερο μέρος του κατοπινού του έργου: μια εναγώνια (και, προς το παρόν, άτεχνη) προσπάθεια να συνδυάσει την υπεράσπιση της εθνικής γραμμής με διακριτικές παραδοχές ψηγμάτων της πραγματικότητας που υπονόμευαν αυτή την τελευταία.

«Σήμερα», διαβάζουμε, «υπάρχουν εντός των συνόρων της [Ελλάδας] δύο μονάχα μειονότητες που είναι διακριτές ως χωριστές εθνοτικές οντότητες: οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης και της Δωδεκανήσου και οι “Σλαβομακεδόνες” της Δυτικής Μακεδονίας. Διάσπαρτες μειονοτικές ομάδες που υπήρχαν πριν από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο έχουν είτε εξαφανιστεί, ως αποτέλεσμα της ναζιστικής κατοχής της Ελλάδας (1941-1944), είτε έχουν αφομοιωθεί στο ελληνικό περιβάλλον τους» (σ.15· ως τέτοιες μνημονεύονται επί τροχάδην οι Εβραίοι, οι Τσάμηδες, οι Αρμένιοι και οι Βλάχοι). Με βάση τη μετέπειτα εθνική επιχειρηματολογία, αξιοσημείωτη είναι πάντως η επισήμανσή του για τη βασική διαφορά των δύο αξιόλογων μειονοτήτων: «Οσον αφορά τους Σλαβομακεδόνες, το εθνικό υπόστρωμά τους παρέμεινε άμορφο κι εκκρεμές, παρόλα τα χρόνια της διαμάχης και τις πολυάριθμες θεωρίες που προώθησαν διανοούμενοι και προπαγανδιστές. […] Απεναντίας, η τουρκική μειονότητα της Ελλάδας δεν παρουσίασε τέτοιες δυσκολίες. Η τουρκική εθνική συνάφεια ήταν αδιαμφισβήτητη» (σ.180).

Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν κάποιες κομβικές εκτιμήσεις του για το κατοπινό κύριο αντικείμενό του: «Η επίσημη ελληνική άποψη, προς το παρόν, είναι πως εκείνοι από τους “Σλαβομακεδόνες” που παρέμειναν στην Ελλάδα είναι αληθινοί Ελληνες, που διαφοροποιούνται από τους υπόλοιπους μόνο από τη σλαβική γλώσσα τους. Το επιχείρημα μοιάζει πειστικό, στην ταραγμένη όμως περιοχή της Μακεδονίας, η ιστορία της οποίας τόσο συχνά σημαδεύτηκε από τρομοκρατία, δεν έχει ακόμη υποστεί τη δοκιμή του χρόνου» (σ.34-5).

Το ίδιο και η αντιδιαστολή μεταξύ επίσημων διακηρύξεων κι εφαρμοσμένης πολιτικής: «Εφόσον οι “Σλαβομακεδόνες” αντιμετωπίζονταν [στον Μεσοπόλεμο] ως Ελληνες, δεν απολάμβαναν κάποια ιδιαίτερα προνόμια, αλλά συμμερίζονταν τα οφέλη και τις υποχρεώσεις όλων των Ελλήνων πολιτών. Οι νόμοι και οι νομικές εγγυήσεις, ωστόσο, δεν έχουν νόημα παρά μόνο αν τηρούνται πραγματικά, τόσο στο γράμμα όσο και στο πνεύμα τους, από τους αξιωματούχους και τις υπηρεσίες που έχουν επιφορτιστεί με την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών ενός κράτους» (σ.43-44).

Ισορροπώντας πάνω στο τεντωμένο σκοινί της εθνικής ορθότητας, ο Κωφός κατέληγε έτσι μεν στο συμπέρασμα πως, «η μεταχείριση των “Σλαβομακεδόνων” εν γένει, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, μπορεί να εκτιμηθεί ως σωστή» (σ.46), ταυτόχρονα όμως το υπονόμευε περιγράφοντας όλες εκείνες στις πρακτικές που τίναξαν στον αέρα τις σχέσεις τους με το ελληνικό κράτος (απαγόρευση της σλαβοφωνίας και θεσμικοί αποκλεισμοί επί Μεταξά, εκτοπίσεις ακόμη και «νομοταγών πολιτών, οι γιοι των οποίων πολεμούσαν στο μέτωπο»).

Το μεταπτυχιακό ακολούθησε η συγγραφή του πρώτου -και σημαντικότερου- βιβλίου του («Εθνικισμός και κομμουνισμός στη Μακεδονία»), το αγγλόγλωσσο χειρόγραφο του οποίου κατατέθηκε το 1962 στο ΙΜΧΑ κι εκδόθηκε το 1964, δίχως ποτέ να μεταφραστεί στα ελληνικά. Ακολούθησε, το 1962 πάντα, η πρόσληψή του στο υπουργείο Εξωτερικών, αρχικά ως ειδικού συνεργάτη και κατόπιν ως εμπειρογνώμονα βαλκανολόγου. «Η δουλειά που έκανα στο βιβλίο έγινε αιτία που ήρθα στο Υπουργείο», τόνισε στον γράφοντα το 2000. «Εγώ δεν ζήτησα να έρθω στο Υπουργείο, με φέραν στο Υπουργείο. Ηταν η μεγάλη κρίση τότε με τη Γιουγκοσλαβία, που κατέληξε στη συμφωνία Αβέρωφ-Πόποβιτς» (για παύση της εκατέρωθεν δημόσιας ανακίνησης του Μακεδονικού)· κρίση που έκανε την κυβέρνηση Καραμανλή να συνειδητοποιήσει ότι «κάποιον πρέπει να έχουμε στο Υπουργείο που να ξέρει Ιστορία».

Η επιλογή αυτή αποδείχτηκε εξαιρετικά εύστοχη. Μέσα στις επόμενες δεκαετίες, ο Κωφός προχώρησε σε δραστική ανανέωση κι επικαιροποίηση του κυρίαρχου εθνικού αφηγήματος για τη νεότερη ιστορία της Μακεδονίας, αντικαθιστώντας την παλιομοδίτικη μετεμφυλιακή σλαβοφαγία που εξέθετε το ελληνικό κράτος μ’ ένα συνεκτικό, αληθοφανές και πολλαπλά λειτουργικό σχήμα, βασισμένο σε κάποιες τολμηρές (για τα δεδομένα της εποχής) παραδοχές και πολύ περισσότερες επιλεκτικές αποκρύψεις.

Βασικό χαρακτηριστικό του έργου του υπήρξε μια πρωτεϊκή προσαρμογή στην εκάστοτε κυβερνητική γραμμή όσον αφορά το πολιτικό παρελθόν της χώρας, με ταυτόχρονη διατήρηση σταθερού μετώπου απέναντι στον «από βορρά κίνδυνο» και τις εγχώριες απολήξεις του. Ο σοβιετολογικός αντικομμουνισμός της δεκαετίας του 1960 παραχώρησε έτσι το 1984 τη θέση του στην εξύμνηση της Εθνικής Αντίστασης, με ανάδειξη της συμβολής του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και ήπια κριτική στη μειονοτική πολιτική του, για να επιστρέψει ξανά μετά το 1989 σε μια σαφώς αντικομμουνιστική προσέγγιση. Τις ρητές δε επιφυλάξεις του μεταπτυχιακού φοιτητή του 1959 για την πραγματική ταυτότητα της επίμαχης μειονότητας διαδέχτηκε πέντε χρόνια αργότερα η διακήρυξη ότι «με την αποχώρηση των “Σλαβομακεδόνων” το 1949, δεν υπήρχε πλέον πραγματικό ζήτημα όσον αφορά την Ελλάδα» (σ.212).

Εξίσου λειτουργική αποδείχθηκε η επίρριψη της ευθύνης για τις προβληματικότερες πτυχές της κρατικής πολιτικής σε βολικούς αποδιοπομπαίους τράγους, όπως το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Αποσιωπώντας, ταυτόχρονα, πλήρως τις διαχρονικές εκείνες σταθερές της επίσημης ιδεολογίας και διοικητικής πρακτικής που είχαν οδηγήσει νομοτελειακά στη μεταξική κορύφωση της τρομοκρατίας.

Στο ίδιο μήκος κύματος, αποκαλυπτική είναι η αντιμετώπιση που ο Κωφός επιφύλαξε στις δημόσιες συλλογικές ορκωμοσίες ολόκληρων χωριών το καλοκαίρι του 1959, «ενώπιον Θεού και ανθρώπων» (εν προκειμένω, των κρατικών αρχών), ότι δεν πρόκειται να ξαναμιλήσουν το «τρισκατάρατον σλαβικόν ιδίωμα». Το 1964 τις αποσιώπησε εντελώς, παρόλο που συνιστούσαν βασική πτυχή της πιο πρόσφατης ελληνογιουγκοσλαβικής κρίσης που ανέλυε στο βιβλίο του (σ.217-20).

Το 1998, παρεμβαίνοντας στην ημερίδα του ΚΕΜΟ για τις σλαβικές διαλέκτους της ελληνικής Μακεδονίας, ισχυρίστηκε πως «η πρωτοβουλία οφειλόταν σε τοπικούς παράγοντες και την ΚΥΠ της εποχής, επί Παπαδόπουλου» («Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα», Αθήνα 2000, σ.186). Λίγο αργότερα υποστήριξε πάλι, επικαλούμενος κάποιον ανώνυμο «αυτόπτη μάρτυρα», πως «υποκινητής υπήρξε ο μετέπειτα δικτάτορας Παπαδόπουλος», ο οποίος διεκδίκησε μάλιστα επί χούντας και τις σχετικές δάφνες «σε σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό Κόλλια» (Ευ. Χατζηβασιλείου – Χ. Χρηστίδης [επιμ.], «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η Βόρεια Ελλάδα», Αθήνα 2006, σ.127). Με τον μισητό δικτάτορα να αίρει τις αμαρτίες του μετεμφυλιακού κράτους, μπορούμε λοιπόν να ξεχάσουμε ότι στις επίμαχες εκείνες τελετές παρέστη σύμπασα η τοπική διοίκηση, εκκλησιαστική ηγεσία, στρατιωτική, πολιτική, αστυνομική κι εκπαιδευτική εξουσία.

Ο διάβολος της εθνικής ορθότητας κρυβόταν, άλλωστε, κατά κανόνα στις λεπτομέρειες: από το επιμελημένο στρογγύλεμα κάποιων διαπιστώσεων ή το σιωπηρό ψαλίδισμα ενοχλητικών παραγράφων σε δημοσιευόμενα έγγραφα, μέχρι ψευδείς ισχυρισμούς, όπως η δήθεν συμπερίληψη των Πομάκων της Θράκης στους 41.167 σλαβόφωνους της επίσημης απογραφής του 1951. Με εξαίρεση μια σύντομη διερεύνηση της σύνθεσης του καθοδηγητικού οργάνου των μακεδονομάχων της Εδεσσας, άμεσα σχετιζόμενη με τη δική του οικογενειακή ιστορία, ο ίδιος απέφυγε πάντως ν’ ασχοληθεί σοβαρά με τον δημοφιλή Μακεδονικό Αγώνα του 1903-1908, προστατεύοντας τόσο το εθνικό αφήγημα όσο και τη δική του επιστημονική εικόνα.

Ανεξαρτήτως παλινδρομήσεων, βασική σταθερά των αναλύσεών του υπήρξε πάντως η υπηρεσιακή θέαση του βασικού αντικειμένου του: οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες της ελληνικής επικράτειας προσεγγίστηκαν ως επίφοβο αντικείμενο προς διαχείριση κι όχι σαν Ελληνες πολίτες, φορείς των ίδιων ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων με τον υπόλοιπο πληθυσμό.

…από τη θεωρία στην πράξη

Λίγο-πολύ αόρατο υπήρξε, από την άλλη, το δεύτερο σκέλος της ενασχόλησής του με το Μακεδονικό: η συμβολή του, ως υπηρεσιακού στελέχους, στη χάραξη και πρακτική εφαρμογή τής κατά καιρούς κρατικής πολιτικής. Από διάσπαρτα σχετικά έγγραφα που έχουν έρθει στο φως γνωρίζουμε λ.χ. ότι τη δεκαετία του 1960 εισηγούνταν σε ποια ακριβώς «ευπαθή» χωριά έπρεπε να ιδρυθούν «Εθνικά Νηπιοτροφεία», για τη μακροπρόθεσμη εξάλειψη της σλαβοφωνίας εξ απαλών ονύχων. Το 1982, πάλι, πρότεινε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, ύστατο αποκούμπι της Δεξιάς σε μια εποχή συντριπτικής κεντροαριστερής ηγεμονίας, μια δέσμη μέτρων προπαγανδιστικής «προβολής του ιστορικού παρελθόντος της Μακεδονίας στο εσωτερικό», τα περισσότερα από τα οποία υλοποιήθηκαν τελικά στο πλαίσιο της εθνικιστικής έξαρσης του 1992-1995.

Μέσα στη δεκαετία του 1980 ο Ευάγγελος Κωφός θα διακρίνει ωστόσο, με την οξυδέρκεια που τον χαρακτήριζε, την καταιγίδα να πλησιάζει. Οχι από τον Βορρά αλλά εκ Δυσμών, με τη μορφή της «γενικής αφύπνισης των διαφόρων μειονοτικών ομάδων σ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης, ιδιαίτερα μετά την πτώση της δικτατορίας στην Ισπανία», και της διαμόρφωσης ενός ευνοϊκού για τις διεκδικήσεις τους θεσμικού περιβάλλοντος στο πλαίσιο οργανισμών όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης.

Ως εκπρόσωπος της Ελλάδας στις προπαρασκευαστικές διεργασίες του τελευταίου για τη σύνταξη του Καταστατικού Χάρτη για τις περιφερειακές και μειονοτικές γλώσσες (1986), κατέβαλε φυσικά -«στα πλαίσια των οδηγιών του»– απεγνωσμένες προσπάθειες να περιορίσει «τις υπέρμετρα φιλόδοξες πρόνοιες για τις περιφερειακές και μειονοτικές γλώσσες, τονίζοντας την ανάγκη εξισορρόπησης των συμφερόντων κρατών και μειονοτήτων».

Εκτός από την άτυπη σύμπλευση με τον Τούρκο ομόλογό του ή την απαίτηση για «σαφέστερο προσδιορισμό του όρου “μειονότητα” με την προσθήκη των λέξεων “sizable” [ευμεγέθης] και “recognized” [αναγνωρισμένη]», κατέφυγε ακόμη και στο κλασικό τέχνασμα της κακόβουλης πλειοδοσίας, ζητώντας «την ένταξη στις ρυθμίσεις του Χάρτη» όχι μόνο των μειονοτήτων αλλά και των ξένων «μεταναστών και εργατών» (που η Ελλάδα δεν είχε ακόμη τότε στο έδαφός της). Την ίδια στιγμή φρόντισε να τονίσει ενδοϋπηρεσιακά την ανάγκη εκσυγχρονισμού της σχετικής επιχειρηματολογίας: «Το κυριότερο πρόβλημα είναι η χάραξη εθνικής πολιτικής για τις γλωσσικές ομάδες της χώρας μας. Δεν είναι πλέον ικανοποιητικό να καλυπτόμεθα πίσω από το σχήμα ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει παρά η μουσουλμανική μειονότητα της Δ. Θράκης […]. Ασφαλώς, γλωσσικές ομάδες υπάρχουν, χωρίς όμως να συνιστούν -αυτή τη στιγμή τουλάχιστον- εθνικές μειονότητες».

Την ίδια διαπίστωση θα επαναλάβει ακόμη εντονότερα το 1991, όταν η ετήσια έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τα ανθρώπινα δικαιώματα έθιξε για πρώτη φορά το Μακεδονικό. Προειδοποιώντας ότι «το καλοπροαίρετο, γενικώς, κίνημα στη χώρα μας για την καλλιέργεια των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων των διαφόρων ομάδων του πληθυσμού θα επεκταθεί αναπόφευκτα και σε θέματα αναγνώρισης, διάσωσης και διάδοσης γλωσσών, καθώς και σε πιο προχωρημένες πολιτιστικές διεκδικήσεις», κι ότι «αν η Πολιτεία ορθώσει εμπόδια, υφίσταται κίνδυνος μικρές ομάδες να ριζοσπαστικοποιηθούν στα αιτήματα και στις ενέργειές τους» με αποτέλεσμα «να εκτραπεί το πολιτιστικό κίνημα σε πολιτικό» (στο οποίο «εύκολα θα βρεθούν αρωγοί από το εξωτερικό και όχι κατ’ ανάγκη από γειτονικές χώρες»), ο Κωφός εισηγήθηκε ρητά την επανεπεξεργασία της επίσημης γραμμής με τη βοήθεια «ενός ή δυο διεθνολόγων ειδικών στα μειονοτικά», την περιβολή της «με διακομματικό μανδύα» και τελικά την «εκλαΐκευσή της». Εγχείρημα, αυτό το τελευταίο, εκτιμούσε, «δύσκολο και μακροχρόνιο αλλά όχι ακατόρθωτο».

Τον καιρό των συλλαλητηρίων

Τελικά, για την αλλαγή πολιτικής χρειάστηκε να προηγηθεί η κατάδυση της χώρας στο καθαρτήριο των εθνικιστικών συλλαλητηρίων· εμπειρία που απελευθέρωσε, ως αντίδραση, δυνάμεις πολύ ευρύτερες (κι ανεξέλεγκτες) από τις δημόσιες υπηρεσίες που ο Κωφός οραματιζόταν σαν φορείς του προτεινόμενου εκσυγχρονισμού.

Στο μεσοδιάστημα, ο ίδιος βίωσε έτσι δυο επώδυνες αντιφάσεις. Από τη μια, χρεώθηκε άδικα την υποτιθέμενη «άγνοια» του ελληνικού κράτους για τη μεταπολεμική εξέλιξη του Μακεδονικού, απόρροια του ψευδούς ισχυρισμού των προηγούμενων δεκαετιών περί «ανύπαρκτου» ζητήματος. Από την άλλη, είδε την εθνικιστική υστερία να φουντώνει (και να υποθηκεύει δραματικά τα γεωπολιτικά συμφέροντα του ελληνικού κράτους) με εφαλτήριο τις δικές του, ακριβώς, επεξεργασίες: προσωπική του επινόηση υπήρξε γαρ εν έτει 1986, αμέσως μετά την όξυνση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων και την ανάληψη του υπουργείου Βόρειας Ελλάδας από τον Στέλιο Παπαθεμελή, η σκιαγράφηση της σλαβομακεδονικής (ειδικά) εθνογένεσης σαν ιδιόμορφης «μετάλλαξης», γενετικής δηλαδή ανωμαλίας, κι όχι ως μιας ακόμη τυπικής περίπτωσης συλλογικού πολιτικοϊδεολογικού μετασχηματισμού, από τις τόσες που συναντάμε στην παγκόσμια ιστορία.

Παραγκωνισμένος ενδοϋπηρεσιακά τη στιγμή ακριβώς που το αντικείμενό του αναγορευόταν στο μείζον εθνικό μας θέμα, παραιτήθηκε από το υπουργείο το καλοκαίρι του 1995. Στον γραπτό «αποχαιρετισμό» που απηύθυνε «προς φίλους, συναδέλφους και συνεργάτες» (29.6.1995), κατέθεσε δε τη ρητή διαφωνία του με την ακολουθούμενη -τότε- πολιτική της «μιας και ελληνικής» Μακεδονίας:

«Οι μαξιμαλιστικές απαιτήσεις, που δεν προδιέγραφαν παρά το σίγουρο ενταφιασμό των νομίμων προσδοκιών μας, απέτρεψαν την οριοθέτηση εφικτών αλλά και εθνικά αποδεκτών προσεγγίσεων. Και το ολέθριο μέτρο του “πολιτικού κόστους” υπερίσχυσε εκεί όπου γνώμονας όφειλε να είναι αποκλειστικά το “ιστορικό κόστος”.

»Η εφευρετικότητά μας για να αποφύγουμε να ατενίσουμε με ειλικρίνεια τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος υπήρξε όντως εντυπωσιακή. Ετσι, βαφτίσαμε Σκοπιανό το παραδοσιακό Μακεδονικό ζήτημα, προφανώς για να εξορκίσουμε δαίμονες και να προφυλάξουμε την ελληνική ιδιότητα του όρου! Καθιερώσαμε το άβατο του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών για να καλύψουμε την πολιτική και πνευματική δυσκαμψία μας. Περιχαρακωθήκαμε σε τείχη για να διασώσουμε παράγωγα. Επιβάλαμε αντίμετρα που δεν μπορούσαμε να εφαρμόσουμε […]. Δειλιάσαμε, λοιπόν, σε κρίσιμες στιγμές να πάρουμε τις τολμηρές αποφάσεις γιατί δεν πιστέψαμε ότι υπάρχουν εθνικά αποδεκτές και επιστημονικά δόκιμες λύσεις πέρα από τα σαθρά στερεότυπα που επιβλήθηκαν στην ανυποψίαστη κοινή γνώμη, αλλά δεν οδηγούν πουθενά».

Τα όρια του «ρεαλισμού»

Ακολούθησαν δύο δεκαετίες ζυμώσεων, με την ιδιότητα του επιφανούς στελέχους διαφόρων ιδρυμάτων (ΙΜΧΑ, ΕΛΙΑΜΕΠ κ.λπ.), για την ανάγκη οριστικής επίλυσης του Μακεδονικού με καθιέρωση μιας εκατέρωθεν αποδεκτής σύνθετης ονομασίας της γειτονικής μας χώρας· ονομασίας που θα περιλάμβανε, φυσικά, τον όρο «Μακεδονία». Παρ’ όλα αυτά, το 2018-2019 απέφυγε να χαιρετίσει τη Συμφωνία των Πρεσπών, παρόλο που αυτή εκπλήρωσε και με το παραπάνω όσα ο ίδιος είχε κηρύξει. Περιορίστηκε μόνο σε μια αμήχανη συνέντευξη στη νεοδημοκρατική liberal.gr (1/2/2018), με την οποία εξέφρασε την αμφιθυμία του για το μαζικότατο συλλαλητήριο της εβδομάδας που είχε προηγηθεί, προειδοποιώντας ταυτόχρονα ότι «τέτοια ζητήματα δεν τα λύνει στους δρόμους ο λαός»…

Ο ρεαλισμός του αυτός δεν απέτρεψε άλλωστε τη δυσφορία του για το γκρέμισμα των εθνικιστικών ταμπού από μια μερίδα των νεότερων γενεών, εξέλιξη που μοιραία συμπεριέλαβε και την επανεξέταση του προσωπικού του ρόλου στη μεταπολεμική κρατική πολιτική. Κατέθεσε έτσι τελικά τον δικό του απολογισμό γι’ αυτή την τελευταία, ως αυτοτελές κεφάλαιο μιας ημιεπίσημης συλλογικής έκδοσης («Μακεδονικές ταυτότητες στο χρόνο», Αθήνα 2008, σ.355-418). Μολονότι σημαδεμένος από τις ίδιες αντιφάσεις με το προηγούμενο έργο του, ο απολογισμός του κρίθηκε όμως τελικά μάλλον υπερβολικά τολμηρός, όπως πιστοποιεί η σιωπηρή απάλειψή του από την αγγλόγλωσση έκδοση του ίδιου τόμου το 2011.

Οποιαδήποτε θετική αποτίμηση του έργου του τη σκιάζει ωστόσο μια ύστερη μαύρη σελίδα: η καθοριστική δημόσια παρέμβασή του, με την οποία ανατράπηκαν οι εξαγγελίες του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης Σημίτη, Ανδρέα Λοβέρδου, για επίλυση της ανθρωπιστικής εκκρεμότητας που είχε αφήσει το 1982 η ρατσιστική απαγόρευση επαναπατρισμού όσων πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου δεν κρίνονταν «Ελληνες το γένος».

Μ’ ένα φλογερό άρθρο του στο «Βήμα» (25/6/2003), ο Κωφός δεν δίστασε τότε να κινδυνολογήσει, ως εκφραστής της θεσμικής μνήμης του βαθέος κράτους, πως η επιστροφή των υπέργηρων αγωνιστών στις εστίες τους ισοδυναμούσε με «αυθαίρετο εποικισμό αλλογενούς εθνικιστικής μειονότητας στις παραμεθόριες περιοχές». Τα ΜΜΕ ξεσάλωσαν στο ίδιο μήκος κύματος, η κυβέρνηση αναδιπλώθηκε κι οι προγραμμένοι αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ καταδικάστηκαν οριστικά να σβήσουν στην ξενιτιά.

Να πλήρωσαν άραγε, άθελά τους, εκείνη την αθυρόστομη προκήρυξη του μακρινού 1945;

efsyn.gr

spot_img

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ”ΕΦΣΥΝ” ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΡΟΣΚΕΛΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΝΗΜΌΣΥΝΟ ΤΟΥ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΥ ΑΝΑΛΥΤΉ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ -ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΤΟΥ ΥΠΕΞ(ΕΠΊ 33 ΧΡΌΝΙΑ ) ΓΙΑ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΜΑΣ ΘΕΜΑΤΑ ,ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΚΩΦΟΥ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΓΙΑΤΙ ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΑΤΕ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΕ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ”ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ”ΚΑΙ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΠΟΛΛΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΩΝ ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΩΝ ΘΑ ΤΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ.

  2. Αξιότιμε κ. Σαββίδη, μολονότι θα ήταν ντροπή εκ μέρους μου να κάνω οποιαδήποτε υπόδειξη προς το εξαιρετικού επιπέδου ιστότοπό σας και προς την επιλογή των άρθρων που δημοσιεύετε, δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ:
    Τι δουλειά έχει στις πατριωτικές και δημοκρατικές “Ανιχνεύσεις” ένα προπαγανδιστικό κείμενο του ενός εκ των πιο φανατικών εθνομηδενιστών αρθρογράφων, που πλασάρεται ως ιστορικός και έχει παθιαστεί εδώ και χρόνια να μας πείσει ότι οι βαλκανικοί πόλεμοι ήταν ιμπεριαλιστικοί και ότι η Μακεδονία δεν είναι ελληνική;
    Δεν ξέρω από πού ξεκινάει η μονομανία του Κωστόπουλου, από ιδεοληψία αριστερού τύπου ή από την ανάγκη να ικανοποιήσει ένα συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό, αλλά εν τέλει η γραφίδα αυτού του ανθρώπου είναι ανθελληνική, άνευ περιστροφών.

    Αλλά ας τον ενημερώσει κάποιος (όχι ότι δεν το ξέρει, αλλά το αποσιωπά συνειδητώς) ότι η σύνδεση που επιχειρεί να τεκμηριώσει μεταξύ σλαβόφωνου στοιχείου και Αριστεράς καταρρίπτεται σε δευτερόλεπτα: ο Γκοτζαμάνης (ο παλιός, όχι αυτός της δολοφονίας Λαμπράκη), υψηλόβαθμο στέλεχος της 4ης Αυγούστου, ήταν σλαβόφωνος.
    Λοιπόν ας πάει στον αγύριστο και ο Κωστόπουλος και ο Ιός του που μας μόλυναν τόσες δεκαετίες, από εποχής Ελευθεροτυπίας ακόμα…

    Αυτά και συγγνώμη για την αντίδραση, αλλά επειδή οι “Ανιχνεύσεις” είναι ένα από σπουδαιότερα μέσα ενημέρωσης για την Ελλάδα μας, ομολογώ ότι η σημερινή αναδημοσίευση με στενοχώρησε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
37,400ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα