του Γιάννη Παπαδάκη*
Όσο εύκολη είναι η αναφορά στα Ηρακλείτεια στοιχεία λόγου που εμπεριέχονται στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη, τόσο δύσκολο είναι να πείσει κάποιος για την ύπαρξη Ελυτικών στοιχείων στον λόγο του Ηράκλειτου, του οποίου άλλωστε ένα μικρό μόνο τμήμα έχει διασωθεί. Η αιτία της δυσκολίας δεν εντοπίζεται στον νόμο της αιτιότητας, αν και ο Ηράκλειτος προηγήθηκε του Ελύτη κατά 2500 χρόνια, αλλά στην αποδελτίωση του Ελυτικού λόγου και την συνθετική του επανασύνδεση, με βάση τα ειδοποιά χαρακτηριστικά του λόγου του Ηράκλειτου.
Εύλογα ίσως αναρωτιέται ο αναγνώστης ποιος ο λόγος να χαρτογραφήσει κανείς τις όποιες γέφυρες ισχυρίζεται ότι υπάρχουν μεταξύ Ηράκλειτου και Ελύτη. Η απάντηση − όχι δική μου, αλλά του Χρήστου Γιανναρά, όταν τον ρώτησα για ποιόν λόγο γράφει− είναι απλή: “διότι αυτά είναι πράγματα που χρειάζεται να υπάρχουν κάπου γραμμένα». Πέρα από την εντιμότητά της, η απάντηση του Γιανναρά προσπερνάει με ιδιοφυή διπλωματία το σκόπελο μήπως και αντιληφθεί ξαφνικά ο ερωτών το μέγεθος της άγνοιάς του. Διότι η ίδια η ερώτηση αποκαλύπτει μια έκπληξη που μόνο η άγνοια δικαιολογεί. Ο Γιανναράς, ευτυχώς, δεν εξέλαβε την άγνοιά μου ως αδιαφορία και μου εξήγησε υπομονετικά τους βαθύτερους λόγους που τον ωθούν να συνεχίζει να γράφει κριτικά και συνθετικά, συχνά για τα ίδια θέματα που τον απασχολούσαν βαθιά: την καλλιέργεια του ελληνικού λόγου και του ελληνικού πολιτισμού, την εξύψωση του πολιτικού ήθους του τόπου, την ψυχική ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων και την εμβάθυνση της μεταφυσικής σχέσης μας με τον Θεό. Όταν δε τον ρώτησα, παρακινούμενος από την επιμονή της νεανικής άγνοιάς μου, για ποιο λόγο αρκείται σε μια επαναλαμβανόμενη κριτική διάγνωση των γνωστών ριζικών αιτίων, χωρίς να προτείνει ή να συμμετέχει σε τρόπους δράσης, μου είπε αφοπλιστικά: «διότι εγώ είμαι δάσκαλος και η πρωταρχική μου ευθύνη, ως δάσκαλος, είναι να εντοπίζω τα ριζικά προβλήματα και να θέτω ερωτήσεις, όσο κι αν αυτές είναι δύσκολες, άβολες, ίσως και ενοχλητικές». Γι’ αυτούς τους λόγους, ο Χρήστος Γιανναράς παραμένει για μένα ένας σύγχρονος, μεγάλος Έλληνας διδάσκαλος, αν όχι του Γένους, σίγουρα της γενιάς μου, που είχε την τύχη να συνυπάρξει μαζί του και να ωφελείται τα μέγιστα από τη μελέτη του έργου και του Λόγου του.
Η γραφή είναι μια προσωπική υπόθεση, ακόμα και όταν κάτι γράφεται για κάποιον άγνωστο, πιθανόν ανύπαρκτο, παραλήπτη. Αν και ο Ηράκλειτος έχει επηρεάσει σημαντικά τον λόγο του Χρήστου Γιανναρά, στο κείμενο που ακολουθεί εστιάζουμε στη σχέση μεταξύ Ηράκλειτου και Ελύτη. Για τον αναγνώστη που ενδιαφέρεται να εντρυφήσει περισσότερο στους τρόπους με τους οποίους ο Ηράκλειτος έχει «μπολιάσει» τη σκέψη του Χρήστου Γιανναρά, προτείνεται ως αφετηρία το βιβλίο του γράφοντος, με τίτλο «Με απλωτές ελληνότροπες» [1, σ. 170, 492-494].
Θα προσπαθήσω να χαρτογραφήσω στη συνέχεια τις σχέσεις μεταξύ των δύο μεγάλων Ελλήνων στοχαστών, του Ελύτη και του Ηράκλειτου, με κοινό άξονα τον ελληνότροπο λόγο, δηλαδή τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες, πρώτοι και μόνοι στην Ιστορία, επέλεξαν −και επιμένουν− να κατανοούν τα φαινόμενα, φυσικά και ηθικά, να τα ονομάζουν και να τα αναλύουν, να τα ιεραρχούν, να τα συσχετίζουν και να τα κοινωνούν διαχρονικά, με μια απαράμιλλη διαύγεια νου και πνεύματος, στους άλλους ανθρώπους, Έλληνες και μη.
Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι δεν υπάρχει άρθρο, κείμενο ή βιβλίο για τον Ηράκλειτο, στον οποίο να μην αναφέρεται ότι του είχε δοθεί ο χαρακτηρισμός «σκοτεινός». Αρχίζω από αυτό για να μεταδώσω στον αναγνώστη δύο σημαντικά στοιχεία που θα μας χρησιμεύσουν παρακάτω: πρώτον ότι απαιτείται γερό σκάψιμο για να βρει κάποιος την φλέβα χρυσού που αναζητάει, και δεύτερο, ότι πρέπει να γνωρίζει καλά τί να κρατά και τί όχι. Διότι αν είμαστε άριστοι στο ένα αλλά μέτριοι στο άλλο, το αποτέλεσμα δεν θα είναι το επιθυμητό. Πρόκειται για εκείνο που αποκαλούμε «κριτική σκέψη», μια έντονα παρεξηγημένη δεξιότητα, που ενώ όλοι τη θεωρούν σημαντική, διδάσκεται όλο και λιγότερο, όλο και πιο «στρογγυλευμένα» στα σχολεία μας, από το δημοτικό ως το πανεπιστήμιο.
Απαιτείται λοιπόν προσοχή, ώστε να εστιάζουμε στο βαθύτερο νόημα των εννοιών, το σκάψιμο που αναφέραμε πιο πριν, και αυτοπειθαρχία ως προς τα κριτήρια για τις επιλογές μας, για ότι δηλαδή αποφασίζουμε να κρατήσουμε και για ότι να απορρίψουμε. Έτσι διευρύνεται σταδιακά η κατανόησή μας για τον κόσμο και επιτυγχάνουμε μια ολοένα μεγαλύτερη εξηγησιμότητα, αλλά καταβάλλοντας ένα αναπόφευκτο τίμημα: την αύξηση της νοητικής πολυπλοκότητας, άρα και του ρίσκου παρανοήσεων. Ο καθένας από εμάς φτάνει ως εκεί όπου ο νους και η συνείδησή του επιτρέπουν, κάτι που δεν πρέπει να δρα αποτρεπτικά. Γι’ αυτό η μελέτη της ελληνότροπης σκέψης αποτελεί άσκηση βίου, όπως άλλωστε η μελέτη οποιουδήποτε άλλου αληθεύοντος Λόγου, πχ. μαθηματικού, φυσικού ή φιλοσοφικού, με τη διαφορά ότι ο ελληνότροπος λόγος δρα συνθετικά και συνδετικά.
Στα ελληνικά και μόνο, η έννοια της αλήθειας είναι συνδεδεμένη ετυμολογικά με την έννοια της αθανασίας, δηλαδή της απουσίας λήθης. Μια και το φυσικό πεδίο της αλήθειας είναι η ανθρώπινη συνείδηση, η έκφραση «αληθεύων Λόγος» σημαίνει εκείνο τον τρόπο αντίληψης και ιεράρχησης των φαινομένων και των σχέσεων που τα διέπουν, του οποίου το συνειδησιακό αποτύπωμα δεν υπόκειται σε φθορά και λήθη. Διαχωρίζεται έτσι η πραγματικότητα από την αλήθεια, με την πρώτη να ανάγεται στη δεύτερη μόνο όταν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που προαναφέραμε. Η φράση: «σήμερα ήπια τουλάχιστον 6 ποτήρια νερό» συνιστά μεν εκδοχή της πραγματικότητας αλλά δεν ανάγεται απαραίτητα σε α-λήθεια. Ο Ηράκλειτος, όπως θα δούμε, θεωρεί την αλήθεια ύψιστη έννοια που κοινωνείται, δεν νοείται δηλαδή, πάντα κατά τον Ηράκλειτο, η ύπαρξη ιδιωτικής αλήθειας. Σε ένα από τα πιο γνωστά αποσπάσματα, ο Ηράκλειτος γράφει ότι «Η δυνατότητα της φρόνησης είναι κοινή σε όλους τους ανθρώπους» [3, #113, σ. 92-93, 220]. Σε σχόλιό του, ο Σέξτος ο Εμπειρικός αναφέρει ότι o Ηράκλειτος θεωρεί ότι η αλήθεια πρέπει να κοινωνείται: «διὸ καθ’ ὅ τι ἂν αὐτοῦ τῆς μνήμης κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἃ δὲ ἄν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα» δηλαδή ότι μόνο μέσω της κοινής φρόνησης που υπάρχει στις συνειδήσεις των ανθρώπων ανιχνεύεται η αλήθεια, όχι με υποκειμενικές εικασίες που δεν υπόκεινται σε κοινό έλεγχο [9, βιβλίο Ι, χωρίο #135, σ. 72-75]. Το τελευταίο αυτό απόσπασμα χρησιμοποιεί συχνά ο Χρήστος Γιανναράς στα γραπτά του, παρακινούμενος από τον ιδιαίτερο τρόπο που ο Ηράκλειτος ορίζει την αλήθεια και τις απορρέουσες ηθικές υποχρεώσεις που δημιουργούνται σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο.
Ο Ηράκλειτος διαχωρίζει την θέση του ως προς το βαθύτερο νόημα της αλήθειας από άλλους μεταγενέστερους φιλόσοφους και διανοητές, όπως ο Θωμάς Ακινάτης (13ος αιώνας) για τον οποίο η αλήθεια ορίζεται ως αντιστοιχία μεταξύ νου και πραγματικότητας, κατά το γνωστό «Veritas est adequatio rei et intellectus» [1, σ. 50-53, 407-408,]. Ενώ ο Ηράκλειτος, δίχως να απορρίπτει την εκδοχή του Ακινάτη, εφόσον υποστηρίζει ότι «σωφρονεῖν ἀρετὴ μεγίστη, καὶ σοφίη ἀληθέα λέγειν καὶ ποιεῖν κατὰ φύσιν ἐπαΐοντα», δηλαδή ότι «ο σωστός τρόπος σκέψης (σωφροσύνη) είναι ύψιστη αρετή, και σοφία είναι να λέει κάποιος την αλήθεια και να πράττει σύμφωνα με τη φύση, αφού πρώτα τη γνωρίσει» [3, #112, σ. 92-93, 219-220], διαφοροποιείται από εκείνον, υποστηρίζοντας ότι μια, έστω αντικειμενικά διαπιστωμένη, αλλά ιδιωτική −και άρα ακοινώνητη− γνώση δεν συνιστά αληθεύοντα λόγο, αφού δεν έχει υποβληθεί σε κοινό συνειδησιακό έλεγχο. Για τον Ηράκλειτο, άλλο είναι η πραγματικότητα, άλλο η γνώση και άλλο η αλήθεια. Αυτή είναι μια σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ ελληνότροπης και δυτικότροπης αντίληψης για την πρωταρχική έννοια της αλήθειας.
Στη ρίζα του, ο ελληνικός τρόπος σκέψης αποτελεί μια βέλτιστη «γεωμετρία του συνειδητού», χαρακτηρισμός που δεν είναι αστήρικτος. Γεωμετρεί στο συνειδησιακό πεδίο διότι αναζητά την καθολικότητα, καταβάλλοντας το ελάχιστο δυνατό τίμημα νοηματικής πολυπλοκότητας. Με αποτέλεσμα να διαπνέεται, αναγκαστικά, από λογική συνέχεια και συνέπεια. Συνέχεια, διότι αν εμβαθύνουμε στις ελληνότροπες έννοιες και τις σχέσεις τους, τότε μπορούμε από οπουδήποτε να φτάσουμε παντού, δεν νοείται δηλαδή αρχή και τέλος αλλά μια συνεχής, επίμονη αλλά αδιάλειπτα αποκαλυπτική, ερμηνευτική εμβάθυνση των πρωταρχικών εννοιών. Συνέπεια, επειδή λείπει η παραμικρή εσωτερική αντίφαση. Στον Ηράκλειτο, τα χαρακτηριστικά αυτά υπάρχουν διάχυτα στα αποσπάσματά του, και στον Ελύτη επίσης, καθώς τα διακηρύττει σε στίχους του, και μάλιστα χωρίς περιστροφές: «Επειδή απ’ τα λίγα, μερικές φορές/Κι από το ένα −έτσι ο έρωτας−/Γνωρίζουμε τα υπόλοιπα» [2, σ. 349]. Πρόκειται για κάτι σημαντικό, που όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, ο Ελύτης θεωρεί ότι αξίζει να νομοθετηθεί ποιητικά, ανάγοντάς το −από προσωπική του πίστη− σε μια αρχή για μια ιδιαίτερη, ελληνότροπη αντίληψη για τον κόσμο.
Κατά βάθος, ο ελληνικός τρόπος σκέψης ομοιάζει με ένα μαθηματικό πρόβλημα, μια πειθαρχημένη άσκηση λογικής με συγκεκριμένους κανόνες και αυστηρά κριτήρια αποδοχής και ιεράρχησης λύσεων, κάτι που όπως θα δούμε προς στο τέλος, ο Ελύτης έχει αναφέρει σε ομιλία του. Η απουσία εσωτερικών λογικών αντιφάσεων, τόσο ως προς την αντίληψη των φαινομένων, όσο και ως προς της μεταξύ τους σχέσεις, σε συνδυασμό με την απαίτηση για καθολικότητα, δηλαδή την ισχυρότερη δυνατή εξηγητική ικανότητα, παράγουν μια ικανότητα μοναδική, έναν ιδιαίτερο τρόπο πρόσβασης στη σοφία. Ίσως τα παραπάνω να ακούγονται αφηρημένα και ακατανόητα, όμως δεν είναι. Με τον μοναδικά εκφραστικό και ταυτόχρονα περιεκτικό λόγο του, ο Ελύτης μας παροτρύνει όχι μόνο να κατανοήσουμε το βαθύτερο νόημά τους αλλά και να το εφαρμόσουμε δια βίου: «Ν’ αξιοποιείς το ελάχιστο και να του αποσπάς τα μέγιστα είναι το πιο δύσκολο και το πιο “ελληνικό” μυστικό» [2, σ. 280]. Παρά την απαράμιλλη φρεσκάδα του ποιητικού λόγου του Ελύτη, το παραπάνω «μυστικό» ξεκινάει από τον Πυθαγόρα, ο οποίος πίστευε ότι «ἐξ ἐλαχίστων καὶ ἁπλουστάτων ὑποθέσεων δεικνύναι τὰ ζητούμενα» κάτι που εφάρμοζε ήδη στις φιλοσοφικές αναζητήσεις του για την βαθύτερη φύση του κόσμου [1, σ. 404].
Τα παραπάνω αποτελούν θεμέλια εκείνου που αποκαλούμε «ελληνότροπη σκέψη» ή «ελληνότροπο λόγο». Δυστυχώς δεν ασχολούμαστε αρκούντως με τα θέματα αυτά, με αποτέλεσμα οι απαντήσεις μας σε ερωτήσεις του τύπου «τί ιδιαίτερο κομίζουμε, εμείς οι Έλληνες, στο παγκόσμιο τραπέζι των ιδεών;» να μην φτάνουν στο βάθος εκείνο που απαιτείται για να μαγνητιστούμε αρχικά εμείς οι ίδιοι συνειδησιακά, και κατόπιν να πείσουμε για αυτό και τους άλλους. Έτσι όμως, δυστυχώς, παραμένουμε δέσμιοι σε ένα ρηχό νοηματικό γαϊτανάκι που δεν βγάζει πουθενά. Πόσα άραγε από όλα εκείνα με τα οποία ασχολούμαστε θα αληθεύουν συνειδησιακά σε 5, 10, 50 ή 100 χρόνια από σήμερα; Αυτό και μόνο, ως κριτήριο αλήθειας, μας αναγκάζει να αντιληφθούμε την πυρηνικής κλίμακας συνειδησιακή δύναμη σοφίας που ήδη έχουν τα αποφθέγματα του Ηράκλειτου στο φυσικό πεδίο, και θα έχουν στο μέλλον οι στίχοι του Ελύτη, στο πεδίο το ηθικό. Αυτός είναι και ο λόγος που εστιάζουμε στον Ηράκλειτο και τον Ελύτη, κάτι που νομίζω πως θα γίνει ακόμα πιο φανερό στη συνέχεια.
Επιστρέφουμε στον χαρακτηρισμό «σκοτεινός» που τόσο άδικα αποδόθηκε στον Ηράκλειτο από κάποιους μελετητές. Δεν στέκει, όπως πχ. έχει αναφερθεί ότι «τον αποκαλούν “σκοτεινό φιλόσοφο” λόγω της έλλειψης γνώσης για το σύνολο του έργου του» [4]. Αν συνέβαινε αυτό, τότε σκοτεινοί θα ήταν όλοι οι Έλληνες φιλόσοφοι. Ο Ηράκλειτος συχνά αποκαλείται “σκοτεινός” (δυσνόητος) ή «αινικτής» (αινιγματοποιός) διότι “η πυκνότητα του λόγου του και η πολυσημία των χρησιμοποιούμενων όρων απαιτούσαν απ’ τη μεριά του αναγνώστη βαθύ κριτικό πνεύμα κι ερμηνευτική ικανότητα” [3, σ. 15]. Αποτέλεσμα αυτού άλλωστε είναι και οι πολλές παρανοήσεις, που απλά επιβεβαιώνουν ότι όσο λαμπρά κι αν λάμπει κάτι (με την έννοια του “αληθεύοντος λόγου”), τόσο κάποιοι θα βρίσκουν τρόπους για να δυσκολεύονται να το δουν. Εμπίπτει άλλωστε και αυτό στην δομική ελευθερία του σύμπαντος, έτσι ακριβώς όπως την περιγράφει ο φωτεινότατος λόγος του Ηράκλειτου.
Πρώτος ο Ηράκλειτος χειρίζεται με άνεση έννοιες οι οποίες είναι νοηματικά αντίθετες, και μάλιστα τους δίνει θέση στο κοσμοσύστημά του, λέγοντας ότι τα αντίθετα απλά είναι εναλλακτικές μορφές του αμετάλλακτου Ενός. Μια και αυτό, αρχικά ίσως, ακούγεται ως σοφιστεία, δηλαδή σα λογοπαίγνιο ή γρίφος, ας το αναλύσουμε. Χαρακτηριστικό είναι εδώ το απόσπασμα όπου ο Ηράκλειτος εξηγεί ότι από τα αντίθετα παράγεται η αρμονία, λέγοντας ότι «ίσως όμως η φύση να επιθυμεί τα αντίθετα και από αυτά να δημιουργεί την αρμονία της και όχι από τα όμοια», για να συνεχίσει, στο ίδιο απόσπασμα, πως «όλα είναι αλληλένδετα: τα σύνολα και τα μη σύνολα, τα συγκλίνοντα και τα αποκλίνοντα, η συγχορδία και η μονωδία. Όλα συνταιριάζονται σε ένα, και από το ένα προέρχονται όλα» [3, σ. 62-65]. Στα φιλολογικά σχόλια για το απόσπασμα που παραθέτουμε εδώ αναλύεται διεξοδικότερα το νόημα των λόγων του Ηράκλειτου [3, σ. 119-120], κάτι που συνιστούμε στον αναγνώστη να κάνει, ως προεργασία για τα παρακάτω. Η κατανόηση αυτή, μας επιτρέπει να πάρουμε σωστότερη θέση στον βατήρα για να τολμήσουμε μια εις βάθος κατάδυση στα κρυμμένα νοήματα του Ηρακλείτειου λόγου. Μόνο τότε μας αποκαλύπτονται οι νοηματικές γέφυρες που υπάρχουν μεταξύ των λόγων του Ηράκλειτου και του Ελύτη.
Σκοπός μας εδώ δεν είναι να κάνουμε ακόμα μια εισαγωγική ανάλυση στο έργο του Ηράκλειτου ή του Ελύτη, ούτε να επαναλάβουμε επιλεκτικά όσα ήδη υπάρχουν δημοσιευμένα σε βιβλία ή αλλού, αλλά να προχωρήσουμε βαθύτερα. Επισημαίνουμε λοιπόν στον αναγνώστη ότι προς τούτο, ανεκτίμητο βοήθημα παρέχει η προσωπική μελέτη των πηγών, με προτεινόμενη αφετηρία τις πηγές [2, 3] που αναφέρονται στο τέλος του κειμένου. Αν το κείμενο που ακολουθεί έχει κάποια εξακολουθητική αναγνωστική αξία, αυτή διαφαίνεται μόνο εφόσον ο αναγνώστης έχει αποκτήσει την απαραίτητη οικειότητα με τα πεδία λόγου αυτών των δύο μεγάλων Ελλήνων στοχαστών.
Τι κρύβεται λοιπόν πίσω από τα λεγόμενα του Ηράκλειτου για τα αντίθετα, για την αρμονία που παράγουν και την ένωσή τους στο αδιαίρετο Ένα; Πώς μπορούμε να περάσουμε μέσα από τα εννοιολογικά ναρκοπέδια που δημιουργούνται, πχ. με την διαπίστωση ότι κάτι μεν είναι και δεν είναι, ζει και δεν ζει, αλλάζει ενώ μένει απαράλλαχτο, λάμπει ενώ κρύβεται, συγκλίνει ενώ αποκλίνει; Πώς μπορούμε να προσπεράσουμε τις αμέτρητες φιλολογικές αναλύσεις που απλά συσκευάζουν αεροστεγώς τα λόγια του Ηράκλειτου, για να μας τα σερβίρουν στο πιάτο σαν ψιλοκομμένες φέτες από σαλάμι για γρήγορη κατανάλωση;
Η πυρηνική δύναμη των λόγων του Ηράκλειτου αποκαλύπτεται όταν αντιληφθούμε ότι πρώτος ο Ηράκλειτος διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει αρμονία χωρίς αρμό, δηλαδή χωρίς ένα σύνορο μεταξύ δύο τουλάχιστον οντοτήτων-κατηγοριών, οι οποίες ενεργειακά επικοινωνούν. Δηλαδή, το παντοδύναμο και αμιγές Ένα δεν μπορεί να παράγει αρμονία από μόνο του, αν δεν εμπεριέχει τουλάχιστον δύο οντότητες, με την δυνατότητα ενεργειακής εναλλαγής στο χώρο και τον χρόνο. Γι’ αυτό σωστά ορισμένοι μελετητές του Ηράκλειτου, όπως ο διακεκριμένος Ινδός φιλόσοφος Sri Aurobindo, διαπίστωσαν ότι «ο Ηράκλειτος είναι ο πρώτος και ο πιο συνεπής διδάσκαλος του νόμου της σχετικότητας» [3, σ. 447].
Τί ακριβώς σημαίνει ότι ο Ηράκλειτος πρώτος αναγνώρισε ότι η αρμονία προϋποθέτει τουλάχιστον δύο αντίθετα, για να βγει καλύτερο (καθολικότερο) νόημα, να δημιουργηθεί δηλαδή μια νέα αντίληψη για το σύμπαν που να παράγει μια κατά πολύ μεγαλύτερη εξηγητική ικανότητα ως προς τα παρατηρούμενα φυσικά φαινόμενα; Με σύγχρονους επιστημονικούς όρους, ο Ηράκλειτος είναι ο ιδρυτής της κυματικής γνωσιολογίας. Για να το κατανοήσουμε αυτό πρέπει πρώτα να εμβαθύνουμε στην έννοια του κύματος, με τον ίδιο τρόπο που έκανε ο Αϊνστάιν στη Θεωρία της Σχετικότητας, όταν διαπίστωσε ότι η μάζα δεν είναι παρά μια μορφή παγιδευμένου ηλεκτρομαγνητικού κύματος (φωτός), κάτι που αποτύπωσε και μαθηματικά με την περίφημη εξίσωσή του, όπου η ενέργεια εκφράζεται ως γινόμενο της μάζας επί του τετραγώνου της ταχύτητας του φωτός.
Στη Φυσική, η έννοια του κύματος ορίζεται με τρόπο γενικό, σαφή αλλά νοητικά περιορισμένο, ως μια διαταραχή που μεταδίδεται στον χώρο και τον χρόνο. Για να δούμε πώς η έννοια του κύματος ταιριάζει με τα λόγια του Ηράκλειτου, πρέπει να γενικεύσουμε τον παραπάνω ορισμό, χωρίς όμως να τον παραβούμε. Θεωρούμε ως κύμα την προσπάθεια της Φύσης να βρει τον βέλτιστο (τον πιο οικονομικά ενεργειακό) τρόπο συμβιβασμού (χωροχρονικής εναλλαγής) μεταξύ δύο ακραίων φυσικών καταστάσεων που δεν είναι ενεργειακά εφικτό να συνυπάρχουν στατικά. Το κύμα απλά εκφράζει έναν ενεργειακό συμβιβασμό στο σύμπαν, που προκύπτει όταν η ενεργειακή συνύπαρξη δύο φυσικών καταστάσεων στο χωροχρόνο είναι ανέφικτη, είτε επειδή αντιβαίνει στους φυσικούς νόμους ή επειδή δεν είναι η ενεργειακά πιο οικονομική λύση για να επιτευχθεί κάποιο τελικό αποτέλεσμα. Για να το πω διαφορετικά: η φύση συμπεριφέρεται κυματικά όταν την συμφέρει. Με βάση αυτήν τη προσέγγιση, το κύμα είναι ένας συμβιβασμός, είναι η προσπάθεια της φύσης να συμβιβάσει ενεργειακά στο χωροχρόνο όσα είναι δύσκολο ή ανέφικτο να συνυπάρχουν μέσα σε αυτόν. Συνοψίζοντας, το κύμα, στην ευρύτερη δυνατή νοητική εκδοχή του, είναι ο τρόπος με τον οποίο η συνείδησή μας αντιλαμβάνεται τον τόπο με τον οποίο η φύση γεφυρώνει αρμονικά δύο ή περισσότερες διακριτές καταστάσεις οι οποίες αδυνατούν να συνυπάρξουν στον χωροχρόνο [1, σ. 404-427].
Σωστά ο Aurobindo έγραψε ότι ο Ηράκλειτος πρώτος δίδαξε τη σχετικότητα. Πρώτος ο Ηράκλειτος διαπίστωσε ότι η αρμονία προϋποθέτει εναλλαγή μεταξύ δύο κατηγοριών, γνωρίζουμε δε πως το σύμπαν έχει έναν κύριο μηχανισμό ανταλλαγής ενέργειας: το κύμα. Η μεγαλοφυής κυματική αντίληψη του Ηράκλειτου για το σύμπαν, επεκτείνεται και στο συνειδησιακό πεδίο, αν θεωρήσουμε ως κυματικούς πόλους τις δύο θεμελιώδεις ελληνότροπες έννοιες της τόλμης και του μέτρου (δεν επεκτείνομαι άλλο εδώ σε αυτό, παραπέμπω τον αναγνώστη στο [1, σ. 409-413, 464-465]).
Σε αυτό το νοητικό βάθος αρχίζουν να διακρίνονται οι πρώτες γέφυρες που συνδέουν τον λόγο του Ελύτη με αυτόν του Ηράκλειτου, αρχίζοντας από την κοινή τους πίστη ότι υπάρχει αρμονική αντιστοιχία μεταξύ φυσικών και ηθικών νόμων. Είναι αναμενόμενο να υπάρχει εδώ σύγκλιση των λόγων τους, μια και ακολουθούν τις ίδιες δομικές αρχές στον τρόπο αντίληψης των φυσικών ή ηθικών φαινόμενων, ο οποίος:
(1) οφείλει να συνάδει με τη λογική, να μην υποκύπτει δηλαδή σε βολικές ερμηνείες, επιλεκτικές προσεγγίσεις, μεταφυσικούς μύθους ή θρησκευτικές δεισιδαιμονίες,
(2) να μην εμπεριέχει λογικές ή ηθικές αντιφάσεις, και
(3) να παράγει την μέγιστη δυνατή εξηγησιμότητα με το ελάχιστο δυνατό τίμημα νοητικής πολυπλοκότητας (κάτι που είδαμε και προηγουμένως στον Πυθαγόρειο ορισμό που επιλέγει να δώσει και ο Ελύτης στον ελληνικό τρόπο σκέψης).
Από τα παραπάνω, συμπεραίνουμε ότι η κυματική γνωσιολογία, που άρχισε με τον Ηράκλειτο στο φυσικό-επιστημονικό πεδίο, βρίσκει στον Οδυσσέα Ελύτη το ανάλογό της, στο ηθικό-συνειδησιακό πεδίο, ο οποίος συνδέει ποιητικά τα αντίθετα για να συνθέσει την μέγιστη δυνατή εξηγησιμότητα στο ηθικό πεδίο του κόσμου. Η γέφυρα που συνδέει τις δύο αυτές προσεγγίσεις είναι ότι η ελληνότροπη ηθική αλήθεια είναι και αυτή μια κυματική συνειδησιακή κατάσταση, ένας εν δυνάμει συμβιβασμός μεταξύ μέτρου και τόλμης, με απώτερο στόχο την μέγιστη δυνατή κατανόηση της βαθύτερης φύσης του κόσμου στο συνειδησιακό πεδίο του ανθρώπου. Είναι η κυματική κατάσταση που παράγει το μέγιστο δυνατό πεδίο ελευθερίας, μέσα στο οποίο η ανθρώπινη συνείδηση, ορθολογικά αλλά και με το πνεύμα του ενστίκτου, αναζητεί βαθύτερο νόημα ύπαρξης και ζωής.
Σημειώνουμε εδώ ότι, όπως ο Ηράκλειτος, και ο Σωκράτης πρώτος κατέκτησε μια άλλη υψηλή κορυφή, αυτήν της κβαντικής γνωσιολογίας, αποκαλύπτοντας σε εμάς το ελάχιστο δυνατό επίπεδο συνειδητοποιημένης γνώσης, με το περίφημο «ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι», δηλαδή «δε γνωρίζω βέβαια τίποτα, αλλά ούτε και νομίζω ότι γνωρίζω» [8, χωρίο 21d, σ. 36-37], το οποίο συχνά εκφράζεται συνοπτικά ως «εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Η σιγουριά του Σωκράτη έγκειται στην γνώση της αδυναμίας του να γνωρίζει, καθορίζοντας με αυτόν τον τρόπο, για πρώτη φορά, το συνειδησιακό κβάντουμ της ανθρώπινης γνώσης. Κατά τον Σωκράτη, δεν νοείται ύπαρξη γνώσης μικρότερης κλίμακας από αυτό το κβάντουμ. Γι’ αυτό η απολογία του Σωκράτη αποτελεί την ιδρυτική διακήρυξη της κβαντικής γνωσιολογίας, μια ακόμα, εξίσου διαχρονική κατάκτηση της ελληνότροπης σκέψης.
Στον Ηρακλείτειο λόγο, η καθολική φυσική αλήθεια, δηλαδή ο σταθερός τρόπος με τον οποίο το σύμπαν επιλέγει να μεταβαίνει από μια κατάσταση χαμηλής εντροπίας σε μια κατάσταση υψηλότερης εντροπίας, είναι ένας και αυτός: η συνεχής ροή ενέργειας εντός του συμπαντικού χώρου. Από την Θερμοδυναμική, γνωρίζουμε ότι η ροή αυτή είναι ένα ενεργειακό κύμα, που παύει να υπάρχει όταν ο σύνολος συμπαντικός χώρος εξισορροπηθεί ενεργειακά. Αν προεκτείνουμε αυτό το κρίσιμο σημείο, αντιλαμβανόμαστε ότι η απουσία αλήθειας, σημαίνει απουσία αρμονίας, άρα απουσία ενεργειακής ροής, με αποτέλεσμα να καταλήγουμε σε αυτό που η Φυσική ονομάζει «θερμοδυναμικό θάνατο», δηλαδή την αδιάλειπτη τάση του σύμπαντος για όλο και πιο ομοιόμορφη κατανομή της συμπαντικής ενέργειας στον χώρο. Εδώ, σημειώνουμε ότι ο πυρήνας της έννοιας του «θερμοδυναμικού θανάτου» ισοδυναμεί με μια ακόμα ελληνότροπη ιδέα: του «ενεργειακού εκδημοκρατισμού» του συμπαντικού χώρου, με την έννοια ότι κάθε τμήμα του χώρου στο σύμπαν έχει ίσα «δικαιώματα πρόσβασης» στην συμπαντική ενέργεια, σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο όμοιό του. Αυτή όμως η ενεργειακή ομοιομορφία είναι και ο καταλύτης κάθε μορφής αρμονίας, αλήθειας ή και παρατήρησης, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω. Είναι το ενεργειακό φυσικό ανάλογο μιας ηθικά εκφυλισμένης δημοκρατίας, όπου όλα είναι ισοπεδωμένα προς τα κάτω.
Όταν μια σταγόνα μελάνι διαχέεται στο νερό, το τελικό αποτέλεσμα δεν επιτρέπει καμία άλλη δυνατότητα, πέρα από την ύπαρξη ενός απόλυτα ομοιόμορφου μίγματος νερού και μελανιού. Έτσι ακριβώς και η αναπόφευκτη τελική ομοιομορφία της ενεργειακής κατανομής στο σύμπαν έχει ως αποτέλεσμα την απουσία ενεργειακής ροής, άρα και της δυνατότητας ύπαρξης οποιασδήποτε άλλης φυσικής κατάστασης. Με άλλα λόγια, η νομοτελειακά μονότροπη αύξηση της συμπαντικής εντροπίας, δηλαδή η ολοένα και πιο εξαπλωμένη ενεργειακή ομοιομορφία στο συμπαντικό χώρο οδηγεί σε αφανισμό κάθε συμπαντικό παρατηρητή, όσο συνειδησιακά εξελιγμένος και αν είναι. Εδώ διακρίνουμε ακόμα μια γέφυρα λόγου μεταξύ Ηράκλειτου και Ελύτη: ότι όσο α-νόητη είναι η συμβατική έννοια του Θανάτου τόσο αναγκαία είναι η ύπαρξη ενός συμπαντικού ρυθμού Φθοράς. Στον Ηράκλειτο, αυτό εκφράζεται στο απόσπασμα «οι θεοί ζουν αιώνια χάρη στον θάνατο των ανθρώπων, οι θνητοί όταν πεθάνουν χάνουν την αιώνια ζωή των θεών» [3, #62, σ. 78-79, 179-180]. Ο Ηράκλειτος είναι ο πρώτος που έχει κατανοήσει ότι η αθανασία είναι νοητικά εξαρτημένη από το αναπόφευκτο του ανθρώπινου θανάτου, ο οποίος έχει χαρακτηριστικά αθανασίας αφού διαρκεί για πάντα. Ο Ελύτης, μελετητής του Ηράκλειτου, μας δίνει σε ένα και μόνο στίχο το αντίστοιχο δίλλημα του ανθρώπου στο ηθικό πεδίο: «Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά» [2, σ. 417], και σε άλλο σημείο: «θέλησα να επιχειρήσω άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά» [2, σ. 222]. Εδώ διακρίνουμε το ιδιάζον μεγαλείο της ελληνότροπης σκέψης, τόσο στο φυσικό όσο και το ηθικό πεδίο, όπου ο θάνατος δεν αποσιωπείται ούτε έχει ανάγκη από κάποιο βολικό μεταφυσικό παραμύθι, αλλά γίνεται ο ίδιος πηγή δύναμης και σοφίας. Γι’ αυτό ο Ελύτης αναγνωρίζει ότι ακόμα και όταν μια ιδέα έχει αξιώσεις στην αθανασία, ο ποιητής οφείλει να αποδώσει, με σεμνότητα, ευχαριστία: «Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί/Που μιά ιδέα μου είχε γίνει αθάνατη» [2, σ. 206]. Ο αναγνώστης ας το δει αυτό σε αντιδιαστολή με άλλες παραδόσεις (χριστιανική σε όλες της τις αποχρώσεις, εβραϊκή, ανατολικές θρησκείες κλπ.) αλλά και σε σχέση με την δυσκολία που έχει η σύγχρονη δυτικότροπη σκέψη για να συνθέσει αρμονία νοήματος ζωής μέσα από τον θάνατο. Αντίθετα, ένα μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ των δυτικών χωρών ξοδεύεται σε προϊόντα και υπηρεσίες που μόνο σκοπό έχουν την επιφανειακή «αντιστροφή» των επιπτώσεων που φέρνει η φθορά του χρόνου στο ανθρώπινο σώμα. Κοντολογίς, η ανατολική σκέψη σκαρφίζεται μεταφυσικά παραμύθια για να αποκρύψει τον θάνατο, η δυτικότροπη εφεύρει και εμπορεύεται καρυκεύματα και τεχνάσματα για να τον ξεγελάσει προσωρινά, και να ξεγελαστεί εξίσου, ενώ η ελληνότροπη σκέψη τον κοιτάζει κατάματα και αρθρώνει λόγο, αντλώντας νόημα ύπαρξης και δύναμη ζωής από αυτόν.
Μια ακόμα γέφυρα μεταξύ των λόγων του Ηράκλειτου και του Ελύτη είναι αυτή του Φωτός, ως αρχή των πάντων. Και εδώ, ο Ηράκλειτος, ως πιστός δάσκαλος της σχετικότητας, μας διδάσκει ότι «ο Κεραυνός κυβερνάει τα πάντα» [1, #64, σ. 78-79, 181], εννοώντας την αιώνια φωτιά. Η έκφραση που χρησιμοποιεί ό Ηράκλειτος στο πρωτότυπο είναι «τα δε πάντα οιακίζει κεραυνός» [3, #64: σ. 78-79, 181]. Ο Ελύτης ασπάζεται το απόσπασμα αυτό, και μάλιστα στο πρωτότυπο, στη Μαρία Νεφέλη, με τους στίχους: «Αλλού είναι ο θάνατος./Κεραυνός οιακίζει./Εσείς άνθρωποι θα χαθείτε» [2, σ. 382]. Πρόκειται για μια χαρακτηριστική αναφορά του Ελύτη, ίσως την μοναδική στο έργο του, σε απόσπασμα του Ηράκλειτου στο αρχαιοελληνικό πρωτότυπο. Ανάλογη αναφορά στο ποιητικό του έργο κάνει και στην Σαπφώ («όττω τις έραται») κάτι που θα δούμε παρακάτω.
Η διαπίστωση του Ηράκλειτου για τον κεραυνό ως κυβερνήτη των πάντων απέχει ελάχιστα από τη σύγχρονη επιστημονική εκδοχή για την μεγάλη φωτεινή έκρηξη (Big Bang Theory) ως την πιο ευρέως αποδεκτή θεωρία της απαρχής του σύμπαντος. Στο ηθικό πεδίο, ο Ελύτης αρχίζει την «Γένεση» στο Άξιον Εστί με τους στίχους: «Στην αρχή το φώς Και η ώρα η πρώτη/που τα χείλη ακόμη στον πηλό/δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου». [2, σ. 121]. Το φως του Ελύτη, ως αρχή των πάντων, ταυτίζεται με τον κεραυνό του Ηράκλειτου, ως την φωτεινή ενέργεια που κατευθύνει και κυβερνάει τα πάντα. Δεν νοείται αλήθεια εν απουσία φωτός στην ελληνότροπη σκέψη, διότι η απουσία φωτός αναιρεί την δυνατότητα παρατήρησης άρα και οποιασδήποτε αξίωσης για καθολική εξηγησιμότητα. Στο ηθικό πεδίο, απαιτείται αντίστοιχα πνευματική διαύγεια και νοητικό φως, ώστε να μπορεί να εμβαθύνει κάποιος στα νοήματα και τις σχέσεις μεταξύ εννοιών. Οφείλουμε να κάνουμε μνεία εδώ στην εξίσου −de profundis− αναφορά του Σεφέρη: «κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός» [7, σ. 280], η οποία επίσης συνάδει με την θεωρία της σχετικότητας, μια και η ύλη, οργανική και ανόργανη, δεν είναι κάτι άλλο από παγιδευμένο φως που αναζητάει την ενεργειακή του απελευθέρωση κατά την γνωστή εξίσωση του Αϊνστάιν.
Ο ποιητικός λόγος του Ελύτη χαρίζει ένα άυλο «ευ», προσδίνοντας πνευματική υπόσταση στον τεράστιο υλικό όγκο, στα «αποκαΐδια» του σύμπαντος, όπως σοφά τα αποκαλεί, των οποίων τους φυσικούς νόμους περιγράφουν και εξηγούν ο Ηράκλειτος και ο Αϊνστάιν. Έτσι συμπληρώνεται νοηματικά η ελληνότροπη αντίληψη για τον κόσμο, μέσα από μια συνδυαστική-κυματική προσέγγιση μεταξύ δύο πεδίων: του κοσμικού-οργανικού «ζην» και του ποιητικού-πνευματικού «ευ». Τα πεδία αυτά συνυπάρχουν δυναμικά και όχι στατικά στο χωροχρόνο, διότι το ζην χωρίς το ευ είναι υπαρξιακά αφόρητο, ενώ το ευ άνευ του ζην είναι υπαρξιακά ανέφικτο [1, σ. 161, 361-375].
Μόνοι και πρώτοι οι Έλληνες, αρχίζοντας με τον Ηράκλειτο και φτάνοντας ως τον Ελύτη, χαρτογράφησαν τη σοφία ως μια συνδυαστικά δυναμική, δηλαδή αρμονική, πορεία ανάμεσα στο ζην και το ευ, ενώ οι υπόλοιποι, ανατολικοί και δυτικοί πολιτισμοί (και οι λαοί τους) αγκομαχούν αδιάλειπτα, δέσμιοι του ενός ή άλλου άκρου, εγκλωβισμένοι σε μια τεχνητά μονομερή στατικότητα την οποία οι Έλληνες εξαρχής απέρριψαν. Ο ποιητικός λόγος του Ελύτη, όπως άλλωστε μας το εξομολογείται ο ίδιος, προσθέτει ένα «συν», που «αποτελεί, όσο μικρούτσικο και αν είναι, ακόμη και δισύλλαβο, τη μόνη μας υπεροχή απέναντι στον απέραντο όγκο του υλικού κόσμου» [2, σ. 608]. Εδώ ο Ελύτης αναφέρει τον λόγο που η ελληνότροπη σκέψη ενστερνίζεται μεν τη λογική, ταυτόχρονα όμως αναγνωρίζει ότι δεν αρκεί για να παραχθεί η απαραίτητη εξηγητική καθολικότητα στο ηθικό πεδίο. Έτσι, ο ελληνότροπος ποιητικός λόγος δρα συμπληρωματικά για να λειτουργήσει πλήρως η ελληνότροπη σκέψη, δηλαδή να παράγει μέγιστο πεδίο συνειδησιακής ελευθερίας μέσα από μια κυματική συνδιαλλαγή μεταξύ μέτρου και τόλμης, όπως αναφέραμε παραπάνω.
Περιγράψαμε τον τρόπο με τον οποίο ο Ηράκλειτος αντλεί νόημα μέσω των αντιθέτων και της αρμονίας που παράγεται από την κυματική εναλλαγή τους, για να αρθρώσει λόγο με αξιώσεις εξηγητικής καθολικότητας απέναντι στα φυσικά φαινόμενα. Στον Ελύτη, η κυματική αυτή εναλλαγή, την οποία χαρακτηρίζει με τον όρο «διακύμανση», καθορίζει και τον τρόπο της δοκιμιακής γραφής που ακολουθεί, όπως αναφέρει σε συνεντεύξεις του [6, σ. 170, 297, 301].
Στο ποιητικό του έργο, ο Ελύτης αντλεί ενέργεια και αρμονία συνθέτοντας μοναδικά ένα βαθύτερο ποιητικό νόημα μέσα από έννοιες αντιθετικές (ή μη συμβατές) μεταξύ τους, όχι μόνο νοηματικά-εννοιολογικά αλλά και σε σχέση με τους φυσικούς νόμους. Αν και ευτυχώς κανείς μελετητής του Ελύτη δεν τον έχει χαρακτηρίσει μέχρι τώρα ως «σκοτεινό», οι ποιητικές του εκφράσεις συχνά αποτελούν δυσνόητους γρίφους −ιδιαίτερα για τους αμύητους στους κώδικες της γραφής του− γρίφους φαινομενικά ασύμβατων λέξεων, που ακόμα και ο Ηράκλειτος θα θαύμαζε. Χαρακτηριστικά παραδείγματα Ηρακλείτειου ύφους μέσα στην ποίηση του Ελύτη: «Φυσώ και μόνος πάω» [2, σ. 149], «Πάρθηκα και πατήθηκα/σαν κάστρο μόνος» [σ. 142], «Άραγες να ‘ναι η μοναξιά σ’ όλους τους κόσμους/η ίδια;» [σ. 477], «”Βλέπεις” είπε “είναι και οι Άλλοι/και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα/και δε γίνεται μ’ Αυτούς χωρίς, Εσύ”» [σ. 132], «αυτός που γύρευα, είμαι» [σ. 195], «Άξιον εστί το αναίτιο δάκρυ» [σ. 182], «Μ’ ένα τίποτα έζησα» [σ. 208-209], «αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ’ τη γλώσσα» [σ. 209], «από ‘να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος» [σ. 209], «η στιγμή όπου ο Θεός μου απίστησε» [σ. 210], «για κάτι ελάχιστο που μήτε το έλαβα ποτέ/Μια λάμψη έστω/Κυριολεχτικά πουλήθηκα» [σ. 209], «Και δε ζω και δεν έχω πεθάνει» [σ. 338], «ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας» [σ. 124], «το χέρι σου αντιγράφει/τ’ Ασύλληπτα» [σ. 449], «στέκω και θεωρώ τα κύματα/ό,τι πιο τέλειο και ανεπίδεκτο φθοράς/ποτέ που υπήρξε» [σ. 457], «όσο γερνώ τόσο λιγότερα καταλαβαίνω/η πείρα μου ξέμαθε τον κόσμο» [σ. 466], «Και ν’ αθανατίζει και να θανατώνει γίνεται η νεότητα» [σ. 602], «Επειδή και η φύσις δίγλωσση μοιάζει να είναι, και με τη λέξη θάνατος πεθαίνουν όλοι, αλλά στα ψέματα» [σ. 607], «κι είπα/για να μη μ’ έχει του χεριού της η ερημιά/να βρω εκκλησάκι να ‘χω να μιλήσω» [σ. 205], «Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί» [σ. 258]. Υπάρχουν στίχοι στον Ελυτικό ποιητικό λόγο όπου τα αντίθετα έχουν φορτιστεί με τόση ενέργεια που η ψυχή του ποιητή λυγίζει από την επιμονή της να αντλήσει βαθύτερο νόημα από τα φαινόμενα, να το εκφράσει, να το ερμηνεύσει και να το κοινωνήσει στους άλλους, μυώντας τους παράλληλα στην αναζήτηση αυτή: «το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση του μαύρου/Την ελπίδα ως τα δάκρυα/Τη χαρά ως την άκρα απόγνωση» [σ. 128], «Τί ‘ναι αυτό λοιπόν που δεν καίγεται −τί ‘ναι αυτό που αντέχει» [σ. 331]. Κάτι ανάλογο συναντάμε και στον Σεφέρη, ό οποίος επαναδιατυπώνει ποιητικά το αναπάντητο ερώτημα του Ευρυπίδη: «τ’ είναι θεός; τί μη Θεός; και τί τ’ ανάμεσό τους;» [7, σ. 241], [1, σ. 311].
Στο πεζό έργο του Ελύτη, οι αντιθετικές λεκτικές συνθέσεις γίνονται μεν πιο περίπλοκες, παραμένουν όμως διαχρονικά καίριες αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα και τους βαθύτερους κώδικες της σκέψης του: «οι περισσότεροι αδυνατούν να εκτιμήσουν την υγεία επειδή δεν έτυχε να αρρωστήσουν, ή επειδή −το χειρότερο− θεώρησαν “καίριο” την αρρώστια» [5, σ. 367], «Η παράλληλη και ταυτόχρονη ανύψωση του ταπεινού σε θεϊκό μέγεθος και η κατάβαση του θεϊκού στο απτό και το καθημερινό, χωρίς να σημειώνεται η παραμικρότατη λαθροχειρία. Χρειάστηκε γι’ αυτό μια ισχυρή αντίσταση στο χριστιανικό υπερεγώ που σχηματίσανε με τις προσχώσεις τους οι δεισιδαίμονες μέσοι αιώνες» [5, σ. 20].
Και οι δύο, Ηράκλειτος και Ελύτης, προχωρούν ασκώντας κατά μέτωπο κριτική ενάντια στις καθιερωμένες αντιλήψεις και πρακτικές που καθιστούν τον άνθρωπο δέσμιο ιδεών που δεν αληθεύουν ελληνότροπα. Ο Ηράκλειτος ασκεί κριτική στον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, στρεφόμενος κατά της επιφανειακής συσσώρευσης γνώσεων του δεύτερου «χωρίς τη φιλοσοφική θεώρηση που οδηγεί στην κατανόηση της ουσίας του κόσμου» [3, #40: σ. 72-73, 161 και #35, σ. 70-71, 156-158] όσο και κατά της αδυναμίας του πρώτου να διακρίνει ότι η ημέρα και η νύχτα είναι ένα και το αυτό [3, #57: σ. 76-77, και #106, σ. 90-91]. Κριτική ασκεί και προς τον Όμηρο επειδή θεωρεί την διαμάχη (έριδα) μεταξύ θεών και θνητών ως καταστροφική ενώ στον Ηράκλειτο «προάγει, μέσω της πάλης των αντιθέτων, το ανθρώπινο πνεύμα» [3, #42: σ. 72-73, 163-164], όσο και για την επιφανειακή του αντίληψη για τον κόσμο, την αδυναμία του να αντιληφθεί τον κόσμο ως αίνιγμα που κρύβει μια βαθύτερη αρμονία, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να εξαπατώνται από μια υπεραπλουστευμένη ερμηνεία των φαινομένων [3, #56: σ. 76-77, 175-176]. Αντιθέτως, ο Ηράκλειτος εκθειάζει τον Θαλή [3, #38: σ. 72-73], τη Σαπφώ και τη Σίβυλλα [3, #92: σ. 86-87, 201-203].
Οφείλουμε εδώ να μνημονεύσουμε τον θαυμασμό που έτρεφε και ο Ελύτης για τη Σαπφώ, στίχους της οποίας έχει συμπεριλάβει, στο αρχαιοελληνικό πρωτότυπο, στο πεζό και το ποιητικό έργο του, πχ. τον Σαπφικό στίχο «όττω τις έραται» (ό,τι αγαπάει κάποιος) ο οποίος, κατά τον Ελύτη, υποδηλώνει την ανωτερότητα της σκέψης των Ιώνων απέναντι σε μια στείρα, υλική αντίληψη του κόσμου, στον οποίο αναγνωρίζει ισχύ φυσικού νόμου στην ψυχή των Ελλήνων νησιωτών, που ξέρουν να ταυτίζουν το χρήσιμο με το ωραίο, και το ωραίο με το ηθικό [5, σ. 20]. Ο Σαπφικός αυτός στίχος γίνεται τίτλος ποιήματος στην συλλογή του Ελύτη «Ο μικρός ναυτίλος» [2, σ. 520], ένας ταξιδιωτικός οδηγός λέξεων και εικόνων. Ας μη μας ξεφύγουν εδώ οι λόγοι για τους οποίους αυτό είναι σημαντικό. Η συλλογή αυτή συμπεριλαμβάνει, κατά τον Ελύτη, μόνο τα απολύτως απαραίτητα εφόδια λόγου, τα λιγοστά ποιητικά περιεχόμενα ενός ταξιδιωτικού σάκου. Ο Ελύτης δρα με αυστηρά κριτήρια επιλογής, έχοντας παράλληλα την πίστη ότι ελευθερία και έρωτας οφείλουν να πορεύονται μαζί, ακόμα και όταν η οικονομία χώρου, λέξεων και εννοιών, το επιβάλλει. Οι λέξεις αποτελούν για τον Ελύτη το μόνο πεδίο όπου δηλώνει απερίφραστα ότι αρνείται να επιβάλει στον εαυτό του την ελληνότροπη επιταγή του μέτρου: «Μ’ ένα τίποτα έζησα/Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε» [2, σ. 209], και με αυτή ακριβώς την εμπρόθετη άρνησή του, μας δίνει το μοναδικό στίγμα του ελληνότροπου λόγου του. Διότι, για τους Έλληνες, το μέτρο είναι αδιαπραγμάτευτος φυσικός και ηθικός νόμος, όπως εξηγήσαμε και προηγουμένως. Το μέτρο αποτελεί τον κυματικό πόλο της τόλμης, ενώ στο φυσικό πεδίο (σχετικότητα) εκδηλώνεται ως η τάση της ύλης να παγιδεύει φως. Η απουσία μέτρου οδηγεί στην άμετρη τόλμη και κατά συνέπεια σε ένα κυκεώνα ηθικού χάους, ενώ στο φυσικό πεδίο οδηγεί σε μια κατάσταση όπου το φως στο σύμπαν έχει παγιδευτεί με μορφή ύλης, μια ασταθής και ανεπιθύμητη κατάσταση, ανάλογη εκείνης που προϋπήρξε της μεγάλης έκρηξης που, κατά την επιστήμη, δημιούργησε το σύμπαν. Σε αυτό όμως το σημείο υπάρχει μια λογική διέξοδος, την οποία ο Ελύτης συλλαμβάνει υποσυνείδητα: η αναγωγή του μέτρου σε καθολικό νόμο στο ηθικό πεδίο, εμπεριέχει αναπόφευκτα το στοιχείο μιας, μερικής έστω, κατάργησής του. Διότι αν το μέτρο είναι έννοια καθολική τότε το ίδιο επίσης διέπεται από κάποιο μέτρο, άρα υπάρχει τουλάχιστον ένα αντιληπτικό πεδίο το οποίο δεν εμπίπτει στην δικαιοδοσία του μέτρου. Ποιο άραγε θα μπορούσε να είναι αυτό το πεδίο; Για τον Ελύτη είναι οι λέξεις, ή πιο σωστά, ο άμετρος έρωτας που νιώθει στην συνείδησή του για τις σημασίες που οι λέξεις, εν δυνάμει, αντιπροσωπεύουν. Σε αυτή τη δυνατότητα τοποθετεί ο Ελύτης το βαθύτερο νόημα της ύπαρξής του: «Θεέ μου σύ με θέλησες και να, σ’ το ανταποδίδω» [2, σ. 164].
Αντίστοιχα, στο φυσικό πεδίο, ο Ηράκλειτος πιστεύει ότι «ο κόσμος είναι μια φωτιά αιώνια ζωντανή που ανάβει και σβήνει» αλλά προσθέτει ότι αυτό γίνεται «σύμφωνα με ορισμένα μέτρα», κάτι που συνάδει με την γενικότερη αντίληψη που είχαν οι αρχαίοι Έλληνες για τους θεούς τους, ως συντονιστές, και όχι ως εκ του μηδενός δημιουργούς του κόσμου [3, #30, σ. 68-71, 148-152], αποτελώντας οι ίδιοι μέρος του. Κατά τον Ηράκλειτο, ακόμα και «ο Ήλιος οφείλει να μην υπερβαίνει τα προκαθορισμένα μέτρα» [3, #94, σ. 88-89, 205]. Πρωταρχικός ρόλος των Θεών στους αρχαίους Έλληνες φαίνεται να είναι η διαχείριση του Μέτρου.
Στο ηθικό πεδίο, ο Ελύτης −με όπλο τον ποιητικό του λόγο− ασκεί αυστηρή, άμεση και έμμεση, κριτική στον σύγχρονο άνθρωπο: “Άνθρωπε, άθελά σου/Κακέ – παρ’ ολίγο η τύχη σου άλλη» [2, σ. 349], και με τρόπο έμμεσο: «Ειρηνικά γίνονται και τα χείριστα» [2, σ. 219], «Τί σβηστήρας άραγες να υπάρχει/Για τη μέσα μας ασκήμια» [2, σ. 342] και αλλού, εκφράζοντας ποιητικά μεν, αλλά χωρίς περιστροφές, το αδιέξοδο το οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος βιώνει καθημερινά: «Πού να δώσω να καταλάβουν οι πλειοψηφίες/πως η δύναμη μόνο σκοτώνει» [2, σ. 217], ενώ ταυτόχρονα συγκρούεται με τις αχαλίνωτες δυνάμεις που τρέφουν τις ιδεολογίες των ελεύθερων αγορών, δείχνοντας πώς το μέτρο και η τόλμη, είτε μέσα από την απουσία τους ή μέσα από τις λανθασμένες αναλογίες στην εφαρμογή τους, επηρεάζουν τις επιλογές μας: «Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ» [2, σ. 230], «επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο/Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι» [2, σ. 255], «τί πάει να πει/κέρδος δεν καταλαβαίνω» [2, σ. 441], και αναρωτιέται ποια κατάληξη θα έχουν όλα αυτά «Τί θα γίνει λοιπόν όταν κάποτε λήξουν οι κοινωνικοί αγώνες/ όταν οι εφευρέσεις αυτοαχρηστευθούν/τα αιτήματα όλα ικανοποιηθούν/κενό/που μέσα τους θα πέσουν (και καλώς να πέσουν) όσοι γυρίζουν τον τροχό για τον Τροχό» [2, σ. 443], ενώ προβλέπει με αισιοδοξία: «θάμβος/οι άλλοι εμείς/θ’ αρχινίσουμε να ζούμε μυημένοι στα σανσκριτικά του σώματος/ουσιαστικά και μεταφορικά μιλώντας» [2, σ. 443] διότι «θα υπάρξουν πάντοτε δύο ή τρεις/γενναίοι να βλέπουν τον κόσμο/χωρίς σκοπιμότητα» [2, σ. 446].
Ως μυημένος στα αφανή μυστικά του Ηρακλείτειου συμπαντικού αινίγματος, στο πεδίο του Ελυτικού λόγου, νομιμοποιείσαι απόλυτα όταν «Απερίσπαστος νέμεσαι την αντιδημοτικότητα/έτσι· με γενναιοδωρία· σαν να διαθέτεις/νομισματοκοπείο και να το κλείνεις/ν’ απολύεις όλο το προσωπικό/να κρατάς μια φτώχεια που δεν την έχει άλλος κανείς/εντελώς δική σου./Την ώρα που μες στα γραφεία τους απεγνωσμένα/ κρεμασμένοι απ’ τα τηλέφωνά τους/παλεύουν για’ να τίποτα οι χοντράνθρωποι/ανεβαίνεις εσύ μέσα στον Έρωτα/ καταμουντζουρωμένος αλλ’ ευκίνητος/σαν καπνοδοχοκαθαριστής/κατεβαίνεις απ’ τον Έρωτα έτοιμος να ιδρύσεις/μια δική σου λευκή παραλία/χωρίς λεφτά/γδύνεσαι όπως γδύνονται όσοι νογούν τ’ αστέρια/και μ’ οργιές μεγάλες ανοίγεσαι να κλάψεις ελεύθερα…» [2, σ. 369]. Μόνο τότε απαντάται το πανάρχαιο Ηρακλείτειο ερώτημα, εκφρασμένο ποιητικά από τον Ελύτη: «Προς τί προς τί να ‘σαι άνθρωπος/ο βαθμός της πολυτέλειας μες στο ζωϊκό βασίλειο/τί μπορεί να σημαίνει» [2, σ. 371], αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι, σε αντίθετη με την αντιληπτικότητα της ανθρώπινης συνείδησης, η αλήθεια δεν είναι πεπερασμένη άρα ούτε πλήρως προσβάσιμη στον άνθρωπο: «ποιο το φως το αληθινόν κανείς δεν ξέρει» [2, σ. 433].
Στην αναζήτηση της αλήθειας είμαστε όλοι ίσοι, δεν υπάρχουν προφήτες ή μάντεις, ούτε γνώστες του μέλλοντος, το οποίο πρέπει να αφουγκραστούμε εμείς οι ίδιοι όπως μπορούμε καλύτερα. Ο Ελύτης, χωρίς ψευδαισθήσεις για το μέγεθος της ποιητικής του αποστολής, επιλέγει έναν δρόμο δύσκολο και μοναχικό, όπως ο Ηράκλειτος, ενάντια σε όσους τάσσονται με τον αριθμό και τη δύναμη, οι οποίοι τελικά θα υπερισχύσουν: «Απ’ αυτούς που σίγουρα μια μέρα θα υπερισχύσουν έχω/δόξα να ‘χει ο Θεός απαλλαγεί/μη σώσουν/και μου απλώσουν χέρι» [2, σ. 446]. Ο δρόμος που έχει επιλέξει δεν είναι εύκολος, καθώς ομολογεί: «που να πάρ’ η ευχή/βρέθηκε πάντα να ζητάμε/ίσα ίσα εκείνο που δε γίνεται» [2, σ. 454], αναγνωρίζοντας την μοναξιά της πανάρχαιας ερήμου που, όπως ο Ηράκλειτος, και ο Ελύτης πρέπει να διασχίσει: «ολομόναχος/κρέμομαι/από τους καιρούς του Ηράκλειτου» [2, σ. 455].
Ο Ελύτης παραδέχεται ότι οι παραινετικοί λόγοι δεν αρκούν για να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, έτσι και στρέφεται απευθείας στο Θεό, παρακινώντας τον: “Θάρρος. Τώρα. Είναι η στιγμή/να βγεις Θεέ μου από την αφάνεια» [2, σ. 392-394]. Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που έχουμε αλλού αποκαλέσει «τετραγωνισμό της τόλμης», όρος που χρησιμεύει για να μας υπενθυμίζει ότι, για να προκύψει μεγαλύτερο εύρος πεδίου ελευθερίας, η τόλμη οφείλει όχι μόνο να αυξηθεί (πχ σε τιμή, αξία, μέγεθος, κλίμακα) αλλά να υπερβεί τον ίδιο της τον εαυτό, δηλαδή να επεκτείνει τα όρια της κατηγορίας της. Αν δηλαδή μας ενδιαφέρει να δημιουργήσουμε μέγιστο εύρος πεδίου ελευθερίας, τότε όχι μόνο χρειαζόμαστε περισσότερη τόλμη, αλλά έναν ακόμα πιο τολμηρό ορισμό της ίδιας της τόλμης [1, σ. 412-413, 434-435]. Ανάλογος τετραγωνισμός στο φυσικό πεδίο, υπάρχει και στον λόγο του Ηράκλειτου, του πρώτου φιλόσοφου που δάμασε νοητικά τα αντίθετα για να τα υποτάξει στους κυματικούς νόμους της αρμονίας, επαναπροσδιορίζοντας έτσι τα όρια της ελληνότροπης φιλοσοφικής τόλμης και ταυτόχρονα υπερβαίνοντάς τα. Δεν σταμάτησε εκεί αλλά τα συνδύασε και με το μέτρο, και μάλιστα στο κατά κοινή ομολογία σημαντικότερο κοσμολογικό του απόσπασμα για τον Ήλιο, που ήδη αναφέραμε [3, #30, σ. 68-71, 148-152].
Στον Ηράκλειτο υπάρχει ένα απόσπασμα που ξεχωρίζει διότι «ηχεί» Ελυτικά, αν και κατά βάθος εμπεριέχει τεράστια πυρηνική δύναμη φυσικού λόγου, όπως θα εξηγήσουμε. Πρόκειται για το απόσπασμα όπου ο Ηράκλειτος εμβαθύνει στη φύση του Χρόνου γράφοντας ότι «Ο Χρόνος είναι σαν ένα μικρό παιδί που παίζει, ρίχνοντας ζάρια· στο παιδί ανήκει η βασιλεία» και στο αρχαιοελληνικό πρωτότυπο: «Αιών παίς εστι παίζων, πεσσεύων· παιδός η βασιλίη» [3, #52, σ. 74-75, 172-173]. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα υπάρχει μια σκηνική αθωότητα, η εικόνα ενός μικρού παιδιού απορροφημένου στο παιγνίδι του με τους πεσσούς, την οποία το ποιητικό ένστικτο του Ελύτης αποκωδικοποίησε για να την συμπεριλάβει στο πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής του «Δυτικά της λύπης», με τίτλο «Της Εφέσου» (της πόλης που γεννήθηκε ο Ηράκλειτος), όπου δύο φορές εξυψώνει τον Ηράκλειτο σε άγιο («του αγίου Ηράκλειτου ανήμερα»), ενώ το ποίημα κλείνει με την Ηρακλείτειο φράση: «παιδός η βασιλίη», η οποία συνάδει με την διαφάνεια, την αυτονομία και την αθωότητα του κόσμου που υπάρχουν διάχυτες στο έργο και την κοσμοθεωρία του Ελύτη [2, σ. 577]. Το απόσπασμα αυτό αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση, όπου ο αυστηρός και δυσνόητος Ηράκλειτος μας χαρίζει μια εικόνα βγαλμένη μέσα από ένα Ελυτικό ποίημα. Βρισκόμαστε όμως σε τέτοιο νοητικό βάθος όπου εικόνες και μεταφορές ανάμεσα στο φυσικό και ηθικό πεδίο αναγκαστικά συγκλίνουν. Η ίδια εικόνα δεν θα μπορούσε να λείψει από τον ταξιδιωτικό σάκο του Ελύτη [2, σ. 504].
Στο παραπάνω απόσπασμα, πέρα από το Ελυτικό στοιχείο που περιγράψαμε, ο Ηράκλειτος αποκαλύπτει μια αλήθεια που η επιστήμη χρειάστηκε 25 αιώνες για να την κατακτήσει. Αναφέρομαι στην γνωστή διαφωνία μεταξύ του Αϊνστάιν και φυσικών, όπως ο Stephen Hawking, για το αν ο Θεός παίζει ή όχι ζάρια με τον κόσμο [1, σ. 284-285, 511-512]. Στο τέλος, το ένστικτο του Αϊνστάιν αποδείχθηκε λανθασμένο, με αποτέλεσμα να γράψει αργότερα ο Stephen Hawking ότι «όλα δείχνουν πως ο Θεός είναι ένας δεινός χαρτοπαίκτης, ο οποίος παίζει ζάρια με την παραμικρή ευκαιρία». Ο Hawking βέβαια αναφερόταν στην περίφημη αρχή της αβεβαιότητας του Heisenberg, η οποία βάζει φραγμό στην άντληση πληροφοριών σχετικά με τις διεργασίες της φύσης στην κβαντική κλίμακα. Αυτό όμως, στην ελληνότροπη σκέψη, αποτελεί απλή συνέπεια του μέτρου, δηλαδή ότι υπάρχει αναγκαστικά ένα όριο στην άντληση μετρήσεων από τα φυσικά φαινόμενα, όπως άλλωστε υπάρχει και το ανάλογό της στο ηθικό πεδίο [1, σ. 293-315]. Εδώ φαίνεται, για άλλη μια φορά, η μεγαλοφυία της σκέψης των Ελλήνων και η διαχρονικότητα του λόγου του Ηράκλειτου.
Το μέτρο στον ελληνότροπο λόγο δεν είναι απλά ένα όριο κλίμακας αλλά ο ισορροπητικός μηχανισμός της τόλμης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού είναι η φράση του Ελύτη ότι «Ο τρόπος που ένα σύνολο αντιλαμβάνεται τη ζωή αποτυπώνεται και στον τρόπο που μεταχειρίζεται την ύλη, θέλω να πω που την υποτάσσει στις ανάγκες της καθημερινής του ζωής» [5, σ. 28]. Ο τρόπος αυτός, δηλαδή η στάση του ανθρώπου απέναντι στον υλικό κόσμο, συγκλίνει στον Ηράκλειτο και τον Ελύτη. Ο Ηράκλειτος, καταριέται τους Εφέσιους λέγοντας: «Μακάρι να μη σας λείψει ποτέ ο πλούτος, Εφέσιοι, ώστε ν’ αποδυκνείεται συνεχώς η μικρότητά σας». Κατά τον Ηράκλειτο, ύψιστη αρετή δεν είναι ούτε ο πλούτος, ούτε η φτώχεια αλλά η σωφροσύνη. Ο πλούτος δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός, ωστόσο ο τρόπος διαχείρισής του αποκαλύπτει τον χαρακτήρα αυτού που τον κατέχει [3, #125α, σ. 96-97, 229-230]. Αυτό ακριβώς εννοεί και ο Ελύτης. Προτεραιότητα του ανθρώπου είναι μια συνεχής ισορροπία μεταξύ μέτρου και τόλμης για την βέλτιστη άντληση νοήματος από τα φαινόμενα −φυσικά και ηθικά− μέσω του αληθεύοντος λόγου και η απόδοση νοήματος στην ζωή, κάτι που είναι κοινό χαρακτηριστικό στον Ελύτη και τον Ηράκλειτο.
Η περιήγησή μας στον λόγο του Ηράκλειτου και του Ελύτη, έγινε υιοθετώντας ως πυξίδα την ελληνότροπη σκέψη, όπως ο λόγος τους την διαμόρφωσε και την στερέωσε, με αξιώσεις καθολικότητας στο φυσικό και το ηθικό πεδίο της ανθρώπινης συνειδητότητας. Δεν νοείται μύηση στην πληρότητα τους εύρους της ελληνότροπης σκέψης χωρίς την, συνεχή και δια βίου, μελέτη των δύο αυτών μεγάλων Ελλήνων διανοητών, που απέχουν μεν οργανικά μεταξύ τους 25 αιώνες αλλά πνευματικά συμπίπτουν. Δεν νοείται κυματική αντίληψη του κόσμου αν δεν έχουμε πρώτα κατανοήσει τους τρόπους με τους οποίους η αρμονική σύνθεση των αντίθετων συνθέτει βαθύτερο νόημα για τα φαινόμενα, φυσικά και ηθικά. Δεν νοείται ανάπτυξη κριτικών δεξιοτήτων, με αξιώσεις ποιοτικής διαφοροποίησης στην σημερινή εποχή, ιδιαίτερα για όσους έχουν την τύχη να ομιλούν και να σκέφτονται ελληνικά, χωρίς την βαθύτερη μελέτη των − νοητικά συγγενών− θεμελιωδών χαρακτηριστικών του Ηρακλείτειου και του Ελυτικού λόγου. Μόνο έτσι διαφαίνονται απαντήσεις ακόμα και στις πιο διαχρονικά δύσκολες ερωτήσεις που έχει αρθρώσει ο άνθρωπος, όπως ο διαχωρισμός του «εγώ» και του «μη εγώ», «είναι» και «μη είναι», «καλού» και «μη καλού» κλπ. αλλά και η αρμονική σύνθεσή τους σε κάτι σοφότερο που τα υπερβαίνει. Η προσπάθεια αυτή απαιτεί σοβαρότητα, σεμνότητα, επιμονή και υπομονή, ιδιαίτερα όταν κάποιος προχωρά μόνος, χωρίς την πολυτέλεια ενός σοφού δασκάλου για να τον καθοδηγεί, όπως άλλωστε συνέβη με τον Ηράκλειτο και τον Ελύτη, που υπήρξαν αυτοδίδακτοι.
Ο λόγος του Ηράκλειτου και του Ελύτη είναι καταρχήν γεωμετρικός διότι είναι συστηματικός, έχοντας αξιώσεις καθολικότητας, με τη διαφορά ότι δεν είναι κλειστός, αλλά παραμένει ανοιχτός στο «εν δυνάμει» του μέλλοντος, κάτι που τους διαφοροποιεί από πολλές προσεγγίσεις στις οποίες τα χαρακτηριστικά αυτά απουσιάζουν. Σκοπός του Ηράκλειτου και του Ελύτη δεν είναι να προφητεύσουν το μέλλον ή να μας παρουσιάσουν κλειστές συνταγές, μεταφυσικά εμπνευσμένες, για το νόημα της ζωής ή της ύπαρξής μας. Προσπαθούν με επιμονή, υπομονή, αυστηρότητα και σεμνότητα να οργανώσουν τον καλύτερο δυνατό Λόγο που να εξηγεί πληρέστερα τα φαινόμενα που τους απασχολούν, στο φυσικό-επιστημονικό και το ηθικό-συνειδησιακό πεδίο, αναγνωρίζοντας πολύ καλά ότι ούτε αλάθητοι είναι, ούτε έχουν τις απαντήσεις που μπορούν να ακυρώσουν τις ερωτήσεις. Παραδέχονται άλλωστε ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο διότι, αν ήταν εφικτό, τότε το σύμπαν θα καταντούσε, για τον ελληνότροπα σκεπτόμενο άνθρωπο, μια φτηνή και κακόγουστη φάρσα. Αυτό, το επιβεβαιώνει και η χωρίς περιστροφές αποτύπωση της πρόθεσής τους αυτής, μέσα στο έργο τους. Αγνοήστε με εμένα, λέει ο Ηράκλειτος, μη νοιάζεστε ποιος είμαι, τι λέω ή τί κάνω, αλλά σκεφθείτε τον Λόγο που υπάρχει μέσα στο σύμπαν, ώστε να αποκαλυφθούν οι κρυμμένες κοσμικές αρμονίες και να λάμψει μέσα μας μια σοφότερη, καθολική αλήθεια. Ο δε Ελύτης, στην κατακλείδα του ποιητικού έργου του, δεν διεκδικεί αποκλειστικότητα πρόσβασης στην αλήθεια, αλλά την αφήνει ανοιχτή, όπως και ο Σωκράτης στην απολογία του («Ποιός από μας πηγαίνει στο καλύτερο, κανένας δεν το ξέρει παρά μόνος ο θεός»). Η ελληνότροπη σκέψη δεν αντιβαίνει στον φυσικό νόμο της εντροπίας και τον βιολογικό-ηθικό ανάλογό του ότι η ανθρώπινη ύπαρξη, οργανική και πνευματική, δεν αποτελεί σύστημα κλειστό αλλά ανοίγεται και εξελίσσεται συνεχώς, μέσα σε ένα πεδίο ελευθερίας που δεν περιχωρείται επιλεκτικά, είτε με βολικές μεταφυσικές δεισιδαιμονίες ή με «απόλυτες» επιστημονικές θεωρίες, αλλά προχωρεί κυματικά, με πόλους την επαλήθευση και την επιλάθευση [1, σ. 344-351].
Ο Ελύτης, σε ομιλία του στο Ηράκλειο Κρήτης, τον Μάιο του 1979, μερικούς μήνες πριν λάβει το βραβείο Νόμπελ, αναφέρει μιλώντας για τον ρόλο της Ποίησης στο φυσικό, ηθικό, ιστορικό και κοινωνικό κοσμοσύστημα του σύγχρονου ανθρώπου: «Η ποίηση στα χρόνια μας – αυτό είναι αλήθεια – έχει γίνει δύσκολη. Θέλω να πω, από την άποψη ότι, σαν τέχνη, δεν περιορίζεται πια να εκφράζει απλώς αισθήματα, εικόνες, εντυπώσεις. Ζητά να πάει βαθιά, να βρει τις αναλογίες της με τη φύση, την ιστορία, τον κοινωνικό περίγυρο. Και μεσ’ απ’ όλα αυτά να οδηγηθεί σε μιαν ύψιστη σύνθεση. Πρόκειται για έναν αγώνα συνεχή, μεσ’ απ’ τη γλώσσα, που δεν διαφέρει καθόλου από τους άλλους που κάνουν οι επιστήμονες μεσ’ απ’ τα μαθηματικά π.χ. ή οι πολιτικοί αρχηγοί μεσ’ απ’ τους χειρισμούς των προβλημάτων, που ορθώνει κάθε φορά η πραγματικότητα μπροστά της» [1, σ. 497], [10].
Με τα κλειδιά αυτά που μας χαρίζει ο Ελύτης ανοίγονται νέα νοήματα μέσα από τους στίχους του, όπως στο ποίημά του «Ρήμα το σκοτεινόν» από τη συλλογή του με τίτλο «Τα ελεγεία της οξώπετρας», όπου σαν σε μια απευθείας συνομιλία με τον «σκοτεινό» και −για τους πολλούς− δυσνόητο Ηράκλειτο, γράφει: «Είμαι άλλης γλώσσας δυστυχώς, και Ηλίου του Κρυπτού ώστε/Οι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ’ αγνοούν. Δυσδιάκριτος», για να καταλήξει: «Αυτά στη γλώσσα τη δική μου. Κι άλλοι άλλα σ’ άλλες». Δεν εννοεί φυσικά εδώ τους αλλόγλωσσους ποιητές, αλλά απευθύνεται σε όλους όσους παλεύουν για να αρθρώσουν συνθετικό εξηγητικό λόγο, είτε αυτή τους η προσπάθεια γίνεται στο πεδίο της ποίησης, είτε στα Μαθηματικά, είτε στην πολιτική, όπως ανέφερε και στην ομιλία του, συνεχίζοντας αδιάλειπτα την προσπάθεια που άρχισε, 25 αιώνες πριν, ο Ηράκλειτος. Για να καταλήξει γράφοντας: «Αλλ’/Η αλήθεια μόνο έναντι θανάτου δίδεται» [2, σ. 569-570], επαναλαμβάνοντας σε λόγο σύγχρονο και συνάμα ποιητικό, αυτό που ο Πλάτωνας πρώτος τόλμησε να αρθρώσει, ορίζοντας την Φιλοσοφία ως μελέτη θανάτου [1, σ. 312-313, 434, 479]. Βλέπουμε πόσο ισχυρά γεωδαιτημένη είναι η ελληνότροπη σκέψη, ίσως η ανώτατη πνευματική κατάκτηση των Ελλήνων, με διαχρονικό παραλήπτη τον απανταχού σκεπτόμενο άνθρωπο.
Η συνεχής αυτή «εν δυνάμει» κυματική σύνθεση, στηριγμένη στην ελευθερία, το μέτρο και την τόλμη, είναι ο λόγος που η ελληνότροπη σκέψη, αρχίζοντας με τον Ηράκλειτο και φτάνοντας ως τον Ελύτη, παραμένει αδιάλειπτα στο πλευρό του σκεπτόμενου ανθρώπου, αυτοδίδακτου ή μη. Γι’ αυτό οφείλουμε να εστιάζουμε σε αυτήν και να την καλλιεργούμε με τρόπο δημιουργικό, με την απαράμιλλη ζωντάνια που της αξίζει, ιδιαίτερα στους νέους ανθρώπους [1, σ. 261-276, 437-448].
Ζούμε σε μια εποχή όπου όλοι κυνηγούν απαντήσεις ενώ λίγοι επιλέγουν να εστιάζουν στις ερωτήσεις. Η ελληνότροπη σκέψη επιμένει να επενδύει νοητικά και συνειδησιακά στις ερωτήσεις, να μας διδάσκει με τί αξίζει να προβληματιζόμαστε, αφήνοντας το πεδίο των απαντήσεων ανοιχτό στις δυνατότητες της εποχής και της συνείδησής μας να συνθέσει ένα, όσο γίνεται πιο καθολικό, νόημα ύπαρξης και ζωής. Είναι η συνεχής προσπάθεια επίτευξης μιας κυματικής αρμονίας μεταξύ μέτρου και τόλμης, για τον άνθρωπο που επιλέγει να σκέπτεται και να δρα υπεύθυνα μέσα σε ένα ευρύ πεδίο ελευθερίας. Αποτελεί την πιο πολύτιμη ίσως άμυνα για το μέλλον και τις προκλήσεις που αυτό επιφυλάσσει στον άνθρωπο.
Πηγές – Παραπομπές
[1] Γ. Παπαδάκης, «Με απλωτές ελληνότροπες – σκέψεις, προβληματισμοί, προσεγγίσεις», εκδ. Θερμαϊκός, Αθήνα (2022).
[2] Οδ. Ελύτης, «Ποίηση», εκδ. Ίκαρος (2002).
[3] Προσωκρατικοί, Τομ. 8ος (Ηράκλειτος), εκδ. Κάκτος (1995).
[4] Ηράκλειτος: Η ιστορία του «σκοτεινού» φιλοσόφου, Ανιχνεύσεις (29/11/2024)
[5] Οδ. Ελύτης, «Εν Λευκώ», εκδ. Ικαρος (6η έκδοση, Μάρτιος 1999)
[6] Οδ. Ελύτης, «Συν τοις άλλοις», εκδ. Ύψιλον (2011).
[7] Γ. Σεφέρης, «Ποιήματα», εκδ. Ίκαρος (15η έκδοση, 1985).
[8] Πλάτων, «Απολογία Σωκράτους», εκδ. Κάκτος (αρ. 1, 1992).
[9] Sextus Empiricus, “Against the Logicians” («Προς Λογικούς»), Loeb Classical Library, Vol. II, 489p. (1935), διαθέσιμο στο https://ia601408.us.archive.org/10/items/in.ernet.dli.2015.183448/2015.183448.Sextus-Empiricus-Vol-11-Against-The-Logicians.pdf.
[10] Μ. Καρέλλη, «Ο Οδυσσέας Ελύτης αναγορεύεται επίτιμος δημότης του Ηρακλείου», ψηφιακό αρχείο εφημερίδας «ΠΑΤΡΙΣ», δημοσιευμένο στις 1/2/2012, διαθέσιμο στο https://archive.patris.gr/articles/216701.
1/15/2025
* Ο Γιάννης Παπαδάκης κατάγεται από το Ηράκλειο της Κρήτης. Είναι Ηλ/γος Μηχανικός (PhD), ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ.
Σημαντικό ἀκόμα στήν ἐποχή μας ἡ μελέτη τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ποίησης, ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας πού φαίνεται νά τά γνωρίζουν ὅλα. Δέν ἀρκεῖ τό εὔκολο συμπέρασμα πού ὁδηγεῖ σέ ἀκολουθία σκέψης καί δράσης, γιατί ὁ καθένας μπορεῖ νά ἀρχίσει τήν σκέψη του γνωρίζοντας κάποια λίγα καί ὅταν ἀρχίσει νά ἐμβαθύνει, νά γνωρίζει, νά βλέπει κι ἄλλα, τότε μπορεῖ νά ἀλλάζει καί τό συμπέρασμα. Τό ἔχει ἐπισημάνει ὁ ᾿Ελύτης σέ κάποιο κείμενό του.
Οδυσσέας Ελύτης, «Η μέθοδος του “Άρα”»
῾Ο Ἑλληνότροπος Λόγος μπορεῖ νά ἑρμηνευτεῖ μέ διάφορους τρόπους. Σίγουρα ἡ ἑλληνική γλώσσα, ἡ ὀρθή γνώση της, ἡ σωστή ἐκμάθησή της εἶναι μία ἀρχή ὀρθότητας σκέψης.
Πόσα δέν γνωρίζουμε. Στό κείμενο πού προσπαθεῖ νά προσεγγίσει τόν ἀρχαιότατο λόγο τοῦ ῾Ηράκλειτου καί νά τόν συγκρίνει μέ τήν νεώτερη ποίηση τοῦ ᾿Ελύτη ἀναφέρεται καί σέ ἕνα γνωμικό πού ἀποδίδεται στόν Σωκράτη ««ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι», δηλαδή «δε γνωρίζω βέβαια τίποτα, αλλά ούτε και νομίζω ότι γνωρίζω» [8, χωρίο 21d, σ. 36-37], το οποίο συχνά εκφράζεται συνοπτικά ως «εν οίδα ότι ουδέν οίδα».»
Κι όμως, στην πραγματικότητα δεν είναι του Σωκράτη το περίφημο ‘Εν οίδα ότι ουδέν οίδα’. Δεν το είπε ποτέ – Μικροπράγματα
῾Η φράση «ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι» σημαίνει αὐτά πού δέν γνωρίζω οὔτε νομίζω πώς γνωρίζω.
Ἦταν βασικότατο συστατικό τῆς ῾Ελληνικής παιδείας ἡ ἐπιμονή στήν ὀρθή ἐκμάθηση τῆς ῾Ελληνικῆς γλώσσας, μία γλώσσα μέ τήν ὁποία ἐκφράσθηκαν καί ἐμβάθυναν φιλόσοφοι, ποιητές, φιλόλογοι. Θεωρεῖται ἀπό ἀρκετούς μουσειακῆς ἀξίας ἡ ἐκμάθηση τῆς ῾Ελληνικής γλώσσας καί πολύ περισσότερο ἡ αὐστηρή διδασκαλία της. Καί βέβαια ἐμεῖς οἱ παλαιότεροι δυσκολευτήκαμε μέ τό μάθημα τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν, ὅμως καί ἡ ζωή δέν εἶναι εὐκολότερη. Εἰδικά τήν ἐποχή αὐτή εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐξακολουθήσει ὁ ἄνθρωπος νά σκέφτεται καί νά ἐμβαθύνει καί ὄχι μόνο νά καθοδηγεῖται μέ ἕτοιμα προκατασκευασμένα μηνύματα, τόσο εὔκολα στήν τεχνολογία. Ἡ Ἑλληνική γλώσσα δέν εἶναι μόνο συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀλλά εἶναι μοναδικό ἐργαλεῖο καί ἐφόδιο ὀρθῆς σκέψης.