Ενα από τα πρώτα μείζονος σημασίας ζητήματα που θα κληθεί να χειριστεί η νέα κυβέρνηση είναι οι σχέσεις με την Τουρκία.
Με την ολοκλήρωση των εκλογικών κύκλων και στις δύο χώρες, όπως και στο διευρυμένο σκηνικό που περιλαμβάνει και την Κύπρο, πολλοί θεωρούν ότι δημιουργείται ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για την ομαλοποίηση των σχέσεων.
Το κλίμα είναι σαφώς καλύτερο από ό,τι μέχρι πριν από λίγους μήνες. Η ειλικρινής στήριξη της Ελλάδας –κυβέρνησης, κομμάτων και κοινής γνώμης– προς την Τουρκία μετά τους καταστροφικούς σεισμούς, άνοιξε τον δρόμο για επισκέψεις και συναντήσεις των υπουργών Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας. Ακολούθησε η απουσία επιθετικών κινήσεων στον αέρα και τη θάλασσα, σχετική ηρεμία στις μεταναστευτικές ροές και χαμηλοί τόνοι στη ρητορική του Τούρκου προέδρου.
Οι παραπάνω εξελίξεις κινούνται προφανώς στη σωστή κατεύθυνση και «διευκολύνουν».
Δεν ισχύει το ίδιο και σε ό,τι αφορά τους νέους συσχετισμούς δυνάμεων στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό.
Το γεγονός ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ θα βρίσκονται, τουλάχιστον τους επόμενους ένδεκα μήνες έως τις ευρωεκλογές, σε μια συνεχή αντιπαράθεση και θα αλληλοκατηγορούνται αντί να αναζητήσουν κοινό τόπο, «απελευθερώνει» έως έναν βαθμό την κυβέρνηση. Η όποια κριτική θα είναι ασθενής και όχι απαραίτητα στοχευμένη. Οι επιθέσεις θα διαχέονται τόσο κατά της κυβέρνησης όσο και κατά του άλλου πόλου της ευρύτερης Κεντροαριστεράς.
Ομως, το ενισχυμένο εθνικιστικό σκηνικό στη Βουλή, με τις όποιες προεκτάσεις του στην κοινωνία, θα λειτουργήσει ανασταλτικά, δυσχεραίνοντας σημαντικά την αναζήτηση και πολύ περισσότερο την υλοποίηση ρεαλιστικών προσεγγίσεων στα ελληνοτουρκικά.
Ειδικά οι Σπαρτιάτες, με το 5% που εξασφάλισαν, αλλά και τα άλλα αντισυστημικά κόμματα, θα εκπέμπουν έναν ισοπεδωτικό εθνικιστικό λόγο και είναι βέβαιο ότι θα διολισθήσουν σε λαϊκιστικές κορώνες και κατηγορίες περί προδοτών.
Αυτό ισχύει, όχι μόνον στην άκρα Δεξιά –όσο κι αν εργαστούν κάποια κυβερνητικά στελέχη με προσβάσεις στην πέραν της Ν.Δ. Δεξιά, δεν θα είναι εύκολο το σκηνικό–, αλλά και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος.
Δεν είναι μόνον οι Σπαρτιάτες, η Ελληνική Λύση και η Νίκη, είναι και η Πλεύση Ελευθερίας που έχει επενδύσει στην προβολή ενός υπερβάλλοντος πατριωτισμού. Τα τέσσερα κόμματα αθροίζουν 16% του εκλογικού σώματος.
Είτε υπάρξει επανεκκίνηση, όπως διαμηνύουν και οι δύο πλευρές, σε επίπεδο ρητορικής τουλάχιστον, είτε επιστρέψουμε σε ατμόσφαιρα έντασης, η ενίσχυση των άκρων θα εξελιχθεί σε επικίνδυνο βαρίδι.
Ανάλογο εθνικιστικό ναρκοπέδιο υφίσταται και στη γείτονα χώρα, εκεί με πρωταγωνιστή την τελευταία δεκαετία τον ίδιο τον Ταγίπ Ερντογάν.
Αντιμέτωπος με αυτό το δύσκολο περιβάλλον, πιέσεων της διεθνούς κοινότητας και αντιστάσεων στο εσωτερικό, θα βρεθεί σύντομα ο νέος υπουργός Εξωτερικών.
Εχοντας την πλήρη στήριξη του πρωθυπουργού και οπλισμένος με νομική επάρκεια, αλλά και την εμπειρία της υφυπουργού του, θα κληθεί να επιδείξει τα σωστά ανακλαστικά σε ένα σύνθετο ναρκοπέδιο.
Καθημερινή
Το εντυπωσιακό στο άρθρο είναι, ότι αναφερόμενο στα ελληνοτουρκικά βλέπει την κατεξοχήν δυσκολία στην ύπαρξη “εθνικιστικών” κομμάτων στην ελληνική βουλή. Στην τουρκικά πλευρά δεν γίνεται αναφορά, ίσως θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη.
Την τελευταία φορά που είχαμε μια “ρεαλιστική” προσέγγιση στα εθνικά μας θέματα προέκυψε η συμφωνία των Πρεσπών η οποία βασίζεται αποκλειστικά στο σκεπτικό ότι η πλευρά των σκοπίων επιδιώκει σταθερά την ευρωπαϊκή ένταξη. Τώρα που αυτή η προοπτική διαφαίνεται να κινδυνεύει, κανείς δεν θέλει να ασχολείται με αυτό το θέμα.
Τέτοιου είδους “ρεαλιστικές” προσεγγίσεις δεν θα πρέπει να βρίσκουν μόνο “εθνικιστικά” κόμματα απέναντί των αλλά όλα τα κόμματα.
Από ότι φαίνεται με την “συμβουλή” των ΗΠΑ επιλέγεται και από τις δύο πλευρές (Ελλάδα – Τουρκία) η στρατηγική των “παγωμένων διαφορών” ή διαφορετικά συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, προς αποφυγή εντάσεων.
Τώρα κατά πόσο ο Ερντογάν με τα μπρος-πίσω και την ευμετάβλητη ψυχραιμία του θα μπορέσει να σταθεί σε αυτή την στρατηγική είναι ένα θέμα, κυρίως φέτος που κλείνουν 100 χρόνια από τη συνθήκη της Λωζάνης και τις δηλωμένες ερμηνείες – αμφισβητήσεις του. Μπορεί να είναι στρυμωγμένος οικονομικά αλλά πάντα βρίσκει τρόπο να προωθεί την εθνικιστική ατζέντα της Τουρκίας που τον κρατά πολιτικά ζωντανό για χρόνια.
Οι κυβερνήσεις της Ν.Δ δεν βιάζονται να λύσουν εθνικά προβλήματα , όταν διαπιστώνουν ότι μας χωρίζουν αγεφύρωτες διαφορές, με τους γείτονες, όπως στο ”Μακεδονικό” , το Κυπριακό που δεν ενεθάρρυναν για αποδοχή του Σχεδίου Ανάν και τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών(υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ) στο Αιγαίο , που συμφώνησαν για υπογραφή συνυποσχετικού για την Χάγη οι Καραμανλής και Ντεμιρέλ από το 1975.
Και τώρα το ίδιο θα συμβεί ,αλλά όλοι οι άλλοι -και οι ”Δεξιοί” της περισσότερο-θέλουν ”να πατήσει πεπονόφλουδα” στα εθνικά θέματα και γιαυτό την προτρέπουν και αναμένουν ότι θα υπογράψει τις λεγόμενες Πρέσπες του Αιγαίου, τώρα μάλιστα που παραιτήθηκε ο κ. Τσίπρας ”με το φωτοστέφανο της Ιστορίας” για την Συμφωνία των Πρεσπών.
Έχουμε και τον κ. Κοτζιά ,τον υπέρμαχο της ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής, που θα κατηγορεί καθημερινώς -μαζί και με άλλους- τον κ. Γεραπετρίτη για αναβολή επιλύσεως εθνικών θεμάτων ”για να τελειώνουμε βρε αδερφέ ”, όπως έκανε ο ίδιος με την Συμφωνία των Πρεσπών.
Είναι θαρραλέοι -”το λέει η περδικούλα τους”, ασχέτως εάν ”τσαλάκωσαν ” ιστορία, αιματηρούς αγώνες και θυσίες Ελλήνων για την Μακεδονία-Ιδέα μας.
ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΤΟΥΣ ΧΛΕΥΑΣΟΥΜΕ.