Γιώργος Καραμπελιάς
Το ερώτημα για τον ρόλο του ελληνισμού και της ελληνικής σκέψης στον σύγχρονο κόσμο, μπορεί να απαντηθεί με δύο τρόπους. Είτε από την άποψη του ρόλου της αρχαιότητας και του Βυζαντίου στον σύγχρονο κόσμο, χωρίς ιδιαίτερη συνάφεια με τον σύγχρονο ελληνικό ελληνισμό (για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του Γιώργου Σεφέρη), είτε, ανιχνεύοντας και τον ρόλο της σύγχρονης Ελλάδας σε αυτή την οικουμενική παρουσία. Έλληνες στοχαστές όπως ο Παπαϊωάννου, ο Καστοριάδης, ο Αξελός ή ο Κονδύλης αποτελούν άλλωστε την προίκα της σύγχρονης Ελλάδας στη σύγχρονη παγκόσμια σκέψη.
Πιστεύω όμως πως για να υπάρχει η οποιαδήποτε συμβολή της η Ελλάδα θα πρέπει να υπάρχει ως ένα ισχυρό συλλογικό υποκείμενο, ικανό να υποβαστάξει μια σύγχρονη εκδοχή της ελληνικής σκέψης.
Και επειδή το ελληνικό κράτος χαντάκωσε με την ανικανότητά του ένα πολύ ισχυρότερο ελληνικό έθνος, μόνον εάν αποκτήσουμε, έστω σήμερα, ένα αποτελεσματικό κράτος, θα συνεχίσει να επιβιώνει το έθνος μας.
*****
Ο πολιτισμικός «πολλαπλασιαστής»
Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης, το 1814-1815, ο Καποδίστριας επειδή ήταν αδύνατο να πείσει για την ανάγκη δημιουργίας ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, θα διαμορφώσει την ακόλουθη πρόταση όπως μας την μεταφέρει ο ταγματάρχης ο επιφορτισμένος για την παρακολούθηση του:
Η Ελλάς πρέπει κατά τον Καποδίστριαν να κηρυχθή… χώρα αφιερωμένη αποκλειστικώς και μόνον εις τα επιστήμας και την διαφώτισιν του ανθρωπίνου γένους, το έδαφός της να κηρυχθή εκ των έξω απρόσβλητον, εσωτερικώς δε να κρατηθή μακράν πάσης ξένης αναμίξεως. Κειμένη μεταξύ Ασίας και Ευρώπης ευκόλως θα κατανοή η Ελλάς το νόημα της μυστικοπαθούς ζωής της Ανατολής, ενώ από την άλλην πλευράν θα δέχεται το εκλεπτυσμένον πνεύμα των Ευρωπαίων, δημιουργούσα κατ’ αυτόν τον τρόπον μίαν δι’ ολόκληρον την ανθρωπότητα σωτήριον ισορροπίαν[1] .
Και αν η Μεγάλη Ιδέα μέχρι το 1922 έθετε ως αίτημα την ανασύσταση, ενός κράτους συνεχιστή του Βυζαντίου («πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι»), οπότε η «ελληνική ιδιοπροσωπία» θα αποκτούσε μια ισχυρή οικονομική και πολιτειακή βάση η Μικρασιατική Καταστροφή ως συνέπεια της μικροελλαδικής αντεπανάστασης έθεσε οριστικά τέλος σε μια τέτοια αξίωση. Και ο ελληνισμός θα πορεύεται στο εξής χωρίς ισχυρό όραμα.
Ξαναγυρνάμε λοιπόν στην πρόταση του Καποδίστρια για τη μεταβολή μας σε έναν πολιτισμικό κινητήρα που, μπροστά στο αδιέξοδο του «ρωμαϊκού» δυναμοκεντρικού μοντέλου της Δύσης και του ανατολικού θεοκρατικού προτύπου, θα προσφέρει στοιχεία ανανέωσης στον παγκόσμιο πολιτισμό.
Γι’ αυτό και η μάχη της «συνέχειας» του ελληνισμού απέναντι στον σύγχρονο μικροελλαδισμό και εθνομηδενισμό, κατέστη τόσο σημαντική τις προηγούμενες δεκαετίες· διότι μπορούμε να επιβιώσουμε μόνον εάν, απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό, αντιτάξουμε όχι μόνο τις σημερινές υλικές μας δυνάμεις αλλά τον ιστορικό και πολιτισμικό όγκο που συγκροτεί ο ελληνισμός στη διαχρονία του…
«Σκοτώνοντας» τους αρχαίους και τους Βυζαντινούς, αρνούμενοι τη γενετική σχέση του νεότερου ελληνισμού με την ορθοδοξία, οι εθνομηδενιστικές ελίτ θέλουν να μεταβάλουν τους νεότερους Έλληνες, σε ένα εθνίδιο, χωρίς πατέρες και παππούδες, που βαδίζει τον δρόμο της ιστορικής εξαφάνισης.
Η Ελλάδα και η Ευρώπη
Καθώς μετά το 1922 η καθ’ ημάς Ανατολή χάθηκε οριστικά, και έχει πια μεταβληθεί σε τουρκική Ανατολή – δεν βρισκόμαστε πλέον «μεταξύ Ανατολής και Δύσης», αλλά συνιστούμε το σύνορο της Δύσης απέναντι στην Ανατολή.
Μήπως όμως η Δύση μας εγκαταλείψει για μια ακόμα φορά στους Οθωμανούς, όπως είχε κάνει το 1453;
Σήμερα, πιστεύω πως η συγκυρία έχει αντιστραφεί. Η Ευρώπη, δεν είναι μια ανερχόμενη αποικιακή δύναμη αλλά ακολουθεί μια καθοδική πορεία και η ευρωπαϊκή ήπειρος κινδυνεύει, να αποτελέσει μία πληθυσμιακή απόληξη της Αφρικής και της Ασίας, μια «Ευραφρική» και μια «Ευρασία», και η Ρωσία να μεταβληθεί σε παράρτημα της Κίνας και του ισλάμ.
Είναι υποχρεωμένες λοιπόν να συμπήξουν ένα κοινό οικονομικό, πολιτισμικό, πληθυσμιακό και αμυντικό μέτωπο Και η αντιμετώπιση του νεοοθωμανισμού συνιστά προϋπόθεση της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, καθώς μια πιθανή επικράτηση του τουρκικού ισλάμ στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια θα την πλήξει στο μαλακό της υπογάστριο.
Οι Έλληνες στο παρελθόν διέσωσαν και διαμόρφωσαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, στον Μαραθώνα, στη Σαλαμίνα και στον Γρανικό επιτρέποντας στον Σωκράτη, την Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, στον Περικλή και τον Θουκυδίδη να θεμελιώσουν τη σύγχρονη φιλοσοφική και πολιτική σκέψη.. Μετέβαλαν τον χριστιανισμό σε οικουμενικό, αποσπώντας τον από την εβραϊκή αποκλειστικότητα· απέκρουσαν τα κύματα του αραβικού ισλάμ στα τείχη της Βασιλεύουσας και θα επιβεβαιώσουν τη σύνδεση με την αρχαία ελληνική σκέψη και πολιτισμό, από τον Αρεοπαγίτη έως τον Πλήθωνα το 1453, θα συμβάλλουν με τους λογίους τους στην Αναγέννηση. Ενώ, με την Επανάσταση του 1821, θα εγκαινιάσουν την απαρχή των εθνικών επαναστάσεων στην Ανατολική Ευρώπη.
Σήμερα για να διασωθούν, είναι υποχρεωμένοι να αποτελέσουν το προζύμι μιας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης να λειτουργήσουν ως Ακρίτας και πολιτισμικός πυκνωτής της Ευρώπης, και να συνεχίσουν, αν όχι ισότιμοι με τη μεγάλη της ιστορική παράδοση, τουλάχιστον αντάξιοί της.
Αυτός άλλωστε είναι και ο μόνος εφικτός τρόπος για να ξεφύγουν από τη «στενοχωρία» της μικρής Ελλάδας καθώς οι Έλληνες χρειάζονται μια «αποστολή», μια νέα «Μεγάλη Ιδέα» που να υπερβαίνει τα γεωγραφικά τους σύνορα!
Η πρόσληψη του ελληνικού πολιτισμού από τη Δύση
Ο αρχαίος Έλληνας δεν ήταν «αυτόνομο άτομο», αλλά αυτόνομος πολίτης.
Ο κλασικός ελληνικός πολιτισμός δεν υπήρξε ατομοκεντρικός, παρ’ όλο που εμπεριείχε τη δυνατότητα μιας ατομοκεντρικής εξέλιξης. Μόνο η κατάρρευση της αρχαίας πόλεως και η δημιουργία της «αυτοκρατορίας» θα επιτρέψει, τη μετατροπή του πολίτη σε άτομο.
Και σε αυτή την νέα πραγματικότητα του ελληνι(στι)κού-ρωμαϊκού κόσμου, εντάσσεται και η συνάντησή του με τον χριστιανισμό, η οποία, μέχρι τους Καππαδόκες πατέρες και τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, θα οδηγήσει σε μια νέα σύνθεση η οποία θα υπερβεί το ανέστιο άτομο του ελληνορωμαϊκού κόσμου, ξανασυναντώντας πνευματικά, τον αυτόνομο πολίτη του κλασικού ελληνικού κόσμου. καθώς η κοινότητα μετασχηματίζεται σε εκκλησία (από την εκκλησία του Δήμου).
Η ανάπτυξη του σύγχρονου ατομοκεντρικού πολιτισμού της ύστερης Δύσης δεν μπορεί άλλωστε να νοηθεί δίχως την ανάπτυξη και επέκταση του εμπορεύματος που καθημερινά, συστηματικά, αφηρημενοποιεί τις ανθρώπινες σχέσεις και καταλήγει στο άτομο-καταναλωτή.
Αυτός ο άνθρωπος είναι το τέλειο «άτομο», το οποίο δεν δεσμεύεται από οικογένεια, θρησκεία, πόλη, εθνικότητα, εν τέλει και ανθρωπικότητα.
Και σήμερα οδηγεί σε ένα καθολικό αδιέξοδο καθώς ο δυτικός πολιτισμός αποσυντίθεται ανίκανος να συνθέσει άτομο και κοινότητα (έθνος, κράτος, φύλο) και οδηγείται σε μια γενικευμένη ανομία και έκπτωση της πολιτικής και θεωρητικής του σκέψης.
Μπορούμε άραγε να συγκροτήσουμε ένα κοινωνικό και ιδεολογικό πρότυπο το οποίο να «διασώσει» την ιστορία, ενώ ταυτόχρονα θα απορρίπτει τον αντιφυσιοκρατικό και ολοκληρωτικό μηχανοκεντρισμό και θα ξανασυναντά την κοσμική αταραξία και δικαιοσύνη του ελληνικού κόσμου;
Προφανώς λοιπόν, η απάντηση βρίσκεται, εν μέρει, στην «επιστροφή» στο αρχαιοελληνικό πρότυπο του πολίτη και στο ορθόδοξο πρότυπο του προσώπου. Η πρόταση του ελληνικού πολιτισμού μας επιτρέπει να κατανοήσουμε, ίσως ευκολότερα από τους Δυτικούς, τα αδιέξοδα και τις δυνατότητες της εποχής μας. Και ο ορθόδοξος χριστιανισμός, είναι πλησιέστερα ως παράδοση προς την αρχαιοελληνική φυσιοκρατική αντίληψη.
Η ορθοδοξία διαμορφώθηκε μετά από μακρόχρονη αντιπαράθεση-αλληλοδιείσδυση με την ελληνική σκέψη προς την οποία και προσομοιάζει, όπως φαίνεται από τη βαρύνουσα σημασία που προσδίνεται στην τριαδικότητα, στη Θεοτόκο, στους Αγίους, στην απόρριψη του Καθαρτηρίου και τη διάκριση μεταξύ θεϊκής ουσίας και θεϊκών ενεργειών.
Τέλος, θα αποδειχθεί η λιγότερο προσαρμοσμένη στο ωφελιμιστικό πνεύμα της «προόδου» των νεώτερων χρόνων, πράγμα που εξηγεί εν πολλοίς την «καθυστέρηση» του ορθοδόξου κόσμου.
Καθυστέρηση που καταδεικνύει ασφαλέστατα τον ισχυρότατο επηρεασμό της από το πνεύμα του ελληνικού και ελληνιστικού κόσμου, όπου η γνώση και η επιστήμη δεν μπαίνουν στην υπηρεσία της τεχνολογίας.
Όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια: «Όσο περισσότερο διαθέτουμε την ικανότητα να θεώμεθα τόσο ευτυχέστεροι γινόμαστε˙ – η ευτυχία δεν μπορεί να είναι παρά μια μορφή θέασης.»
Υπερβαίνοντας τη χρησιμοθηρική και δυναμοκεντρική αντίληψη της γνώσης και της επιστήμης, ανατρέχοντας στην αρχαιοελληνική και βυζαντινή οπτική της μη εργαλειακής επιστήμης και ανακαλύπτοντας, παράλληλα, άλλες, ευρωπαϊκές και μη ευρωπαϊκές, παραδόσεις, ίσως υπάρχει και πάλι η δυνατότητα να ξαναθέσουμε τον κόσμο μας υπό τον έλεγχο μιας κοινωνίας προσώπων και πολιτών.
Και κάτι τέτοιο προϋποθέτει την υπέρβαση του δυτικοκεντρικού ιουδαιορωμαϊκού κόσμου μας –που πλέον έχει εκτοξευθεί σε μια αυτόνομη τεχνοκρατική τροχιά–. και δεν διαθέτει τις προϋποθέσεις για έξοδο από τον κόσμο της αδιέξοδης ανθρωπολογικά οικολογικά, πολιτικά μεγεθύνσεως. (εξ ου και η προσφυγή του στον μετάνθρωπο).
Και εμείς μπορούμε και πρέπει να μεταβληθούμε σε ένα εργαστήρι αυτού του δρόμου.
Πράγμα που σημαίνει, για παράδειγμα, τη δημιουργία μιας Διεθνούς Φιλοσοφικής Περιπατητικής Σχολής στην πατρίδα του Αριστοτέλη, στα Στάγειρα.τη μεταβολ’η της Κω, της πατρίδας του Ιπποκράτη, σε ένα διεθνές κέντρο της σύγχρονης ολιστικής ιατρικής · ένα Ορθόδοξο Διεθνές Πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη, θα μπορούσε να διαδραματίζει έναν ρόλο ανάλογο με αυτόν που είχε άλλοτε το «Ινστιτούτο του Αγίου Σέργιου», στο Παρίσι. κ.ο.κ.
Τα πρόσφατα γεγονότα με το Φεστιβάλ Επιδαύρου και τις γελοιότητες τύπου Κιτσοπούλου έθεσαν και πάλι επί τάπητος το ζήτημα της μεταβολής του σε ένα διεθνές Κέντρο αρχαίου δράματος με την παράλληλη δημιουργία κατά το παράδειγμα των Σαιξπηρικών Ακαδημιών.
Πολλές φορές, στην ίδια κατεύθυνση, έχει τεθεί από Έλληνες ή ξένους η ιδέας μιας μόνιμης διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα. Ωστόσο δεν θα έπρεπε ήδη η Ολυμπία να φιλοξενεί ήδη ένα μεγάλο αθλητικό κέντρο, και οπωσδήποτε μια Ολυμπιακή Αθλητική Ακαδημία; Και όμως, κατά τον 19ο αι., αυτή η ιδέα απασχολούσε ήδη το μυαλό των Ελλήνων όπως ο Ζάππας και ο Βικέλας που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην επακολουθήσασα αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896.
Όλα αυτά προϋποθέτουν βεβαίως την ανάδειξη της παιδείας σε κύρια μέριμνα του ελληνικού κράτους (αντί οι Έλληνες φοιτητές να συνεχίζουν να φεύγουν στο εξωτερικό αντί η Ελλάδα να συγκεντρώνει φοιτητές από όλα τα Βαλκάνια και τη Μ. Ανατολή).
Τέλος σήμερα, έχουμε ίσως τη δυνατότητα να ξεπεράσουμε την ιστορική μας μειονεξία μπροστά στη βιομηχανική επανάσταση που χάσαμε. Η πληροφορική και η νανοτεχνολογία, η ανάγκη διατήρησης και αποκατάστασης των περιβαλλοντικών ισορροπιών, η μείωση της ανταλλαγής υλικών προϊόντων προς όφελος της ανταλλαγής πληροφοριών, οδηγούν ήδη στην ανατροπή του υπερσυγκεντρωτικού και ομοιογενοποιητικού βιομηχανιστικού μοντέλου που κατέστρεψε έναν πολιτισμό της επικοινωνίας όπως ο ελληνικός. Ας δούμε έθνη όπως το φινλανδικό, τα σκανδιναβικά ή το Ισραήλ.
Η κριτική στην παγκοσμιοποίηση συνδέεται με τον «εκσυγχρονισμό της παράδοσης». Ο Σολωμός γράφει στον Τερτσέτη τον Ιούνιο του 1833 «Η κλέφτικη ποίησι είναι όμορφη και ενδιαφέρουσα καθώς μ’ αυτήν παράστησαν ανεπιτήδευτα ο Κλέφτες τη ζωή τους, τις ιδέες τους και τα αισθήματά τους… Το έθνος ζητά από μας το θησαυρό της δικής μας διανοίας, της ατομικής, ντυμένον εθνικά».[2].Ο Σεφέρης αναφωνεί «γυρίσαμε διψασμένοι από τη Δύση» και «ανακαλύπτει» τον Μακρυγιάννη και τον Θεόφιλο.
Άλλωστε, η ίδια η παράδοση χτίζεται πάντοτε μέσα από τον «εκσυγχρονισμό» του παρελθόντος της! Το δημοτικό τραγούδι πάτησε πάνω στο ακριτικό. Ο Ερωτοκριτος, πάνω στο δημοτικό τραγούδι όπως ο Σολωμός , ο Παλαμάς και ο Βαλαωρίτης, ο Καβάφης πάνω στην ελληνιστική ποίηση. Ο Παπαδιαμάντης, ο Ελύτης, ο Θεοδωράκης και ο Σκαλκώτας τα έργα του, «εκσυγχρόνιζαν» την παράδοσή μας. Θα πρέπει να κάνεις σύγχρονη τη δική σου παράδοση, ενώ αν πιστεύεις ότι αρκεί η παράδοσή μας ως έχει, τότε είσαι καταδικασμένος να εισάγεις τα πάντα και ταυτόχρονα να μουμιοποιείς την παράδοση.
*****
Βεβαίως αν σκεφτεί κανείς την παρακμή του σύγχρονου ελληνισμού και τον χυδαίο κάποτε εκδυτικισμό του μπορεί εύλογα να σκεφτεί πως αυτό το έθνος δεν έχει τη δυνατότητα να διαδραματίσει έναν ρόλο ανάλογο με αυτόν που περιέγραψα. Τα τελευταία εκατό χρόνια απωλέσαμε τον ευρύτερο ελληνισμό και συρρικνωθήκαμε δημογραφικά, (σε σχέση με την Τουρκία από μια σχέση ένα προς δύο, βαδίζουμε ταχύτατα για το ένα προς εννέα)· γεράσαμε ηλικιακά, οι μορφωμένοι νέοι εγκαταλείπουν τη χώρα, αρχίζουν να εγκαθίστανται σε αυτήν μουσουλμανικοί πληθυσμοί και το πολιτισμικό μας αποτύπωμα έχει συρρικνωθεί δραματικά.
Επιβεβαιώνονται άραγε οι διαπιστώσεις του Χρήστου Γιανναρά πως ο σύγχρονος ελληνισμός είναι κλινικά νεκρός; Γράφει: «Τὸν παραλογισμὸ τὸν συνειδητοποιοῦμε ὅταν ἡ καταστροφὴ ἔχει πιὰ συντελεστεῖ. Ἔτσι ἔγινε τὸ 1897, ἔτσι ἔγινε τὸ 1922, ἔτσι καὶ τὸ 1974 στὴν Κύπρο… Μόνο ποὺ τώρα οἱ προδιαγραφὲς τοῦ παραλογισμοῦ ὁδηγοῦν ὄχι ἁπλῶς σὲ ἐθνικὴ συμφορά, ἀλλὰ σὲ ὁριστικὸ τέλος. Finis Graeciae…. Δὲν μᾶς μένουν σὰν νόημα ζωῆς παρὰ μόνο οἱ νόμοι τῆς ἀγορᾶς. Δηλαδή τὸ σούπερ-μάρκετ[3].
Αναφέρει συναφώς και ο Παναγιώτης Κονδύλης: «Γιὰ νὰ περπατήσει κανεὶς πρέπει πρῶτα-πρῶτα νὰ ἔχει πόδια… Συχνότατα ἡ σημερινὴ ἑλληνικὴ ἐθνικὴ πολιτικὴ θυμίζει κάποιον ὁ ὁποῖος δὲν ἀνησυχεῖ γιατί δὲν ἔχει πόδια, πιστεύοντας ὅτι στὴν κρίσιμη στιγμὴ θὰ τοῦ φυτρώσουν φτερά».
Εν τούτοις, επειδή η ιστορία, δεν αποτελεί πειραματική επιστήμη, και οι Έλληνες παραμένουν ακόμα ένα έθνος 15 εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ελλάδα, την Κύπρο και τη Διασπορά, τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί οριστικά τελειωμένο. Άλλωστε πρέπει να ακολουθούμε πάντοτε το γκραμσιανό, απαισιοδοξία της λογικής, αισιοδοξία της βούλησης.
Και ίσως μπροστά στο χαίνον κενό του τέλους ο ελληνισμός πραγματοποιήσει μια αναγκαία ανάκαμψη
Διότι οι μεγάλοι πολιτισμοί αφήνουν το «ίχνος» τους πάνω στις διαδοχικές ιστορικές μορφές για χιλιάδες χρόνια. Οι σύγχρονοι Έλληνες, παρότι στο επίπεδο της κουλτούρας, των παραγωγικών δομών, της φιλοσοφικής επεξεργασίας, των εκπαιδευτικών δομών, των γνώσεων, βρίσκονται όντως σε κατώτερο επίπεδο, εντούτοις, ως προς την «αυθόρμητη ιδεολογία» τους, τον τρόπο του βίου, βρίσκονται πιο κοντά από οποιονδήποτε άλλον στον «ελληνικό δρόμο».
Γι’ αυτό και η προτίμηση στις μικροϊδιοκτητικές δομές, στο εμπόριο και τη ναυτοσύνη, σε ό,τι αφορά στην παραγωγή· η άρνηση της νοησιαρχίας και του άτεγκτου εβραϊκού προφητισμού, η εμμονή στη σύνθεση νόησης και συναισθήματος, φύσης και πνεύματος, η ισορροπία μεταξύ μυστικισμού και ορθολογισμού, η «σωματική» σχέση με τη δημοκρατία, από την αρχαιότητα μέχρι τις κοινότητες, η απόρριψη του ολοκληρωτισμού κ.λπ. κ.λπ.
Και όμως ο «ελληνικός δρόμος», από τον Αριστοτέλη έως τον Μάξιμο τον Ομολογητή, ως σύνθεση ανάμεσα στην τεχνόσφαιρα και τη φύση, ανάμεσα στον νου και την καρδιά, ανάμεσα στη φύση και τον πολίτη («ζῶον πολιτικόν», «πρόσωπον»), μπορεί να συμβάλει στην άρση των αδιεξόδων του σημερινού κόσμου. Και επειδή οι Έλληνες δεν διαθέτουν τα μεγέθη, όπως η Κίνα π.χ., για να εκφράσουν αυτή την πρόταση αυτόνομα, είναι υποχρεωμένοι να το πράξουν ως κατ’ εξοχήν πολιτισμικό υποκείμενο και ως Ακρίτας – μιας συρρικνούμενης Ευρώπης, η οποία είναι υποχρεωμένη να ανατρέξει στην ελληνοχριστιανική της παράδοσή για να επιβιώσει.
Και σήμερα, καθώς ο δυτικός δρόμος οδηγεί στον βαθμό μηδέν του πολιτισμού, του μετανθρώπου και μιας… lady Gaga, και ο ανατολικός στο «Ισλαμικό Κράτος», όχι μόνο αποκτά εκ νέου νόημα η ελληνική σύνθεση, αλλά προσλαμβάνει μια δραματική επικαιρότητα. Προφανώς, δεν ισχυριζόμαστε πως αυτός ο δρόμος μπορεί να «εκπροσωπηθεί» από την Ελλάδα αποκλειστικά, Απλώς η Ελλάδα, ως η ζωντανή έκφραση της συνέχειας αυτού του ρόλου, θα μπορούσε να αποκτήσει ένα όραμα στα μεγέθη μιας οικουμενικής «αποστολής».
[1] Βλ. Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Ρήγας-Υψηλάντης-Καποδίστριας, Έρευναι εις τα αρχεία της Αυστρίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ελλάδος, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1965, σσ. 196-197.· Γ. Καραμπελιάς, 1821 Η παλιγγενεσία, ό.π., 282-283 .
[2] Διονύσιος Σολωμός, «Επιστολή προς Γεώργιο Τερτσέτη», 1 Ιουνίου 1833, από τα Άπαντα, τ. 3 (Αλληλογραφία), επιμ.Λίνου Πολίτη, Ίκαρος 1991, σ. 254.
[3] Χρήστος Γιανναράς, «Finis Graeciae», Το Βήμα, 6.7.1986.
*Ομιλία του Γιώργου Καραμπελιά στην ημερίδα: “Ο ελληνικός Πολιτισμός ως οικουμενική πρόταση” που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023 στο Συνεδριακό Κέντρο ΣΠΑΠ Αρχαία Ολυμπία.
**Οι εικόνες είναι επιλογή των “Ανιχνεύσεων”.
Το εγχείρημα του “πολιτιστικού κινητήρα” στερείται σοβαρότητας και εξηγεί επιπλέον τους λόγους για τους οποίους η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε αδιέξοδο.
Το εγχείρημα του “πολιτιστικού κινητήρα” είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιδέα που θα μπορούσε να μας βγάλει από το σημερινό αδιέξοδο και την ολοένα και αυξανόμενη παρακμή μας.