Του Κωνσταντίνου Θ. Λαμπρόπουλου*
Οι πρόσφατες επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας, τόσο στο Αιγαίο (Εμβολισμός Ελληνικού σκάφους του Λιμενικού στην περιοχή των Ιμίων), όσο και στην Κυπριακή ΑΟΖ («πειρατική ενέργεια-παρεμπόδιση Γεωτρύπανου της Ιταλικής Εταιρίας ENI να πραγματοποιήσει έρευνες εντός του τεμαχίου 3), κατέδειξαν την σαφή ποιοτική αναβάθμιση της τουρκικής απειλής σε στρατηγικό και επιχειρησιακό επίπεδο (δημιουργία τετελεσμένων στο διμερές πλαίσιο των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων με ταυτόχρονη εμπλοκή σε Αιγαίο και Κύπρο).
Παράλληλα ανέδειξαν τις αδυναμίες της ελληνικής πλευράς σ’ ότι αφορά την ανάγνωση του περιφερειακού και διεθνούς περιβάλλοντος ασφάλειας, απόρροια των χρονιζόντων θεσμικών ανεπαρκειών του ελληνικού μηχανισμού εθνικής ασφάλειας αλλά και των ιδεοληψιών και στερεοτύπων που κατατρέχουν σημαντικό μέρος της πολιτικής ελίτ (ανάλυση και ερμηνεία των δεδομένων του 21ου αιώνα με τα μεθοδολογικά εργαλεία του ιδεολογικού ανταγωνισμού του 20ου αιώνα, αποφυγή γεωπολιτικής-γεωστρατηγικής ανάγνωσης της διεθνούς πολιτικής).
Το αποτέλεσμα αφορά την κατίσχυση των τουρκικών διεκδικήσεων εν τοις πράγμασι σε ευρεία κλίμακα και την πλήρη υπονόμευση μιας αξιόπιστης απάντησης στην τουρκική προκλητικότητα βασισμένης σ ένα επεξεργασμένο στρατηγικό σχέδιο, απότοκο της συνεργασίας και της σύμπραξης των φορέων που απαρτίζουν τον θεσμικό μηχανισμό εθνικής ασφάλειας. Είναι πρωτοφανές και χαρακτηριστικό ότι δεν συνεκλήθη το ΚΥΣΕΑ για την διαχείριση της κρίσης, γεγονός που το καθιστά πλέον τύποις επιτελικό θεσμικό όργανο επιφορτισμένο με τον συντονισμό του μηχανισμού διαχείρισης κρίσεων (Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.4 της ΠΥΣ 31/2000).
Η πρόσφατη κρίση αναδεικνύει την παράμετρο του εσωτερικού περιβάλλοντος που εμπεριέχεται στην έννοια της στρατηγικής εθνικής ασφαλείας (national security strategy) και που διαμορφώνει την ανταπόκριση των κρατών έναντι των απειλών. Η εθνική συνοχή άλλωστε αποτελεί τον sine qua non παράγοντα διαμόρφωσης της στρατηγικής εθνικής ασφάλειας. Μια σημαντική πτυχή αφορά την έννοια της στρατηγικής κουλτούρας (strategic culture), η οποία οικοδομείται στην έννοια της πολιτικής κουλτούρας και αφορά στις παραδόσεις, στις αξίες, στις στάσεις, στα πρότυπα, στους συμβολισμούς και στους ιδιαίτερους τρόπους προσαρμογής ενός κράτους στο διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον, γεγονός που περιλαμβάνει την χρήση ή την απειλή της χρήσης βίας.
Η στρατηγική κουλτούρα συν-διαμορφώνει την στρατηγική συμπεριφορά ενός κράτους, καθώς σύμφωνα με τον στρατηγιστή Colin Gray, μέσω αυτής δύναται να αποκρυπτογραφηθούν τάσεις αλλά όχι καθοριστικοί παράγοντες. Η έννοια της στρατηγικής κουλτούρας αντιπροσωπεύει τα πρότυπα συμπεριφοράς όλων των σημαντικών παραγόντων του κράτους ,όπως των πολιτικών ελίτ, των οικονομικών ελίτ, των Ενόπλων Δυνάμεων, της Εκκλησίας και της κοινής γνώμης.
Αναφορικά με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής στρατηγικής κουλτούρας, αναμφίβολα σημαίνουσα προσοχή πρέπει να δοθεί στην πολιτική κουλτούρα που έχει αναπτυχθεί στην χώρα ιδιαίτερα κατά την περίοδο της οικονομικής απίσχνανσης, η οποία επηρεάζεται από δύο κύριες πηγές διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής: τον ρόλο της προσωπικότητας ως διαμορφωτή αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής σε αντίθεση με τον ρόλο συλλογικών οργάνων/θεσμών και τον ρόλο της κοινής γνώμης.
Η ελληνική αντίδραση στην πρόσφατη ελληνοτουρκική κρίση αλλά και στα ζητήματα της ονομασίας των Σκοπίων και των Ελληνο-Αλβανικών Σχέσεων προσφέρεται για την εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν στις αντιλήψεις των προσωπικοτήτων που διαμορφώνουν την πολιτική εθνικής ασφάλειας (Άμυνα και Εξωτερική Πολιτική) και για την κατάρριψη ορισμένων ψευδαισθήσεων και μύθων που αναπαράγονται και συντελούν στον αποπροσανατολισμό τόσο των διαμορφωτών αποφάσεων όσο και της κοινής γνώμης, εμπεδώνοντας μια στρατηγική κουλτούρα ανασφάλειας, (καθώς δεν υπάρχει ορθή εκτίμηση δεδομένων (έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού) και κατά συνέπεια ακριβής ανάγνωση του διεθνούς και περιφερειακού περιβάλλοντος) η οποία υπονομεύει μια αξιόπιστη εθνική στρατηγική, ενώ εγκυμονεί κινδύνους για το μέλλον.
Ψευδαίσθηση Πρώτη: Είναι ευρύτατα διαδεδομένη η άποψη σε μεγάλο αριθμό διαμορφωτών αποφάσεων ότι η τουρκική επιθετικότητα απευθύνεται πρωτίστως στο εσωτερικό ακροατήριο της γείτονος. Ως εκ τούτου η πρόσφατη επιθετική στάση της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Κύπρο ερμηνεύεται ως εξαγωγή των εσωτερικών προβλημάτων της γείτονος στα δυτικά, κυρίως λόγω της ανάγκης του Erdogan να επιδείξει φθηνές νίκες εντυπώσεων με στόχο το εσωτερικό ακροατήριο και εξαιτίας των τουρκικών απωλειών στο μέτωπο της Αφρίν. Η αντίληψη αυτή πηγάζει από μια εικόνα της Τουρκίας ως μεγάλου Ασθενούς, όπου τα εσωτερικά της προβλήματα είναι τόσο μεγάλα, που η εξωτερική της πολιτική κινείται στην βάση κατευνασμού των εσωτερικών της αντιθέσεων.
Αν και η αναθεωρητική στρατηγική προσέγγιση της γείτονος μετά το πραξικόπημα εμπίπτει στο παίγνιο των δύο επιπέδων του Robert Putnam που αναφέρεται στην διάδραση του εσωτερικού και του διεθνούς επιπέδου στην διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής-κατά συνέπεια εν μέρει η ανωτέρω άποψη έχει βάση, εντούτοις παραβλέπεται σαφώς ο εσωτερικός πολιτικοκοινωνικός μετασχηματισμός της γείτονος ο οποίος βασίζεται στα προτάγματα του συντηρητισμού και του εθνικισμού τα οποία αποτελούν τον ενοποιητικό παράγοντα τεράστιων μαζών υπό ένα νέο εθνικιστικό ιδεώδες.
Επιπρόσθετα παραβλέπεται η πάγια και όχι πρόσκαιρη στρατηγική επιδίωξη της Άγκυρας, ανατροπής του status quo στο Αιγαίο , καθώς και του στρατηγικού ελέγχου της Κύπρου. Η υπόθεση αυτή τεκμαίρεται τόσο από το δόγμα Davutoglu, όσο και από τις θέσεις τόσο του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, όσο και του καινούργιου «Καλού» Κόμματος της Meral Aksener και βέβαια του υπερ-εθνικιστικού κόμματος του D.Bahceli.
Επιπλέον, η πρόσφατη διπλή επιθετική ενέργεια έγκειται στο νέο «δόγμα» Erdogan, το οποίο προκρίνει την προληπτική στρατιωτική δράση, όπου διακυβεύονται ζωτικά τουρκικά συμφέροντα (το ζήτημα της ενεργειακής επάρκειας-ασφάλειας έχει ιεραρχηθεί ως ζωτικό από το τουρκικό συμβούλιο εθνικής ασφάλειας) και βασίζεται αφενός στην χρήση της «Αιχμηρής Ισχύος» (Sharp Power) που περιλαμβάνει ενέργειες πειθαναγκασμού και άσκησης πίεσης, αφετέρου στην χρήση στρατιωτικών επιχειρήσεων που παράγουν αποτελέσματα σε στρατηγικό επίπεδο (effects based operations), (βλέπε σχετικά άρθρο του γράφοντος στο liberal Στρατηγικές και Eπιχειρησιακές Παράμετροι της επιχείρησης στο Αφρίν).
Αξίζει να σημειωθεί πως η Τουρκία ανεξάρτητα των απωλειών που έχει στο μέτωπο της Αφρίν (για το μέγεθος της επιχείρησης και το χρονοδιάγραμμα που έχει τεθεί, συγκριτικά ελαφριές) διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων, έχει επιτύχει την εσωτερική συνοχή εξασφαλίζοντας την αποδοχή όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης για την επιχείρηση «Κλάδος Ελαίας» (το ίδιο και για τις ενέργειες στο Αιγαίο και στην Κύπρο) και στοχεύει στο να καταστεί μέσω της επιχείρησης στο Αφρίν, συνομιλητής στην διευθέτηση της Συρίας, το οποίο ήδη επιτυγχάνει. Το πλαίσιο του Αφρίν (effects based operations) μεταφέρεται και στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Συνεπώς η τουρκική προκλητικότητα και επιθετικότητα έχει δομικά χαρακτηριστικά, είναι αποτέλεσμα της υψηλής της στρατηγικής και δεν ερμηνεύεται απλουστευτικά ως προϊόν για εσωτερική κατανάλωση.
Ψευδαίσθηση Δεύτερη: Επικρατεί η άποψη σε σημαντικό αριθμό διαμορφωτών αποφάσεων και στην ελληνική κοινή γνώμη πως οι κάκιστες σχέσεις της Άγκυρας με την Δύση και τις ΗΠΑ κυρίως, αυξάνουν αυτόματα την γεωπολιτική αξία της Ελλάδας και κατ’ επέκταση την θέση της στην περιφερειακή ισορροπία ισχύος και το γεγονός αυτό θα έχει άμεση επίπτωση στην διαφορετική, μη ευνοϊκή αντιμετώπιση της Τουρκίας τόσο από τις ΗΠΑ, όσο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η άποψη αυτή πηγάζει από την διάχυτη και ισχυρή αίσθηση της κουλτούρας του αδυνάτου (underdog culture) που διέπει αριθμό διαμορφωτών αποφάσεων και κομμάτι της κοινής γνώμης, που δεν διαθέτουν επαρκή γνώση του διεθνούς περιβάλλοντος, διέπονται από εσωστρέφεια και αμυντικότητα, περιμένοντας την εκ των Συμμάχων αρωγή άνευ προϋποθέσεων, αγνοώντας την φύση της διεθνούς πολιτικής.
Είναι γεγονός πως αναμφισβήτητα υπάρχει αυτονόμηση της Τουρκίας από την ευρω-ατλαντική στρατηγική και υφίσταται έντονος προβληματισμός σε επίπεδο ΝΑΤΟ για την στάση της Τουρκίας αναφορικά με τον προσεταιρισμό της από την Ρωσία όσο και με την σύσφιξη των σχέσεων της Άγκυρας με το Ιράν.
Παραταύτα, το γεγονός αυτό δεν σημαίνει αυτόματη αναβάθμιση της Ελλάδας στους ευρω-ατλαντικούς σχεδιασμούς εν είδει αντίβαρου στην Τουρκία. Η γεωπολιτική αξία μιας χώρας συναρτάται με την προάσπιση, προβολή και προώθηση του εθνικού συμφέροντος, ήτοι με την εθνική ισχύ, η οποία αποτελεί την συνισταμένη διαφόρων παραγόντων, στρατιωτικών, πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών, δημογραφικών, τεχνολογικών κτλ. Στο ανταγωνιστικό πεδίο των διεθνών σχέσεων η ισορροπία ισχύος είναι μια δυναμική μεταβαλλόμενη διαδικασία, όπου η ισχύς μιας χώρας αυξομειώνεται σε συνάρτηση με τις στρατηγικές της επιδιώξεις και το παραγόμενο έργο τόσο σε βραχύ όσο και σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο.
Υπάρχουν δύο σοβαρές παρανοήσεις εκ μέρους της ελληνικής πλευράς: α)Παραγνωρίζεται το γεγονός πως η Τουρκία, εκτός της δικής της εξαιρετικής γεωστρατηγικής θέσης ,όπου για δεκαετίες υπήρξε βασικός πρόμαχος των δυτικών στρατηγικών στην Μέση Ανατολή, αποτελεί διαχρονικά μεν ένα κράτος-ταραξία (troublemaker-state), όμως ταυτόχρονα έχει αυξημένους συντελεστές ισχύος, αποτελώντας την 14η οικονομία του κόσμου, με μια αγορά 80 εκατομμυρίων, όντας σημαντικός προορισμός αμερικανικών και ευρωπαϊκών επενδυτικών κεφαλαίων έχοντας και τον δεύτερο σε μέγεθος στρατό του ΝΑΤΟ.
Η ισχύς όμως ενός κράτους δεν είναι απλά άθροισμα συντελεστών ούτε αριθμητικών συσχετισμών. Η αξία της Τουρκίας έγκειται στο γεγονός ότι επενδύει σε μια στρατηγική που αφορά την ενίσχυση των ποιοτικών συντελεστών της ισχύος της και παρά το γεγονός ότι η πολιτική Erdogan διέπεται από τρομακτικές αντιφάσεις και ακροβατεί μεταξύ επιτυχίας και κατάρρευσης, εντούτοις η ανωτέρω επένδυση την καθιστά σημαντικό δρώντα, που δεν είναι εύκολο να παραγνωριστεί η δική της γεωπολιτική αξία από τις ΗΠΑ και η γεωοικονομική της αξία από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κατά συνέπεια η λογική των ίσων αποστάσεων από τους συμμάχους και εταίρους μας, διαπιστώνεται εκ νέου στο κάδρο των ελληνοτουρκικών σχέσεων και η απουσία ελληνικής στρατηγικής, απόρροια του ανορθολογισμού που διέπει τον πολιτικο-κοινωνικό βίο της χώρας και της κακής εκτίμησης των δεδομένων, δημιουργεί συνθήκες σπασμωδικής αντίδρασης και εν τέλει ζημίας των εθνικών συμφερόντων.
β)Η ελληνική πλευρά αδυνατεί να διακρίνει αναφορικά με την αναζήτηση διεθνών ερεισμάτων υποστήριξης των ελληνικών θέσεων μια θεμελιώδη αρχή: Τα διεθνή ερείσματα λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές ισχύος (force multipliers) της ισχύος μιας χώρας και όχι αθροιστικά εκ του μηδενός. Όπερ μεθερμηνευόμενον: Μια χώρα η οποία επενδύει στην αύξηση των συντελεστών της ισχύος της δύναται να βρει διεθνή ερείσματα. Αντιθέτως μια χώρα, η οποία αδυνατεί να αξιοποιήσει το δικό της απόθεμα ισχύος δεν βρίσκει διεθνή συμπαράσταση.
Οι διπλωματικές ενέργειες της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο κινούνται διαρκώς στο να προβάλλουν το δίκαιο και την άμεμπτη συμπεριφορά της χώρας, κινούμενες πάντα στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας, απολύτως σωστό και αληθές, πλην όμως ανεπαρκές για την επίτευξη του στόχου της απόκτησης διεθνών ερεισμάτων. Η μη προβολή των συντελεστών ισχύος της χώρας (αποτέλεσμα έλλειψης στρατηγικής κατεύθυνσης) έχει ως αποτέλεσμα να παρουσιάζεται η ελληνική πλευρά στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων ως η αδύναμη πλευρά της οποίας το συμφέρον δεν είναι ίσης αξίας με το αντίστοιχο τουρκικό.
Ψευδαίσθηση Τρίτη: Επικρατεί η άποψη σε ορισμένους κύκλους πως είναι επιβεβλημένη η ταχεία διευθέτηση διμερών ζητημάτων, όπως το ζήτημα του ονόματος των Σκοπίων και τα ζητήματα με την Αλβανία, προς χάριν της επικέντρωσης του ελληνικού διπλωματικού κεφαλαίου στην εξ Ανατολών απειλή χωρίς η ανωτέρω διαπίστωση να προκύπτει ως αποτέλεσμα της σύγκλισης θεσμικών οργάνων όπως του ΚΥΣΕΑ για τον προσδιορισμό των στόχων της ελληνικής στρατηγικής στα ανωτέρω μέτωπα υπό ένα συνεκτικό πλαίσιο. H ανωτέρω άποψη πηγάζει από την απαξίωση εν γένει των θεσμών (στοιχείο της στρατηγικής κουλτούρας την περίοδο της κρίσης) και του θεσμικού πλαισίου εθνικής ασφάλειας και από την ανάγκη παρουσίασης έργου για την μεγιστοποίηση πολιτικού οφέλους στο εσωτερικό πεδίο.
Αν και σαφώς τα παραπάνω ζητήματα αποτελούν διμερή προβλήματα που ταλανίζουν την χώρα επί δεκαετίες και σε καμία περίπτωση δεν προτείνεται η ακινησία αντί της επίλυσης, η διπλωματική μέθοδος του Quick Fixing (Ταχεία Διευθέτηση) δεν ενδείκνυται για τόσο σοβαρά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής με πολλές προεκτάσεις, μία εκ των οποίων είναι ότι εμπλέκεται και ο παράγοντας Τουρκία στην εξίσωση επίλυσης. Αξίζει να σημειωθεί οτι η συγκεκριμένη μέθοδος ad hoc διπλωματίας χρησιμοποιείται κυρίως από τις Μεγάλες Δυνάμεις στο πλαίσιο επίλυσης διμερών διαφορών για την επίτευξη ευρύτερων στρατηγικών στόχων σε περιφερειακά θέατρα επιχειρήσεων και συνήθως χωρίς την φροντίδα εναλλακτικών στρατηγικών επιλογών (alternative exit strategy).
Χωρίς επεξεργασμένο στρατηγικό σχέδιο με την συμμετοχή όλων των θεσμικών φορέων, χωρίς την ιεράρχηση σαφών προτεραιοτήτων και επιμέρους λεπτομερειών και χωρίς την εξασφάλιση της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης, η μέθοδος ταχείας διευθέτησης ενδέχεται να αφήσει πολλά κενά και ασάφειες που μελλοντικά δύναται να αποβούν επιζήμιες για το εθνικό συμφέρον ( περίπτωση της ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ χωρίς την πρότερη Αναθεώρηση του Συντάγματος των Σκοπίων και την αποποίηση του σφετερισμού της Μακεδονίας).
Μύθος πρώτος: Η ευρύτατα διαδεδομένη άποψη σε πολλούς καθοδηγητές γνώμης αλλά και σε κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας ότι η εμβάθυνση μιας οικονομικής συνεργασίας μεταξύ ημών και της Τουρκίας αποτελεί μια ικανή συνθήκη εξάλειψης της τουρκικής επιθετικότητας. Η άποψη αυτή πηγάζει από το πρότυπο της οικονομικής ολοκλήρωσης που συνέβαλε στον πασιφισμό της Γερμανίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην δημιουργία της ΕΟΚ-Ε.Ε και του Γαλλογερμανικού άξονα.
Παραταύτα η άποψη αυτή αγνοεί ορισμένα βασικά και ουσιώδη δεδομένα. Πρώτον η οικονομική εμβάθυνση και αλληλεξάρτηση δεν εγγυάται σε καμία περίπτωση την αποφυγή μιας ένοπλης σύγκρουσης ,όπως απέδειξε η περίπτωση της Αγγλίας και της Γερμανίας προ της κήρυξης του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Δεύτερον η ανωτέρω άποψη αφορά μια ανάγνωση αυθαίρετη που άπτεται δεδομένων πολύ διαφορετικών από την σημερινή δυναμική των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η Γερμανία ήταν μια κατεστραμμένη χώρα από τους δύο παγκόσμιους πολέμους που διεξήγαγε, ενώ οι κοινοί αξιακοί και πολιτισμικοί κώδικες του ευρωπαϊκού δυτικού πολιτισμού αποτέλεσαν την βάση συνεννόησης των δύο χωρών.
Η Τουρκία του Erdogan αποτελεί μια νέο οθωμανική ισλαμική χώρα με αναθεωρητικές βλέψεις που ρέπει προς τον αυταρχισμό, απειλεί την περιφερειακή σταθερότητα, διαρκώς απομακρύνεται από την ευρωπαϊκή της προοπτική και αντιλαμβάνεται τις διμερείς σχέσεις ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος.
Μύθος Δεύτερος: Επικρατεί η άποψη σε κομμάτι της πολιτικής ελίτ πως με δεδομένη την ανατροπή του ισοζυγίου ισχύος υπέρ της Άγκυρας σε συνδυασμό με τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του Tayyip Erdogan, η μόνη λύση είναι να υιοθετηθεί μια κατευναστική στρατηγική (appeasement strategy) εξευμενισμού της Τουρκίας ως προϋπόθεση αποφυγής μιας ένοπλης σύρραξης.
Είναι ιστορικά τεκμηριωμένο πως η στρατηγική κατευνασμού αντί να αποτρέπει την πιθανότητα ένοπλης σύγκρουσης την ενισχύει, καθώς η αναθεωρητική πλευρά αποθρασύνεται και προβάλλει διαρκώς διεκδικήσεις.(Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση κατευνασμού είναι εκείνη της Μεγάλης Βρετανίας επί πρωθυπουργίας Τσάμπερλεν, όταν προσπάθησε ανεπιτυχώς να κατευνάσει τον Χίτλερ).Η μόνη περίπτωση κατευναστικής πολιτικής που θεωρείται σκοπίμως επιτυχημένη από τους απανταχού θιασώτες της Οκτωβριανής Επανάστασης αφορά την συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ, γιατί θεωρούν οτι έδωσε την απαραίτητη πίστωση χρόνου στο κομμουνιστικό καθεστώς να εξασφαλίσει την εξουσία του στο εσωτερικό πεδίο.
Μια κατευναστική πολιτική θα καθιστούσε την Ελλάδα δορυφόρο της Τουρκίας με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Εν κατακλείδι,η Ελλάδα είναι μια χώρα που μαστίζεται από οκτάχρονη ύφεση, έχει απωλέσει σημαντικό κεφάλαιο ισχύος και χρειάζεται μια συνολική αναδιάταξη των δυνάμεών της για να θεωρηθεί εκ νέου ένας ισχυρός παίκτης επί ίσοις όροις με την Τουρκία σε περιφερειακό επίπεδο. Δεν πρέπει να διαφεύγει όμως της προσοχής ότι η Ελλάδα διαθέτει ένα τεράστιο απόθεμα ισχύος (δυνητική ισχύς), πολλαπλάσιο της γείτονος το οποίο παραμένει δυστυχώς πλήρως ανεκμετάλλευτο, για την ενεργοποίηση του οποίου όμως απαιτείται ο εξορθολογισμός της στρατηγικής της και η αξιοποίηση των ποιοτικών συντελεστών της ισχύος της σ ένα συνεκτικό πλαίσιο.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Θ. Λαμπρόπουλος είναι Στρατηγικός Αναλυτής, Ειδικός Επιστήμονας Άμυνας και Ασφάλειας, Κέντρο Μελετών Ασφάλειας της Γενεύης.