ΕΛΛΑΔΑ- ΓΑΛΛΙΑ : Διαχρονική γεωπολιτική & εξοπλιστική σχέση.

- Advertisement -

του Κωνσταντίνου Α. Καραγιαννίδη*

Αναντιρρήτως, μία από τις σημαντικότερες πολιτικές εξελίξεις, διεθνώς, της παρελθούσης εβδομάδος, ήταν η πολυσκελής ελληνογαλλική συμφωνία της 28ης Σεπτεμβρίου

Πριν σχολιάσουμε, όμως, την επικαιρότητα, αξίζει μία σύντομη αναδρομή σε κάποιες λησμονημένες λεπτομέρειες της ιστορίας, που θα μας βοηθήσουν στην ερμηνεία των τωρινών συμβάντων και ενδεχομένως τους δώσουν μια άλλη διάσταση.

Το τρέχον έτος, την τιμητική τους είχαν επετειακές εκδόσεις για τα γεγονότα της Παλιγγενεσίας. Ένα από τα πλέον εμβληματικά και πρωτότυπα, κατά την γνώμη μου, βιβλία του είδους είναι η πραγματεία του Σωτήρη Ριζά, για τις σχέση των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων της εποχής, μεταξύ τους, αλλά και με τους επαναστατημένους Έλληνες, καθώς και τον ρόλο που διεδραμάτισαν στα γεγονότα, με τίτλο “Οι Μεγάλες Δυνάμεις και η Επανάσταση“.

Δεν θα επεκταθώ σε βιβλιοκριτική, καθώς όσοι γνωρίζουν τον εν λόγω ερευνητή είναι οικείοι με την επιστημονική του επάρκεια, την σαφήνειά του και την αμερόληπτη οπτική του στην Ιστορία. Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που αναδεικνύει το πόνημα είναι η γεωπολιτική θεωρία των Γάλλων για την περιοχή μας. Αντιγράφω κάποια αυτούσια αποσπάσματα (οι επισημάνσεις δικές μου).

Από τη στιγμή όμως που το εδαφικό καθεστώς στην ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια ετίθετο υπό αμφισβήτηση, και η υποστήριξη των Ελλήνων αποτελούσε και ένα μέσο για να προωθηθούν τα στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας και της Βρετανίας, η Γαλλία δεν μπορούσε να παραμείνει εκτός του παιχνιδιού. Ταυτόχρονα, όμως, το Παρίσι είχε προνομιακή παρουσία στην Αίγυπτο, ο πασάς της οποίας, ο Μεχμέτ Αλή, είχε κληθεί από την Πύλη να καταστείλει την επανάσταση στην Κρήτη και εν συνεχεία στην ηπειρωτική Ελλάδα. Πέραν αυτού, η Γαλλία έβλεπε στον πασά της Αιγύπτου έναν παράγοντα ικανό να αποτελέσει εμπόδιο στη βρετανική κυριαρχία στην περιοχή

………

Το αποτέλεσμα της ναυμαχίας στο Ναβαρίνο θα αποτελούσε όμως μια αφορμή για να εδραιωθεί οριστικά στη Γαλλία η πεποίθηση ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν πολύ αδύναμη στρατιωτικά έναντι των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και ότι υπήρχε η δυνατότητα δημιουργίας ελληνικού κράτους.
Η στενή επαφή Γάλλων επισήμων με την Αίγυπτο και η συνειδητοποίηση κατά το 1824-25 ότι το ελληνικό ζήτημα αποκτούσε κατεξοχήν γεωπολιτικό χαρακτήρα με τη σταδιακή εκδήλωση του βρετανικού ενδιαφέροντος θα οδηγούσαν σε ορισμένες περιπτώσεις Γάλλους πολιτικούς και διπλωμάτες στην προβολή ευφάνταστων, αλλά μάλλον ανεφάρμοστων ιδεών. … ο κόμης Ζουρντέν … έγραφε στον Ιμπραήμ ότι, αν οι αιγυπτιακές δυνάμεις εξαντλούνταν λόγω της εμπλοκής τους στην Ελλάδα και η Βρετανία επωφελούνταν για να επικρατήσει στην ίδια την Αίγυπτο, τότε οι Βρετανοί θα αποκτούσαν κάτι περισσότερο από την κυριαρχία στο εμπόριο της περιοχής, θα εξασφάλιζαν απευθείας επικοινωνία με την Ινδία, και η Ευρώπη θα υφίστατο σε βάθος χρόνου την εμπορικής τους κυριαρχία. Αντίθετα, αν η Αίγυπτος βοηθούσε την Ελλάδα να αποκτήσει την ανεξαρτησία της, αποσυρόμενη από την Πελοπόννησο, και ο ίδιος ο πασάς της Αιγύπτου ανακήρυσσε την ανεξαρτησία της χώρας του, οι δύο χώρες θα συνιστούσαν μια “νέα αυτοκρατορία”. … Το σχήμα ήταν ανεφάρμοστο, καθώς ούτε η Αίγυπτος διέθετε ακόμη τέτοιο περιθώριο ανεξαρτησίας από την Πύλη ούτε η Γαλλία τέτοια ισχύ για να υποστηρίξει την εφαρμογή του.
………

Ο [στρατηγός] Γκιγιεμινό [πρεσβευτής της Γαλλίας στην Πύλη, μετά το 1824] … τον Ιούλιο του 1825, όμως, σε άλλη έκθεσή του προς το Υπουργείο Εξωτερικών υποστήριζε την ιδέα της ταυτόχρονης ανεξαρτησίας της Ελλάδας και της Αιγύπτου, οι οποίες θα αντικαθιστούσαν μια αυτοκρατορία η οποία δεν ήταν πλέον παρά ένα “φάντασμα” στην ισορροπία των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Ήταν βέβαιος ότι η εξέλιξη αυτή θα προκαλούσε την πιο “καταστρεπτική” και “αναπότρεπτη” αλλαγή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Βρετανίας, στην “προεξάρχουσα επιρροή” της οποίας σε όλα τα σημεία του κόσμου έπρεπε να τεθεί φραγμός.

………

Αν η Ρωσία ερχόταν σε ρήξη με την Πύλη, η Γαλλία θα πρόσφερε την ηθική της υποστήριξη στην Πετρούπολη, αλλά όχι κάτι περισσότερο.

Εν ολίγοις, το 1824-25, η εξασθενημένη Γαλλία διαβλέπει μια ευκαιρία για την επάνοδό της στο ευρωπαϊκό προσκήνιο, προωθώντας την ιδέα μιας υπό γαλλική επιρροή ελληνο-αιγυπτιακής αυτοκρατορίας! Η θέση και η ισχύς της οποίας θα ήταν καταλυτική για τον έλεγχο της εμπορικής οδού με τις Ινδίες και την ανάσχεση της βρετανικής οικονομικής πρωτοκαθεδρίας.

Περίπου δύο αιώνες μετά, παρατηρούμε την προσπάθεια δημιουργίας ενός γαλλικού άξονος, στην ίδια περιοχή, που περιλαμβάνει τα ελληνικά κράτη (Ελλάδα και Κύπρος), την Αίγυπτο, τα ΗΑΕ και την ίδια την Ινδία! Η διαμόρφωση του οποίου συμπίπτει χρονικώς με την υποχώρηση της Βρετανίας και την επικέντρωση των ΗΠΑ στο μέτωπο του Ειρηνικού. Σύμπτωση ή γεωπολιτικό πεπρωμένο;

Η εμπλοκή των Γάλλων στα ελληνικά πράγματα δεν τερματίστηκε με την ανάδειξή μας σε βρετανικό προτεκτοράτο, μετά τον Καποδίστρια. Στις αρχές του 20ου αιώνος, Γάλλοι αξιωματικοί έχουν αναλάβει την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών για το τιτάνιο έργο της αναδιοργανώσεως των ενόπλων δυνάμεων, μετά το άγος του 1897. [1]

Μόνον που η κακή οικονομική κατάσταση του κράτους το καθιστούσε έρμαιο στα συμφέροντα δανειστών και η χρόνια παραμέληση των ενόπλων δυνάμεων, απαιτούσε άμεσες και εκτεταμένες αγορές υλικού για τον εκσυγχρονισμό τους. Κάθε ομοιότητα με το σήμερα ΔΕΝ είναι συμπτωματική!

Μετά από συνομιλίες Ελλάδος-Γαλλίας, η τελευταία προσεφέρθη να αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα τον εξοπλισμό της Ελλάδος, με σύναψη ομολογιακού δανείου 60.000.000 φράγκων (FMF/FMS της εποχής;). Η εν απογνώσει Ελλάδα, ήταν πρόθυμη να θυσιάσει την δυνατότητα αυτόνομης επιλογής όπλων, προκειμένου να εξασφαλίσει την γαλλική προστασία! Αλλά οι Γάλλοι δεν ηρκούντο στον ρόλο του αποκλειστικού προμηθευτή, ήθελαν λόγο και στον πολεμικό σχεδιασμό της Ελλάδος, ώστε να συμβαδίζει με τα ευρύτερα συμφέροντά τους στην Ανατολή. [2]

Στο ναυτικό, η πρόταση του αποστράτου υποναυάρχου Fournier (συμβούλου, με επιρροή στον Γεώργιο Α΄) ήταν η εγκατάλειψη κάθε σκέψεως για βαρέα πλοία (θωρηκτά, καταδρομικά) και η δημιουργία ενός ελαφρού, ευέλικτου και ταχυκίνητου στόλου, αποτελουμένου από 4 εύδρομα καταδρομικά, 12 αντιτορπιλικά και 10 υποβρύχια, χωρισμένου σε 4 ισοδύναμες μοίρες (2 υποβρύχια θα είχαν ρόλο εφεδρείας και αυτόνομης δράσεως).

Η πρόταση συνάντησε οξείες αντιδράσεις από Έλληνες αξιωματικούς (προεξάρχοντος του Περικλέους Αργυροπούλου [3]), που θεώρησαν ότι ο ελληνικός στόλος θα μετατραπεί σε συμπλήρωμα του γαλλικού, με αδυναμία αναλήψεως αμιγώς εθνικών επιχειρήσεων και μειονέκτημα έναντι του τουρκικού στόλου θωρηκτών.

Εν τέλει, οι διαφωνούντες Έλληνες αξιωματικοί υπερίσχυσαν και οδηγηθήκαμε στην απόκτηση του “Αβέρωφ”. Εκ του αποτελέσματος η επιλογή κρίνεται ορθή. Η πρόταση Fournier, ενδεχομένως να απέδιδε, επίσης, αλλά δεν μπορούμε να εικοτολογήσουμε και πάντως αντίστοιχη λογική δεν υιοθετήθηκε από καμία άλλη ναυτική δύναμη της εποχής, τουναντίον ανέτειλε η εποχή των βαρέων θωρηκτών τύπου Dreadnought. [4]

Ίδιες συνθήκες και στο παρόν. Η οικονομική δυσπραγία μας και η επιτακτική ανάγκη για κατά το δυνατόν αμεσότερη ενίσχυση μάς κατέστησαν ευεπιφόρους στις πιέσεις των υποψηφίων προμηθευτών, οι οποίοι προσπαθούσαν να προωθήσουν λύσεις όχι απαραιτήτως ταιριαστές στις ανάγκες μας. Και φυσικά, πάντοτε παρούσα στον νεώτερο βίο μας η ανάγκη για ξένη προστασία!

Ευτυχώς, η κατάληξη των μακροχρονίων διαπραγματεύσεων υπήρξε αίσια, σε μεγάλο βαθμό. Σαφώς και η συγκυρία με την σύναψη της συμφωνίας AUKUS φαίνεται να μας ευνόησε, αλλά δεν πρέπει να αγνοηθεί ότι έγιναν λεπτοί και προσεκτικοί χειρισμοί από πλευράς μας, που επέτρεψαν την εκμετάλλευση των ευνοϊκών συνθηκών.

Την έκβαση την κρίνω θετική για την επιλογή των εξοπλισμών, κατά βάσιν. Μπορεί το σκάφος που επελέγη να έχει και μειονεκτήματα (όπως είχαν όλες οι υποψηφιότητες, καμία δεν ήταν ιδανική [5]), αλλά περισσότερο θα προσδώσει χαρακτηριστικά “Αβέρωφ” στον στόλο (στοιχεία υπεροχής, δηλαδή), παρά θα συντελέσει σε έναν πειραματισμό τύπου Fournier (αυτόν τον ρόλο, στο παρόν, τον υποδύθηκαν οι Αμερικανοί, εξ άλλου η υποψηφιότητά τους ήταν εξέλιξη του σχεδίου τους LCS για ελαφρά, ταχυκίνητη δύναμη πλοίων, με σπονδυλωτό εξοπλισμό, που όμως τερματίστηκε αδόξως).

Εν συντομία, λοιπόν, ως προς το τεχνολογικό/υλικό σκέλος της συμφωνίας.

  • Θετικά
    • Ευφυέστατη κίνηση η σύνθεση 3+3 μονάδων (high-low mix) αντί των 4 κυρίων με παράλληλη αναζήτηση μεταχειρισμένων.
    • Πρωτόγνωρες αντιαεροπορικές δυνατότητες στον στόλο με τις Belharra και τα βλήματα Aster-30. Πλέον ο στόλος θα μπορεί να έχει αυτόνομη αντιαεροπορική κάλυψη σε ανοικτές θάλασσες (ανατολική Μεσόγειος), χωρίς την διαρκή ανάγκη για από αέρος προστασία.
    • Η MBDA ανακοίνωσε πως η έκδοση του Aster-30 που θα λάβει η Ελλάδα θα είναι η B1, με αντιβαλλιστικές δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ραντάρ SeaFire. Παρότι δεν προσφέρεται η ακόμη νεώτερη έκδοση B1NT, με υπέρτερα χαρακτηριστικά, δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη η είσοδος της Ελλάδος στην ολιγάριθμη – παγκοσμίως – ομάδα χωρών με ικανότητα ανιχνεύσεως και αντιμετωπίσεως βαλλιστικών πυραύλων. Με την επιφύλαξη ότι στις Belharra θα ενσωματωθεί το σχετικό λογισμικό, ήταν το μόνο προσφερόμενο πλοίο (συνδυασμός ραντάρ και όπλων) με αυτό το γνώρισμα.
    • Αγοράζονται πλοία στην αιχμή της τεχνολογίας, αλλά με μειωμένο τεχνολογικό ρίσκο, αφού ο κύριος πελάτης, που θα επωμιστεί το ερευνητικό/αναπτυξιακό κόστος, καθώς και θα αντιμετωπίσει τις πιθανές πρώιμες αστοχίες, είναι η Γαλλία (σε αντίθεση με την περίπτωση των γερμανικών υποβρυχίων T214).
    • Σε συνάφεια με το προηγούμενο, αγοράζονται πλοία που (θα) υπηρετούν και σε άλλα ναυτικά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην μακροχρόνια υποστήριξή τους, ή στις ευκαιρίες μελλοντικής εντάξεως μεταχειρισμένων μονάδων, που θα αποσύρονται από αλλού.
  • Αρνητικά
    • Οικονομικό, αλλά μειωμένων επιδόσεων σύστημα προώσεως (μόνο πετρελαιοκινητήρες, απουσία αεριοστροβίλων ή ηλεκτροπροώσεως).
    • Σχετικώς μικρό (εν συγκρίσει με τον ανταγωνισμό) πυραυλικό φορτίο επιφανείας-αέρος. [6]
  • Προβληματισμοί
    • Αβεβαιότητα για τον εκσυγχρονισμό των 4 φρεγατών ΜΕΚΟ.
    • Υπό αίρεση ο εξοπλισμός των ελαφρών φρεγατών Gowind. Το εάν θα εξοπλιστούν με αμερικανικά όπλα (όπως τα αντίστοιχα σκάφη των ΗΑΕ) ή γαλλικά (όπως οι Belharra) είναι ένα ζήτημα που σχετίζεται εκτός από τις δυνατότητες των σκαφών, καθ’ εαυτάς, τόσο με την λογιστική υποστήριξη του στόλου όσο και με των απώτατο προγραμματισμό του ναυτικού. [7]

Μεγαλύτερη αίσθηση, ωστόσο, προεκλήθη από το πολιτικό σκέλος της συμφωνίας.

Δηλώνω εξ αρχής ότι δεν είμαι οπαδός νομικίστικων προσεγγίσεων στις διεθνείς σχέσεις, συνεπώς δεν με απασχολεί η ενδελεχής γλωσσολογική/εννοιολογική προσέγγιση του κειμένου και τα υπονοούμενα ή τα διφορούμενα σημεία του.

Κάθε συμφωνία απεικονίζει έναν συσχετισμό ισχύος ή μια ταύτιση συμφερόντων σε δεδομένη χρονική στιγμή και ακυρώνεται εν τη πράξει εάν η κατάσταση μεταβληθεί άρδην στο μέλλον. Οι διεθνείς σχέσεις δεν διέπονται από τους ίδιους κανόνες με τις διαπροσωπικές, ώστε να μηνύσει κάποιο κράτος ένα αντισυμβαλλόμενο για αθέτηση συμφωνίας! Φρονώ λοιπόν ότι πρέπει να επικεντρωθούμε στο τί σηματοδοτεί το ελληνογαλλικό σύμφωνο και όχι στο τί προβλέπουν επακριβώς τα άρθρα του.

Αφ’ ενός, η Γαλλία δηλώνει παρούσα στο διεθνές στερέωμα, αποκαθιστώντας το τρωθέν κύρος της εξ αιτίας της AUKUS, σπεύδουσα να καλύψει το γεωπολιτικό κενό από την διαφαινόμενη (διακριτική) αποστασιοποίηση των Αμερικανών από την περιοχή της Μ. Ανατολής και της Μεσογείου. Είναι και μια ηγετική κίνηση πρωτοβουλίας στο ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου επιθυμεί τα σκήπτρα από την Γερμανία. Αλλά και στα πλαίσια της ενεργειακής της πολιτικής, τα κέρδη από την ενεργό ανάμειξή της στα τεκταινόμενα της ανατολικής Μεσογείου δεν φαντάζουν αμελητέα.

Αφ’ ετέρου, η Ελλάδα εξισορροπεί την δαμόκλειο σπάθη του τουρκικού casus belli. Αυτό είναι, κατά την άποψή μου, το μέγα κέρδος της Ελλάδος, που δεν έχει επισημανθεί δεόντως. Όπως έχω αναλύσει σε προγενέστερο κείμενό μου, η αντιπαράθεση Ελλάδος-Τουρκίας ομοιάζει με παίγνιο τύπου “chicken game”. Κανένα μέρος δεν επιθυμεί την ένοπλη σύγκρουση, αλλά προσπαθεί να υπερισχύσει του αντιπάλου καθιστώντας πειστική μία απειλή. Επί πολλά έτη η τουρκική απειλή πολέμου είχε διαμορφώσει μια φοβική στάση των Ελλήνων πολιτικών, χωρίς να εξετασθεί η περίπτωση κάποιου επαρκούς αντιμέτρου. Πλέον η πραγματοποίηση της απειλής αυτής από πλευράς Τουρκίας θα αυξήσει το κόστος για την ίδια, φέρνοντάς την αντιμέτωπη, στο στρατιωτικό πεδίο, με μια πυρηνική δύναμη.

Ανακύπτει η αμφιβολία: πόσο βέβαιοι μπορούμε να είμαστε για την γαλλική στρατιωτική εμπλοκή; Αντιστρέφω το ερώτημα: πόσο βέβαιοι είμαστε ότι η Τουρκία θα μας κηρύξει πόλεμο μετά από επέκταση των χωρικών μας υδάτων; Δεδομένου ότι εμπλεκόμαστε σε ένα “chicken game”, δεν έχει σημασία πόσο πρόθυμοι είμαστε να πραγματοποιήσουμε τις απειλές μας, αλλά πόσο ικανούς γι’ αυτό θα μας θεωρήσει ο αντίπαλος! Και η Γαλλία δήλωσε εμπράκτως την υποστήριξή της, το θέρος του 2020, χωρίς καν κάποια υφισταμένη γραπτή συνθήκη, με την παρουσία πλοίων και αεροσκαφών της στην ανατολική Μεσόγειο, την Κύπρο και την Ελλάδα, άρα δεν μπορεί η τωρινή υπόσχεσή της να αξιολογηθεί ως φιλολογική. Και επειδή πρόκειται για μεγάλη δύναμη, με την πιθανή αθέτηση της υπογραφής της (έστω και δικαιολογημένης κατά το γράμμα του νόμου), θα έπληττε πρωτίστως την δική της αξιοπιστία.

Ακόμη και στο απευκταίο ενδεχόμενο που οδηγηθούμε σε πόλεμο, η συνεισφορά της Γαλλίας μπορεί να είναι πολύτιμη και στην περίπτωση που εκδηλωθεί με έμμεσο τρόπο. Σε επίπεδο στρατιωτικών πληροφοριών, επί παραδείγματι, ή εξασφαλίζοντας ροή όπλων και ανταλλακτικών.

Κάποια επί μέρους ζητήματα, που χρήζουν επιγραμματικού σχολιασμού.

  • Είναι απλοϊκό και υποτιμητικό για την Γαλλία να αναγάγουμε την ρήτρα αμυντικής συνδρομής σε αντάλλαγμα για την πώληση μερικών πλοίων. Δηλαδή σε διαγωνισμούς υψηλοτέρου τιμήματος (το κόστος του ακυρωθέντος προγράμματος αυστραλιανών υποβρυχίων ήταν υπερδεκαπλάσιο των ελληνικών φρεγατών!!!) τί θα έπρεπε να προσφέρουν οι υποψήφιοι ανάδοχοι; Τέτοιες δεσμεύσεις υποκινούνται από ευρύτερα συμφέροντα, δεν εξαρτώνται από πωλήσεις όπλων. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να χρησιμοποιήθηκε από την Γαλλία μια ειλημμένη απόφαση για δυναμική επέμβαση στα της περιοχής μας ως πρόσθετο δέλεαρ για εμάς.
  • Η Γαλλία εισέρχεται σε προεκλογική περίοδο. Η απώλεια του αυστραλιανού συμβολαίου από την κρατική Naval-Group ήταν μεγάλο πλήγμα την δεδομένη χρονική στιγμή, καθώς η μείωση του έργου της πιθανόν να οδηγούσε σε περικοπές θέσεων εργασίας. Επομένως ήταν σωτήρια και βαρύνουσα για τον Macron και τα γαλλικά ναυπηγεία η απόφαση να κατασκευαστούν εκεί και οι 3 Belharra της Ελλάδος. Αλλά κάθε άλλο παρά ως μειονέκτημα για εμάς πρέπει να ιδωθεί. Στην αβέβαιη κατάσταση που βρίσκονται τα δικά μας ναυπηγεία και με βεβαρημένο ιστορικό καθυστερήσεων (ΜΕΚΟ, Super-Vita), η ναυπήγηση στην Γαλλία διασφαλίζει το ΠΝ ως προς την τήρηση των επιτακτικών χρονοδιαγραμμάτων. Αλίμονο εάν περιμένουμε η ναυπηγική μας βιομηχανία να αναζωογονηθεί με την κατασκευή 3-4 φρεγατών! Αυτό θα συμβεί μόνο εάν καταφέρουν και παρουσιαστούν ανταγωνιστικά στην διεθνή εμπορική αγορά, όπως συνέβη με το Νεώριον και την ONEX. Και νομίζω πως είναι προτιμώτερο η μεταφορά τεχνογνωσίας στην Ελλάδα να αφορά πυραυλικά ή ηλεκτρονικά συστήματα, παρά συγκολλήσεις μετάλλων!
  • Πολλές ενστάσεις διατυπώθηκαν για το ενδεχόμενο να συμμετάσχουν ελληνικές δυνάμεις σε γαλλικές στρατιωτικές αποστολές στο εξωτερικό (π.χ. επιχείρηση Takuba στο Μάλι). Πέραν της απαράδεκτης λογικής του “μονά-ζυγά δικά μας” (δυστυχώς είναι πολύ ευρύτερη αυτή η νοοτροπία στην ελλαδική κοινωνία, να διεκδικεί δηλαδή δικαιώματα, αλλά να περιφρονεί τις υποχρεώσεις…), είναι μια ευκαιρία για στελέχη των ενόπλων μας δυνάμεων να αποκτήσουν πραγματική πολεμική πείρα, ένα σημείο στο οποίο υστερούν έναντι των Τούρκων συναδέλφων τους. Και είναι αντιφατικό να θαυμάζουμε/ζηλεύουμε την Τουρκία που αναμιγνύεται στην Λιβύη, στην Συρία, στο Αζερμπαϊτζάν και αλλού, αλλά όταν μας δίδεται η ευκαιρία να έχουμε κι εμείς ενεργητική συμμετοχή σε παρόμοια μέτωπα να την απορρίπτουμε.

Εν κατακλείδι, η συμφωνία φαίνεται αμοιβαίως επωφελής (“win-win”), υπό το πρίσμα του τί προσφέρει και όχι του τί περισσότερο θα επιθυμούσαμε [8]. Πάντως, θα είναι ολέθριο λάθος, εάν επαναπαυτούμε στις θεωρητικές πρόνοιες της συνθήκης. Γι’ αυτό και επεσήμανα ότι εκείνο που με χαροποίησε, κυρίως, ήταν το εξοπλιστικό της μέρος. Το περιβόητο άρθρο 2 της συνθήκης δεν πρέπει να εκληφθεί ως κάτι περισσότερο από ένα απλό διπλωματικό όπλο, αλλιώς, οι συνέπειες του εφησυχασμού μας ενδέχεται να αποδειχθούν χειρότερες από την περίπτωση το άρθρο αυτό να μην υπήρχε καν!

ΥΓ1: Τελούμε εν αναμονή της υπογραφής της MDCA, στις 14/10, ώστε να αποκτήσουμε μια πιο αποκρυσταλλωμένη εικόνα για το πλέγμα των συμμαχιών της περιοχής και τους συσχετισμούς ισχύος…

ΥΓ2:  Όταν οι τουρκικές αντιδράσεις ταυτίζονται στον πυρήνα τους με τις ενστάσεις του ΣυΡιζΑ, τότε ή οι Τούρκοι έχουν γίνει πολύ… φιλέλληνες, ή δικαιώνονται για άλλη μία φορά όσοι μιλούν για… “Τουρκία εσωτερικού“!

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

  1. Η αναδιοργάνωση και ο εκσυγχρονισμός των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων πριν τους Βαλκανικούς πολέμους οφείλεται, ως επί το πλείστον, σε πρωτοβουλίες της κυβερνήσεως Θεοτόκη (1904-1909), ασχέτως εάν σκοπιμότητες των νεωτέρων χρόνων επιβάλλουν την αποκλειστική εξύμνηση του Ελ. Βενιζέλου.
  2. Προς αποφυγήν παρερμηνειών, η ποδηγέτηση των ελληνικών εξοπλιστικών σχεδιασμών δεν ήταν μόνον ίδιον των Γάλλων, ούτε της εποχής, απλώς μνημονεύεται η στάση τους τότε, λόγω επικαιρότητος. Δυο χαρακτηριστικά άλλα παραδείγματα ξένου παρεμβατισμού είναι:
  3. Περισσότερα στοιχεία για τον βίο και την δράση του σε σχετικό άρθρο των “Ιστορικών Θεμάτων”.
  4. Αναλυτικότερη παρουσίαση της εξοπλιστικής πολιτικής της Ελλάδος, εκείνη την εποχή στις εξής εργασίες:
  5. Η χρόνια παραμέληση των ναυτικών (και όχι μόνον) εξοπλισμών και η επιτακτική ανάγκη για ανανέωση των γηρασμένων κυρίων μονάδων μας, κατέστησε πιεστική προτεραιότητα την προμήθεια νέων φρεγατών. Όπερ σημαίνει πως δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια για κατ’ απαίτηση και κατά παραγγελία εκτεταμένες τροποποιήσεις ναυπηγικών σχεδίων, ώστε να προκύψει πλοίο απολύτως προσαρμοσμένο στις ανάγκες μας, καθώς αυτές οι παρεμβάσεις θα απαιτούσαν χρόνο, αλλά και (πολύ) περισσότερες δαπάνες. Συνεπώς, ήταν υποχρεωτικός ο συμβιβασμός με ήδη υφιστάμενα σχέδια. Πάντως, κατά τις ελληνογαλλικές συζητήσεις του 2010, για τις FREMM, όταν ακόμη ο χρόνος ήταν λιγότερο πιεστικός, το ΠΝ είχε ζητήσει ευρείες παρεμβάσεις επί του αρχικού σχεδίου, όπως απεκάλυψε σχετικό μεταγενέστερο δημοσίευμα.
  6. Δεν θα πρέπει να παραβλέπεται, ωστόσο, ότι τα πολεμικά πλοία δεν μονομαχούν μεταξύ τους, ούτε εκτίθενται κατά μόνας εναντίον πασών των εχθρικών δυνάμεων (παρήλθε η εποχή του “Αβέρωφ” και του “Yamato”), αλλά επιχειρούν σε ομάδες μάχης, με καθένα να δρα συμπληρωματικώς στα υπόλοιπα.
  7. Το ότι κατά την ελληνοτουρκική κρίση του θέρους του 2020 κινητοποιήθηκε σύμπας ο ελληνικός πολεμικός στόλος, καίτοι η νεώτερη κύρια μονάδα του είχε υπερβεί τα 22 έτη, ενώ ο κορμός του απαρτίζεται από 40χρονα σκάφη, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ομοιογένεια και ομοιοτυπία του υλικού, που διευκολύνει την συντήρηση (οικονομίες κλίμακος) και της επίτευξη υψηλών διαθεσιμοτήτων. Αυτό το πλεονέκτημα δεν πρέπει να απολεσθεί, με αποσπασματικές και απρογραμμάτιστες προμήθειες στο μέλλον.
  8. Η αμηχανία και η απαρέσκεια της “άλλης πλευράς”, όπως διαφαίνεται σε σχετική ανακοίνωση του τουρκικού υπουργείου εξωτερικών, είναι άλλη μία ένδειξη για τις ωφέλειες των αντισυμβαλλομένων στην συνθήκη.

*Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννίδης είναι  Ηλεκτρολόγος Μηχανικός & Μηχανικός Υπολογιστών.

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
38,300ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα