Θεοδόσιος Νικολαΐδης
Πριν από τρία χρόνια, πολλοί άνθρωποι που δεν προέρχονται από τον δεξιό χώρο ψήφισαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη θεωρώντας πως ΣΥΡΙΖΑ κι ΑΝΕΛ είχαν εν πολλοίς εξαπατήσει τους ψηφοφόρους (παραπέμπω στις κατ’ επανάληψη, πριν τις εκλογές του 2015, δηλώσεις του καθηγητή (!) Γιώργου Σταθάκη που, υπομειδιώντας ―ποιος ξέρει γιατί― όταν τον ρωτούσαν για το πώς θα καταργήσει το Μνημόνιο απαντούσε: «με ένα νόμο· που θα έχει ένα μόνο άρθρο»). Ενοχλούσε επίσης η αλαζονεία του τότε πρωθυπουργού που επειδή τάχα εκπροσωπούσε το «λαό» θεωρούσε πως είχε παντού δίκιο, ενοχλούσαν οι ύβρεις και η χυδαιότητα εναντίον των αντιπάλων («διαπραγματευθήκατε στα τέσσερα») όπως και η στοχοποίηση των «ξένων», ενοχλούσε ο πρωτόγονος και εντέλει αντιδημοκρατικός τρόπος των δύο αυτών κομμάτων ―όπως φυσικά και η, εκ πρώτης όψεως, παρά φύσιν συμμαχία τους.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από την άλλη πλευρά, έδινε την εικόνα μετριοπαθούς πολιτικού που ήξερε πως ο διάβολος βρίσκεται στις λεπτομέρειες και δημιουργούσε προσδοκίες ότι όχι μόνο στο επίπεδο των πολιτικών ηθών αλλά και σε αυτά της οικονομίας, της παιδείας, της καθημερινότητας τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα. Στα περισσότερα, οι προσδοκίες διαψεύστηκαν: ο πληθωρισμός βρίσκεται στο 11+% όταν στην Ιταλία π.χ., που ποτέ δεν διακρινόταν για τις επιδόσεις στον τομέα αυτό, είναι στο 8%, οι εξαγωγές εξακολουθούν να υπολείπονται των εισαγωγών, το δημόσιο έλλειμμα έχει εκτιναχθεί στο 200%, τα δικαστήρια αργούν όσο και πριν να εκδώσουν αποφάσεις, ο νόμος για τα πανεπιστήμια κυοφορείται επί χρόνια και το μόνο που έτεκε το υπουργείο είναι η πανεπιστημιακή αστυνομία, τα πεζοδρόμια έχουν παραδοθεί στους «επιχειρηματίες της εστίασης» κ.λπ. Αν δεν ήταν οι καινοτομίες του Κυριάκου Πιερρακάκη, θα έλεγα ότι τα τρία αυτά χρόνια πήγαν τελείως χαμένα. Δεν μπορεί φυσικά ν’ αποκλείσει κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ, αν υπήρχαν, θα τα είχαν πάει ακόμη χειρότερα.
Υπάρχει ωστόσο ένα πεδίο στο οποίο οι επιδόσεις της παρούσας κυβέρνησης, στα μάτια τουλάχιστον των μη δεξιών ψηφοφόρων του 2019, είναι ασύγκριτα χειρότερες από εκείνες της προηγούμενης: πρόκειται για το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Ο Αλέξης Τσίπρας, έστω και υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έστω και παίζοντας παιγνίδια με τον εταίρο του προκειμένου να πλήξει τη Νέα Δημοκρατία, απάλλαξε τη χώρα από τα βαρίδια του λεγόμενου Μακεδονικού, τα οποία, όπως θυμούνται οι παλιότεροι, μας είχε φορέσει ο Αντώνης Σαμαράς για να αντιπολιτευθεί από το υπουργείο των Εξωτερικών τον πρωθυπουργό του. Ο τότε πρωθυπουργός, όταν πιέστηκε από την Ένωση που επειγόταν να δώσει καθεστώς υποψήφιας χώρας στη Βόρεια Μακεδονία, είχε πιθανώς τη διαύγεια να δεί ότι η ιστορία αυτή μόνο κόστος συνεπαγόταν και πάντως πήρε την επιβαλλόμενη απόφαση. Ειρήσθω εν παρόδω ότι πολλοί είχαμε χαρεί με τους χειρισμούς του Κυριάκου Μητσοτάκη τότε, και δη με τη δήλωση περί «συνέχειας του κράτους» η οποία μας είχε κάνει να πιστέψουμε ότι θα έφερνε τη συμφωνία των Πρεσπών για ψήφιση στη Βουλή. Τρία χρόνια μετά ακόμα περιμένουμε…
Στο πεδίο αυτό και δη στα ελληνοτουρκικά, η πολιτική ―αν μπορεί να την πει κανείς έτσι―της κυβέρνησης δεν αντέχει σε καμία κριτική. Με υπουργό Εξωτερικών έναν μάλλον μέτριο πλην φιλόδοξο Κερκυραίο, ο οποίος με το που εγκαταστάθηκε στη Βασιλίσσης Σοφίας άρχισε να απευθύνεται αποκλειστικά στο εσωτερικό ακροατήριο ―ποιος ξεχνά εκείνες τις απίστευτες δηλώσεις δίπλα στον τούρκο ομόλογό του, Μεβλέτ Τσαβούσογλου;―, ο πρωθυπουργός κινδύνευσε να πάθει ό,τι είχε πάθει ο πατέρας του από τον Αντώνη Σαμαρά. Επειδή όμως, ως φαίνεται, ο Μητσοτάκης Β’ δεν κληρονόμησε τις αρετές του Μητσοτάκη Α’, αντί να απολύσει τον υπουργό του άρχισε να τον ανταγωνίζεται. Φτάσαμε έτσι στο θερμό καλοκαίρι του 2020 και πιθανώς να φτάσουμε σ’ ένα εξίσου θερμό το τρέχον έτος (και μάλιστα χωρίς να είναι πια εδώ ο κ. Πάιατ) ενώ από καιρό εφημερίδες και sites γέμουν «αναλύσεων» για την Τουρκία, ο πρόεδρος της χώρας αυτής αποκαλείται «σουλτάνος» και κλίμα φόβου ανάμεικτου με μίσος καλλιεργείται συστηματικά ενόψει της υποτιθέμενης τουρκικής απειλής από καθηγητές, στρατηγούς, ναυάρχους και πρώην πράκτορες που περιφέρονται στα κανάλια και γεμίζουν τα κεφάλια των ανθρώπων με ανοησίες.[1]
Θα περίμενα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη να έχει βάλει τέλος σε κάποια απ’ αυτά· να έχει πάψει να μιλά περί «κυριαρχίας» για ένα λεπτό νομικό ζήτημα όπως οι ρυθμίσεις δύο αν όχι τριών διαφορετικών συνθηκών για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου ―στα οποία, όπως και πάλι θυμούνται οι παλιότεροι, κάποτε οι στρατιώτες, για να τηρούνται τα προσχήματα, φόραγαν στολή χωροφύλακα· να έχει τουλάχιστον αφαιρέσει από τη συζήτηση το θέμα του εναέριου χώρου ―αν δεν ήθελε να αναλάβει το κόστος να εξηγήσει στους ψηφοφόρους πως το Διεθνές Δίκαιο δεν επιτρέπει εναέρια μπαλκόνια των 4 ναυτικών μιλίων ούτε στο Αιγαίο ούτε πουθενά αλλού· να είναι ειλικρινής στο θέμα της «μιας και μόνης διαφοράς» αφού όλοι ξέρουν πως η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών δεν μπορεί να γίνει από τον διεθνή δικαστή αν τα μέρη δεν του πουν με σαφήνεια ποια είναι τα χωρικά τους ύδατα ― με όλα όσο έπονται. Εν ολίγοις περίμενα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη να κάνει στα ελληνοτουρκικά ό,τι είχε κάνει ο Αλέξης Τσίπρας στο Μακεδονικό κι έτσι να γίνουμε μια κανονική χώρα, που έχει κανονικές σχέσεις με τους γείτονές της και την ιστορία της, που δεν εμπνέει ανησυχία θερμών επεισοδίων στους επενδυτές, που δεν δαπανά τόσους πολλούς πόρους για εξοπλισμούς και τις ένοπλες δυνάμεις, μια χώρα απαλλαγμένη από το σύμπλεγμα του «δαρμένου σκύλου» ― του οποίου η σύγχρονη εκδοχή είναι ο εγκλωβισμός σ’ ένα αυτοαναφορικό σχήμα που λέει ότι η φτωχή κι αδύναμη πριγκιποπούλα των Βαλκανίων «απειλείται» από τον κακό΄Τούρκο. Οι άμεσες συνέπειες του εγκλωβισμού στο εν λόγω σχήμα είναι να μη βλέπουμε τις δικές μας ευθύνες για το Κυπριακό, τις δικές μας ευθύνες για το ναυάγιο στο Κραν Μοντανά, να μην καταλαβαίνουμε ότι αυτό που εμείς λέμε «αμυντική θωράκιση των νησιών» στην απέναντι πλευρά θεωρείται απειλή για τα παράλιά της ―απειλή προερχόμενη μάλιστα από μια χώρα που ενάντια σε κάθε έννοια διεθνούς νομιμότητας οικειοποιείται τον εναέριο χώρο πάνω από διεθνή χωρικά ύδατα―, να μην αντιλαμβανόμαστε πως η στάση μας τα τελευταία χρόνια δεν προάγει την οριοθέτηση των νέων θαλάσσιων ζωνών, να μην προσπαθούμε να δούμε πώς προσλαμβάνει η Τουρκία την ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων ― που, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και μετά άλλο δεν έφεραν, για κείνη, παρά μια σειρά εδαφικών απωλειών.
Για τον απεγκλωβισμό απ’ αυτά τα σχήματα δεν έγινε τίποτε. Ο πρωθυπουργός, όμηρος της εθνικιστικής Δεξιάς, διολίσθησε σε μια μισαλλόδοξη αλλά και πιθανώς εσφαλμένη πολιτική ― γιατί το να εμπλέκεσαι ως ήσσων εταίρος στους σχεδιασμούς μιας χώρας όπως η Γαλλία προκειμένου ν’ αποσπάσεις μια δήλωση κατά του Ερντογάν και να αγοράσεις, πληρώνοντας αδρά, όπλα ή να ξοδεύεις το κεφάλαιο σου στις ΗΠΑ για να παρακαλείς το Κογκρέσο να μη δώσει αεροπλάνα στην Τουρκία μπορεί να αποδειχθεί κοντόφθαλμο, ιδίως όταν δεν έχεις σαφή στρατηγική για το πώς θα αντιμετωπίσεις και θα επιλύσεις τα προβλήματά σου.
Στις επόμενες εκλογές, λοιπόν, το πιθανότερο είναι πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αλιεύσει στα νερά στα οποία επί τρία χρόνια πλέει. Κρίνοντας μάλιστα από την αρθρογραφία των προσκείμενων στην κυβέρνηση μέσων ενημέρωσης, νομίζω ότι θα προσπαθήσει να αναγάγει τα ελληνοτουρκικά σε μείζον θέμα της προεκλογικής του εκστρατείας. Για την Κεντροαριστερά, η ευχή μου θα ήταν να προσπαθήσει να βγει από το κουτί της μοναδικής σκέψης που έχει στηθεί για τα λεγόμενα «εθνικά θέματα», να επιδιώξει να καταλάβει πώς πραγματικά αντιλαμβάνονται στην Άγκυρα τις ελληνικές κινήσεις και επιτέλους, αν κυβερνήσει, να βαδίσει ξανά το δρόμο της ελληνοτουρκικής συνεννόησης όπως είχε κάνει στην περίοδο 1996-2004 ο Κώστας Σημίτης. Ας προσπαθήσει η Κεντροαριστερά να δείξει πως και στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής η αντίληψή της διαφέρει από αυτή της Κεντροδεξιάς, αντί να τρέχει πίσω από την εθνικιστική ρητορική της κυβέρνησης. Με αυτό δεν θα κερδίσει μόνο κάποιους από τους ψηφοφόρους που είχε χάσει το 2019· κυρίως θα συμβάλει στο να βγει η χώρα από το ανελέητο σφυροκόπημα των «αναλυτών» και να απελευθερωθεί από το αυτοαναφορικό σχήμα αντιμετώπισης των ελληνοτουρκικών το οποίο μόνο σε αδιέξοδα οδηγεί.
[1]. Το πώς περιγράφουν την συνάντηση ελληνο-τουρκικής κοινοβουλευτικής επιτροπής στην Ισταμπούλ ένα ελληνικό κι ένα τουρκικό μέσο δείχνει ποια πλευρά έχει χάσει το μέτρο. https://www.hurriyetdailynews.com/turkey-favors-dialogue-with-greece-to-resolve-problems-akar-174580 και https://www.iefimerida.gr/politiki/ellines-boyleytes-akar-konstantinoypoli)
Επισημαίνω ακόμη πως στις 19 Ιουνίου, οι σελίδες 4 έως 12 του κυριακάτικου φύλλου μεγάλης συντηρητικής εφημερίδας όταν όλες (!) αφιερωμένες στην Τουρκία. Κάτι ανάλογο είχε γίνει και στις 12 Ιουνίου.
Θεοδόσιος Νικολαΐδης
Καθηγητής νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας στο τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιόνιου Πανεπιστημίου. Βιβλία του: Είδωλα του Μακιαβέλλι. Η πολεμική γύρω από τον “μακιαβελλισμό” στην Γαλλία μεταξύ 1572 και 1643 (2003), Ο Μ. Φουκώ και οι ιστορικοί (επιμ. 2008), Εθνικιστική ιστοριογραφία: Η περίπτωση του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου (2011). Πιο πρόσφατη εργασία του, η μετάφραση στα ελληνικά των Φλωρεντινών Ιστοριών του Νικολό Μακιαβέλλι (2021).
Καλά κύριε Σαββίδη, με τα νεύρα μας παίζεις και έχει και ζέστη.
Το άρθρο προσπερνά, για ευνόητους λόγους, δυο κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τα αντίτοιχα εθνικά θέματα τα οποία θίγει:
1. ποιό μοχλό πίεσης θα έχουμε για την εφαρμογή της συνθήκης των Πρεσπών σε περίπτωση που τα σκόπια δεν μπούν τελικά στην ΕΕ;
2. εάν η τουρκία αποκτήσει πρόσβαση στον ορυκτό πλούτο του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου, είναι σίγουρο ότι δεν θα τον χρησιμποιήσει για να αυξήσει τον εξοπλισμό και την εγχώριά της βιομηχανία;
Πριν ο αρθρογράφος απαιτήσει από όλους εμάς να κατανοήσουμε τις τουρκικές θέσεις θα όφειλε πρώτα να κατανοήσει ο ίδιος τις ελληνικές. Βέβαια αυτό προϋποθέτει να έχεις μια ιδεολογική πυξίδα βασιζόμενη στην πατριωτική σου συνείδηση ή και συνείδηση σκέτα…
“απάλλαξε τη χώρα από τα βαρίδια του λεγόμενου Μακεδονικού”
Βαρίδια θεωρεί ο κ. Νικολαϊδης την πολιτιστική μας κληρονομιά, τις ρίζες μας και την ταυτότητά μας. Όλα αυτά που τα παραδώσαμε σε ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων για να δημιουργήσουν μια κρατική οντότητα που περηφανεύεται ως απόγονος αυτών που εμείς, κατά τα γραφόμενα του κ. Νικολαΐδη, απεμπολούμε και θεωρούμε ήσσονος σημασίας. Γιατί, λέει, με τον τρόπο αυτό λύσαμε ένα πρόβλημα που χρόνιζε. Πως; Παραδίδοντάς του την ταυτότητά μας; Αυτό άλλωστε είναι φανερό μιας και τα Σκόπια χρησιμοποιούν το όνομα Μακεδονία σκέτο, όπου τους δίνεται η ευκαιρία, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τη λεγόμενη συμφωνία. Προκαλεί θλίψη και μόνο το γεγονός ότι υποστηρίζεται, ακόμα και σήμερα, μια άποψη που δεν έχει ωφελήσει σε τίποτα τη χώρα μας. Αντιθέτως, την έχει ζημιώσει και τις έχει δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα τόσο στο εμπόριο με την ονομασία προϊόντων όσο και σε αυτά του αλυτρωτισμού (μόνο ως τραγέλαφος μπορεί να ακουστεί). Ας κοιτάξει ο κ. Νικολαΐδης τη συμπεριφορά της Βουλγαρίας και ας κάνει τις συγκρίσεις του…
Κατ’ εμέ, η ανάρτηση τού άρθρου αυτού είχε έναν και μόνο σκοπό: Να μάς δείξει (υπενθυμίσει) τι σόι πεμπτοφαλαγγίτες υπηρετούν στα ΑΕΙ και όχι μόνο.
Πεμπτοφαλαγγίτες παντού