Δ. Τσαϊλάς: χρειαζόμαστε μια Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

του Δημήτρη Τσαϊλά, Υποναυάρχου ε.α.

Αντιμέτωπη η Πατρίδα μας με ένα διεθνές πλαίσιο που για άλλη μια φορά χαρακτηρίζεται από συγκρούσεις, η Άμυνα πρέπει να έχει την απαράμιλλη ικανότητα υπό καλύτερες συνθήκες για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που παρουσιάζονται. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να αποκατασταθούν οι στρατιωτικές προμήθειες και να πιέσουμε τις Βρυξέλλες να μην υπολογίζονται οι αμυντικές δαπάνες στις παραμέτρους του Συμφώνου Σταθερότητας. Σήμερα κανένα κράτος της ΕΕ δεν μπορεί να περικόψει αυτές τις επενδύσεις.

Για χρόνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έχουμε αυταπατηθεί να ζούμε σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από το τέλος συγκρούσεων ιδεολογικής και στρατηγικής φύσης, και πάνω σε αυτές τις βεβαιότητες χτίσαμε ένα όργανο, πολιτικο-στρατιωτικό επικεντρωμένο κυρίως στη διεξαγωγή διεθνών ειρηνευτικών αποστολών. Αντίθετα, το παρόν μοιάζει με μια τεχνολογικά προηγμένη επιστροφή στη φρίκη των συγκρούσεων με παγκόσμια χαρακτηριστικά, όπως του περασμένου αιώνα. Είναι μια συνειδητοποίηση που πρέπει να οδηγήσει στην εξέλιξη των στρατιωτικών ικανοτήτων της χώρας. Για το λόγο αυτό, πρέπει να ξεκινήσουμε από τη χάραξη μιας ξεκάθαρης Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας, που να ισχύει για όλους τους θεσμικούς οργανισμούς του Κράτους για την επίτευξη συνεργασίας καθορισμένων στόχων μέσα σε ένα ενιαίο όραμα του εθνικού συμφέροντος.

Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται να δοθεί στις προκλήσεις που περιμένουν τη χώρα στο εγγύς μέλλον, με ένα διεθνές πλαίσιο που απαιτεί επανεξέταση του εθνικού στρατιωτικού μέσου, είτε ως παροχή βοήθειας είτε ως εμπλοκή. Μετά από μια περίοδο που χαρακτηριζόταν  από δραστικές οικονομικές περικοπές, αφήνοντας τις ένοπλες δυνάμεις (ΕΔ) χωρίς εκσυγχρονισμό και ανανέωση, λόγω χρέους, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η επιστροφή των συγκρούσεων στη διεθνή σκηνή επιτάσσει άμεσες και επείγουσες ενέργειες. Για να μπορέσουν οι ΕΔ να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις, προτεραιότητα είναι η ανάπτυξη ικανοτήτων και τεχνολογιών, κατά προτίμηση εθνικών, που να ενθαρρύνονται μέσω ορισμένων και ασφαλών επενδύσεων.

Παρά την προσπάθεια ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων που καταβάλλεται το τελευταίο διάστημα, με ακαθόριστες ανακοινώσεις περί «Ατζέντας 2030», η Ελλάδα δεν έχει ακόμη επισημοποιήσει μια στρατηγική εθνικής ασφάλειας που να καθορίζει τα συμφέροντα, τους στόχους, τους πόρους, τις απειλές και τις αμυντικές της ικανότητες. Η υιοθέτηση μιας στρατηγικής εθνικής ασφάλειας απαιτεί από την Αθήνα να καθορίσει με σαφήνεια τις ενέργειές της και να διαχειριστεί τους περιορισμούς. Αυτό είναι κρίσιμο, καθώς η γεωστρατηγική θέση της έχει δύο σημαντικές επιπτώσεις.

Από γεωγραφικής θέσης, μια θαλάσσια δύναμη ορίζεται από την ικανότητά της. Δεδομένου αυτού, η Ελλάδα πρέπει να επικεντρώσει την εξωτερική της πολιτική πρωτίστως στον άξονα «Αιγαίο-ανατολική Μεσόγειο». Αυτή η προσέγγιση βοηθά στην αποφυγή τόσο του κινδύνου υπερβολικής επέκτασης των δεσμεύσεων με περιορισμένους πόρους όσο και της πρόκλησης αιτιολόγησης της αυξημένης έκθεσης σε μια περιοχή όπως η Μαύρη ή η Ερυθρά θάλασσα σε ένα εγχώριο κοινό που δεν είναι συχνά ανθεκτικό στις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες.

Αντιμέτωπες λοιπόν με νέες απειλές, οι ΕΔ πρέπει να εξελιχθούν για να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις προκλήσεις του μέλλοντος. Η ικανότητα δράσης των στελεχών σχετίζεται φυσικά με την τεχνολογία. Από στρατιωτική άποψη βρισκόμαστε στη μέση μιας νέας επανάστασης, που υπαγορεύεται από την προσπάθεια πολλών δυνάμεων να επιτύχουν την υπεροχή στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών. Τα μη επανδρωμένα συστήματα, οι δυνατότητες στον κυβερνοχώρο, η χρήση του διαστήματος, έως και η τεχνητή νοημοσύνη, είναι ολοένα και πιο απαραίτητα στοιχεία για την Άμυνα, η κατοχή των οποίων πρέπει να διασφαλίζεται αυτόνομα από το εθνικό σύστημα. Για την επίτευξη αυτού του στόχου απαιτείται βεβαιότητα και σταθερότητα χρηματοδότησης, ενίσχυση των βιομηχανικών δυνατοτήτων της χώρας και συμμετοχή σε προγράμματα των άλλων χωρών.

Καθώς οι ελληνικές ΕΔ μπορούν να υπερασπιστούν τα συμφέροντά μας κυρίως στις περιοχές ζωτικού μας χώρου, η Ελλάδα πιέζεται να επικεντρωθεί στον άξονα «Αιγαίο-ανατολική Μεσόγειο» και να αποφύγει την υπερβολική επέκταση των δεσμεύσεων. Αυτό είναι επίσης κρίσιμο, καθώς το ελληνικό κοινό είναι πολύ σκεπτικιστικό για τις ξένες στρατιωτικές αναπτύξεις.

Ωστόσο, μια σύμμαχος χώρα του ΝΑΤΟ είναι επικίνδυνα εκτεθειμένη στις εξωτερικές επιδράσεις του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Όταν η αντιπαράθεση μεταξύ των πιο ισχυρών παραγόντων εντείνεται, οι ελληνικές ΕΔ ωθούνται να ευθυγραμμιστούν με τον ισχυρότερο σύμμαχό τους καθώς η ελευθερία των ελιγμών συρρικνώνεται. Ως αποτέλεσμα, η Αθήνα δίνει τώρα μεγαλύτερη προσοχή στις εκκλήσεις της Ουάσιγκτον για μια πιο ισχυρή ευρωπαϊκή δέσμευση στο Ουκρανικό μέτωπο, αλλά και στις επιχειρήσεις στην Ερυθρά για την ασφαλή ναυσιπλοΐα. Αυτή η κίνηση υποτίθεται ότι θα ωφελήσει τις σχέσεις με την Ουάσιγκτον, καθώς η Ελλάδα μπορεί να αξιοποιήσει την αυξανόμενη δέσμευση να κρατήσει τους Αμερικανούς δεσμευμένους στην ευρωμεσογειακή ασφάλεια, τουλάχιστον σε εύλογο βαθμό.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει αυτό το δίλημμα για τις αποστολές είτε στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία ή της συμμετοχής στην Ερυθρά. Από τη μια πλευρά, η Μεσόγειος είναι μια πυριτιδαποθήκη, που προτρέπει την Αθήνα να επικεντρώσει τους πόρους στη σταθεροποίησή της, έχοντας όμως κατά νου και την απειλητική διάθεση από την πλευρά της αναθεωρητικής Τουρκίας.

Από την άλλη, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα στραφούν όλο και περισσότερο προς τα άλλα μέτωπα και θα τραβήξουν ορισμένους συμμάχους μαζί τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η επισημοποίηση μιας στρατηγικής εθνικής ασφάλειας θα μπορούσε να ενισχύσει την ελληνική υπόσταση, ειδικά εάν περιέχει και μια διεθνή προοπτική, καθώς και να προωθήσει μεγαλύτερο συντονισμό των εκτελεστικών στελεχών. Προϋπόθεση βέβαια είναι η εξατομίκευση και η ιεράρχηση των απειλών και των κατευθυντήριων γραμμών αντιμετώπισης που θα βελτιωθούν περαιτέρω σε τακτικό και επιχειρησιακό επίπεδο. Επομένως, πρέπει να θεωρείται ως «ιστορική» άσκηση, και να στοχεύει από ένα πενταετή ορίζοντα προς μακροπρόθεσμη ισχύ, που να εξελίσσεται ανάλογα με τις συνθήκες και να υπόκειται σε συστηματική αναθεώρηση, αλλά δεν θα δεσμεύεται από την εναλλαγή των κυβερνήσεων. Ως εκ τούτου, πρέπει να είναι ένα δικομματικό έγγραφο.

Μια μελλοντική Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας πρέπει να ξεκινά από αυτές τις βασικές απαιτήσεις για τον προσδιορισμό των συμφερόντων εθνικής ασφάλειας που, για παράδειγμα, όσον αφορά την εξωτερική ασφάλεια, να συνάδουν με τα καταστατικά στον ΟΗΕ, στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Όσον αφορά την εσωτερική διάσταση, να έχει διακρατικό χαρακτήρα, διότι η ασφάλεια είναι διεθνική και το ίδιο πρέπει να είναι και η διαχείρισή της.

Η Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας πρέπει επομένως να είναι αρκετά ευρεία ώστε να παρέχει την απαραίτητη ευελιξία για ερμηνείες και υλοποιήσεις σε λιγότερο στρατηγικό πολιτικό και θεσμικό επίπεδο και σε τακτικό και επιχειρησιακό επίπεδο. Δηλαδή, δεν χρειάζεται να έχει χαρακτήρα δόγματος, αλλά επαρκώς καθορισμένο ώστε να αποτελεί σημαντική αναφορά για τη διασφάλιση των συμφερόντων εθνικής ασφάλειας, διαφέροντας έτσι από τη μερικότητα που είναι εγγενής στις διαφορετικές πολιτικές που αναλαμβάνονται στους διάφορους τομείς που αφορούν την εθνική ασφάλεια. Για να κερδίσουμε πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η εθνική ασφάλεια, τα οικονομικά και ανθρωπιστικά αποτελέσματα σχεδιάζονται και εκτελούνται από κοινού. Ο υπάρχων αναπτυξιακός μηχανισμός της Ελλάδας πρέπει να εξελιχθεί για να επιτευχθεί αυτή η αρμονία. Ο Ελληνισμός μπορεί να μάθει από όσα έχει κάνει καλά η Τουρκία, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι αυτές οι προσπάθειες εκτέλεσης γίνονται σε ευθυγράμμιση με τις φιλελεύθερες αξίες.

Ωστόσο, μπορεί επίσης να περιορίσει την ευελιξία της εξωτερικής πολιτικής, καθώς το έγγραφο αποτυπώνει τις δεσμεύσεις στα χαρτιά. Εναλλακτικά, η μη υιοθέτηση ενός θα μπορούσε να είναι μια στρατηγική επιλογή για τη διατήρηση μεγαλύτερης ελευθερίας ελιγμών και προσαρμοστικότητας. Δυστυχώς, μπορεί επίσης να περιορίσει τον μελλοντικό ρόλο της Ελλάδας στην παγκόσμια σκηνή για δύο λόγους. Πρώτον, η Ουάσιγκτον και ορισμένοι σύμμαχοι θα μπορούσαν να αισθανθούν ότι η Αθήνα δεν συμβαδίζει με τη μεταβαλλόμενη ισορροπία δυνάμεων. Δεύτερον, ο εθνικός εκτελεστικός συντονισμός θα μπορούσε να αποτύχει, ειδικά ενόψει του αυξανόμενου ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων.

Τέλος, το ζήτημα του τι είναι εθνική ασφάλεια παραμένει ανοιχτό. Όπως στην ευμετάβλητη χρήση της έκκλησης για την εθνική ασφάλεια, για παράδειγμα η άσκηση βέτο σε διεθνείς οργανισμούς προκειμένου να μην εφαρμόζονται οι κανόνες. Οποιαδήποτε προσπάθεια κατανόησής του βάσει επαληθεύσιμων κριτηρίων έρχεται σε σύγκρουση με τον μεταβαλλόμενο χαρακτήρα του. Η διαχείριση της ασφάλειας υπόκειται επί του παρόντος σε αλλαγές και απαιτεί υψηλού επιπέδου, συνεχή (εκτός από καταστάσεις έκτακτης ανάγκης) και μακροχρόνια πολιτική προσοχή για την αντιμετώπιση περίπλοκων εξελισσόμενων σεναρίων στα οποία πρέπει να προσαρμοστεί μια στρατηγική και ένα σύστημα εθνικής ασφάλειας.

*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι μέλος και ερευνητής του Institute for National and International Security, και του Strategy International.

geopolitics.iisca.eu

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
35,700ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα