του Δημήτρη Τσαϊλά, Υποναυάρχου ε.α.
Ναι στη Θαλασσοκράτειρα Ελλάδα, αλλά υπάρχει πολύς δρόμος.
Ναι, μπορεί και σίγουρα έχει τις δυνατότητες. Θέλει όμως πραγματικά να γίνει; Είναι μια φιλοδοξία που παραμένει αρκετά νεφελώδης. Αυτό είναι φυσιολογικό δεδομένης της έλλειψης πολιτικής βούλησης και των προοπτικών που είναι εγγενείς με την κακή πορεία του εκσυγχρονισμού των ναυτικών μονάδων.
Ωστόσο, ως ναυτικό έθνος, εκτιμάται ότι παραμένει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις, η ενσωμάτωση της θαλάσσιας και ναυτικής ισχύος στη συνεκτική εξωτερική πολιτική. Η έλλειψη βούλησης αποδυναμώνει επίσης τον Ελληνισμό όταν έχει έναν τόσο μακρύ κατάλογο με πράγματα που θέλει να κάνει. Πρακτικά, σημαίνει ότι οι σύμμαχοι συνήθως προβαίνουν στην πυρόσβεση, περνώντας από τη μια κρίση στην άλλη. Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με συχνά αρκετά ανατρεπτικές διακυμάνσεις του εκκρεμούς στις σχέσεις μας με άλλους εταίρους και γεωστρατηγικούς παίκτες —όχι μόνο τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γαλλία— αλλά και με περιφερειακά μπλοκ, βλάπτει πολύ την αξιοπιστία του Ελληνισμού στο εξωτερικό.
Ο Ελληνισμός διαθέτει ναυτική ισχύ που επιχειρεί ανάμεσα σε άλλα μεγαλύτερα και πιο επιθετικά ναυτικά. Θα πρέπει να επικεντρωθεί στα χαρακτηριστικά στα οποία διαπρέπει —όπως η ναυτοσύνη— και να βρει τις θέσεις όπου μπορεί να κάνει πραγματική διαφορά και να οικοδομήσει μόνιμες συνεργασίες. Υπάρχουν βασικοί τομείς όπως η διαχείριση των υποθαλάσσιών αγωγών, το παγκόσμιο εμπόριο, ο κυβερνοχώρος και το κλίμα που χρησιμεύουν ως απόδειξη των δυνατοτήτων της Ελλάδας, και αυτοί θα πρέπει να αξιοποιηθούν ως έμπνευση για την ενίσχυση των φιλοδοξιών της για να καταστεί Θαλασσοκράτειρα δύναμη.
Το ερώτημα δεν είναι αν «μπορεί» η Ελλάδα να γίνει Θαλασσοκράτειρα δύναμη, γιατί πρέπει. Το ερώτημα είναι πώς ;
Οι τελευταίοι δεκαοκτώ μήνες άλλαξαν βαθιά το γεωπολιτικό τοπίο. Η τουρκική κυβέρνηση έχει μια σαφή και κατανοητή πολιτική έναντι της Ρωσίας, της Μαύρης Θάλασσας και του Ρωσο-Ουκρανικού πολέμου. Η Άγκυρα προσπαθεί να παίζει και με τις δύο πλευρές, να εκμεταλλευτεί τις διεθνείς κυρώσεις για να ενισχύσει τα δικά της οικονομικά συμφέροντα μεσολαβώντας για μια εκεχειρία για τη διαχείριση της περιφερειακής κλιμάκωσης. Ως αποτέλεσμα, η Τουρκία επωφελείται από το να κρατά το ΝΑΤΟ έξω από τη Μαύρη Θάλασσα, ενώ παράλληλα εξυπηρετεί τα ρωσικά συμφέροντα και αναζητά παραχωρήσεις από τη Μόσχα. Υπό αυτή την έννοια, ήταν επιτυχία για την Άγκυρα να παρουσιάζεται ως κλειδοκράτορας των Στενών. Όσον αφορά το ελληνοτουρκικό ζήτημα, αναζητά παραχωρήσεις από την Ελλάδα στις θαλάσσιες ζώνες, παίζοντας το γεωστρατηγικό ρυθμιστή.
Η συμπεριφορά αυτή θα ήταν μια διεθνής τάξη πραγμάτων που δεν θα στηρίζεται στο Διεθνές Δίκαιο και την ελευθερία των θαλασσών, αλλά στην πολιτική δύναμη και ασφάλεια. Δεν είναι, ωστόσο, προς τα συμφέροντα του Ελληνισμού. Η ευνοϊκή προσέγγιση της Αμερικής στην τουρκική πολιτική έναντι της Μαύρης Θάλασσας είναι κατανοητή. Ωστόσο, ο πλήρης σεβασμός των ΗΠΑ στην Άγκυρα για τις θαλάσσιες ζώνες δεν κάνει νόημα. Ο δρόμος προς τα εμπρός είναι να ακολουθήσουμε σχολαστικά τους όρους της Σύμβασης του Δικαίου της θάλασσας, ενώ αξιοποιούμε τη ναυτική ισχύ για να ενισχύσουμε την παρουσία του Πολεμικού Ναυτικού σε συνεργασία με άλλες ναυτικές δυνάμεις εταίρων ώστε να εξασφαλιστεί η νομιμότητα.
Η επιβίωση του Ελληνισμού ενόψει αυτής της πρόκλησης απαιτεί έναν ισχυρό, συνεπή, θετικό και ενιαίο ρόλο – πόσο μάλλον που η πολιτική διαδικασία των ΗΠΑ θα της αποσπάσει την προσοχή για τα επόμενα δύο τουλάχιστον χρόνια.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει κάνει θαύματα στην εστίαση της γεωστρατηγικής σε ό,τι πραγματικά έχει σημασία, αν και η λαϊκιστική πολιτική διαλόγου είναι χαλαρή στις πολιτικές για την ασφάλεια και αυστηρή για δευτερεύοντα θέματα πιέζοντας την ελληνική κυβέρνηση. Επομένως, ο Ελληνισμός θα πρέπει να επιδείξει στρατηγικό προσανατολισμό στις θάλασσες για να επιδείξει τόσο την ενότητα του σκοπού όσο και την προθυμία του να δράσει.
Σήμερα, σε μια εποχή «στρατιωτικοποίησης των πάντων», αυτές οι πολιτικές πρέπει να γίνουν πιο εύρωστες και ανθεκτικές. Η Ελλάδα πρέπει να μειώσει τις ασύμμετρες εξαρτήσεις, να διαφοροποιήσει τις αλυσίδες εφοδιασμού, να οικοδομήσει στρατηγικές ικανότητες και να δημιουργήσει μηχανισμούς για να αντισταθεί στον οποιονδήποτε καταναγκασμό. Η κάλυψη της υψηλής τεχνολογίας, όπου η Ελλάδα έχει μείνει σοβαρά πίσω, είναι ιδιαίτερα επείγουσα. Η επαναλειτουργία των Ναυπηγιών και της αμυντικής βιομηχανίας είναι επιτακτική ανάγκη.
Γίνεται πολλή δουλειά σε αυτούς τους τομείς, αλλά το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο. Η επιτυχία θα εξαρτηθεί τελικά από το εάν ο Ελληνισμός είναι έτοιμος για βαθύτερη ολοκλήρωση. Θα απαιτηθεί ισχυρή πολιτική ηγεσία για να περιορίσει τις φυγόκεντρες δυναμικές και, ως εκ τούτου, να διασφαλίσει ότι η Ελλάδα μπορεί να ευδοκιμήσει σε έναν κόσμο πολιτικών ισχύος.
Με 13000 βάση η δοκίμων και σωρηδόν παραιτήσεις αξιωματικών και υπαξιωματικών στο ΠΝ δεν μπορεί να γίνει.