Δ. Τσαϊλάς: γιατί δεν καταγγέλλεται ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων;

- Advertisement -

του Δημήτρη Τσαϊλά, Υποναυάρχου ε.α. Υποψηφίου Ευρωβουλευτή  “ΣΥΜΜΕΤΕΧΩ”

Μήπως το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι: “Μειοδοτούν έναντι του εθνικού μας συμφέροντος για χάρη της Δύσης;”

Καθώς ο κόσμος μετατοπίζεται προς μια περίοδο νέων γεωπολιτικών ανταγωνισμών, τα Βαλκάνια δείχνουν ότι δεν προσαρμόζονται. Η Ελληνική κυβέρνηση όσο και τα θεσμικά όργανα που την υπηρετούν, αναγνωρίζουν ότι οι συνθήκες αλλάζουν, και ότι η πολυμερής προσέγγιση πρέπει να αλλάξει επίσης, αλλά μέχρι στιγμής παρά τις όποιες συμφωνίες, δεν γνωρίζουμε ποια πορεία ακολουθείται. Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγούμαστε, από τις τελευταίες προκλήσεις: πρώτον με τις παλινωδίες με την Κα Μπακογιάννη για το θέμα του Κοσσυφοπεδίου,  δεύτερον τις δηλώσεις στο κυρίαρχο έδαφος μας του Πρωθυπουργού της Αλβανίας και τρίτον η αναφορές από τα Σκόπια της ηγεσίας τους.

Σαφώς, έργο όλων μας είναι να «διατηρηθεί η ειρήνη και η ασφάλεια». Όμως η διατήρηση της ειρήνης απαιτεί από τις κυβερνήσεις να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα για την πρόληψη και την άρση των απειλών αλλά κυρίως να δράσουν προς την καταστολή εθνικιστικών και αλυτρωτικών τάσεων καθώς και παραβιάσεων των συμφωνιών. Ωστόσο από την Αθήνα υπάρχει μια αναιμική στάση αφωνίας όσον αφορά την πρόληψη από την αναγνωρισμένη απαίτηση να καταστείλουν τις παραβιάσεις της ειρήνης. Παρά τις όποιες θερμές διπλωματικές δηλώσεις των επικεφαλής της διπλωματίας για διατήρηση συμφωνιών, φαίνεται μια αναζωπύρωση των εθνικιστικών εντάσεων.

Ο χώρος και η εμπιστοσύνη στη διπλωματία διαβρώνεται, με τον εθνικισμό να αυξάνει τις εντάσεις. Ακόμη και χωρίς άμεσες συγκρούσεις, οι εξωτερικές δυνάμεις απασχολούν όλο το διπλωματικό δυναμικό τους για την επιδίωξη στρατηγικών σκοπών. Τα Βαλκανικά κράτη, επαναδιαβεβαιώνουν τον αντίκτυπο της παγκοσμιοποίησης στην εθνική ασφάλεια, αναγνωρίζοντας την τρωτότητα στα δίκτυα πληροφοριών, στην οικονομική και αμυντική αλληλεξάρτηση, στις κοινές ενεργειακές υποδομές, και όλα μαζί καθίστανται πηγές πολιτικών εντάσεων.

Εξ αιτίας αυτών των περιγραφομένων εντάσεων, με τη συμφωνία των Πρεσπών δεν μειώθηκαν οι εθνοτικές και αλυτρωτικές προκλήσεις των Σκοπίων. Ο βασικός λόγος είναι ότι οι δημιουργοί της συμφωνίας, ερήμην του λαού προσπάθησαν να κάνουν μεγάλα πράγματα, αντί να προσεγγίσουν τις διαφορές βήμα-βήμα. Επιδίωξαν να διαχειριστούν ένα καυτό εθνικό πρόβλημα ονομασίας, μεταξύ Αθηνών-Σκοπίων,  που υπέβοσκε μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και προέκυψε από την κατάρρευση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Και οι νικητές της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, (Γερμανοί και Αμερικανοί), έθεσαν σε εφαρμογή τον μηχανισμό επιβολής των αποφάσεων στις Πρέσπες, τάχα για να εγγυηθούν τα εθνικά σύνορα του νεοσύστατου κράτους των Σκοπίων, με την είσοδό του στο ΝΑΤΟ και αργότερα, στη διευρυμένη ΕΕ. Τα μέλη της συμφωνίας  δεσμεύθηκαν όχι μόνο να νικήσουν τη λαϊκή οργή αλλά και να εξουδετερώσουν κάθε απειλή ή κίνδυνο προέλθει από τη διαφωνία των κοινωνιών. Κάτι που μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει κανείς και δεν είναι ορατό στο εγγύς μέλλον, να επιτύχει.

Τα αίτια πολλά. Πρόκειται για μια, ομολογουμένως, φιλόδοξη ατζέντα. Η ανάληψη μιας τέτοιας υπόσχεσης υπονοεί ότι οι υπογράφοντες απαιτείται να ξοδέψουν όσα διπλωματικά, οικονομικά και στρατιωτικά μέσα χρειαστούν για να το εκτελέσουν. Όμως για πόσο χρονικό διάστημα άραγε θα συμβαίνει αυτό; Πότε θα καταγγείλουμε τις συνεχιζόμενες αλλυτρωτικές αναφορές της ηγεσίας των Σκοπίων;

Θυμηθείτε από την ιστορία, πως στο συνέδριο της Βιέννης, με απόφαση των ευρωπαίων ηγετών ανέλαβαν μια διαρκή ειρήνη μετά τους ναπολεόντειους πολέμους. Ωστόσο για να επιτευχθεί, υπάρχουν δύο στοιχεία σε μια διαρκή περιφερειακή ή παγκόσμια τάξη. Πρώτον, οι διαπραγματευτές πρέπει να εγκαθιδρύσουν ισορροπία δυνάμεων για να αποτρέψουν τους αμφισβητίες. Μια τέτοια ισορροπία, λέει, «μειώνει τις ευκαιρίες για χρήση δύναμης» για να παραμείνει η συμφωνία. Και δεύτερον, οι ανταγωνιστές της αντιπαραθέσεως  στην “επόμενη ημέρα”, πρέπει να προωθήσουν «μια κοινή αίσθηση δικαιοσύνης» που «μειώνει την επιθυμία κατάργησης της συμφωνίας».

Και ερχόμαστε στο τι πρέπει να γίνει; Την απάντηση δίνει ο συνδυασμός «Συμμετέχω για την Εθνική Κυριαρχία και την Κύπρο» με τον υποψήφιο ευρωβουλευτη, πρέσβη Αϋφαντή αναφέροντας: «Βασική αρχή της διακαιοπρακτικής δυνατότητας κάθε ανεξάρτητου και κυρίαρχου Κράτους (δηλ. της δυνατότητάς του να συνάπτει έγκυρες διεθνείς συνθήκες) είναι η δυνατότητά του να μεταβάλλει άποψη. Toυτέστιν, η ελευθερία της βουλήσεώς του!! Είναι αυτή η ελευθερία που νομικά εκφράζεται με την  γενική ρήτρα εγκυρότητας κάθε Συνθήκης/Συμφωνίας , την ρήτρα “sic rebus stantibus” ! Αυτό σημαίνει ότι κάθε διεθνής συνθήκη είναι έγκυρη και ισχύει υπό την αίρεση της “μή ουσιώδους μεταβολής των πραγμάτων”, της βούλησης εκάστου μέρους συμπεριλαμβανομένης!»

Και συμπληρώνει για τους αμφισβητίες: «Εξαίρεση απ`  αυτή την ρήτρα (όπως περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι υπογράφοντες, μπουρδολογώντας για  το ακατάλυτον και αιώνιον της Συμφωνίας των Πρεσπών!) καθιστά οιαδήποτε Διεθνή Συμφωνία αυτόχρημα άκυρη, ως καταχρηστική!! Η Σύμβαση της Βιέννης περί του δικαίου των Συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969, προβλέπει, στην παράγραφο 1 του άρθρου 60, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λήξις ή αναστολή εφαρμογής της συνθήκης συνεπεία παραβιάσεώς της. Ουσιώδης παραβίασης διμερούς συνθήκης εκ μέρους, παρέχει το δικαίωμα εις το έτερον μέρος να επικαλεσθή την παραβίασιν ταύτην ως λόγο λήξεως ή αναστολής εφαρμογής της συνθήκης εν όλω ή εν μέρει.»

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
37,400ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα